Σινεμά|06.11.2019 17:46

Οι ταινίες της εβδομάδας: Βαμπίρ, τρόμος και νέος Κεν Λόουτς

Άντα Δαλιάκα

Κορυφαίους τίτλους με διάσημα ονόματα στο πρωταγωνιστικό καστ φέρνει η νέα κινηματογραφική εβδομάδα που τοποθετεί τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ στο σίκουελ της Λάμψης απέναντι από τον βετεράνο σκηνοθέτη Κεν Λόουτς και το πολιτικοκοινωνικό δράμα του Δυστυχώς απουσιάζατε.

Δόκτωρ Ύπνος από τον Στίβεν Κινγκ (Steven King's Doctor Sleep) / ***
Σκηνοθεσία: Μάικλ Φλάναγκαν / Παίζουν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Κάιλι Κουράν, Καρλ Λάμπλι, Τζέικομπ Τρεμπλέι

Χρόνια μετά την τρομακτική διαμονή του στο ξενοδοχείο Overlook που τον κατέστησε μάρτυρα του φονικού παραληρήματος του πατέρα του, ο ενήλικας Ντάνι Τόρανς υποφέρει από φρικιαστικά οράματα αλλά και από το ψυχολογικό τραύμα που υπέστη. Εθισμένος στις ουσίες και το αλκοόλ, όπως και ο πατέρας του, ο Ντάνι διατηρεί το χάρισμα της επαφής με το μεταφυσικό, με την «άλλη πλευρά». Η προσπάθειά του ν’ ανακάμψει με νέα δουλειά σε μια πόλη του Νιου Χαμσάϊρ, τον φέρνει σε επαφή με την χαρισματική τινέιτζερ Αμπρα, φορέα της «λάμψης», όπως κι αυτός, η οποία θ’ αρχίσει να επικοινωνεί μαζί του όντας «μάρτυρας» μιας σειράς φόνων αγνοούμενων παιδιών, των οποίων τη δύναμη της λάμψης κυνηγά – προκειμένου να απομυζήσει για να διατηρήσει την αθανασία της – μια συμμορία δαιμόνιων δολοφόνων…

Τριάντα εννέα χρόνια μετά την κινηματογραφική μεταφορά της Λάμψης του Στίβεν Κινγκ, που εξόργισε τον διάσημο συγγραφέα διότι είχε αποκλίσεις από το βιβλίο του, αλλά θεωρείται σήμερα η επιτομή του αριστοτεχνικού θρίλερ τρόμου στην κινηματογραφική ιστορία δια χειρός Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το σίκουελ που ο ίδιος ο Κινγκ συνέχισε με το παχυλό (530 σελίδων) μπεστ σέλερ «Doctor Sleep» το 2013, μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από τον Μάικλ Φλάναγκαν. Από έναν σκηνοθέτη που επικεντρώνεται στο είδος του θρίλερ τρόμου τόσο στο σινεμά (Ouija: Η πηγή του κακού, Before I wake) όσο και στην τηλεόραση του Netflix (The Haunting Of Hill House, Geralds Game) και απλώνει τη δράση σφιχτά και γερά, σε ένα φιλόδοξο θρίλερ τρόμου, δυόμισι ωρών, που χρησιμοποιεί ικανοποιητικά την προβληματική της υπαρξιακή κρίσης στον σύγχρονο κόσμο - ακόμα και την οριακή γραφικότητά του.

Εδώ η διαμάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό συμβιβάζει το κιουμπρικικό όραμα (ο Φλάναγκαν χρησιμοποιεί αυτούσια τα σκηνικά της Λάμψης που είχε στη διάθεσή του και αναδημιουργεί εμβληματικές λήψεις και σκηνές της) με την πιστότητα στη λογοτεχνική πηγή που ακούει στο όνομα «Κινγκ». Σε αυτό που πετυχαίνει ο Φλάναγκαν είναι να αναδείξει τα στοιχεία και τα κλισέ του τρόμου σύμφωνα με τα σύγχρονα δεδομένα ενσωματώνοντας τα στερεότυπα και τη modernite των μεταφυσικών θρίλερ στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του Κιούμπρικ, όποτε το επιθυμεί.

