Σινεμά|03.02.2020 18:47

Αλεχάντρο Λάντες: Η ελληνική μυθολογία του «Monos» και ο κολομβιανός εμφύλιος

Άντα Δαλιάκα

Χωρίς υπερβολή, το πολυβραβευμένο στα διεθνή φεστιβάλ «Monos» του Κολομβιανού Αλεχάντρο Λάντες (Cocalero, Porfirio), είναι το πυρετώδες εκείνο θρίλερ με την κινηματογραφική υπερβατικότητα που θα θέλαμε να βρίσκεται φέτος μεταξύ των υποψήφιων ταινιών για Όσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινιών. Εμπνευσμένο από τον ατελείωτο κολομβιανό εμφύλιο και την αμφίβολη πρόσφατη ειρηνευτική συμφωνία, φτιαγμένο στις πιο αντίξοες συνθήκες μέσα στην άγνωστη νοτιοαμερικανική ζούγκλα με ήρωες ανήλικους και ερασιτέχνες ηθοποιούς που επιλέχθηκαν μετά από εξονυχιστική έρευνα και ένα αλά Big Brother πείραμα, και με χολιγουντιανούς επαγγελματίες στους πρώτους ρόλους (Τζούλιαν Νίκολσον, Moises Arias), το φιλμ μας μεταφέρει σε ένα οροπέδιο στα επιβλητικά βουνά της Κολομβίας. Εκεί, μια ομάδα εφήβων αγοριών και κοριτσιών με την κωδική ονομασία MONOS εκπαιδεύεται στη στρατιωτική δράση από έναν απροσδιόριστο στρατό, ενώ καλείται να προσέχει την Αμερικανίδα όμηρό της και την πολύτιμη για την επιβίωσή της αγελάδα. Τι μπορεί να συμβεί;

Ο Αλεχάντρο Λάντες, δημοσιογράφος, σκηνοθέτης και αρχιτέκτονας μόνιμος κάτοικος Νέας Υόρκης, μας εξηγεί πώς η πολυπλοκότητα των σύγχρονων πολέμων γέννησε το «Monos» - το μεταμοντέρνο πολεμικό φιλμ της γενιάς που πρέπει να βρει τις απαντήσεις για το μέλλον - αλλά και τον λόγο που η ταινία του σχετίζεται με την Ελλάδα.

Πώς προέκυψε η ιδέα του «Monos», μιας σκληρής ταινίας που έχει στο επίκεντρο τη δράση μιας ομάδας παιδιών στρατιωτών;

Δεν θα έλεγα ότι είναι μια ταινία για τα παιδι -στρατιώτες, αλλά μια ταινία που αναφέρεται σε μια κοινή πραγματικότητα: στους πολέμους που στήνει ο άνθρωπος και δευτερευόντως στη διαδικασία της ενηλικίωσης του. Και οι δύο καταστάσεις προσφέρουν ένα παράθυρο στην αληθινή μας φύση, την κοινωνική και πολιτική μας οντότητα. Λέγοντας πολιτική οντότητα δεν αναφέρομαι στην ιδεολογία, αλλά στη δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ των ανθρώπων σε σχέση με τις επιθυμίες και τα συναισθήματα τους και την ανάγκη της ένταξης τους σε ένα σύνολο, σε αντιδιαστολή με τη φιλοδοξία για εξουσία. Η ανάπτυξη των δυνάμεων που σας περιγράφω φαίνεται στην μικρή κοινότητα των «Monos».

Το θέμα του πολέμου προέκυψε από τα προσωπικά σας βιώματα;

Προέρχομαι από την Κολομβία όπου οι συγκρούσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των παρακρατικών διήρκησαν 60 χρόνια, και πρέπει να πω ότι δεν έχω δει ποτέ ένα πολεμικό φιλμ που να με έχει ικανοποιήσει σε σχέση με αυτά τα θέματα. Ο πόλεμος, όμως, είναι συνυφασμένος με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους κι εγώ ως Κολομβιανός ήθελα να δημιουργήσω μια αλληγορία που να μοιάζει με αρχαιοελληνικό μύθο, παίρνοντας δομικά υλικά από την κολομβιανή παράδοση καθώς και από τους σύγχρονους πολέμους στη Συρία, το Αφγανιστάν, την ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαίας, την τακτική των Μαορί – διαφορετικά είδη πολεμικών συγκρούσεων, δηλαδή.

