Διεθνείς παραγωγές: Πώς οι ταινίες Παράθυρο Στη Θάλασσα και Παρί γυρίστηκαν στην Ελλάδα
Ο Ισπανός σκηνοθέτης Μιγκέλ Άνχελ Χιμένεθ που γύρισε το «Παράθυρο στη θάλασσα», µε τη µούσα του Αλµοδόβαρ, Εµα Σουάρεζ, και ο Ελληνοϊρανός Σιαµάκ Ετεµάντι που σκηνοθέτησε το «Pari», µια συµπαραγωγή Ελλάδας, Γαλλίας, Βουλγαρίας και Ολλανδίας, εξηγούν γιατί επέλεξαν Νίσυρο και Αθήνα, αντίστοιχα, για γυρίσματα🕛 χρόνος ανάγνωσης: 10 λεπτά ┋
Aθήνα και Νίσυρος. Νίσυρος και Αθήνα. Το νησί των Δωδεκανήσων µε το περίφηµο ηφαίστειό του, αιγαιοπελαγίτικη ανάσα ζωής, πολλά ναυτικά µίλια µακριά από την ελληνική πρωτεύουσα, πρωταγωνιστεί στο «Παράθυρο στη θάλασσα» του Ισπανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Μιγκέλ Ανχελ Χιµένεθ, µε τον ίδιο τρόπο που η Αθήνα επίσης πρωταγωνιστεί και προσφέρει µια σκοτεινή, συγκρουσιακή διάσταση που πραγµατεύεται την έννοια της «ταυτότητας», της «πολιτισµικής σύγκρουσης» και του «µετανάστη» στο «Pari» του Σιαµάκ Ετεµάντι.
Και οι δύο ταινίες -δύο µεγάλες ευρωπαϊκές συµπαραγωγές γυρισµένες στην Ελλάδα µε την υπογραφή της βραβευµένης Heretic (η εταιρεία πίσω από τις «Θυγατέρες» στην Αµοργό και το «Triangle of Sadness», µέρος του οποίου θα γυριστεί στην Εύβοια)- έχουν έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία και επικεντρώνονται σε δύο µητέρες που βρίσκουν τον εαυτό τους στη σηµερινή Ελλάδα. Η µία γυναίκα «φεύγει» από τη ζωή, η άλλη αναγεννιέται. Ανακαλύπτοντας κι εµείς το κινηµατογραφικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας σε δύο διαφορετικές ταινίες, όµως µε κοινά χαρακτηριστικά, ρωτήσαµε τους σκηνοθέτες τι τους συνδέει µε τη χώρα µας και την κινηµατογραφική της ιδιαιτερότητα.
Στο «Παράθυρο στη θάλασσα» (διεθνής συµπαραγωγή της Heretic µε την ισπανική Kinoskopik), η Μαρία, που την ενσαρκώνει µε ταπεινήµελαγχολία και φυσικότητα η Ισπανίδα Εµα Σουάρεζ (η µούσα του Πέδρο Αλµοδόβαρ στo δράµα «Julieta»), αντιµέτωπη µε τον καρκίνο στα τελευταία στάδια, αποφασίζει να πάρει µια απόφαση ζωής και θανάτου: κόντρα στις φοβίες του γιου της, θα βρεθεί σε ένα ταξίδι στην Αθήνα µε δύο φίλες της και από εκεί στη Νίσυρο, όπου θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον Στέφανο, ντόπιο σφουγγαρά µε βαρύ ψυχικό φορτίο (τον υποδύεται ο Ακύλας Καραζήσης), και θα αποφασίσει να µείνει στο νησί. Πρόκειται για ένα φωτεινό µελόδραµα στο οποίο η θέληση για ζωή -εν προκειµένω λόγω έρωτα- υπερκεράζει οτιδήποτε πένθιµο.
Καταφύγιο
«Μου αρέσει να ανακαλύπτω µέρη που δεν ξέρω και να βρίσκω σε αυτά συναισθήµατα που γνωρίζω. Εµπνεύστηκα την ταινία την άνοιξη του 2013 όταν ήµουν στη Νίσυρο και παρακολουθούσα τα σεµινάρια σεναρίου του Μεσογειακού Ινστιτούτου Κινηµατογράφου. Η ιστορία γεννήθηκε ένα υπέροχο µεσηµέρι που επέστρεφα µε το ποδήλατο από τους Πάλους στο Μανδράκι. Αποφάσισα να µεταφέρω νοερά τη µητέρα µου στο νησί µέσω της µυθοπλασίας, διότι στην πραγµατικότητα είχε µόλις πεθάνει. Οπότε τα 15 πρώτα λεπτά της ταινίας είναι σχεδόν η πραγµατική µου ζωή και όλη η υπόλοιπη ιστορία εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι συνέβη στην πραγµατικότητα. Αισθάνθηκα την ιστορία και την οθόνη σαν καταφύγιο» µας λέει ο Μιγκέλ Ανχελ Χιµένεθ, γνώστης της Ελλάδας, την οποία έχει γυρίσει στο παρελθόν.