Ωστόσο η ταινία του δεν συνιστά μια εξερεύνηση της τρέλας, της παράνοιας και της διαφθοράς όπως έκανε η Λάμψη αλλά τη δραματική μάχη ενάντια σε έναν αιμοδιψή- βαμπιρικό κόσμο. Οι ισορροπημένες ανάμεσα στην ποιότητα του arthouse cinema και τις εμπορικές επιταγές της μπλοκμπάστερ ταινίας, ερμηνείες, των ΜακΓκέγκορ και Φέργκιουσον αλλά και των νεαρών ηθοποιών, χαρίζουν πιστότητα και αληθοφάνεια σε ένα φιλμ που μπορεί να εξισορροπήσει τις απαιτήσεις των σύγχρονων θεατών με τη σινεφίλ διάσταση των αναφορών στο φιλμ του Κιούμπρικ.

Εισχωρώντας ολοσχερώς στον χώρο του μεταφυσικού τρόμου ο Φλάναγκαν δεν αποφεύγει την προβλεψιμότητα που συνοδεύει τη χρήση των εφέ του είδους αφαιρώντας έτσι την αίσθηση του φόβου (το μεγάλο προτέρημα του πρωταρχικού φιλμ), κρατάει όμως το στοιχείο της έκπληξης σε ένα φροντισμένο έως και πρωτότυπο αισθητικά πεδίο και αυτό είναι αρκετό για να κρατήσει τα μάτια του θεατή κολλημένα επί δυόμισι ώρες σε μια οθόνη. (2019)

Δυστυχώς απουσιάζατε (Sorry We Missed You) / *** 
Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς / Παίζουν: Κρις Χίτσεν, Ντέμπι Χάνιγουντ, Ρις Στόουν, Κέιτι Πρόκτορ

Μετά την κατάβασή του στην κόλαση των αγκυλώσεων του κρατικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας της Βρετανίας με το Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ, που του χάρισε τον δεύτερο Χρυσό Φοίνικα της καριέρας του (ο πρώτος ήταν για το «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι»), ο 80χρονος Κεν Λόουτς επιστρέφει, χωρίς να κάνει την ακμαιότητά του, με ένα ακόμη κοινωνικό δράμα σοσιαλιστικού ιδεαλισμού. Είναι η σειρά μιας μαστιζόμενης από την οικονομική και εργασιακή πίεση οικογένειας στο Νιουκάστλ της Βόρειας Αγγλίας αυτή τη φορά της οποίας οι περιπέτειες στην εποχή της αυτοαπασχολούμενης εργασίας και των νέων, νομοτελειακά δυσβάσταχτων για τον εργασιακών συμβάσεων, απασχολούν τον παλαίμαχο σκηνοθέτη και τον συνεργάτη σεναριογράφο του, Πολ Λάβερτι.

Η νέα τους ιστορίας μας συστήνει τον Ρίκι, επί χρόνια εργάτη οικοδομών, να αποφασίζει το άλμα προς την αυτοπασχόληση με ένα καινούριο φορτηγάκι που τον καθιστά τελικά κούριερ επί ώρες στο τιμόνι και την υπηρεσία ενός φραντσάιζ με σκληρούς όρους εργασίας. Η σύζυγός του Άμπι, κατ’ οίκον βοηθός που φροντίζει ηλικιωμένους και άτομα σε ανάγκη, πουλάει το αυτοκίνητο της για να το βοηθήσει, ωστόσο η νέα εργασία του Ρίκι θα αποδειχτεί τρομερά ριψοκίνδυνη ενώ το ζευγάρι θα κληθεί να αντιμετωπίσει την κρίση του έφηβου γιου του που περνάει φάση αντιδραστικότητας.