Είχατε στο παρελθόν επαφή με παιδιά που είχαν εμπλακεί στη στρατιωτική δράση;

Η πρώτη επαφή με την κουλτούρα των παιδιών-κομάντος ήταν όταν έκανα το «Porfirio» (2011), την παρθενική μου ταινία μεγάλου μήκους με τον Θύμιο Μπακατάκη και τον Γιώργο Μαυροψαρίδη, για την οποία χρειάστηκε να πάρω άδεια από το Υπουργείο Δικαιοσύνης διότι ο πρωταγωνιστής μου ήταν ένας ανάπηρος άντρας. Όταν μπήκα μέσα, το γραφείο ήταν γεμάτο από παιδιά με τζιν και sneakers που είχαν λιποτακτήσει από τους παράνομους στρατούς της Κολομβίας (σ.σ. η Κολομβία έχει πολλούς παράνομους στρατούς που ανήκουν στην αριστερή και τη δεξιά παράταξη). Εκείνο το βράδυ έδιναν μια θεατρική παράσταση την οποία παρακολούθησα – ήταν πολύ κακή! Κι αυτό αποτέλεσε έμπνευση για εμένα. Μου έκανε εντύπωση ότι είχαν πολεμήσει και στις δύο πλευρές, το οποίο μου έδωσε πολλές ιδέες για τη γοητεία της εξουσίας. Γι’ αυτό και στο «Monos» δεν προσδιορίζεται ούτε ο στρατός που υπηρετεί η ομάδα των νεαρών παιδιών, ούτε η χρονολογία, ούτε καν το μέρος στο οποίο λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα.

Δεν αποκαλύπτετε, επίσης, τίποτα για το παρελθόν των ηρώων. Ακόμα και το φύλο των παιδιών είναι θολό, όπως και η ταυτότητα της γυναίκας που κρατούν όμηρο…

Δεν ήθελα να κάνω καμία αποκάλυψη σε σχέση με αυτές τις πληροφορίες προκειμένου ο θεατής να δει την ταινία απελευθερωμένος από προκαταλήψεις, χωρίς να φιλτράρει τα γεγονότα μέσα από τα ιδεολογικά του πιστεύω. Αν γνωρίζατε, για παράδειγμα, ότι η όμηρος είναι πράκτορας της CIA, μπορεί να σκεφτόσασταν ότι της αξίζει να την απαγάγουν, σωστά; Αντιθέτως, αν μαθαίνατε ότι είναι μια αθώα τουρίστρια, θα αγωνιούσατε περισσότερο για την τύχη της…Προς αποφυγήν αυτών των αντιδράσεων, έκρινα ότι το μόνο που άξιζε ήταν να προτάξω την ανθρώπινη φύση και την ανθρωποκεντρική ματιά στις επιλογές της ομάδας, χωρίς να προσδιορίζονται τα μέλη της.

«Η σχέση μου με την Ελλάδα ξεκίνησε με την συνεργασία μου με τον διευθυντή φωτογραφίας του Γιώργου Λάνθιμου, Θύμιο Μπακατάκη. Αγαπώ το περιβάλλον της, όμως πάνω απ’ όλα, λατρεύω την ελληνική μυθολογία.»

Έχετε εντάξει και επιρροές από εμβληματικά έργα παραπλήσιας θεματικής…

Γυρίζοντας μια ταινία για τον πόλεμο, φυσικά και ανέτρεξα στις ταινίες-σταθμούς του είδους – από το «Αποκάλυψη τώρα» μέχρι το «Πλατούν» και το ρωσικό φιλμ «Έλα να δεις» (1985). Είδα, επίσης, ταινίες ενηλικίωσης όπως το «Kids» των Λάρι Κλαρκ και Χάρμονι Κορίν, μελέτησα τη φωτογραφία του Μπιλ Χάνσον και του Ρόμπερτ Κάπα. Είχα δύο καθρέφτες - την ενηλικίωση και τον πόλεμο – και μια θεματική που συγγένευε με τις λογοτεχνικές αναζητήσεις του «Άρχοντα των μυγών» και της «Καρδιάς του σκότους». Δεν θέλησα όμως να κάνω έναν φόρο τιμής αλλά να χρησιμοποιήσω ως σημείο αναφοράς τη δημοφιλή εικόνα ενός βιβλίου (του «Άρχοντα των μυγών») που γνωρίζουν και διαβάζουν οι 12χρονοι μαθητές σε όλο τον κόσμο. Η χρήση μιας πασίγνωστης εικόνας της ποπ κουλτούρας – κάτι σαν τις «Κονσέρβες σούπας Κάμπελ» του Άντι Γουόρχολ – σε μια ταινία με απόκοσμη ατμόσφαιρα, λειτούργησε για εμένα σαν επαναπροσδιορισμός.

