Σινεμά|07.02.2020 16:27

«Παράσιτα» εναντίον «1917»: Τα φαβορί των Όσκαρ βγάζουν τα όπλα πριν από την απονομή

Άντα Δαλιάκα

«Παράσιτα» ή «1917»; Θα κοπεί, επιτέλους, το νήμα για το έπαθλο της καλύτερης ταινίας από μια ξενόγλωσση παραγωγή (το βραβευμένο με Όσκαρ καλύτερης ταινίας γαλλικό «The Artist» ήταν βωβό) ή θα έχουμε ξανά την πιο ασφαλή και επικρατέστερη εκδοχή της αγγλόφωνης ταινίας που σηκώνει για πολλοστή φορά στην ιστορία του θεσμού το πολυπόθητο χρυσό αγαλματίδιο;

Λίγες ώρες πριν από την τελετή απονομής, βάζουμε τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο που διεκδικώντας έξι κορυφαία βραβεία Όσκαρ, στοχεύουν στην μεγάλη ανατροπή, να κονταροχτυπηθούν με το «1917» του Σαμ Μέντες που έχει συζητηθεί για το περίφημο μονοπλάνο του (η ταινία γυρίστηκε και μονταρίστηκε σαν να είναι όλη ένα μονοπλάνο).

«Παράσιτα» («Parasite») / Σκηνοθεσία: Μπονγκ Τζουν-χο / *****
Παίζουν: Σονγκ Κανγκ-χο, Λι Σαν-Κιουν, Τσο Γέο-τζονγκ, Τσόι Γου-Σικ 

Η οικογένεια των Κιμ είναι αγαπημένη, αλλά είναι όλοι τους άνεργοι. Ζουν σε ένα βρώμικο υπόγειο διαμέρισμα στη Σεούλ και προσπαθούν να βγάλουν χρήματα κάνοντας περιστασιακές εργασίες μέσω Διαδικτύου… αν πιάσουν wi-fi. Μέχρι που ένας φίλος του μικρότερου γιου της οικογένειας τού προτείνει να αναλάβει την αντικατάσταση του ως καθηγητή ιδιαιτέρων στη μεγαλύτερη κόρη του πλούσιου σπιτικού της τετραμελούς οικογένειας των Παρκ, ιδιοκτητών μιας διεθνούς εταιρείας πληροφορικής.

Ο νεαρός Κι-γου δράττεται της ευκαιρίας για να συναντήσει την οικοδέσποινα του σπιτιού, πλαστογραφεί το πτυχίο και το βιογραφικό του, καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, μαζί και το εισόδημα από τα ιδιαίτερα. Αποκτώντας πρόσβαση στην πολυτελή μεγαλοαστική κατοικία την οποία συντηρεί με μεγάλη προσήλωση η πιστή οικονόμος, η οικογένεια των μικροαπατεώνων θα σκαρφιστεί τρόπους για να αυξήσει το κέρδος της από αυτή την τυχαία ταξική συνάντηση…

Το ελληνικό κοινό πρωτογνώρισε το σινεμά του Μπονγκ Τζουν-χο πριν από περίπου 13 χρόνια μέσα από την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, τον «Επισκέπτη», μια θεαματική και πρωτότυπη αναβίωση της μυθολογίας των μεταλλαγμένων τεράτων δοσμένη με γνώση, κοινωνική αιχμή και σωτήριο χιούμορ. Είχαν προηγηθεί το βασισμένο σε αληθινά γεγονότα θρίλερ «Μνήμες εγκλήματος» (2003) και το «Barking Dogs Never Bite» (2000). Η μετάβαση του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη στις ογκώδεις αμερικανικές παραγωγές απέφερε περιπέτειες στο φάσμα της φαντασίας όπως το «Snowpiercer» (2012) και το «Okja» για λογαριασμό του Netflix, με σκηνοθετική δεξιοτεχνία-σημείο αναφοράς στο σινεμά και ένα επαναστατικό πνεύμα απέναντι σε ό,τι μπορεί να συνιστά ταξική και κοινωνική ανισότητα, που κάνει εντύπωση.

Κάτω από την επίφαση της ιλαροτραγωδίας κρύβεται εδώ μια δεύτερη και τρίτη ταινία, ανάλογα με το πόσες αναγνώσεις θέλει να δώσει κανείς στις παραμέτρους και τα επίπεδα του φιλμ τα οποία χειρίζεται με προσήλωση στις λεπτομέρειες και τις ανατροπές -έκπληξη στην πλοκή. Γιατί δεν είναι μόνο ο Τζούλιαν Φέλοους του «Εγκλήματος στο Γκόσφορντ Παρκ» και του «Πύργου του Downton» που ξέρουν πως να χειρίζονται τον κόσμο των προνομιούχων «άνω» και των «κάτω» κατοίκων μιας πολυτελούς έπαυλης, αλλά και ο Νοτιοκορεάτης Μπονγκ Τζουν-χο.

