Ο Ιρλανδός: Είδαμε το αριστοτεχνικό γκανγκστερικό έπος του Σκορσέζε για το Netflix
Άντα Δαλιάκα«Ο Ιρλανδός» («The Irishman») / *****
Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε / Παίζουν: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Τζο Πέσι, Χάρβεϊ Καϊτέλ
Το έτος 2002 ο ηλικιωμένος Φρανκ Σίραν, γκάνγκστερ και εκτελεστής της μαφίας, διηγείται την ιστορία του καθισμένος σε αναπηρικό καρότσι: μιλώντας στην κάμερα προς ένα άγνωστο σ’ εμάς πρόσωπο, εξηγεί πώς ο ίδιος, ένας βετεράνος Αμερικανός στρατιώτης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισε να δουλεύει μεταπολεμικά ως φορτηγατζής κάνοντας μικροαπατεωνιές, έως ότου η τυχαία γνωριμία του με τον Ράσελ Μπαφαλίνο, υψηλόβαθμο στέλεχος της μαφίας, τον έχρισε δεξί του χέρι και τον οδήγησε στον πυρήνα του οργανωμένου εγκλήματος στη Φιλαδέλφεια και από εκεί στο πλευρό του Τζίμι Χόφα, επί χρόνια ισχυρού ηγέτη του εργατικού συνδικάτου με διασυνδέσεις… πλούσιες και ενδιαφέρουσες στο παρακράτος της μαφίας.
Προστάτης του Χόφα και προσωπικός φίλος, ο Σίραν διηγείται όλα όσα συνέβησαν πριν από τη δολοφονία του διάσημου συνδικαλιστή στις 30 Ιουλίου 1982, αποκαλύπτοντας τις πολύπλοκες δοσοληψίες που οδήγησαν στην ανεξιχνίαστη ως σήμερα «εξαφάνιση» μιας καθοριστικής για τα αμερικανική πολιτική σκηνή προσωπικότητας…
«Μια ταινία σαν τον "Ιρλανδό" αφορά το πώς μαθαίνει κανείς να πεθαίνει» είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του σε μεγάλο αμερικανικό Μέσο ο Μάρτιν Σκορσέζε – μια φαταλιστική φράση που περικλείει όλη την ουσία του διάρκειας 3,5 ωρών γκανγκστερικού έπους που γύρισε με την χρηματοοικονομική υποστήριξη του Netflix. Διατρέχοντας πάνω από 50 χρόνια αμερικανικής ιστορίας μέσα από το ανεξακρίβωτο ως προς την αλήθεια των λεγόμενων του Σίραν, που ήταν υπαρκτό πρόσωπο, βιβλίο «I Heard You Paint Houses» του Τσαρλς Μπραντ, ο Σκορσέζε επιστρέφει στους γκάνγκστερ των ταινιών του σκεπτόμενος αναθεωρητικά, τελεσίδικα.
Η ιστορία ξεκινάει με μια αφήγηση κυνική, ζουμερή και παιχνιδιάρικη, έχοντας ένα σενάριο, δομημένο σε τρία επίπεδα και διαφορετικούς χρόνους από τον οσκαρικό Στίβεν Ζέιλιαν (Η Λίστα του Σίντλερ). Ο σαρκασμός είναι διάχυτος, η αργκό του υποκόσμου δονείται ρυθμικά και παρασέρνει στην παράδοξη δυναμική ενός διαπλεκόμενου σύμπαντος στις παρυφές του νόμιμου κράτους, ενώ τα βλέμματα στον χώρο, ο ηδονισμός της εξουσίας είναι όλα μεγαλόστομα σε μία ατμόσφαιρα χαρούμενης μαυρίλας και διαφθοράς.
Διασκεδαστικά, αβίαστα και σχεδόν απροβλημάτιστα, παρασυρόμαστε στη φονική πλευρά του αμερικανικού ονείρου μέχρι που το πλήρωμα του χρόνου φουντώνει, γιγαντώνεται. Αργά αργά η αφήγηση αλλάζει, η σιωπή τρομάζει και η ταινία αποκαλύπτεται σαν μια πολύ πικρή ελεγεία για την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στον αδηφάγο χρόνο που απευθύνεται σε καθέναν από εμάς ξεχωριστά. Οι μουσικές επιλογές του Ρόμπι Ρόμπερτσον έχουν πολλές διακλαδώσεις και συνδιαλέγονται απευθείας με το συναίσθημα όταν πρέπει – οι επιλογές δε διαφορετικών σάουντρακ, με κορυφαίο το ιλαρό κλείσιμο του ματιού στον «Νονό», είναι κομβικές.