Γιατί επιλέξατε μια λέξη με ελληνική σημασία για τον τίτλο της ταινίας;

Το «Monos» είναι ισπανικό πρόθεμα. Μιλάω πολύ καλά ισπανικά γιατί είναι η γλώσσα της μητέρας μου. Βεβαίως πολλές λέξεις έχουν ελληνικές ρίζες. Η συγκεκριμένη λέξη χρησιμοποιείται στα ελληνικά για να περιγράψει τη μοναδικότητα, την έννοια του «μόνος». Ψάχνοντας τις ρίζες της, βρήκα ότι στα ισπανικά περιγράφει και το χαριτωμένο, το ανοιχτόχρωμο, το ξανθό... Όμως αυτό που έχει σημασία είναι η ελληνική μετάφραση του «μόνος» που αναφέρεται στην βασική πηγή έντασης στην ταινία, τη συγκρουσιακή κατάσταση ανάμεσα στο άτομο και τη συλλογικότητα, τον «έναν» και την ομάδα. Όλοι είμαστε μόνοι, αλλά είμαστε και «μαζί».

Από που πηγάζει η ιδιαίτερη σχέση σας με την ελληνική φιλοσοφία και κουλτούρα;

Η σχέση μου με την Ελλάδα ξεκίνησε με την συνεργασία μου με τον διευθυντή φωτογραφίας του Γιώργου Λάνθιμου, Θύμιο Μπακατάκη. Αγαπώ το περιβάλλον της, όμως πάνω απ’ όλα, λατρεύω την ελληνική μυθολογία. Ήθελα να δώσω στο «Monos» μια μυθολογική διάσταση – από παιδί έχω πάθος με τη μυθολογία. Γνώρισα τον Θύμιο αφού είχε γυρίσει τον «Κυνόδοντα» σε σινεμασκόπ το οποίο ήθελα να χρησιμοποιήσω στο «Porfirio», και κατόπιν γνώρισα και τον Γιώργο Μαυροψαρίδη με τον οποίο συνεργαστήκαμε τελικά και στο «Monos».  Έχω μάθει πολλά από αυτόν. Είναι πολύ έμπειρος κι αυτό που με συναρπάζει είναι ότι παρά την πολυετή πείρα του, παραμένει ανοιχτός στις νέες ιδέες διατηρώντας έναν ευέλικτο τρόπο σκέψης. Συχνά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία επαγγελματίες δεν αποκλίνουν από τις απόψεις τους. Ο Γιώργος είναι πάντα ανοιχτός στην εξερεύνηση διαφορετικών ιδεών. Είναι ένας αληθινός κινηματογραφόφιλος. Τον εκτιμώ πολύ.

Η ταινία που γυρίσατε ξεφεύγει από τα στάνταρ ενός τυπικού φιλμ δημιουργού και προσεγγίζει το εύρος μιας χολιγουντιανής παραγωγής, χωρίς, ωστόσο να είναι «Χόλιγουντ». Δημιουργήσατε μια ξεχωριστή επιτυχία.

Αγοράστηκε και έχει ευρεία διανομή σε περισσότερες από 40 χώρες. Σημείωσε απρόσμενα μεγάλη εμπορική επιτυχία στην Κολομβία παρ’ ότι θίγει το ευαίσθητο θέμα της νέας, ειρηνικής πραγματικότητα της.

Πόσο εύθραυστη είναι αυτή η πραγματικότητα;

Εξαιρετικά εύθραυστη. Η ταινία κλείνει με ένα ερωτηματικό για τη διαφύλαξη της ειρήνης. Στην Κολομβία επικρατεί μεγάλη πόλωση όπως συμβαίνει σχεδόν παντού σε έναν κόσμο που αρνείται τις γκρίζες ζώνες – ιδίως σε ό,τι σχετίζεται με την πολιτική. Όμως το «Monos» απορρίπτει την ιδέα των δίπολων στη ζωή. Αριστερά ή δεξιά, άντρας ή γυναίκα, παρελθόν ή μέλλον, παράδεισος ή κόλαση, καλό ή κακό – δεν έχουν σημασία.

Ο κόσμος μας δεν είναι φτιαγμένος από δίπολα αλλά είναι πολύ πιο περίπλοκος. Δεν έκανα το «Monos» γιατί ήθελα να διδάξω στη χώρα μου ένα μήνυμα, αλλά γιατί ήθελα να εντάξω την ταινία στο κάδρο της συζήτησης για το παρόν και το μέλλον της καθώς και στο πλαίσιο της διαμάχης για διεθνή θέματα, επίσης πολύπλοκα. Πολλές φορές ανατρέχουμε στις ταινίες που προσφέρουν μια ρομαντική οπτικοποίηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου γιατί μας δίνουν την αίσθηση της τάξης: ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός της υπόθεσης, ποιος φοράει τη μία στρατιωτική στολή και ποιος την άλλη, ποια σημαία εκπροσωπεί ο ένας και ο άλλος. Σήμερα στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Συρία μαίνονται πολεμικές συγκρούσεις πολύ πιο ομιχλώδεις και ακατανόητες από τον  Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

  • Η ταινία «Monos» βγαίνει στις αίθουσες στις 6 Φεβρουαρίου από την Filmtrade.
Γιώργος ΜαυροψαρίδηςΚολομβία