Σινεμά|17.07.2019 15:40

60ό Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Θεσσαλονίκης: Ταξίδι στα κάδρα του Κούνδουρου

Newsroom

«Ήθελα να ’µαι ζωγράφος µοναχικός. Είχα µια πίστη καλογερίστικη για τη ζωγραφική, τον ασκητισµό, ονειρευόµουν µια µοναξιά γεµάτη φως... Τα πρόδωσα όλα; Μου θόλωσε το νου η θριαµβευτική ζωγραφική της κινούµενης εικόνας και έκανα ταινίες». Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο Νίκος Κούνδουρος στο λεύκωµα «Stop carré» (εκδόσεις Καστανιώτη) την αγάπη του για τον κινηµατογράφο.

∆ύο χρόνια µετά τον θάνατό του, το 60ό Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Θεσσαλονίκης ετοιµάζει µια µεγάλη έκθεση αφιερωµένη στο εικαστικό έργο του µε έργα -πολλά από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό- σε χώρο που θα διαµορφωθεί  ειδικά στην Προβλήτα Α’ του λιµανιού της Θεσσαλονίκης. Η έκθεση θα περιλαµβάνει ελαιογραφίες, σκίτσα, κοστούµια, µάσκες, επιστολές, ηµερολόγια, σηµειώσεις και προσωπικά αντικείµενα – ανάµεσά τους και η αγαπηµένη του παλέτα µε την αυτοπροσωπογραφία του. «Σε κάθε πλάνο των ταινιών του νιώθαµε πάντα το βλέµµα του ζωγράφου. Τώρα, σε αυτή την έκθεση θα ανακαλύψουµε την καταγωγή αυτού του βλέµµατος, το οποίο στην πραγµατικότητα ορίζει τη γέννηση του σύγχρονου ελληνικού κινηµατογράφου» σηµειώνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης.

Ταινίες

Στη διαδροµή του ο Νίκος Κούνδουρος γύρισε ταινίες που έγιναν κλασικές, όπως η «Μαγική πόλη», ο «∆ράκος», που χαρακτηρίστηκε η καλύτερη ταινία του ελληνικού κινηµατογράφου, το «Ποτάµι» και οι «Μικρές Αφροδίτες». Κατέθεσε µια φιλµογραφία 12 ταινιών. Σε συνέχεια της κινηµατογραφικής του διαδροµής, το εικαστικό του έργο φανερώνει το πάθος του για τη ζωγραφική, την ανάγκη του να αποτυπώσει τον κόσµο µε τα δικά του χρώµατα, τα βυζαντινά, τις αποχρώσεις της κρητικής παράδοσης και της µεταβυζαντινής κρητικής τέχνης, της Ελλάδας, των σωµάτων και των αγίων της.

«Οµολογώ το πάθος µου για την εικόνα, το κάδρο, τα σκηνικά, τα κοστούµια. Αυτά που συνθέτουν το ορατό µέρος του κινηµατογραφικού έργου. ∆εν µπορώ να ξεχωρίσω το οπτικό υλικό µιας ταινίας από τον λόγο και από ό,τι άλλο συνθέτει το πλήρες και τελικό έργο. Μ’ αρέσουν τα σκηνικά και τα κοστούµια, τα ξύλα, τα χαρτόνια και η ψαρόκολλα. Μ’ αρέσουν οι ψεύτικες κατασκευές, τα αντίγραφα πραγµάτων όσο και τα αληθινά πράγµατα, οι τοίχοι των σπιτιών, οι ξύλινες παλιές πόρτες, τα κεραµίδια, οι καµινάδες. Όπως µ’ αρέσουν και τα βαµµένα πρόσωπα των ηθοποιών, τα κορµιά τους, οι φωνές τους και οι σιωπές τους. Μ’ αρέσουν η διάλυση της ζωής και η ανασύνθεσή της µέσα από τους φακούς της µηχανής και το µάτι του σκηνοθέτη» είναι τα δικά του λόγια όπως έχουν αποτυπωθεί στο «Stop carre».

«Ο Νίκος Κούνδουρος αγαπήθηκε και αποθεώθηκε ως κινηµατογραφιστής, µα ο ζωγράφος δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Γυναίκες, άγιοι, δαίµονες, µάσκες ως όργανα εξαπάτησης και λατρείας, ήρωες του πραγµατικού κόσµου, γυµνά σώµατα ανυψωµένα σε σύµβολα, µύθοι, σκιές και φως αναµετρήθηκαν µε τον ζωγράφο Νίκο Κούνδουρο» σχολιάζει στην ανακοίνωσή του το Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Θεσσαλονίκης. «Στα χρόνια της σχολής, στη Μακρόνησο (από όπου και µια προσωπογραφία τού επίσης εξόριστου, Θανάση Βέγγου), αλλά και µετά, στα διαλείµµατα των ταινιών του, η ζωγραφική αποτέλεσε το καταφύγιό του. «Αν το “Μπάιρον” δεν γίνει καλή ταινία -πιο καλή από καλή- θα τα παρατήσω και θα γίνω πάλι ζωγράφος, αθώος και ανυποψίαστος σαν τους πρωτόπλαστους πριν δαγκώσουν το πονηρεµένο µήλο» έγραφε στη σύζυγό του Σωτηρία Ματζίρη - Κούνδουρου από την Κριµαία όπου γύριζε το «Μπάιρον».

Ο Νίκος Κούνδουρος µαθήτευσε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στην οποία µπήκε µε ψεύτικο πιστοποιητικό στα 16 του ενώ είχε για δάσκαλο τον Μιχάλη Τόµπρο και πρότυπο τον Γιάννη Μόραλη. Το έργο του είναι εµπνευσµένο από τον Φώτη Κόντογλου στον οποίο αφιέρωσε και τη σύνθεση που έφτιαξε στο ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου στην Κρήτη, έχοντας πρώτη επαφή µε την εκκλησιαστική τέχνη µέσω των θρησκευτικών εικόνων που συνέλεγε ο πατέρας του.

Νίκος Κούνδουρος60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης