Οι ταινίες της εβδομάδας: Αλμοδόβαρ, Εξολοθρευτής και Μητσοτάκης
Άντα ΔαλιάκαΗ νέα ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ «Πόνος και δόξα» που χάρισε στον Αντόνιο Μπαντέρας Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών, καθώς και το έκτο σίκουελ του «Εξολοθρευτή» με τους Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ και Λίντα Χάμιλτον, ξεχωρίζουν στις κινηματογραφικές πρεμιέρες.
«Πόνος και δόξα»/ («Dolor Y Gloria») / ***1/2/ Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ/ Πρωταγωνιστούν: Αντόνιο Μπαντέρας, Πενέλοπε Κρουζ, Λεονάρντο Σμπαράλια, Ασιέρ Ατσεαντία
Ο Σαλβαδόρ Μάγιο, διάσημος σκηνοθέτης που έχει αποσυρθεί από τον κινηματογράφο, διηγείται πώς από τα 30 του και μετά έχει αναπτύξει πολλαπλά είδη πόνου σε όλο του σώμα. Με αφορμή την αποκατάσταση από την Ταινιοθήκη της Μαδρίτης μίας από τις πρώτες του ταινίες, το «Taste», ο Σάλβα («σωτήρας» στα ελληνικά) αποφασίζει να φτιάξει και τη διαταραγμένη σχέση του με τον πρωταγωνιστή του στον οποίο έχει να μιλήσει 30 χρόνια.
Η συνάντησή τους θα επιφέρει τον εθισμό του στην ηρωίνη – το μόνο απολαυστικό αντίδοτο για τους αφόρητους πόνους που έχει στη σπονδυλική του στήλη. Ταυτόχρονα, το παρελθόν επανέρχεται στα όνειρα και στην καθημερινότητά του: Ο Σάλβα θυμάται τα παιδικά του χρόνια στη βαθιά θρησκευόμενη μετεμφυλιακή Ισπανία (όταν με τη μητέρα του και τον πατέρα του βρέθηκαν μετανάστες να ζουν σε ένα σπίτι-σπηλιά στην επαρχία της Βαλένθιας), την πρώτη του ερωτική επιθυμία, τον πρώτο του έρωτα στη Μαδρίτη του ’80 και, πάνω απ’ όλα, τη σχέση του με τη μητέρα του, που παραμένει μια πολυσήμαντη υπαρξιακή αναφορά και μαζί πληγή στο πέρασμα του χρόνου.
Απομακρυσμένος από οτιδήποτε εξωφρενικό και κιτς με το οποίο έχει σμιλεύσει τις ιστορίες και τις εικόνες του, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ επανέρχεται για να μιλήσει επί προσωπικών ζητημάτων – υπαρξιακών αλλά και καλλιτεχνικών – σε μια βαθιά αυτοβιογραφική ταινία, την 21η της φιλμογραφίας του, με alter ego τον Αντόνιο Μπαντέρας. Το «Πόνος και Δόξα», κατά τα λεγόμενα του Ισπανού δημιουργού, είναι το τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας που άρχισε με το «Νόμο του Πόθου» (1987) και συνεχίστηκε με την «Κακή Εκπαίδευση» (2004). Και στις τρεις ταινίες οι πρωταγωνιστές είναι άντρες και σκηνοθέτες του κινηματογράφου ενώ η επιθυμία και η μυθοπλασία αποτελούν τους πυρήνες της ιστορίας. «Η μυθοπλασία και η ζωή είναι στις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και η ζωή, όπως είναι φυσικό, περιλαμβάνει πόνο και δόξα», σχολιάζει ο Αλμοδόβαρ.
Πάνω σε αυτές τις δύο διαστάσεις, που αλληλοσυμπληρώνονται έτσι ώστε τα όρια ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα να είναι συχνά ένα και το αυτό, ο 69χρονος δημιουργός φτιάχνει το δικό του «8 ½» (η διάσημη αυτοβιογραφική ταινία του Φελίνι επηρέασε όσο καμία άλλη την παγκόσμια κινηματογραφική δημιουργία), ένα υπαρξιακό-ημιαυτοβιογραφικό παιχνίδι με τις αναμνήσεις, τον χρόνο και τη μοίρα που χαρίζεται στον θεατή ως βαθιά συναισθηματικό ταξίδι στο παρελθόν και το παρόν ενός καλλιτέχνη ανάμεσα στον εσωτερικό πόνο της δημιουργίας και της εμμονικής αυτοκαταστροφής που αυτή μπορεί να εμπεριέχει, αλλά και τη δόξα/ματαιοδοξία μιας ανθηρής, διεθνής αναγνωρισμένης κινηματογραφικής δημιουργίας.