Απομακρυσμένος από τον εύκολο μελοδραματισμό του «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», χωρίς όμως και να τον ξεχνά εντελώς, ο Λόουτς εξαπολύει ένα ακόμη δριμύ σχόλιο κατά της απάνθρωπης σκληρότητας του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού (ο τίτλος του φιλμ, «Δυστυχώς απουσιάζετε», έχει διπλή ερμηνεία) κι ενώ δεν αποποιείται τις σεναριακές ευκολίες και τον στόμφο σε ορισμένες κορυφώσεις, συγκινεί πολύ. Εστιάζοντας απλά και ρεαλιστικά στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, στις δυσκολίες της καθημερινότητας των απομονωμένων ατόμων με ειδικές ανάγκες και τα παιδιά της εργατικής τάξης της σύγχρονης Αγγλίας, κρούει το καμπανάκι του κινδύνου εκθέτοντας ένα κοινωνικό περιβάλλον αναγνωρίσιμα εχθρικό στις βασικές του λειτουργίες προς τον μεροκαματιάρη εργαζόμενο.

Οι σεναριακές κορώνες, όπως είπαμε, δεν αποφεύγονται, ωστόσο ο αποτελεσματικά επεξεργασμένος αυτοσχεδιαστικός λόγος των τεσσάρων πρωταγωνιστών και η αυθεντική ευαισθησία της ερασιτέχνη ηθοποιού Ντέμπι Χάνιγουντ στο ρόλο της πιεσμένης μητέρας και εργαζόμενης, αναδεικνύουν το ουμανιστικό άγγιγμα -βάλσαμο του Λόουτς. Η ταινία πραγματοποίησε την πρεμιέρα της στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών. (2019)

Η δύναμη της αλήθειας (Donbass) / ***
Σκηνοθεσία: Σεργκέι Λοζνίτσα / Παίζουν: Ταμάρα Γιατσένκο, Λουντμίλα Σμοροντίνα, Μπόρις Καμόρζιν

Στην εμπόλεμη ζώνη της Ντονμπάς στην Ανατολική Ουκρανία όπου ο τακτικός ουκρανικός στρατός μάχεται τις ρωσικές αυτονομιστικές συμμορίες μια σειρά από διαφορετικές ιστορίες διαφθοράς, παραβατικότητας και εγκληματικότητας αποτυπώνουν το ζοφερό σκηνικό ενός υβριδικού πολέμου σε καθημερινή βάση. Δομώντας την πλοκή της αφήγησης σε διαφορετικούς χρόνους οι οποίοι συνδυάζονται κυκλικά στον άξονα μιας βομβιστικής επίθεσης που έχει ως αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς, ο Ουκρανός δημιουργός Σεργκέι Λοζνίτσα (Το πρόσωπο της ομίχλης), σκηνοθέτης που δίνει περισσότερη έμφαση στην απόδοση της ατμόσφαιρας των καταστάσεων παρά στους χαρακτήρες των ταινιών του, τοποθετεί τον αμεσότερο γκροτέσκο καθρέφτη που έχει στη διάθεσή του απέναντι στο παραμορφωμένο, παράλογο πρόσωπο της εμπόλεμης Ουκρανίας την εποχή της μετά-Αλήθειας, των fake news.

Ένα πλέγμα φριχτής διαφθοράς και ασυδοσίας παρεμποδίζει την καθημερινότητα των κατοίκων της υπό διάλυσης πόλης και ο Λοζνίτσα καταφέρνει να το αποδώσει σε κάθε τραγική και αποκρουστική έκφανσή του στήνοντας ένα σόου του τρόμου, το οποίο υπογραμμίζει την απρόβλεπτη διάσταση των πολεμικών συγκρούσεων, από τα καφκικά υπόγεια καταφύγια των μη προνομιούχων έως τις υπό κατάληψη δημόσιες υπηρεσίες, τα μπλόκα των εθνικών οδών και τα χωράφια-νακροπέδια, ως επιδέξιος χειριστής της κινηματογραφικής αισθητικής την οποία αποδίδει με ανατριχιαστική προφάνεια.