Ο Σκορσέζε χτίζει το υπαρξιακό κρεσέντο του στη διάρκεια που χρειάζεται: 3,5 ώρες κινηματογραφικού και τηλεοπτικού χρόνου. Δίνει –καίρια επιλογή– τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον ηθοποιό με τον οποίο διένυσε την πιο συναρπαστική διαδρομή του: τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο των «Κακόφημων δρόμων», του «Ταξιτζή», του «Οργισμένου ειδώλου», των «Καλών παιδιών» και του «Καζίνο», αλλά και του «Νονού» του Κόπολα, και τον μετατρέπει σε έναν εκτελεστή/στρατιώτη/ προστάτη της μαφίας και αλληγορική φιγούρα 50 και βάλε σκοτεινών χρόνων αμερικανικής Ιστορίας.
Διότι η ιστορία της Αμερικής βρίσκεται πάντα στο μπακγκράουντ – από την άνοδο του οργανωμένου εγκλήματος και τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι ως την εποχή Νίξον και τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Σερβία.
Απαθής, σοκαριστικά μεταμορφωμένος για τις ανάγκες της αφήγησης που μετακινείται ξανά και ξανά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους με την αρωγή των εφέ της ILM, ο Ντε Νίρο είναι o έμπιστος Ιρλανδός στους κόλπους του μαφιόζικου συστήματος, ένας γκάνγκστερ που δύσκολα αποκρυπτογραφείται μέχρι που στην τελευταία φάση της ζωής του γίνεται η προσωποποίηση της Ενοχής στο φάσμα του χριστιανικής καθολικής θρησκείας, ένας γέρος, φτιαγμένος όπως κάθε άνθρωπος από σάρκα και οστά.
Στο πλευρό του ο Αλ Πατσίνο (πρώτη φορά σε σκορσεζικό φιλμ) είναι όλα όσα περιμένεις να εισπράξεις από εκείνον σε μια πληθωρική, πότε επιδεικτική και πότε μετρημένη εκδοχή του Χόφα, ενώ ο Τζο Πέσι, βραβευμένος με Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου για τα «Καλά Παιδιά», εδώ ως Ράσελ Μπαφαλίνο, είναι ο σκιώδης εξουσιαστής σε μια ερμηνεία-υπόδειγμα της αμφισημίας στην υποκριτικής.
Υλοποιημένος από το Netflix για την μικρή αλλά και τη μεγάλη οθόνη, ο Ιρλανδός του Σκορσέζε μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει μελέτη για το πώς το σινεμά και η τηλεόραση μπορούν να ενωθούν σε μία οντότητα για τον θεατή του 21ου αιώνα.
Το φορμά σε αυτή την περίπτωση δεν είναι περιοριστικό, τα πλάνα έχουν πνοή και όγκο, το μονοπλάνο στην αρχή και το φινάλε είναι διαπεραστικό, ουσιώδες, σχολιάζει την ιστορία το ίδιο και η διεύθυνση φωτογραφίας του Ροντρίγκο Πριέτο, υπογραμμίζοντας τη σχέση τεχνικής και Τέχνης, κινηματογράφου και τεχνολογίας, μικρής οθόνης και μεγάλης.
Αυτό όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο στην περίπτωση του Ιρλανδού είναι ότι σε «βρίσκει» με την αιχμηρότητά του αφού πέσουν οι τίτλοι τέλους. Σε αυτή την αναπάντεχη κρυφή συνομιλία μεταξύ θεατή, θεάματος και ιστορίας εντοπίζεται το μεγαλείο της ταινίας-σταθμός από μόνη της στα χρονικά του Χόλιγουντ ως τόπος δημιουργικής συνάντησης των μεγαλύτερων ταλέντων που έβγαλε το αμερικανικό σινεμά εδώ και μισό αιώνα, αλλά και ως χαιρετισμός τελευταίος του δημιουργού της στο είδος του γκανγκστερικού δράματος το οποίο και τον καθιέρωσε.
- Περισσότερα για τον Ιρλανδό του Μάρτιν Σκορσέζε θα ακολουθήσουν με την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες στις 21 Νοεμβρίου.
- Ερευνητές ανέπτυξαν ακουστικά που μπορούν να εντοπίσουν πρώιμα σημάδια Αλτσχάιμερ - Πώς λετουργούν
- Κατά της διαγραφής Σαμαρά ο Καραμανλής: Η κριτική δεν αντιμετωπίζεται με πειθαρχικά μέτρα - Δεν με ενδιαφέρει η Προεδρία
- Εορταστικό ωράριο 2024: Πότε ξεκινάει - Ποιες Κυριακές θα είναι ανοιχτά τα μαγαζιά
- Σε τροχιά κλιμάκωσης ο πόλεμος στην Ουκρανία; Το επόμενο βήμα του Πούτιν, τα πυρηνικά και ο παράγοντας Τραμπ