Ο Ισπανός δηµιουργός γύρισε το «Παράθυρο στη θάλασσα» στο Μπιλµπάο, εν µέρει στην Αθήνα και κυρίως στη Νίσυρο. Πάντα µε την Εµα Σουάρεζ στο µυαλό του ως πρωταγωνίστρια. Ο Ακύλας Καραζήσης, ως το έτερον ήµισυ, προέκυψε αργότερα. «Η Εµα ήταν εξαρχής στο µυαλό µας όταν γράφαµε την ιστορία, την αγαπούσαµε πολύ και τώρα που τη γνώρισα και προσωπικά, µπορώ να πω ότι είναι γενναία και όµορφη, πολύ αξιοπρεπής. Ηταν φυσική στην ερµηνεία της Μαρίας και είµαι περήφανος για τη δουλειά της. Ο Ακύλας είναι σπουδαίος άνθρωπος! Ζήσαµε µαζί µια µεγάλη ιστορία -τον επέλεξα έπειτα από υπόδειξη του υπεύθυνου κάστινγκ Μάκη Γαζή- και από την αρχή είχαµε µια πολύ καλή συνεργασία. Δεν πέρασε από οντισιόν, απλώς του έβαλα ένα τραγούδι του Σιδηρόπουλου και του ζήτησα να καπνίσει ένα τσιγάρο κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Τον παρατηρούσα από το πλάι και αµέσως κατάλαβα ότι µαζί θα πλάθαµε τον χαρακτήρα του Στέφανου» εξηγεί ο σκηνοθέτης.
«Ο συσχετισµός µε το ελληνικό συνεργείο ήταν απόλυτα επιτυχηµένος... Θέλω να πω ένα µεγάλο ευχαριστώ στους ανθρώπους του νησιού. Πολλές φορές όταν µια ταινία φτάνει και εγκαθίσταται σε ένα µέρος για γυρίσµατα, δηµιουργείται µια ατµόσφαιρα έντασης και η περιέργεια µε τον καιρό µπορεί να δώσει τη θέση της στον εκνευρισµό για τους ντόπιους. Θα ήθελα να πιστεύω ότι οι περισσότεροι στο νησί θα χαµογελούνόταν µας θυµούνται και θα ήθελα να επιστρέψω για να τους δείξω την ταινία. Ελπίζω ότι θα είναι περήφανοι γι’ αυτήν, είναι σηµαντικό για εµένα» συµπληρώνει.
Το όραμα της μητέρας
Κι ενώ ο Ισπανός δηµιουργός έφτιαξε στη µνήµη της µητέρας του ένα «Παράθυρο στη θάλασσα», γεµάτο από το µπλε και την ηφαιστιογενή γη της Νισύρου, ο Ελληνοϊρανός Σιαµάκ Ετεµάντι χάρισε τρόπον τινά στη δική του πυρετώδεις νύχτες και µέρες στην Αθήνα. Το «Pari» (συµπαραγωγή Ελλάδας, Γαλλίας, Ολλανδίας και Βουλγαρίας) συνιστά µια αγωνιώδη περιπέτεια αναζήτησης από τους πολιτικοποιηµένους διαδρόµους της φοιτητικής Αθήνας στα µπαρουτοκαπνισµένα στενά των επαναστατηµένων Εξαρχείων και στους πιο κακόφηµους αθηναϊκούς δρόµους, µε οδηγό δύο-τρεις στίχους ποιηµάτων των Περσών Σούφι πάνω στην προσωπική αναγέννηση. Φτάνοντας από την Τεχεράνη στην Αθήνα µε τον αυστηρό, συντηρητικό σύζυγό της, η Ιρανή Παρί διαπιστώνει ότι ο γιος της Μπαµπάκ, φοιτητής σε ελληνικό πανεπιστήµιο, έχει ηθεληµένα εξαφανιστεί από προσώπου γης.