Το στυλ του δίνει, λοιπόν, την αίσθηση ενός δαιδαλώδους αναχρονιστικού πολέμου, με τόσα πρόσωπα που ο αμύητος στην κρίση της περιοχής χάνεται, προσπαθώντας να καταλάβει την προέλευσή τους: η κατακερματισμένη αφήγηση συνίσταται κυρίως από ιστορίες διαταραχής των θεσμών και των αρχών που διέπουν την καθημερινή ζωή, χωρίς ευδιάκριτη σύνδεση και στιβαρότητα. Ο Λοζνίτσα όμως, ακόμα και χωρίς να δίνει εξηγήσεις στο πιάτο, πετυχαίνει έστω να αποδώσει τη διαταραγμένη εικόνα μιας τραγωδίας που συντελείται στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Διόλου τυχαία ο γεννημένος στη Λευκορωσία και μεγαλωμένος στο Κίεβο δημιουργός ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του 72ου Φεστιβάλ των Καννών. (2018)

Η οικογένεια Άνταμς (The Addams Family) / ***
Σκηνοθεσία: Κόνραντ Βέρνον και Γκρεγκ Τίρναν / Με τις φωνές των: Οσκαρ Άϊζακ, Σαρλίζ Θερόν, Κλόι Γκρέις Μορέτζ, Φιν Γούλφχαρντ, Νικ Κρολ, Μπέτι Μίντλερ, Αλισον Τζάνεϊ

Η διάσημη μακάβρια οικογένεια των Ανταμς διαμένει…ήσυχα στην απομονωμένη έπαυλη ενός λόφου που δεσπόζει σε ένα σύγχρονο, τακτοποιημένο αμερικανικό προάστιο μέχρι που η εμμονή μιας διάσημης για τις επιτυχημένες ανακαινίσεις σπιτιών, τηλεπερσόνας, καθώς και η επιθυμία της μεγάλης κόρης των Ανταμς, Γουέστνεϊ, να πάει πρώτη φορά στο τοπικό γυμνάσιο, φέρνει τα πάνω-κάτω…Εξαιρετικά δημοφιλής στο πλαίσιο της ποπ κουλτούρας που την έχει αποτυπώσει σε κάθε λογής ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, βιντεογκέιμ, ακόμα και σε θεατρικό μιούζικαλ με γνωστότερη όλων εκδοχή στη μεγάλη οθόνη την όμοτιτλη κομεντί φαντασίας του 1991 από τον Μπάρι Σόνενφελντ, η Οικογένεια Άνταμς, επιστρέφει ως ψηφιακό animation της Illumination Entertainment.

Η εταιρεία που σημείωσε εμπορικές επιτυχίες με τον κύριο Απαισιότατο, τα Minions και τα αγαπητά κατοικίδια του Μπάτε, σκύλοι, αλέστε, επενδύει στο μακάβριο, κυνικό χιούμορ του γεννημένου στη δεκαετία του ’30 κόμικ του Τσαρλς Ανταμς, για να εκμοντερνίσει την αλληγορική διάσταση μιας ιστορίας βασισμένης στο τρομακτικό πρόσωπο ενός κόσμου που εξοστρακίζει την ατομικότητα. Καταιγιστικά τα τρομοκτικά γκαγκς εδώ, μπόλικα στο μάτι και τα μακάβρια συμπράγκαλα των Άνταμς, χωρίς να αυτό να σημαίνει ότι ξεστρατίζουν από τη συνθήκη ενός animation που απευθύνεται κυρίως σε παιδιά, μόνο που το εκτυλισσόμενο στη θεματική της περιθωριοποιημένης ενηλικίωσης, στόρι, μπορεί άνετα να παραλληλιστεί με εκείνο άλλων γνωστών animation – κυρίως με του βαμπιρικού φραντσάιζ της Sony Ξενοδοχείο για τέρατα.

