Κάτια Γκουλιώνη στο ethnos.gr: «Η Μαρία Αλίκη είναι ένας καθρέφτης, μια αντανάκλαση όλων μας»
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΜε περισσότερα από είκοσι χρόνια δυναμικής παρουσίας στον χώρο της τέχνης, η Κάτια Γκουλιώνη συνεχίζει να ξεχωρίζει ως μία από τις πιο πολυσχιδείς και ταλαντούχες ηθοποιούς της γενιάς της. Η βραβευμένη πρωταγωνίστρια, που καθήλωσε το κοινό με την ερμηνεία της ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, επιστρέφει αυτή τη φορά μ' έναν εντελώς διαφορετικό στόχο: να μας χαρίσει γέλιο με τη νέα ταινία της, «Ο Νόμος του Μέρφυ» από την Tanweer, σε σκηνοθεσία Αγγελου Φραντζή, ενώ παράλληλα μας καλεί ν' αναλογιστούμε το νόημα της ζωής για τον καθένα μας.
Σε μια χρονιά γεμάτη επαγγελματικές προκλήσεις, η ηθοποιός καταφέρνει να ισορροπήσει με μαεστρία ανάμεσα στον κινηματογράφο, το θέατρο και τη μικρή οθόνη. Φέτος, έκανε το τηλεοπτικό της ντεμπούτο στη σειρά «Μαύροι πίνακες», ενώ μόλις πριν από λίγες ημέρες ανέβηκε στη σκηνή με το «Nachtland». Η παράσταση, μια καυστική σάτιρα για τις σχέσεις, την τέχνη και τις κοινωνικές δομές, αγγίζει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης συνείδησης και της σύγχρονης πραγματικότητας.
Πολυβραβευμένη και αφοσιωμένη στο καλλιτεχνικό της όραμα, η Κάτια Γκουλιώνη δε διστάζει να ξεπερνά τα όρια και να αναζητά την ουσία της ζωής. Με την κοινωνική ευαισθησία και την ειλικρίνειά της, συνεχίζει να εμπνέει το κοινό, ισορροπώντας ανάμεσα στον πειραματισμό και την ανθρωπιά. Στη συζήτησή μας, η ίδια μοιράζεται σκέψεις για τη νέα της ταινία, τις προκλήσεις της φετινής σεζόν και το βαθύτερο ταξίδι της μέσα από την τέχνη, το χιούμορ και την αυτογνωσία.
Πώς ήταν η εμπειρία να ερμηνεύετε τόσους διαφορετικούς ρόλους μέσα από την ηρωίδα σας; Ήταν μια διαδικασία που σας απελευθέρωσε ή σας δυσκόλεψε;
Η ταινία αυτή συνδύασε με μοναδικό τρόπο την ελευθερία με τις δυσκολίες. Απαιτούσε από τους ηθοποιούς να περνούν συνεχώς από τη μία μεταμόρφωση στην άλλη, κάτι που δεν αποτελούσε μόνο ερμηνευτική πρόκληση, αλλά και μια σύνθετη τεχνική δοκιμασία. Η επιλογή του μονοπλάνου -43 μονοπλάνα συνολικά- έθεσε ψηλά τον πήχη για όλους. Αν και στην αρχή η διαδικασία αυτή φαινόταν ιδιαίτερα απαιτητική, οι πρόβες και οι αυτοσχεδιασμοί μας οδήγησαν σε μια εμπειρία σχεδόν απελευθερωτική. Βγήκαμε έξω από κάθε στερεότυπη προσέγγιση, αποτινάξαμε τις «στολές» και τις ετικέτες που συχνά περιορίζουν την έκφραση. Αυτή η αποδέσμευση έγινε και η καρδιά της ταινίας, που αμφισβητεί τις σταθερές ταυτότητες και μας καλεί να αφήσουμε πίσω μας τους περιορισμούς των κοινωνικών ρόλων, τις προκαταλήψεις και τις ταμπέλες. Η απελευθέρωση της ηρωίδας πηγάζει ακριβώς από την αδυναμία της να προσαρμοστεί σε οποιονδήποτε συγκεκριμένο ρόλο. Αυτή η διαδικασία δεν είναι μόνο ένας καθρέφτης της ιστορίας, αλλά και μια υπενθύμιση για τη δική μας αναζήτηση της αυθεντικότητας.
