Σινεμά|15.10.2019 00:23

Σεμπάστιαν Κοχ: Ζούμε σε μια πολύ επικίνδυνη εποχή

Άντα Δαλιάκα

Ντυμένος με τζιν και t-shirt, χαμογελαστός μετά το μεσημεριανό του γεύμα στο εστιατόριο του Royal Olympic Hotel με θέα το φθινοπωρινό σκηνικό της Ακρόπολης, ο Σεμπάστιαν Κοχ δείχνει ενδιαφέρον για την προφορά του ελληνικού μου ονοματεπωνύμου. Είναι, εξάλλου, γνωστή η σύνδεση που έχει με την ελληνική κουλτούρα ο 57χρονος Γερμανός σταρ έχοντας πρωταγωνιστήσει στο «Ο θεός αγαπάει το χαβιάρι» (2012) του Γιάννη Σμαραγδή, στην οποία και ελληνικά μίλησε και φιλίες έκανε και αγάπησε την Ελλάδα τόσο ώστε να επιστρέφει για διακοπές στην Πάρο.

Ευγενικός, ευθυτενής, γοητευτικός, ο 57χρονος ηθοποιός διαθέτει τη στόφα ενός δυτικοευρωπαίου σταρ με μεσογειακή ψυχή. Στην Αθήνα ήρθε ξανά την περασμένη Τρίτη για την επίσημη πρεμιέρα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης του «Μη χαμηλώνεις το βλέμμα». Του υποψήφιου για Όσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας όπως και διεύθυνσης φωτογραφίας, τρίωρου δράματος του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, εμπνευσμένου από αληθινά περιστατικά της ζωής του Γερμανού ζωγράφου Γκέρχαρντ Ρίχτερ. Το φιλμ αποτέλεσε τη δεύτερη συνεργασία του Κοχ και του σκηνοθέτη των οσκαρικών «Ζωών των άλλων» (2006) που απογείωσαν την καριέρα και των δύο, ενώ βασίζεται σε ορισμένες τραγικές συμπτώσεις που ο Ρίχτερ – αποστασιοποιημένος σήμερα από την ταινία - ανακάλυψε στα 70 του (σε καμία περίπτωση δεν χρησιμοποιούνται τα αληθινά ονόματα των χαρακτήρων).

Ο Σεμπάστιαν Κοχ υποδύεται έναν γιατρό των SS, αυθεντία γυναικολόγο και υπεύθυνο για το πρόγραμμα της στείρωσης και της ευθανασίας γυναικών με ειδικές ανάγκες και ψυχικές νόσους, που σχετίζεται με τον θάνατο της νεαρής σχιζοφρενούς θείας του Ρίχτερ και σε ένα παράξενο παιχνίδι της μοίρας, προσπαθεί να καταστρέψει τον γάμο της κόρης του μαζί του.

Με αφορμή, λοιπόν, μία ακόμη φριχτή παράμετρο των ναζιστικών θηριωδιών που αποτυπώνεται στην ελεύθερη απόδοση της σχέσης του καλλιτέχνη με τον ναζί επιστήμονα, ο Σεμπάστιαν Κοχ, ηθοποιός με όλη τη σημασία του όρου «διεθνής», εξηγεί πόσο επικίνδυνο είναι να αποστρέφουμε το βλέμμα στην άνοδο των άκρων.

Υποδύεστε έναν γιατρό των ναζί, υπεύθυνο για την ευθανασία εκατοντάδων ανθρώπων. Πώς προσεγγίσατε τον χαρακτήρα του και το ρόλο;

Σκοτεινοί χαρακτήρες όπως αυτός του ναζιστή γιατρού «Carl Seeband» συνήθως απορρίπτονται από τους ηθοποιούς ως μη ενδιαφέροντες. Στην πραγματικότητα τους απορρίπτεις γιατί είναι τέρατα, σατανικοί, «κακοί»... Οφείλεις όμως να συνειδητοποιήσεις ότι είναι και άνθρωποι και ότι η σατανική τους διάσταση προέρχεται από την ανθρώπινη φύση τους. Σαν ηθοποιός έπρεπε να κατανοήσω τον άνθρωπο για να τον πλάσω: τι τον παρακινεί, σε τι πιστεύει, γιατί δεν διστάζει να σκοτώσει αλλά και να σώσει τη ζωή ενός μωρού; Σκοτώνει άτομα με ειδικές ανάγκες και έχει τυφλή πίστη στην ευθανασία -  ζήτημα πήρε διαστάσεις πριν την άνοδο του ναζισμού, στις αρχές του 20ου αιώνα, με στόχο τον  καλύτερο δυνατό θωρακισμό της ανθρώπινης φυλής στα πλαίσια μιας θεωρίας που σχετίζεται με τον δαρβινισμό.