Η screwball κωμωδία, πάντως, και τα ενταγμένα στο πλουσιοπάροχο θέαμα καπρίτσια των Άνταμς, θα κρατήσουν ευχαριστημένους τους νεαρούς θεατές. (2019)

Κλέφτης αλόγων (Out Stealing Horses) / **1/2
Σκηνοθεσία: Χανς Πέτερ Μόλαντ / Παίζουν: Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Τομπάιας Σάντελμαν

Τον Nοέμβριο του 1999 ο 67χρονος Τροντ, χήρος μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα, ταξιδεύει σε έναν απομονωμένο οικισμό στα βουνά της Νορβηγίας, όπου σκοπεύει να περάσει την πρωτοχρονιά μόνος του. Ενώ καταφτάνουν τα πρώτα χιόνια, ανακαλύπτει πως ο γείτονάς του είναι ένας άντρας που είχε γνωρίσει όντας παιδί το ’48, όταν πέρασε κοντά στον ποταμό της περιοχής τις καλοκαιρινές διακοπές με τον πατέρα του ο οποίος στη συνέχεια εγκατέλειψε την οικογένειά του.

Το παγκόσμιο μπεστ σέλερ του Νορβηγού Περ Πέτερσον μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από τον Νορβηγό Χανς Πέτερ Μόλαντ, δημιουργό του θρίλερ Με σειρά εξαφάνισης, το οποίο πρόσφατα ο ίδιος ξαναγύρισε σε αγγλόφωνη βερσιόν με πρωταγωνιστή τον Λίαμ Νίσον. Έχοντας τη φύση και την ατίθαση μεγαλοπρέπεια της ως οργανικό χαρακτήρα της αφήγησης, ο Μόλαντ ξαναβρίσκει το αχανές λευκό του χιονιού για να διηγηθεί μέσα από ποιητικές εικόνες, που όμως σχηματοποιούν τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν, μια τραγική ιστορία ενηλικίωσης και υπαρξιακού αναστοχασμού. Ατμοσφαιρικά τοπία πλάθουν ένα πλέγμα αναμνήσεων και μυστηρίου στο κομψότερο πατρόν του εμπορικού ευρωπαϊκού σινεμά χωρίς όμως η πλοκή και οι χαρακτήρες να ερευνώνται ικανοποιητικά και να αποδεικνύονται ισάξια σε ενδιαφέρον με τα μεγαλοπρεπή τοπία. Αυτό που ενδιαφέρει κυρίως τον Μόλαντ είναι το μυστήριο των αναμνήσεων και της ανθρώπινης φύσης, κι εκεί επιλέγει να μείνει, γοητευμένος και μόνο από την ίδια την εικόνα.

Η ταινία απέσπασε το βραβείο καλλιτεχνικού επιτεύγματος για τη διεύθυνση φωτογραφίας του Ράσμους Βίντεμπεκ στο Φεστιβάλ του Βερολίνου ενώ αποτελεί την επίσημη υποβολή της Νορβηγίας για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας. (2019)

Ποτέ δεν είναι αργά κύριε καθηγητά (Richard Says Goodbye) / *1/2
Σκηνοθεσία: Γουέιν Ρότζερς / Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Ρόζμαρι ΝτεΓουίτ, Ντάνι Χιούστον

Όταν ο Ρίτσαρντ, καθηγητής πανεπιστημίου, διαγνωστεί με καρκίνο στο τελικό στάδιο, αποφασίζει να εγκαταλείψει τα προσχήματα και τις κοινωνικές συμβάσεις και να ζήσει τους τελευταίους μήνες της ζωής του όσο πιο έντονα και ελεύθερα γίνεται. Η ανατροπή του κόσμου του όπως τον ήξερε μέχρι τη στιγμή της ανακοίνωσης του καρκίνου, του παρέχει την αφορμή να επαναπροσδιορίσει τον διαλυμένο γάμο του ενώ πέφτει με τα μούτρα σε κάθε πιθανή «αμαρτία»…Ή κάπως έτσι. Μην ψάχνετε για ρεαλισμό ή συναισθηματική ταύτιση στο χρονικό τούτης της υπαρξιακής κρίσης και του αφόρητου άγχος που βιώνει ο χαρακτήρας που υποδύεται εδώ ο Τζόνι Ντεπ, καθώς η βύθισή του στο σύμπαν του νιχιλισμού, καλύπτει με ένα αινιγματικό πέπλο όλους τους β΄ χαρακτήρες που είτε συμπάσχουν σφοδρά είτε απορρίπτουν εξίσου σφοδρά.

