Σινεμά|17.10.2019 15:32

Οι ταινίες της εβδομάδας: Χρυσός Φοίνικας εναντίον... Χρυσής Άρκτου

Άντα Δαλιάκα

«Παράσιτα» («Parasite») / Σκηνοθεσία: Μπονγκ Τζουν-χο / *****

Παίζουν: Σονγκ Κανγκ-χο, Λι Σαν-Κιουν, Τσο Γέο-τζονγκ, Τσόι Γου-Σικ 

Η οικογένεια των Κιμ είναι αγαπημένη, αλλά είναι όλοι τους άνεργοι. Ζουν σε ένα βρώμικο υπόγειο διαμέρισμα στη Σεούλ και προσπαθούν να βγάλουν χρήματα κάνοντας περιστασιακές εργασίες μέσω Διαδικτύου… αν πιάσουν wi-fi. Μέχρι που ένας φίλος του μικρότερου γιου της οικογένειας του προτείνει να αναλάβει την αντικατάσταση του ως καθηγητή ιδιαιτέρων στη μεγαλύτερη κόρη του πλούσιου σπιτικού της τετραμελούς οικογένειας των Παρκ, ιδιοκτητών μιας διεθνούς εταιρείας πληροφορικής.

Ο νεαρός Κι-γου δράττεται της ευκαιρίας για να συναντήσει την οικοδέσποινα του σπιτιού, πλαστογραφεί το πτυχίο και το βιογραφικό του, καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, μαζί και το εισόδημα από τα ιδιαίτερα. Αποκτώντας πρόσβαση στην πολυτελή μεγαλοαστική κατοικία την οποία συντηρεί με μεγάλη προσήλωση η πιστή οικονόμος, η οικογένεια των μικροαπατεώνων θα σκαρφιστεί τρόπους για να αυξήσει το κέρδος της από αυτή την τυχαία ταξική συνάντηση…

Το ελληνικό κοινό πρωτογνώρισε το σινεμά του Μπονγκ Τζουν-χο πριν από περίπου 13 χρόνια μέσα από την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, τον «Επισκέπτη», μια θεαματική και πρωτότυπη αναβίωση της μυθολογίας των μεταλλαγμένων τεράτων δοσμένη με γνώση, κοινωνική αιχμή και σωτήριο χιούμορ. Είχαν προηγηθεί το βασισμένο σε αληθινά γεγονότα θρίλερ «Μνήμες εγκλήματος» (2003) και το «Barking Dogs Never Bite» (2000). Η μετάβαση του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη στις ογκώδεις αμερικανικές παραγωγές απέφερε περιπέτειες στο φάσμα της φαντασίας όπως το «Snowpiercer» (2012) και το «Okja» για λογαριασμό του Netflix, με σκηνοθετική δεξιοτεχνία-σημείο αναφοράς στο σινεμά και ένα επαναστατικό πνεύμα απέναντι σε ό,τι μπορεί να συνιστά ταξική και κοινωνική ανισότητα, που κάνει εντύπωση.

Επιστρέφοντας στη Νότια Κορέα, ο Μπονγκ Τζουν-χο εκθέτει με τα «Παράσιτα» μια σύγχρονη οικογενειακή ιλαροτραγωδία –για να χρησιμοποιήσουμε τον χαρακτηρισμό που ο ίδιος αποδίδει στην ταινία του –, η οποία εμπεριέχει όλα όσα αναζητά κανείς σήμερα στο σινεμά ως μέσο ψυχαγωγίας: το θέαμα, την κωμωδία, την τραγωδία, το θρίλερ, την εναλλαγή συναισθημάτων, το κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο.

Κάτω από την επίφαση της ιλαροτραγωδίας κρύβεται εδώ μια δεύτερη και τρίτη ταινία, ανάλογα με το πόσες αναγνώσεις θέλει να δώσει κανείς στις παραμέτρους και τα επίπεδα του φιλμ τα οποία χειρίζεται με προσήλωση στις λεπτομέρειες και τις ανατροπές -έκπληξη στην πλοκή. Γιατί δεν είναι μόνο ο Τζούλιαν Φέλοους του «Εγκλήματος στο Γκόσφορντ Παρκ» και του «Πύργου του Downton» που ξέρουν πως να χειρίζονται τον κόσμο των προνομιούχων «άνω» και των «κάτω» κατοίκων μιας πολυτελούς έπαυλης, αλλά και ο Νοτιοκορεάτης Μπονγκ Τζουν-χο.