Οι ναζί τράβηξαν αυτή τη θεωρία στα άκρα, προτάσσοντας την καθαρότητα της άριας φυλής ως τον βέλτιστο τρόπο επιβίωσης της ανθρωπότητας. Προσωπικά πιστεύω στη διαφορετικότητα των ανθρώπων – τι πιο πολύτιμο από το να αφήσεις το διαφορετικό να υπάρξει δίπλα σου, να έχεις συμπάθεια για τον άλλον; Όμως η ναζιστική ιδεολογία είχε άλλα μέτρα και σταθμά. Ο Seeband έπρεπε να είναι ο καλύτερος. Η στάση αυτή τον καθόρισε, ο ίδιος την υπερασπίστηκε με κάθε τίμημα. Έβαλε την προσωπική του καταξίωση πάνω απ’ όλα. Και ήταν όντως ο καλύτερος …

Ο χαρακτήρας γράφτηκε ειδικά για εσάς…

Ο Φλόριαν έγραψε τον χαρακτήρα έχοντας εμένα στο μυαλό του. Ήθελε έναν γοητευτικό άνθρωπο στον οποίο να μην μπορείς ν’ αντιταχθείς, αλλά να θέλεις να βυθιστείς στη σκέψη του. Μια σαγηνευτική αυθεντία.

Δεν στοχεύσατε ποτέ στην ενσάρκωση του πραγματικού προσώπου, του γυναικολόγου Heinrich Eufinger;

Δεν θέλαμε να κάνουμε άλλο ένα βιογραφικό δράμα βασισμένο στην ιστορική απεικόνιση προσώπων. Δεν επιδίωξα ποτέ να ενσαρκώσω πιστά τον ήρωα μου. Ο υπεύθυνος για το πρόγραμμα της στείρωσης εκατοντάδων γυναικών γιατρός πέθανε σε βαθιά γεράματα, στα 92 του, με όλες τις τιμές…Δεν υπήρξε ποτέ δικαίωση για τα θύματα του απάνθρωπου προγράμματος ενός ναζιστή που δεν άφησε ποτέ κατά μέρους την ιδεολογία του και κατάφερε να επιβιώσει ακόμα και στο δικτατορικό καθεστώς της κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας (με παρόμοιες δομές με εκείνες της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας). Τρομακτικό, αηδιαστικό…

Στα μάτια μου η περίπτωσή του πήρε αλληγορικές διαστάσεις για τη μετάβαση του γερμανικού λαού στην κόλαση την εποχή της παντοδυναμίας του Χίτλερ.

Θα έλεγα ότι αντιπροσωπεύει έναν πραγματικό ηγέτη για τους λάθους λόγους. Πιο έξυπνος από τον μέσο Γερμανό είναι η επιτομή της γερμανικής ακαμψίας και προσήλωσης στην εκπλήρωση του απώτερου στόχου. Αυτό όμως που τον κάνει πολύ επικίνδυνο είναι η ευφυΐα του.

Πώς η περίπτωση του αντανακλά την εποχή μας σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο;

Ένας άνθρωπος με τόσο διχαστική ατζέντα και τόσους πολλούς ακολούθους αποτελεί άμεση απειλή. Η ταινία αναφέρεται στο παρόν και την άνοδο της ακροδεξιάς σε όλο τον κόσμο: οι γκρίζες ζώνες εξαφανίζονται, επικρατούν μόνον οι πόλοι του καλού και του κακού, δεν υπάρχει χρόνος να αφουγκραστείς τα συναισθήματα σου - γι’ αυτό μιλάει και το φιλμ και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό.

Ο καλλιτέχνης της ιστορίας είναι ένας άνθρωπος που παραμένει με τις σκέψεις και τον εαυτό του αφήνοντας απ’ έξω ό,τι συμβαίνει γύρω του. Ακολουθεί τα συναισθήματά του, δεν πολεμά όποιον είναι εναντίον του. Είναι σαν τον βουδιστή μοναχό που περπατά πάνω σε καρφιά και βγαίνει αλώβητος, πιο δυνατός. Μετατρέπει κάθε προσωπική τραγωδία σε τέχνη. Δεν εκδικείται αλλά προτιμά να βγάλει από το τραύμα την ομορφιά. Αυτή είναι και η δύναμη της τέχνης. Στις μέρες μας έχουμε γίνει αφόρητα επικριτικοί. Ο Τραμπ εκπροσωπεί αυτή την ιδεολογία φωνάζοντας για το τι είναι κακό και τι είναι καλό με μικρές προτάσεις, χωρίς καμία άλλη κρίση ανάμεσα. Ζούμε την ακραία απόρριψη ή την ακραία αποθέωση των άλλων. Μια πολύ επικίνδυνη εποχή…

Η ταινία μας προτρέπει να ψάχνουμε πάντα την αλήθεια, να «μη χαμηλώνουμε το βλέμμα» ακόμα κι αν αντικρίζουμε το πιο τραγικό θέαμα. Ποια είναι η σχέση μας με την αλήθεια της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας;

Αποφεύγουμε τις αλήθειες. Αποφεύγουμε, για παράδειγμα, το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής που εκκολάπτεται εδώ και χρόνια – ακόμα δεν είμαστε σε θέση να το δούμε κατάματα παρ’ όλο που οι συνέπειες είναι μπροστά μας με τον σκληρότερο τρόπο. Απλώς αρνούμαστε να αποδεχτούμε αυτό που συμβαίνει.  