Αρχιτέκτονας τούτης της βασισμένης στην εκκεντρικότητα και την υπερβολή τραγικωμωδίας είναι ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Γουέιν Ρότζερς, που συγκεντρώνει γνωστά ονόματα στο καστ με πρώτο-πρώτο αυτό του Τζόνι Ντεπ σε ένα ουσιαστικά one man show που προκαλεί εντύπωση όμως ποτέ δεν κλιμακώνεται σε βαθμό αναγνωρίσιμο της ψυχικής κάθαρσης του βασικού ήρωα. Μια προβληματική κατάσταση σε ένα παράξενα ψυχρό φιλμ όπου η εμμονή του σεναρίου σε οτιδήποτε αλλόκοτο στο πλαίσιο μιας απλοϊκής σκηνοθεσίας, προκαλεί απορία. (2018)

«Zombieland: Διπλή βολή» (Zombieland: Double Tap) / *1/2 
Σκηνοθεσία: Ρούμπεν Φλάισερ / Παίζουν: Γούντι Χάρελσον, Τζέσι Άιζενμπεργκ, Aμπιγκεϊλ Μπρέσλιν, Eμα Στόουν

Δέκα χρόνια μετά το πρωτότυπο, επιτυχημένο φιλμ που «έδεσε» πρωτότυπα τον τρόμο με την παρωδία, οι συντελεστές του Zombieland επανέρχονται με ένα σίκουελ που θέλει τους ηρωικούς Κολόμπους, Ταλαχάσι, Γουιτσιτά και Little Rock να βολοδέρνουν σε μια κατεστραμμένη από τον ιό των ζόμπι Αμερική με τα ίδια τα ζόμπι να έχουν μεταλλαχθεί και εξελιχθεί σε…διαφορετικές κατηγορίες επικινδυνότητας.

Η ανορθόδοξη τετραμελής «οικογένεια» φαίνεται ότι έχει βαρεθεί την ύπαρξή της κι εκεί που χαβαλεδιάζει στον ερειπωμένο Λευκό Οίκο, η αποχώρηση της Little Rock φέρνει νέες περιπέτειες, όχι όμως απαραίτητα και ένα σπιρτόζικο σίκουελ. Το αντίθετο μάλιστα. Σε μια περίοδο που το κοινό έχει μάθει τα ζόμπι απ’ έξω κι ανακατωτά μέσα από ταινίες ή τηλεοπτικές παραγωγές που έχουν διασταυρώσει κάθε πιθανή οπτική του είδους (The Walking Dead, Santa Clarita Diet, World War Z), το φιλμ του Ρούμπεν Φλάισερ (Οι διώκτες του εγκλήματος, Venom) εστιάζει υπερβολικά στη φάρσα και το διαλογικό μέρος, μέσα από μια δοκιμασμένη γκροτέσκα «συνταγή» της παρωδίας και του ανακυκλωμένου μαύρου χιούμορ, παραμελώντας τη δράση και τη διασκέδαση του θεατή.  Ξεκαρδιστική η αυτοπαρωδική παρουσία του Μπιλ Μάρεϊ στο φινάλε η οποία, βέβαια, προκύπτει ετεροχρονισμένα. (2019)

Στίβεν Κινγκοι ταινίες της εβδομάδαςΓιούαν ΜακΚρέγκορΚεν Λόουτς