Αυτοαναφορικός και σινεφίλ, όπως έχει ξανακάνει στο παρελθόν, ο Αλμοδόβαρ διατρέχει τις ταινίες του – από το «Όλα για τη μητέρα μου» στην «Κακή εκπαίδευση» και από το «Volver» στο «Δέρμα που κατοικώ» – σκιαγραφώντας το κοινωνικοπολιτικό μπακγκράουντ της Ιστορίας του, ενώ έχει σε πρώτο πλάνο δύο ερωτικές ιστορίες που άφησαν το σημάδι τους στο alter ego του. Σε όλα αυτά αναγνωρίζουμε την υπαρξιακή κρίση του Σαλβαδόρ Μάγιο/Αλμοδόβαρ χρωματικά δομημένης στον καμβά της σκούρας αλλά και εκτυφλωτικά λαμπερής φωτογραφίας του Χοσέ Λουίς Αλκέιν, όπως και μουσικά δοσμένης μέσα από τις διαφορετικές μελωδικές ατμόσφαιρες του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας. Ο ελεγειακός τόνος του φιλμ μετριάζει έως και εξολοθρεύει την αλμοδοβαρική διάλεκτο του μελοδράματος και του κωμικοτραγικού κιτς ενώ οι θεματικές του αλμοδοβαρικού σινεμά παραμένουν απαράλλαχτες: θρησκευτική ευλάβεια και σαρκική επιθυμία, ανθρώπινος πόνος και διαχρονική δόξα, απόλαυση και θάνατος, μύθος και ρεαλισμός.
Στο κέντρο όλων, ενσαρκωτής του Πέδρο Αλμοδόβαρ και ολόκληρου του σύμπαντός του, ένας -χωρίς υπερβολή – συγκλονιστικός Αντόνιο Μπαντέρας, εμφανώς στιλιζαρισμένος κατά την όψη του Ισπανού σκηνοθέτη, καταθέτει ίσως την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του. Μούσα και ταυτόχρονα δημιούργημα του Αλμοδόβαρ ο οποίος τον εκτόξευσε στο διεθνές στερέωμα με το «Νόμο του πόθου», ο διεθνής σταρ «χάνεται» μέσα στον πρωταγωνιστικό του ρόλο αποδίδοντας ανατριχιαστικά κάθε εξωτερικό μα και εσωτερικό «πόνο», πάθος και εθισμό του ήρωα του. Δικαίως βραβεύτηκε με το Βραβείο Ανδρικού Ρόλου στο 72ο Φεστιβάλ Καννών. (2019)
«Εξολοθρευτής: Σκοτεινό Πεπρωμένο» / («Terminator: Dark Fate») **/ Σκηνοθεσία: Τιμ Μίλερ / Πρωταγωνιστούν: Λίντα Χάμιλτον, Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, Μακένζι Ντέιβις, Νατάλια Ρέγες
Μια νεαρή Μεξικανή που διάγει φιλήσυχη ζωή με τον αδελφό και τον πατέρα της στην Πόλη του Μεξικού μπαίνει στο στόχαστρο υψηλά προηγμένου και θανάσιμου Εξολοθρευτή με τον κωδικό Rev-9, που έρχεται από το μέλλον για να τη σκοτώσει. Την άτυχη Ντάνι θα προσπαθήσει να σώσει η Γκρέις, υβρίδιο ανθρώπινου σάιμποργκ από το μέλλον της ανθρώπινης αντίστασης ενάντια στους παντοδύναμους Εξολοθρευτές, με την αναπάντεχη συνέργεια της Σάρα Κόνορ, αλλά και ενός πεπαλαιωμένου T-800…