Υπήρξε κάποια από τις «ζωές» που έζησε η Μαρία Αλίκη στην ταινία με την οποία αισθανθήκατε πιο κοντά;
Νομίζω πως ναι, με όλες. Οι «ζωές» της Μαρία Αλίκης είναι στην ουσία ρόλοι που καλούμαστε να παίξουμε όλοι, ανεξαρτήτως των εξωτερικών μας χαρακτηριστικών. Είναι η κόρη, η επαγγελματίας, η φίλη, η θεραπευόμενη—όλα όσα αναλαμβάνουμε να είμαστε στις δικές μας ζωές. Με αυτόν τον τρόπο, η Μαρία Αλίκη δεν είναι μόνο ένας χαρακτήρας. Είναι ένας καθρέφτης, μια αντανάκλαση όλων μας.
Αν είχατε τη δυνατότητα να συνομιλήσετε με τη Μαρία Αλίκη, τι θα της λέγατε;
Θα της έλεγα: «Τι είναι ο θάνατος και τι είναι η ζωή». Αυτά είναι τα αιώνια ερωτήματα που μας απασχολούν. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε τις απαντήσεις. Και ίσως εκεί βρίσκεται η ομορφιά. Νιώθουμε ότι κατανοούμε την πορεία της ζωής, ότι έχουμε τον έλεγχο, όμως στην πραγματικότητα είμαστε σε μια διαρκή υπαρξιακή αναζήτηση. Αυτό είναι το πιο συναρπαστικό: να ζεις χωρίς να ξέρεις. Όχι να καταλήξεις σε μία απόλυτη απάντηση, αλλά να εξελίσσεσαι μέσα από τη διαδικασία της αναζήτησης.
Η ταινία αγγίζει το ερώτημα του «πώς θα ήταν η ζωή μας αν είχαμε κάνει άλλες επιλογές». Εσείς έχετε σκεφτεί ποτέ πώς θα ήταν η ζωή σας αν είχατε ακολουθήσει διαφορετικό μονοπάτι;
Δεν είναι κάτι που σκέφτομαι συχνά. Μόνο στις στιγμές αποτυχίας ίσως το αναρωτήθηκα, γιατί η αποτυχία είναι κάτι πολύ προσωπικό. Όταν την κοιτάζεις από απόσταση, καταλαβαίνεις τη σημασία της. Δεν θα άλλαζα τίποτα, ακόμα κι αν τότε ένιωθα ότι έκανα λάθος. Με τον χρόνο και λίγη δόση χιούμορ, συνειδητοποιείς ότι κάθε αποτυχία σου δίνει ένα μάθημα. Ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας έχει κάποιο σκοπό, αρκεί να το δούμε με ανοιχτό μυαλό και λιγότερη αυστηρότητα.
Στην ταινία, η ηρωίδα σας ψάχνει το νόημα της ζωής. Εσείς προσωπικά έχετε βρει το δικό σας νόημα;
Το νόημα της ζωής δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία φράση. Είναι κάτι τόσο ρευστό, τόσο μεταβαλλόμενο. Σήμερα μπορεί να πιστεύω ότι το νόημα της ζωής είναι μια απλή βόλτα στον ήλιο. Αύριο ίσως είναι να καθίσω με μια κουβέρτα στον καναπέ. Το νόημα αλλάζει ανάλογα με την περίοδο, τη διάθεση, τις ανάγκες μας. Δεν θεωρώ πως μπορώ να δώσω μια οριστική απάντηση. Ίσως αυτή η συνεχής αλλαγή, αυτή η διαρκής εξέλιξη, να είναι το ίδιο το νόημα.
Επηρεαστήκατε από την ταινία στο να αναζητήσετε το νόημα της ζωής;
Κάθε ταινία στην οποία έχω συμμετάσχει μέχρι σήμερα αποτελεί, για μένα, ένα μικρό κομμάτι ζωής. Δεν πρόκειται απλώς για μια σειρά γυρισμάτων, αλλά για μια συνολική εμπειρία που αγγίζει κάθε πτυχή της παραγωγής και, φυσικά, εμένα προσωπικά. Αυτές οι ταινίες έχουν την ικανότητα να διαμορφώνουν την καθημερινότητά μου, τον τρόπο που σκέφτομαι και αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Είναι μια συνεχής διαδικασία εξέλιξης, όχι μόνο στο επαγγελματικό πεδίο, αλλά και στην προσωπική μου ανάπτυξη. Το να είμαι μέρος αυτής της δημιουργικής πορείας είναι ένας από τους βασικούς λόγους που επέλεξα αυτό το επάγγελμα. Έχω σταθεί τυχερή, γιατί μέχρι τώρα οι επιλογές μου με έχουν πάει μπροστά, όχι με την έννοια της ηλικιακής ωρίμανσης, αλλά με τη βαθύτερη κατανόηση του εαυτού μου.