Και σου εντυπώνονται όλα εδώ: ένας προς ένας οι χαρακτήρες που αναπτύσσονται μεθοδικά, το σασπένς και η αγωνία που σε παίρνουν από το χέρι και σε πηγαίνουν από το σάστισμα στον τρόμο, φλερτάροντας έντονα με την γκροτέσκο εικονογραφία, και φυσικά η πολιτική διάσταση του φιλμ που παραπέμπει στην…άλλη οικογένεια απόκληρων και παρασιτικών μικροαπατεώνων του «Κλέφτες καταστημάτων» του Χιροκάζου Κόρε-έντα, περσινού νικητή του Χρυσού Φοίνικα των Καννών.

Χωρίς να μπούμε στη διαδικασία να προδώσουμε τις ανατροπές της αφήγησης η οποία πρέπει να παραμείνει μια έκπληξη για τον θεατή όπως ακριβώς και αυτή των «Κλεφτών καταστημάτων», θα πούμε μόνο ότι τα «Παράσιτα» συνιστούν μια μεστή κοινωνικοπολιτική αλληγορία για την κοινωνία της Νότιας Κορέας, που αποφεύγοντας τα κλισέ των ταινιών καταγγελίας χάριν ενός ελισσόμενου δηκτικού σεναρίου μετατρέπεται σε οικουμενική, ένα λεπτολογικό παζλ μνήμης που με όλα της τα τραύματα μεταφέρεται στο παρόν και το δυστοπικό μέλλον, ενώ, με χειρουργική ακρίβεια, αποδομεί την εγκαθιδρυμένη, παρασιτική δομή της ανθρώπινης κοινωνίας.

Κέρδισε πανάξια τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών, τον πρώτο για την πολύπλευρη νοτιοκορεατική κινηματογραφία. (2019)

«Συνώνυμα» («Synonymes») / Σκηνοθεσία: Ναντάβ Λαπίντ / **1.2

Παίζουν: Τομ Μερσιέ, Κουεντίν Ντολμέρ, Λουίζ Σεβιγιότ 

Ο Γιόαβ, ένας νεαρός πρώην στρατιώτης του ισραηλινού στρατού, μεταναστεύει στο Παρίσι όπου θα πέσει θύμα κλοπής την πρώτη του νύχτα σε ένα άδειο διαμέρισμα. Για καλή του τύχη, ένα νεαρό ζευγάρι –εκείνος γιος πλούσιου εργοστασιάρχη και επίδοξος συγγραφέας, εκείνη μουσικός– θα τον σώσει από βέβαιο θάνατο και, παραχωρώντας του ένα πορτοκαλί παλτό και μια στέγη σε μισοκατεστραμμένη γκαρσονιέρα, θα τον βοηθήσει να κάνει μια νέα αρχή. Αποφασισμένος να αποκηρύξει την εθνικότητά του και να γίνει Γάλλος, ο Γιοάβ παίρνει ένα γαλλικό λεξικό στις σελίδες του οποίου επιχειρεί να βρει συνώνυμα για τη νέα ταυτότητα που επιζητά, ενώ αφηγείται ιστορίες από το παρελθόν του και βρίσκει δουλειά ως σεκιούριτι στην ισραηλινή πρεσβεία…

Τρίτη (και τυχερή) μεγάλου μήκους ταινία για τον Ισραηλινό δημιουργό Ναντάβ Λαπίντ, που μετά τα «Policeman» (2011) και «The Kindergarten Τeacher» (2014), το αμερικανικό ριμέικ του οποίου είδαμε φέτος στην Ελλάδα, διοχετεύει την τάση του προς τα θέματα που πριμοδοτούν την εμμονική διάσταση των χαρακτήρων του σε ένα φιλμ εμπνευσμένο από προσωπικά βιώματα, με πολιτική απεύθυνση και νεωτεριστική φόρμα.