Σχεδόν σύσσωμη η ομάδα των δύο πρώτων και καλύτερων «Εξολοθρευτών» της κινηματογραφικής ιστορίας («Εξολοθρευτής», «Εξολοθρευτής: Ημέρα κρίσης») επιστρέφει στα κινηματογραφικά πράγματα περίπου 28 χρόνια μετά το φινάλε του δεύτερου φιλμ. Από εκεί πιάνει και τον ιστό της ιστορίας το «Σκοτεινό πεπρωμένο», με τους συμπρωταγωνιστές Λίντα Χάμιλτον και Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ ξανά σε μια άσπονδη σύζευξη ενάντια σε έναν κοινό θανάσιμο εχθρό –τον Εξολοθρευτή του 21ου αιώνα–, ενώ ο Τζέιμς Κάμερον, εγκέφαλος και σκηνοθέτης των δύο πρώτων φιλμ, κρατά εδώ τον ρόλο του παραγωγού, δίνοντας τη θέση του σκηνοθέτη στον Τιμ Μίλερ της επιτυχημένης υπερηρωικής περιπέτειας «Deadpool». Ο Εξολοθρευτής τους είναι ο έκτος κατά σειρά στη μεγάλη οθόνη, αν συνυπολογίσουμε τα σίκουελ («Εξολοθρευτής 3: Η εξέγερση των μηχανών», «Εξολοθρευτής: Η σωτηρία», «Εξολοθρευτής: Γένεsys») που αφειδώς παρήγε το Χόλιγουντ τις προηγούμενες δεκαετίες, απορρυθμίζοντας αδυσώπητα, με ακατάσχετα διαφορετικές κάθε φορά ιστορίες και διαφορετικά πρωταγωνιστικά πρόσωπα, τη χρονολογική σειρά των γεγονότων και μαζί κάθε έννοια ρεαλιστικής συνοχής.
Η νέα βερσιόν φέρει όχι μόνο σε υπερθετικό βαθμό τα τεχνικά χαρακτηριστικά του εμβληματικού ασταμάτητου ρομπότ της περιπέτειας του ’91, το οποίο με την υγρή μεταβαλλόμενη μορφή του στάθηκε σημείο αναφοράς στην εξέλιξη των ειδικών εφέ στο σινεμά, αλλά και μια συμβολική πολιτική διάσταση στην εποχή του Τραμπ (ο μοχθηρός εξολοθρευτής των Μεξικανών), η οποία και γλαφυρά αποτυπώνεται αφ’ ενός στην καταδίωξη της νεαρής Μεξικανής ηρωίδας, αφετέρου στην εικονογράφηση των μεταναστευτικών ροών από το Μεξικό προς τις ΗΠΑ. Η δε Λίντα Χάμιλτον, ηθοποιός που χρησιμοποιεί όλα τα χαρακτηριστικά που φέρει το σώμα και το πρόσωπο των 64 χρόνων της, προσδίδει ρεαλιστικό παλμό σε μια περιπέτεια που ενδιαφέρεται να επαναπροσδιορίσει την κινηματογραφική ηρωίδα δράσης της νέας χιλιετηρίδας εντός του φιλμικού franchise του «Εξολοθρευτή»: Η δική της Σάρα Κόνορ έφερε στον κόσμο τον αρχηγό και Σωτήρα της ανθρωπότητας κατά το χριστιανικό πρότυπο, ενώ το «τώρα» επιτάσσει μία γυναίκα ως σωτήρια ηγέτιδα της ανθρώπινης αντίστασης κατά της τεχνολογικής επικράτησης.
Ωστόσο, παρά τις όποιες καλές προθέσεις και τον Σβαρτσενέγκερ σε ρόλο εξανθρωπισμένου γερο-ρομπότ να αυτοσαρκάζεται, περνώντας οριστικά και αμετάκλητα το όριο της γραφικότητας (όχι καλό για τη μυθολογία της σειράς και του προσωπικού του, μέσα από αυτήν, μύθου), και τούτη η ταινία δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα αναμάσημα των ίδιων κλισέ που οι ηλικιωμένοι σταρ των ταινιών δράσης των 80ς και των 90s περιφέρουν τα τελευταία χρόνια σαν ύστατο χαίρε από το ένα αποχαιρετιστήριο φιλμ στο άλλο (πιο πρόσφατα ο Σταλόνε ως γερο-Ρόκι στο «Creed»).