Η ταινία κλείνει με χορό και τραγούδι. Πόσο απαιτητικό ήταν αυτό το κομμάτι για εσάς και τι χρειάστηκε να κάνετε για να προετοιμαστείτε;
Ήταν μια εξαιρετικά απαιτητική διαδικασία. Η συγκεκριμένη σεκάνς δεν ήταν απλώς μια σκηνή· ήταν μια ταινία μέσα στην ταινία. Η προετοιμασία μας περιλάμβανε έναν μήνα εντατικής εξάσκησης στη χορογραφία, όπου έπρεπε να μάθουμε ακόμα και κλακέτες. Δούλευα στενά με τη Βικτωρία Μπιτούνη, η οποία ήταν συνοδοιπόρος μου στον χορό, αλλά και με τον χορογράφο Andy Xhuma. Η υπέροχη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη έδωσε μια ιδιαίτερη ζωντάνια στη σκηνή.
Επιπλέον, αυτή η διαδικασία δεν ήταν συνηθισμένη, καθώς στις δραματικές σχολές στην Ελλάδα δεν υπάρχει μάθημα μιούζικαλ, οπότε η προετοιμασία μας ήταν πραγματικά μια νέα εμπειρία. Αυτό όμως είναι και το μαγικό κάθε ταινίας: η προετοιμασία της είναι μοναδική. Για παράδειγμα, στην «Πολυξένη» χρειάστηκε να μάθω τουρκικά σε πέντε μήνες με καθημερινή εξάσκηση, ενώ στο «Ακίνητο Ποτάμι» προπονήθηκα για έναν χρόνο ώστε να αντέξω το κρύο των -20°C και να βουτήξω σε παγωμένη λίμνη. Όλες αυτές οι εμπειρίες είναι ένας θησαυρός που με κάνει να αισθάνομαι απίστευτα τυχερή.
Πιστεύετε ότι το ελληνικό σινεμά μπορεί να κερδίσει περισσότερο κοινό μέσω των κωμωδιών;
Δεν μπορώ ν' απαντήσω με σιγουριά, καθώς κάθε ταινία είναι μοναδική, σαν μια ανεξάρτητη γυναίκα. Δεν υπάρχει «συνταγή επιτυχίας» για να προβλέψουμε τι θα αρέσει στο κοινό. Ωστόσο, το σενάριο συνδυάζει χιούμορ με υπαρξιακές αναζητήσεις με τρόπο που σπάνια έχουμε δει. Η ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία και τα βαθύτερα νοήματα είναι μια πρόκληση που απαιτεί λεπτό χειρισμό και άψογη συνεργασία όλων των ειδικοτήτων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμβολή του Γιώργου Καρβέλα στη φωτογραφία, που απογειώνει την αισθητική της ταινίας. Η κινηματογράφηση με 43 μονοπλάνα αποτελεί από μόνη της έναν πραγματικό άθλο, απαιτώντας απόλυτο συντονισμό και ακρίβεια από την ομάδα.
Η Μαρία Αλίκη θαυμάζει τον Νίκο Κουρή και θέλει να παίξει μαζί του. Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που εσείς εκτιμάτε και θα θέλατε να συνεργαστείτε μαζί του;
Η Αμαλία Μουτούση είναι για μένα η κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός. Θαυμάζω τη σωματικότητα, την ευαισθησία και το βάθος που προσδίδει σε κάθε της ερμηνεία. Όταν την παρακολουθείς στη σκηνή, νιώθεις πως κάθε κύτταρο του σώματός της είναι «κατοικημένο» από τον ρόλο της. Θα ήταν τεράστια τιμή για μένα να συνεργαστώ μαζί της.