Ταινίες όπως αυτή μπορούν να μας οδηγήσουν προς έναν καλύτερο κόσμο;

Οτιδήποτε είναι πολιτικό μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Οι ταινίες γίνονται με αγάπη και πάθος και έχουν τη δικιά τους αλήθεια και πολιτική σημασία. Η μεγάλη οθόνη «βλέπει» και «μεταδίδει» την παραμικρή κίνηση και σκέψη. Το σινεμά δεσπόζει πάνω από τη ζωή μας, είναι μεγαλύτερο από αυτή. Είναι η τέχνη που σε ταξιδεύει. Έχει απίστευτη ομορφιά και η δύναμη του είναι τεράστια.

Οι «Ζωές των άλλων» είχαν μεγάλη απήχηση. Η ανταπόκριση που εισπράξαμε ήταν εντυπωσιακή. Υπάρχει βεβαίως μια ιδεολογική σύνδεση ανάμεσα στα δύο φιλμ. Οι «Ζωές των άλλων» μιλούν για τη δύναμη της τέχνης και της ελευθερίας της έκφρασης όπως και το «Μη χαμηλώνεις το βλέμμα». Σαν καλλιτέχνης μπορείς πάντα να εμπιστευτείς το ένστικτό σου και να δημιουργήσεις ένα έργο με βάση αυτό που σου λέει η ψυχή σου. Προσωπικά μιλώντας, δουλεύω πάντα με το ένστικτο και μπορώ να πω με το χέρι στην καρδιά ότι έκανα πάντα αυτό που ήθελα.

Εργάζεστε διαρκώς σε ευρωπαϊκές και χολιγουντιανές παραγωγές. Κατά καιρούς έχετε υποδυθεί, διαφορετικούς τύπους κακών. Φοβηθήκατε ποτέ την τυποποίηση;

Αν νιώσω ότι μπαίνω σε ένα καλούπι, σταματώ αμέσως. Σε αυτή τη φάση, δεν θα έπαιζα έναν ακόμη αξιωματικό των ναζί. Υπάρχουν πολύ διαφορετικοί τύποι «κακών» που μπορείς να υποδυθείς όπως ήταν ο Ρώσος εκατομμυριούχος που έπαιξα στο «Πολύ σκληρός για να πεθάνει σήμερα». Είμαι ευγνώμων που έχω τη δυνατότητα να συμμετέχω σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους παραγωγές  είτε πρόκειται για μπλοκμπάστερ, είτε για ανεξάρτητες παραγωγές, ταινίες καλλιτεχνικού κυκλώματος, ακόμα και φοιτητικές ταινίες. Τα έχω κάνει όλα με όλους τους διαφορετικούς τρόπους.

Διατηρείτε και συχνή επαφή με την Ελλάδα. Έχετε παίξει στο «Αμήν» του Κώστα Γαβρά και στο «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» του Γιάννη Σμαραγδή. Γιατί σας έλκει η ελληνική κουλτούρα;

Η ουσιαστική ελληνική μου στιγμή προέκυψε όταν ο Γιάννης Σμαραγδής μου ζήτησε να υποδυθώ τον Ιωάννη Βαρβάκη στο απόγειο της ελληνογερμανικής διαμάχης στην Ευρώπη. Ήταν εκπληκτικό! Με συνεπήρε η ιδέα να βιώσω από πρώτο χέρι τι σήμαινε αυτή η πολεμική…Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι δύο λαοί πρέπει να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον. Είμαστε διαφορετικοί, αλλά δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό. Τη γερμανική επιμονή στην ακρίβεια δεν την καταλαβαίνουν οι Έλληνες – το αντιλήφθηκα στα γυρίσματα του φιλμ που ήταν πολύ διαφορετικά από τις δικές μου εμπειρίες σε πλατό. Ήταν ο τρόπος του Γιάννη όμως και το αποδέχτηκα. Επιστρέφω στην Ελλάδα γιατί την αγαπώ. Μου αρέσει που δεν τηρείται κανένα αυστηρό πρόγραμμα (έτσι είμαι κι εγώ), ο συναισθηματισμός του λαού της, ο ρομαντισμός που τον διακατέχει. Με αυτό ταυτίζομαι.

Το «Μη χαμηλώνεις το βλέμμα» προβάλλεται στις αίθουσες από τη Feelgood Entertainment.

Σεμπάστιαν Κοχ