Εδώ η αλλαγή σκυτάλης ανάμεσα στην παλιά και τη νέα φρουρά του franchise συντελείται στη βάση ενός σεναριακού και εικονογραφικού déjà vu που ελπίζαμε να μη δούμε. Ο Τιμ Μίλερ συνδυάζει πολλές σκηνές δράσης κυρίως μέσα από μία υπερανθρωπική προσέγγιση της δράσης που έχουμε ξαναδεί στα «Fast & Furious» και στις μελλοντολογικές περιπέτειες που διαδραματίζονται σε ένα μετά-Αποκαλυπτικό σκηνικό για την ανθρωπότητα. Και αυτό όχι μόνο αφαιρεί αληθοφάνεια από τα γεγονότα επί της οθόνης, αλλά και προσδίδει μια αίσθηση βαριεστημάρας – ενδεικτική της έλλειψης ιδεών σε ένα ταλαιπωρημένο χολιγουντιανό προϊόν που έχει προ πολλού δώσει ό,τι καλύτερο είχε ως αφήγημα επιστημονικής φαντασίας. (2019)
«Το σενάριο που άναψε φωτιές» («Tel Aviv On Fire») ***/ Σκηνοθεσία: Σαμέχ Ζοάμπι/ Παίζουν: Καίς Νασίφ, Λούμπνα Αζαμπάλ, Γιανίβ Μπιτόν
«Στο Τελ Αβίβ του 1967, πριν από τον πόλεμο των Έξι Ημερών, η Μανάλ, μια πανέμορφη κατάσκοπος, κυκλοφορεί ως Ρέιτσελ - εβραία μετανάστρια από τη Γαλλία. Αποστολή της; Να αποπλανήσει τον Γεχούντα, ηγετική φιγούρα του ισραηλίτικου στρατού και να αποκαλύψει τα σχέδιά του…»: Το σενάριο της δημοφιλούς στη Δυτική Όχθη αλλά και στο Ισραήλ τηλεοπτικής σαπουνόπερας «Το Τελ Αβίβ φλέγεται» θα δώσει το ερέθισμα και την αφορμή στον Σαλάμ Αμπάς, 30άρη Παλαιστίνιο κάτοικο Ισραήλ, ασκούμενο στο τηλεοπτικό στούντιο της παραγωγής της σειράς, να αποκτήσει ένα απρόσμενο συνεργατικό αλισβερίσι με τον Ισραηλινό αξιωματικό στο σημείο ελέγχου της Ραμάλας απ’ όπου καθημερινά πηγαινοέρχεται. Χάρη στις παρεμβάσεις στο σενάριο του Ισραηλινού στρατιωτικού που θέλει να εντυπωσιάσει τη γυναίκα του και να αλλάξει το, υπέρ των Παλαιστίνιων, ύφος της σαπουνόπερας, ο Σαλάμ θα αποκτήσει ξαφνικά καριέρα ως σεναριογράφος της σειράς αν και τα πράγματα δεν θα αργήσουν να μπλεχτούν…
Διαρκώς μπερδεμένος και απορημένος, ο πρωταγωνιστής Καϊς Ναϊφ είναι η επιτυχής ενσάρκωση του παγιδευμένου ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα πυρά απλού ανθρώπου που από απλός παρατηρητής θα μεταμορφωθεί σε καίριο ρυθμιστή μιας «κρίσης», όπως εύστοχα το σενάριο της ταινίας του Παλαιστίνιου Σαμέχ Ζοάμπι παραλληλίζει τη διαιωνιζόμενη γεωπολιτική διαμάχη Ισραήλ-Παλαιστίνης με τη διογκούμενη, εντός κι εκτός τηλεοπτικού πλατό, διαφωνία για την ειρηνική ή φιλοπολεμική έκβαση της πλοκής της σαπουνόπερας.