Και σου εντυπώνονται όλα εδώ: ένας προς ένας οι χαρακτήρες που αναπτύσσονται μεθοδικά, το σασπένς και η αγωνία που σε παίρνουν από το χέρι και σε πηγαίνουν από το σάστισμα στον τρόμο, φλερτάροντας έντονα με την γκροτέσκο εικονογραφία, και φυσικά η πολιτική διάσταση του φιλμ που παραπέμπει στην…άλλη οικογένεια απόκληρων και παρασιτικών μικροαπατεώνων του «Κλέφτες καταστημάτων» του Χιροκάζου Κόρε-έντα, περσινού νικητή του Χρυσού Φοίνικα των Καννών.

Χωρίς να μπούμε στη διαδικασία να προδώσουμε τις ανατροπές της αφήγησης η οποία πρέπει να παραμείνει μια έκπληξη για τον θεατή όπως ακριβώς και αυτή των «Κλεφτών καταστημάτων», θα πούμε μόνο ότι τα «Παράσιτα» συνιστούν μια μεστή κοινωνικοπολιτική αλληγορία για την κοινωνία της Νότιας Κορέας, που αποφεύγοντας τα κλισέ των ταινιών καταγγελίας χάριν ενός ελισσόμενου δηκτικού σεναρίου μετατρέπεται σε οικουμενική, ένα λεπτολογικό παζλ μνήμης που με όλα της τα τραύματα μεταφέρεται στο παρόν και το δυστοπικό μέλλον, ενώ, με χειρουργική ακρίβεια, αποδομεί την εγκαθιδρυμένη, παρασιτική δομή της ανθρώπινης κοινωνίας.

Μεταξύ άλλων βραβεύσεων κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών, τον πρώτο για την πολύπλευρη νοτιοκορέατικη κινηματογραφία. (2019)

1917 / ****
Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες / Παίζουν: Ντιν Τσαρλς Τσάπμαν, Τζορτζ ΜακΚέι, Ντάνιελ Μέις, Κόλιν Φερθ, Άντριου Σκοτ, Μαρκ Στρονγκ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Ρίτσαρντ Μάντεν

Στις 6 Απριλίου 1917, ο γερμανικός στρατός υποχωρεί από τη θέση που κρατούσε ως εκείνη την ημέρα στα νότια της Γαλλίας οδηγώντας σε υπεραισιόδοξα και λανθασμένα συμπεράσματα ως προς την πραγματική του κατάσταση τα βρετανικά τάγματα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Την πρόθεση των Γερμανών οι οποίοι έχουν υπολογίσει να παρασύρουν σε παγίδα θανάτου τις συμμαχικές δυνάμεις, γνωστοποιεί o γενικός διοικητής του βρετανικού στρατού σε δύο υποδεκανείς αναθέτοντας τους την αποστολή να διασχίσουν μερικά δεκάδες χιλιόμετρα της γαλλικής υπαίθρου μέχρι το σημείο που βρίσκεται ένα βρετανικό τάγμα, αποτελούμενο από 1600 στρατιώτες, προκειμένου να παραδοθεί η διαταγή ματαίωσης της προσχεδιασμένης πρωινής του επίθεσης στους Γερμανούς. Ο ένας μάλιστα από τους δύο υποδεκανείς κινητοποιείται άμεσα για την αποστολή καθώς ο μεγαλύτερος αδερφός του είναι υπολοχαγός στο τάγμα…

Το «1917» είναι μια κινηματογραφικά συναρπαστική αντιπολεμική ταινία. Ένας φόρος τιμής στον απογυμνωμένο από δόξα και τιμές, ανθρωπιστικό ηρωισμό. Αυτό που κάθε άλλη προγενέστερη πολεμική ταινία έχει επεξεργαστεί με διαφορετική κάθε φορά εικονογράφηση και θεματολογία, ο Σαμ Μέντες στην μετά τον Τζέιμς Μποντ περίοδο («Skyfall», «Spectre») το εκμοντερνίζει μέσα από την διαθέσιμη τεχνική χρήση του μονοπλάνου και το σμίλευμα του με την υποκειμενική ματιά των χαρακτήρων. Η σχέση του με συναφή για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο φιλμ, όπως τα «Το άλογο του πολέμου» και «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» γύρω από τη θεματική της καταστροφικής επίδρασης του πολέμου στην ανθρώπινη ψυχή, είναι προφανής όμως αποτελεί μια πρωτότυπη προσέγγιση της ίδιας θεματολογίας.