Πόσο σημαντικά πιστεύετε ότι είναι τα social media για την προώθηση ενός καλλιτέχνη σήμερα;
Δεν είμαι σίγουρη αν είμαι η κατάλληλη ν' απαντήσω, γιατί δεν τα έχω χρησιμοποιήσει ποτέ με σκοπό την προώθηση. Το Instagram μου είναι κλειδωμένο, και δεν έχω ασχοληθεί με διαφημίσεις ή για άλλους επαγγελματικούς λόγους. Έχω δει, ωστόσο, περιπτώσεις όπου η απουσία προώθησης δεν εμπόδισε την επιτυχία ενός πρότζεκτ, αλλά και άλλες όπου η εντατική προώθηση δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η επιτυχία και η αποτυχία είναι, τελικά, τρομερά υποκειμενικές έννοιες.
Τηλεοπτικά σας βλέπουμε στους «Μαύρους Πίνακες», η οποία είναι η πρώτη σας συμμετοχή σε σειρά. Τι σας έκανε να επιλέξετε τη συγκεκριμένη στιγμή και το συγκεκριμένο πρότζεκτ για ν' ασχοληθείτε επαγγελματικά με τη μικρή οθόνη;
Η συνεργασία με την Κατερίνα Φιλιώτου ήταν καθοριστική. Ήξερα ότι μαζί της μπορούμε να δουλέψουμε με προσοχή, με προβες και έρευνα. Το σενάριο της Σοφίας Καζαντζιάν και του Μάριου Ιορδάνου, επίσης, δεν περιορίζεται σε στερεοτυπικούς χαρακτήρες, κάτι που μου έδωσε ελευθερία να εξερευνήσω την ηρωίδα μου. Επίσης, το καστ –η Σοφία Κόκκαλη, ο Αντίνοος Αλμπάνης, ο Δημήτρης Κίτσος, ο Ιωάννης Παπαζήσης, η Λένα Παπαληγούρα– ήταν μια επιπλέον έμπνευση. Ήταν ένα σύνολο συντελεστών και δημιουργών που με έκανε να πω με σιγουριά: «Αυτό θέλω να το κάνω».
Ηταν και μια ευκαιρία να δοκιμάσετε κάτι νέο;
Πάντα υπάρχει η ευκαιρία για κάτι καινούργιο, είτε στο θέατρο είτε στον κινηματογράφο, όπως και τώρα με τους «Μαύρους Πίνακες». Ο πειραματισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς μας. Η έκθεση στο κοινό είναι δύσκολη και απαιτητική, γιατί μας φέρνει σε άμεση επαφή με το άγνωστο. Το νέο συνοδεύεται από ρίσκο, ενθουσιασμό, αλλά και πιθανότητα αποτυχίας. Ωστόσο, είναι και αυτή η πρόκληση που κάνει τη δουλειά μας συναρπαστική. Κάθε φορά καλούμαστε να συνεργαστούμε με νέους ανθρώπους, να δημιουργήσουμε κώδικες επικοινωνίας, να προσαρμοστούμε στις δυσκολίες. Όταν έχουμε την τύχη να συνεργαστούμε ξανά με γνωστούς συνεργάτες, τα πράγματα γίνονται πιο ομαλά. Όμως, πάντα υπάρχει κάτι καινούργιο ν' ανακαλύψουμε. Η διαδικασία αυτή δεν είναι ποτέ ρουτίνα, και ακριβώς γι' αυτό δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε σαν ρομπότ.
Η τηλεόραση αυξάνει την έκθεση για έναν καλλιτέχνη;
Σίγουρα. Φέτος, το κατάλαβα περισσότερο από ποτέ! (Γέλια) Είναι πολύ πιο εύκολο να δει κανείς μια σειρά από την άνεση του σπιτιού του, παρά να πάει στον κινηματογράφο. Όμως, αυτό έχει το τίμημά του. Τα σινεμά περνούν δύσκολες στιγμές και η φετινή χρονιά ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη. Δεν είναι μόνο το κόστος του εισιτηρίου που αποτρέπει τον κόσμο. Είναι και ότι πολλοί άνθρωποι, τεχνικοί και καλλιτέχνες, ζουν από αυτή τη δουλειά. Η θέαση μιας ταινίας στον κινηματογράφο είναι συλλογική εμπειρία, μια διαδικασία που μας φέρνει κοντά. Είναι κρίμα να βλέπουμε ιστορικούς κινηματογράφους, όπως το Ιντεάλ, να κλείνουν ή να μετατρέπονται σε ξενοδοχεία. Προτρέπω τον κόσμο να βρει μια ισορροπία: ναι, να βλέπουμε περιεχόμενο στις πλατφόρμες, αλλά να επιστρέψουμε και στις αίθουσες. Γιατί η μαγεία του κινηματογράφου δεν συγκρίνεται.