Χρησιμοποιώντας τις αντιφάσεις της καθημερινής ισραηλινοπαλαιστινιακής συνύπαρξης (το κοινό πάθος της σπαρασσόμενης από εχθροπραξίες περιοχής για το παραδοσιακό χούμους είναι μία από αυτές), ο Ζοάμπι φτιάχνει μια γνήσια λαϊκή κομεντί, βασιζόμενος τόσο στο αναγνωρίσιμο παγκοσμίως είδος της τηλεοπτικής σαπουνόπερας όσο και στην απήχηση της κωμωδίας ως μέσου ψυχαγωγικής πολιτικής σάτιρας, ακόμα και όταν αναφέρεται σε μία ανεπίλυτη τραγωδία του σύγχρονου κόσμου... Η ταινία αποτέλεσε την επίσημη πρόταση του Λουξεμβούργου για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας ως συμπαραγωγή του Λουξεμβούργου, του Βελγίου, του Ισραήλ και της Γαλλίας. (2018)
«Καρό Νίντζα» / («Checkered Ninja») ***/ Σκηνοθεσία: Αντερς Μάθεσεν, Θορμπιόρν Κριστόφερσεν/ Με τις φωνές των: Παναγιώτη Αποστολόπουλου, Ρένου Χαραλαμπίδη, Θανάση Κουρλαμπά, Αλκη Ζερβού, Ντίνου Σούτη
Μια κούκλα νίντζα φτάνει ως δώρο γενεθλίων στα χέρια του έφηβου Άλεξ, που έχει να αντιμετωπίσει τόσο τον νέο του πατριό και τις επιβολές του εξ αγχιστείας αδελφού του όσο και τον εκφοβισμό στο σχολείο του. Η καρό κούκλα, όμως, δεν είναι παρά το πνεύμα ενός νίντζα που διψάει να εκδικηθεί τον φόνο ενός φτωχού παιδιού-εργάτη στο εργοστάσιο παραγωγής παιχνιδιών στην Ταϊλάνδη ενός μοχθηρού Δανού επιχειρηματία.
Αληθινά ευρηματικό και τολμηρό σε άποψη και ιδέες, το animation των Μάθεσεν και Κριστόφερσεν στάθηκε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στη Δανία, θίγοντας με όρους μαύρης κωμωδίας και ψηφιακού κινουμένου σχεδίου το πρόβλημα του bullying και της παιδικής κακοποίησης.
Η ταινία αξιοποιεί το αφηγηματικό στιλ των ιαπωνικών ταινιών, βασισμένη στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Δανού κωμικού και συνσκηνοθέτη εδώ, Άντερς Μάθεσεν, ενώ διαθέτει μια εντυπωσιακή μίξη δυτικής χιπ χοπ και ιαπωνικής μουσικής. (2018)
«Το κορίτσι και το λιοντάρι» / («Mia and the White Lion») **/ Σκηνοθεσία: Ζιλ ντε Μεστρ/ Παίζουν: Ντανιά Ντε Βιλιέρ, Μελανί Λοράν, Λάνγκλεϊ Κερκγουντ
H ζωή της δεκάχρονης Μία ανατρέπεται όταν η οικογένεια της αποφασίζει να αφήσει το Λονδίνο για να αναλάβει εξ ολοκλήρου τη διαχείριση μίας φάρμας στην Αφρική που προμηθεύει με λιοντάρια και ζώα της σαβάνας ζωολογικά πάρκα και εγκαταστάσεις ερευνών. Ένα λευκό λιονταράκι με το όνομα Τσάρλι, θα δώσει στο κορίτσι που δυσκολεύεται να προσαρμοστεί, νέο στόχο και ενθουσιασμό καθώς αναπτύσσει έναν πρωτόγνωρο δεσμό μαζί του.
Στα επόμενα τρία χρόνια, η Μία και ο Τσάρλι θα έρθουν αντιμέτωποι με τον χωρισμό εξαιτίας της αγωνίας των γονιών που φοβούνται το ξέσπασμα των ζωωδών ενστίκτων του λιονταριού όσο και με την αποκάλυψη ενός σκοτεινού οικογενειακού μυστικού… Ευγενών προθέσεων οικογενειακό δράμα με οικολογικά μηνύματα και αληθινή αγάπη για τα ζώα και τη φύση που χρειάστηκε αρκετά χρόνια να ολοκληρωθεί προκειμένου η πρωταγωνίστρια και το λευκό λιοντάρι να αποκτήσουν αληθινή σύνδεση.
Μία ιστορία που προσφέρεται ακόμα και για ντοκιμαντέρ το οποίο ενδεχομένως να είχε δυνατότερο αντίκτυπο σαν κινηματογραφική εμπειρία για τον θεατή που με την ταινία χάνει σημαντικό μερίδιο της έντασης εξαιτίας των ελαφρά σκιαγραφημένων, «θολών» χαρακτήρων μιας σχηματικής ιστορίας, άνευρα παιγμένης και σκηνοθετημένης στη μορφή ενός οδοιπορικού στην αφρικανική σαβάνα από τον Ζιλ ντε Μεστρ. (2018)
«Ορεινές συμφωνίες» / Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Ευθυμίου
Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ρωτήθηκε ποια από αυτά που κατάφερε να κάνει στα εβδομήντα χρόνια ενεργής παρουσίας του στον δημόσιο βίο, θεωρούσε ο ίδιος, με την απόσταση του χρόνου πλέον, πιο σημαντικά. Οι απαντήσεις του εμπνέουν την ταινία «Ορεινές Συμφωνίες» που παρουσιάζει το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης.