Ο ήρωας του Λαπίντ έχει εμμονή με τα συνώνυμα και το πρότυπο του αντιηρωισμού. Στο Παρίσι αναζητά μια διαφορετική πατρίδα, το δυτικό συνώνυμο (ή μήπως αντώνυμο;) του εαυτού του. Ένα τέτοιο πρότυπο/συνώνυμο του εαυτού του είναι εκείνο του αντιήρωα Έκτορα, του μεγάλου χαμένου της Ιλιάδας, τον οποίο ο σκηνοθέτης επιλέγει να απεικονίσει στην επίκαιρη εκδοχή του. Η νοητή γραμμή ανάμεσα στο αρχαιοελληνικό πρότυπο ανδρισμού και το ηρωικό σύμβολο του πολεμιστή ως τη σύγχρονη αναζήτησή της στα πολεμοχαρή εθνικιστικά πρότυπα και τα σεξουαλικά στερεότυπα (ομοφυλοφιλία, ετεροφυλοφιλία, αμφιφυλοφιλία) έρχεται εδώ να μπλεχτεί με τη θεματολογία της ταυτότητας σε ένα σουρεαλιστικά φορτισμένο, βαρύτονο και γκρίζο Παρίσι.

Στο επίκεντρο της αφήγησης, ο νεοεμφανιζόμενος Τομ Μερσιέ κουβαλά στους ώμους του έναν χαρακτήρα με τραυματικό παρελθόν που αποκηρύσσει την καταγωγή του, τη γλώσσα του, σκοτώνει, τυραννά, εκπορνεύει και διαπομπεύει το σώμα του ξανά και ξανά, σύμφωνα με τις επιταγές της φόρμας της νουβέλ βαγκ και τις πολιτικοκοινωνικές κορώνες ενός σεναρίου, το οποίο, την ίδια στιγμή που μοιάζει ευρηματικό, φαντάζει και μπλεγμένο και παροξυσμικό.

Το σενάριο βρίθει από φιλόδοξες ιδέες, αλλά η επιλογή της ψυχρής φόρμας και ταυτοχρόνως της πομπώδους οπτικής σημειολογίας «κλοτσούν» διαρκώς τον θεατή έξω από την αφήγηση, σε ένα στόρι που θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον αν τουλάχιστον αφορούσε μια ξεκάθαρη σύγχρονη εκδοχή του «Ζιλ και Τζιμ», μέσα από την οποία η αστική, πολιτικοκοινωνική οδύσσεια του κεντρικού χαρακτήρα θα γινόταν και ψυχή της ιστορίας. Βραβευμένο με τη Χρυσή Άρκτο του Φεστιβάλ Βερολίνου. (2019)

«Επικίνδυνες κυρίες» («Hustlers») / Σκηνοθεσία: Λορίν Σκαφάρια / ***

Παίζουν: Κόνστανς Γου, Τζένιφερ Λόρενς, Τζούλια Στάιλς, Λίλι Ράινχαρτ, Cardi B, Lizzo

Σε ένα διάσημο στριπτιζάδικο του Μανχάταν όπου συχνάζουν όλα τα χρυσά αγόρια του χρηματιστηρίου της Γουόλ Στριτ και διάσημοι της σόουμπιζ, η άσημη στρίπερ Ντέστινι γνωρίζει τη βετεράνο λαμπερή στρίπερ Ραμόνα για να μάθει στο πλευρό της όλα τα κόλπα της δουλειάς. Όταν, όμως, το κραχ του χρηματιστηρίου του 2008 χτυπήσει την πόρτα τους και της βγάλει στην αφάνεια, οι δυο τους θα ηγηθούν ενός παράτολμου σχεδίου σαγηνεύοντας με τις συνεργούς τους σε μπαρ άντρες με παχυλό πορτοφόλι, το οποίο φροντίζουν να ξαφρίσουν με λίγη δόση ναρκωτικής ουσίας που επηρρεάζει τη μνήμη και το μοίρασμα του ανώτατου ορίου των πιστωτικών τους καρτών τόσο μεταξύ τους όσο και με το διάσημο πλην ξεπεσμένο πια νεοϋορκέζικο στριπτιζάδικο…

Πραγματική ιστορία η δράση των στρίπερ που εξιστόρησε σε άρθρο της στο «New York Magazine» το 2015 η δημοσιογράφος Τζέσικα Πρέσλερ, μεταφέρεται από τη σκηνοθέτιδα Λορίν Σκαφάρια και την ίδια την Πρέσλερ σε ένα ξέφρενο αλλά και εκδικητικού πνεύματος (η εργατική τάξη εκδικείται τους μεγαλοκαρχαρίες του χρηματιστηρίου), χρονικό ανόδου και πτώσης στον λαμπερό «υπόκοσμο» του χρήματος και του σεξ. Με λίγα λόγια, το εν δυνάμει ψυχογράφημα της θεαματικής έκθεσης του γυμνού σώματος ως μέσον εύκολου πλουτισμού με το οποίο έχει ασχοληθεί ξανά το σινεμά («Magic Mike», «Striptease») συναντά το σκορσεζικό πρότυπο.

Η Σκαφάρια τοποθετεί την κάμερά της σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο όπου όλα είναι προς πώληση και φτιάχνει ένα παραμύθι από υλιστικά όνειρα, γεμάτο από εξωτικές χορεύτριες, λυγερόκορμες γαζέλες, αισθησιακό pole dancing και διεγερτικά «κόκκινα δωμάτια», πιστωτικές κάρτες και εκατοντάδες χάρτινα δολάρια, στο οποίο οι γυναίκες αναλαμβάνουν να πάρουν τον έλεγχο από τους άντρες χρησιμοποιώντας τη σεξουαλικότητά τους.

«Σε αυτήν τη χώρα όλοι τα καταφέρνουν κλέβοντας, αλλά κανένας δεν χορεύει» λέει σε μια σκηνή της ταινίας η -σαρωτική, υπερσεξουαλική και πιθανόν υποψήφια για Όσκαρ- Τζένιφερ Λόπεζ, καταδεικνύοντας το πανηγύρι μιας παρέας γυναικών που έζησε το αμερικανικό όνειρο της αφθονίας στο έπακρο ξεζουμίζοντας αυτούς που νόμιζαν ότι τις αγόραζαν. Όλα εξιστορημένα μέσα από το πρίσμα της στρίπερ Ντέστινι (η Κόνστανς Γου πετυχαίνει σε μια ερμηνεία που απαιτεί διαφορετικά «πρόσωπα» από την ίδια), η οποία διηγείται τη φιλική σχέση της με τη Ραμόνα και τα «επιτεύγματά» τους στη δημοσιογράφο που πρόκειται να δημοσιοποιήσει την ιστορία τους.

Ακολουθώντας την αλά Σκορσέζε αυτοβιογραφική εξιστόρηση στα «Καλά παιδιά», αλλά και στον «Λύκο της Wall Street», όπου το κυνήγι του χρήματος σαρώνει κάθε έννοια λογικής και σωματοποιείται στην έκφραση των βασικών χαρακτήρων, κινούμενη σχεδόν σε ένα φαντασιακό πλαίσιο ηδονισμού και γιορτινής ατμόσφαιρας, η Σκαφάρια κατορθώνει να αναδείξει ένα διασκεδαστικό crime movie (ταινία απάτης), στο οποίο τον πρώτο λόγο έχουν η σάρκα, ο ηδονισμός και η γυναικεία φιλία σε όλες τις εκφάνσεις της.  (2019)

«Maleficent: Η δύναμη του σκότους» («Maleficent: Mistress Of Evil») / Σκηνοθεσία: Χοακίμ Ρένινγκ / **1/2

Παίζουν: Αντζελίνα Τζολί, Ελ Φάνινγκ, Χάρις Ντίκινσον, Μισέλ Φάιφερ, Σαμ Ρίλεϊ

Η σχέση της Maleficent (Μαλέφισεντ) και της βαφτιστήρας της Aurora (Ορόρα) δοκιμάζεται όταν ο πρίγκιπας Φίλιπ από το γειτονικό βασίλειο Άλστεντ των ανθρώπων ζητά την αγαπημένη του Ορόρα σε γάμο. Διστακτική να δώσει την ευλογία της σε μια ένωση των βασιλείων των ξωτικών και των ανθρώπων που σιχαίνεται, η Μαλέφισεντ θα υποχωρήσει για χάρη της ευτυχίας της αγαπημένης της βαφτισιμιάς, όμως το δείπνο γνωριμίας με τους βασιλείς γονείς του Φίλιπ θα αποκαλύψει τα σατανικά σχέδια της δολοπλόκας βασίλισσας Ίνγκριθ, μητέρας του Φίλιπ…

Ένας εκτυφλωτικά φαντασμαγορικός κόσμος αναδεικνύεται εδώ σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και λεπτομέρεια από τον Νορβηγό Χοακίμ  Ρόνινγκ, ικανό ενορχηστρωτή μεγάλων παραγωγών («Kon-Tiki», «Οι πειρατές της Καραϊβικής: Η εκδίκηση του Σαλαζάρ»), που αναλαμβάνοντας στο σίκουελ τα ηνία της σκηνοθεσίας από τον βραβευμένο με Όσκαρ καλλιτεχνικής διεύθυνσης Ρόμπερτ Στρόμπεργκ, σκηνοθέτη του πρώτου, προ πενταετίας, φιλμ της σειράς της Disney, φροντίζει να εμπλουτίσει το παραμυθένιο σύμπαν της «Maleficent» με δάνεια από πασίγνωστα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά μπλοκμπάστερ.

Από τον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» ως το βραβευμένο με Όσκαρ για την εικαστική του λαμπρότητα «Black Panther» και το τηλεοπτικό φαινόμενο του 21ου αιώνα «Game Of Thrones», η καλλιτεχνική ομάδα του Ελληνογάλλου σκηνογράφου Πάτρικ Τατόπουλος έχει ενσωματώσει περίτεχνα σκηνικά και κοστούμια με κάθε επιβλητικότητα σε μεγάλες σεκάνς που αναδεικνύουν διαφορετικούς συμβολισμούς σε τοπία-έκπληξη.

H Maleficent και το σύμπαν της, που χωρά πολλά φτερωτά πλάσματα με κέρατα σαν την ίδια, όπως αποδεικνύεται εδώ, και το οποίο, ζώντας κρυμμένο από τους ανθρώπους, συμβολίζει την πολυπολιτισμικότητα, τον διεθνισμό και την οικολογική συνείδηση που η σατανική Ίνγκριθ θέλει να εξαλείψει. «Οι λαοί πρέπει να μάθουν να ζουν μαζί» λέει χαριτωμένα, αλλά και σκοτεινά, καθώς ενέχει σαφείς αναφορές στην τακτική της γενοκτονίας (Μέση Ανατολή) και στο σύγχρονο καθεστώς φόβου και αντιδραστικών πολιτικών (δυτικές κοινωνίες), το απόλυτα συμβατό με την έκρυθμη, τρέχουσα πραγματικότητα αφήγημα τούτου του φιλμ φαντασίας.

Η Disney επιχειρεί ένα μιξάρισμα πολιτικής και χολιγουντιανής ποπ κουλτούρας εδώ, επικαιροποιώντας το διασκευασμένο για την πρώτη ταινία στόρι της «Ωραίας κοιμωμένης»: Η έμφαση δίνεται στη μητρική αγάπη και τους δεσμούς αίματος γονιών-παιδιών, μέσα από ένα χολιγουντιανό tour de force μάθημα αλληλεγγύης και υπέρβασης που έχει θηλυκή σφραγίδα και χαρακτήρα, σε αντίθεση με άλλα ριμέικ ταινιών κινουμένων σχεδίων του στούντιο, όπως τα πρόσφατα «Αλαντίν» και «Ο βασιλιάς των λιονταριών».

Υπέρμαχος αυτών των ιδανικών στον πληθωρικό δημόσιο βίο της, η Αντζελίνα Τζολί αναδεικνύεται εδώ με την εξωτική, λαμπερή περιβολή της σε απρόθυμη προστάτιδα αυτών των ιδανικών και εντέλει σε σύμβολο ειρήνης, επιλογή που της ταιριάζει θαυμάσια.

Θα προτιμούσαμε, ωστόσο, οι αναφορές και τα δάνεια από τα μπλοκμπάστερ που έχουν κατακλύσει την αμερικανική κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή να μην βάραιναν τόσο την αφήγηση ώστε η αίσθηση του déjà vu να μη βαραίνει και τη δική μας αντίληψη ως προς την αξία και ποιότητα του τελικού -εδώ- αποτελέσματος. (2019)

Χρυσός ΦοίνικαςΑντζελίνα ΤζολίΧρυσή Άρκτοςοι ταινίες της εβδομάδας