Κινηματογραφημένη σαν ένα συνεχές μονοπλάνο στη διάρκεια μιας ημέρας με την συνεισφορά του οσκαρικού διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς και του συνθέτη Τόμας Νιούμαν (υποψήφιος μέχρι σήμερα 14 φορές για Όσκαρ) στο νευρώδες σάουντρακ, η ταινία μας βάζει εξ αρχής στην υποκειμενική οπτική των δύο ηρώων (η ταινία δεν γυρίστηκε σε μία μόνο λήψη, αλλά γυρίστηκε σε μια σειρά από μεγάλες λήψεις χωρίς cut που δίνουν την εντύπωση της συνεχόμενης λήψης). Μας ρίχνει στα χαντάκια μαζί τους, στα συρματοπλέγματα, στο αχανές πολεμικό πεδίο της ανοιχτής υπαίθρου. Στις συζητήσεις τους για τα όσα άφησαν πίσω χωρίς να νιώθουν ήρωες κανενός πολέμου. Στον φαταλισμό της μάχης και τη ματαιότητα του πολέμου.

Ο Μέντες αναπτύσσει την οπτική του ρευστού του μονοπλάνου ταυτόχρονα με την εξέλιξη των δύο κεντρικών χαρακτήρων τούτης της φαινομενικά ακατόρθωτης αποστολής, την ιστορία της οποίας εμπνεύστηκε από τις διηγήσεις του παππού του υποδεκανέα, αγγελιοφόρου στο Δυτικό Μέτωπο στον Α΄ Παγκόσμιο. Οι δύο υποδεκανείς αγωνιούν και φοβούνται για την τύχη τους σε κάθε βήμα. Μαζί τους κι εμείς. Χτυπάνε, πληγώνονται -ποιος από τους δύο θα μείνει ζωντανός και ποιος θα τα καταφέρει;

Αναπαριστώντας το τερέν της πολεμικής διαμάχης σε μεγαλεπήβολο εύρος – τόσο στο επίπεδο του καμβά του θεάματος όσο και στο επίπεδο των ψυχολογικών εντάσεων που βιώνουν οι χαρακτήρες – φανερώνει μία-μία τις επιλογές σαν να είμαστε όλοι συμμέτοχοι σε έναν καμβά εικονικής πραγματικότητας. Συνάμα πετυχαίνει ένα γερό μιξάρισμα σινεφιλικής ψυχαγωγίας και αντιπολεμικών μηνυμάτων στο οποίο ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μετατρέπεται σε δύο ώρες φιλμικού χρόνου από φρικαλέο θέαμα, σε τοπίο ομορφιάς και από εγγύς εφιάλτης σε μακρινή απειλή. Ο λυρικός τόνος που αποκτά η πάλη των ηρώων με τον χρόνο μέχρι την επίτευξη του τελικού στόχου καθιστά την κατά Σαμ Μέντες αντιπολεμική περιπέτεια, οδύσσεια, ενώ η υπερβολική διάσταση του θεάματος από τη μέση της ταινίας και έπειτα περνά στη σφαίρα της αλληγορίας ξεχωρίζοντας την από ρεαλιστικότερες πολεμικές ταινίες, όπως είναι η «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» του Στίβεν Σπίλμπεργκ και η «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν.

Δείτε το «1917» γιατί προσεγγίζει νεωτεριστικά την εμπειρία του πολέμου και την εκθέτει ως πλήρες κινηματογραφικό βίωμα ακόμα και όταν – διότι ανά σκηνές συμβαίνει κι αυτό – η τεχνική της κινηματογράφησης προδίδει μια αίσθηση υπερβάλλουσας σκηνοθεσίας. Μετά την κατάκτηση των δύο Χρυσών Σφαιρών καλύτερης ταινίας-δράμα και σκηνοθεσίας –το αντιπολεμικό φιλμ του Μέντες φαντάζει σαν το αουτσάιντερ που τρέχει προς την κορυφή των Όσκαρ εκτοπίζοντας τα φαβορί της σεζόν. Καθόλου απίθανο - αφουγκραζόμενη τα τύμπανα ενός νέου πολέμου στη Μέση Ανατολή - η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου να θελήσει να δώσει την ψήφο της το 2020 σε μια ταινία που και τη στόφα του entertainment έχει και το απαιτούμενο βάρος επικαιρότητας. (2019)

Όσκαρ 2020Σαμ Μέντες1917ΠαράσιταΜπονγκ Τζουν-χο