Ένα ντοκιμαντέρ, που επιχειρεί να ρίξει φως σε άγνωστες πτυχές της προσωπικότητάς του γνωστού αλλά ταυτόχρονα και «άγνωστου» Έλληνα πολιτικού μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, ανέκδοτες διηγήσεις της οικογένειας, των συνεργατών, αλλά και των πολιτικών του αντιπάλων. Στην ταινία παρουσιάζεται για πρώτη φορά απόσπασμα της τελευταίας συνέντευξης που έδωσε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είκοσι μέρες πριν τον θάνατό του. (2019)
«Μια ζωή» / Σκηνοθεσία: Ντίνος Γιώτης
Ο κύκλος της ζωής σε ένα ντοκιμαντέρ που ενώνει τους αρχαίους και τους σύγχρονους φιλόσοφους με εμβληματικές προσωπικότητες της Ελλάδας. Προβάλλεται στις 2, 3 και 5 Νοεμβρίου στον κινηματογράφο Δαναό.
Η ταινία πραγματεύεται την μοναδικότητα της ζωής μας εντός του πεπερασμένου χρόνου μας. Στο κομμάτι της μυθοπλασίας παρακολουθούμε την εξέλιξη της ζωής ενός παιδιού, παράλληλα με τον πλου ενός μικρού ξύλινου καραβιού. Από τις πηγές ενός ποταμού έως τις εκβολές του, σε αντιστοίχιση με την πορεία του ανθρώπου από τη γέννηση και τη νεότητα μέχρι τα γηρατειά και το θάνατο. Το καραβάκι, στην κατάβασή του, συναντά στροβιλισμούς, μαιάνδρους, καταιγίδες, συμπληγάδες, καταρράκτες, απάνεμα νερά, μέχρι να εκβάλει στην απέραντη θάλασσα. Ταυτόχρονα, ο αφηγητής, σε πρώτο πρόσωπο, από τη θέση του ανθρώπου που κατοικεί πάνω στον πλανήτη Γη, διερωτάται: «Τι θα έκανα ή τι δεν θα έκανα ξανά, εάν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω; Για ποιες πράξεις ή παραλείψεις μου έχω μετανιώσει; Έζησα, άραγε, σωστά ή μήπως σπατάλησα το μερίδιο του χρόνου που μού έτυχε; Ποιο είναι, αν υπάρχει, το νόημα της ζωής;».
Εμβόλιμα, 16 σπουδαίοι ΄Έλληνες, απαντώντας στα παραπάνω ερωτήματα, αποφαίνονται για την εμπειρία και τη γνώση που αποκόμισαν από ταξίδι της δικής τους ζωής και μας χαρίζουν, σχεδόν αποφθεγματικά,το πολύτιμο απόσταγμα του βίου τους. Η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ο πολιτικός Μανώλης Γλέζος, ο φιλόσοφος Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, ο δημοσιογράφος Γιάννης Διακογιάννης, η συγγραφέας Άλκη Ζέη, η ηθοποιός Λήδα Πρωτοψάλτη, και αρκετοί ακόμα. (2019)
- Επίθεση στο Μαγδεμβούργο: Τι γνωρίζουμε για τον δράστη – Η επιστολή στο AfD, ο θαυμασμός στον Μασκ και τα πυρά στη Μέρκελ
- Εξάρχεια: Πώς εντόπισαν τον δράστη με το λοστάρι - Είχε συλληφθεί ξανά για επίθεση, αλλά κυκλοφορούσε ελεύθερος
- Η σκοτεινή και χιονισμένη Λαπωνία και το τετ α τετ του Μητσοτάκη με τον Άη Βασίλη
- Κιμ Καρντάσιαν: Ποζάρει με κόκκινο δερμάτινο φόρεμα και βαθύ ντεκολτέ