Αν σας δινόταν η δυνατότητα να συμμετάσχετε σε άλλη τηλεοπτική σειρά, τι είδους ρόλος θα σας ενδιέφερε μετά από αυτόν;
Θα ήθελα ενα έργο που να μπορώ να το πιστέψω πλήρως, τόσο από άποψη σεναρίου όσο και μέσα από τη σκηνοθετική προσέγγιση και τη δουλειά των συντελεστών. Κάθε ρόλος έχει τη δική του μοναδική αξία και ενδιαφέρον, γι’ αυτό δεν μπορώ να πω ότι ονειρεύομαι έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Οι επιλογές μου βασίζονται σε πολλά και διαφορετικά κριτήρια, πάντα με γνώμονα την ουσία και την ποιότητα.
Στο Nachtland τίθεται το ερώτημα αν μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε από τα βάρη της ιστορίας και από το παρελθόν. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Το έργο του Marius von Mayenburg, που ανεβαίνει τώρα στο θέατρο Αποθήκη σε σκηνοθεσία Νίκου Ορέστη Χανιωτάκη, είναι εξαιρετικό. Πρόκειται για ένα σύγχρονο κείμενο, γραμμένο μόλις πριν από δύο χρόνια, αλλά με βαθιά κλασική αξία. Είναι τρομακτικά επίκαιρο, γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται. Βλέπουμε σήμερα τα ίδια ανησυχητικά ποσοστά ακροδεξιάς στην Ευρώπη, την ίδια ολίσθηση που υπήρχε πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το έργο αναδεικνύει πώς η επιβίωση μπορεί ν' αλλοιώσει την ηθική ενός ανθρώπου, πώς οι προσωπικότητες και οι αντιλήψεις θυσιάζονται στο βωμό της ανάγκης. Θέτει ερωτήματα για το σήμερα, αγγίζοντας κοινωνικά, πολιτικά και διαπροσωπικά θέματα. Αυτό το καθιστά όχι μόνο σημαντικό, αλλά και διαχρονικό, με πολλαπλές αναγνώσεις.
Στην ερώτηση, αν μαθαίνουμε από τα λάθη μας, η απάντησή μου δεν μπορεί να 'ναι αισιόδοξη. Τα δείγματα γύρω μας είναι αποθαρρυντικά: βλέπουμε την κατάσταση στην Παλαιστίνη, την Αμερική με την επιστροφή σε γνωστά μονοπάτια διχασμού, έναν Τραμπ που επιστρέφει στο προσκήνιο χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Οι θεμελιώδεις δομές, όπως η παιδεία και η υγεία, καταρρέουν. Ακόμα και στην Ελλάδα, αν μαθαίναμε από τα λάθη μας, δεν θα είχαμε φτάσει στα ίδια αποτελέσματα. Σε προσωπικό επίπεδο, ναι, εξελισσόμαστε μέσα από τις εμπειρίες μας. Τα αντανακλαστικά μας γίνονται πιο γρήγορα, ίσως ωριμάζουμε μέσα από απογοητεύσεις, όπως ένας χωρισμός ή μια ραγισμένη φιλία. Όμως ο πυρήνας μας παραμένει σταθερός. Και πολλές φορές βάζουμε το ατομικό συμφέρον πάνω από το κοινό καλό – όχι πάντα συνειδητά, αλλά επειδή κάτι μας αναγκάζει. Σε κάθε περίπτωση, δεν είμαι σίγουρη ότι τελικά μαθαίνουμε. Θέλω να το πιστεύω, αλλά τα παραδείγματα συχνά δείχνουν το αντίθετο.
Τι πιστεύετε ότι θα πάρει μαζί του το κοινό φεύγοντας από την παράσταση;
Πιστεύω ότι τα μεγάλα έργα είναι πολλαπλών αναγνώσεων και αφήνουν τον θεατή ν' ανακαλύψει τη δική του αλήθεια. Είναι μια διαδικασία πιο ουσιαστική, πιο ενδιαφέρουσα. Το συγκεκριμένο έργο έχει αυτή τη δύναμη: προσφέρει διαφορετικές οπτικές και ερμηνείες, χωρίς να καθοδηγεί απόλυτα. Αυτό το στοιχείο είναι που το κάνει σπουδαίο.