«Παρί είναι το όνοµα της µητέρας µου. Αλλά Παρί είµαι κι εγώ. Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ιστορία: όπως η Παρί, έτσι κι εγώ κάποτε ήµουν ξένος στην Αθήνα. Οπως ο χαρακτήρας του γιου, ήµουν κι εγώ φοιτητής εδώ. Η ταυτότητά µου έχει διαµορφωθεί τόσο από τις ιρανικές ρίζες µου όσο και από τηζωή µου στην Ελλάδα. Αυτές οι εµπειρίες αντικατοπτρίζονται στην ιστορία. Οσο για τη µητέρα, θεωρώ ότι όλοι µας έχουµε µια εσωτερική δύναµη που µας κάνει να υπερβαίνουµε τα όριά µας, τις αναστολές, τους φόβους µας. Πιστεύω ότι είναι µια βαθιά λαχτάρα για κάτι ή κάποιον πολύ αγαπηµένο, η οποία δεν ικανοποιείται και µας αναγκάζει να τον ψάξουµε. Αυτό το συναίσθηµα ήταν η αφορµή για να ξεκινήσει η ιστορία. Και ποια αγάπη, ποια λαχτάρα µεγαλύτερη από αυτήν της µητέρας να βρει το παιδί της;» εξηγεί ο Ετεµάντι.
Το «Pari», που έκανε την παγκόσµια πρεµιέρα του στο 70ό Φεστιβάλ Βερολίνου, είναι η πρώτη µεγάλου µήκους ταινία του. Στον οµώνυµο πρωταγωνιστικό ρόλο ξεχωρίζει η βραβευµένη Ιρανο-γερµανή ηθοποιός Μελίκα Φορουτάν. Δίπλα της ο Ιρανός Σαχµπάζ Νοσίρ στον ρόλο του συζύγου, καθώς και οι Σοφία Κόκκαλη, Αργύρης Πανταζάρας, Λένα Κιτσοπούλου και Δηµήτρης Ξανθόπουλος. «Η προσωπική εµπειρία της ως γυναίκας που γεννήθηκε στο Ιράν και αναγκάστηκε να µεταναστεύσει στην Ευρώπη ήταν σηµαντική για τον ρόλο. Τα βιώµατά της της έδωσαν την απαραίτητη εµπειρία να καταλάβει τον χαρακτήρα. Αλλά πιο σηµαντικό απ’ όλα ήταν η ποιότητα της Μελίκα ως ηθοποιού. Η αφοσίωση και το κουράγιο της έκαναν τη διαφορά» σχολιάζει ο δηµιουργός.
Η ταινία του Σιαµάκ Ετεµάντι πλάθει µέσα από µια ανθρώπινη ιστορία ένα έµµεσο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για το Ιράν και την Ελλάδα – τη σύγκρουση και το µόνοιασµα δύοδιαφορετικών πολιτισµών. «Εγώ γεννήθηκα στην Τεχεράνη και µεγάλωσα εκεί. Ηµουν 23 ετών όταν ήρθα στην Ελλάδα. Από την πρώτη στιγµή όµως αισθάνθηκα µια σύνδεση µε τους ανθρώπους εδώ. Η ταυτότητά µου έχει διαµορφωθεί τόσο από τις ιρανικές ρίζες µου όσο και από τη ζωή µου στην Ελλάδα. Μάλλον η ταινία ήταν και µια δική µου προσπάθεια να ενώσω το Ιράν µε την Ελλάδα µέσα µου... Μία από τις βασικές σκηνές στην ταινία, όταν η Παρί µαθαίνει σηµαντικές πληροφορίες για τον γιο της, είναι εµπνευσµένη από τη συνάντηση του Οιδίποδα µε τον Τειρεσία. Ακόµα και τη σκηνή τη γυρίσαµε σε ένα πέτρινο θέατρο! Νιώθω πως η σύγκρουση αλλά και η ένωση αυτών των πολιτισµών µέσα στην ταινία δείχνουν µια σηµαντική εµπειρία για την εποχή που ζούµε...».
Μοναδική ενέργεια
Το απρόβλεπτο οδοιπορικό της ηρωίδας στην Αθήνα καθιστά την πόλη έναν βασικό χαρακτήρα της ιστορίας. Οι εικόνες που βλέπουµε είναι µιας Αθήνας βρώµικης και βίαιης, σκοτεινής, απρόβλεπτης, µε πολλές παγίδες, αλλά όχι «αδιέξοδης». Τι αντιπροσωπεύει η Αθήνα σήµερα για τον Σιαµάκ Ετεµάντι;
«Η Αθήνα έχει µια µοναδική ενέργεια. Από τα ερειπωµένα δροµάκια της Αθήνας µε δυο βήµατα είσαι στα υπέροχα αρχαία της Πλάκας. Για εµάς αυτά πρόσφεραν τη σωστή ισορροπία για τις αντιθέσεις της ιστορίας: το µοντέρνο και το αρχαίο, τη ζωντάνια και την παρακµή. Μέσα σε αυτό το χάος κυκλοφορεί φοβισµένο και σαστισµένο ένα καθωσπρέπει, θεοσεβούµενο ζευγάρι. Προσπαθώντας να βρει το παιδί της, η Παρί αναγκάζεται να βουτήξει βαθιά στα σπλάχνα της πόλης. Θα βρεθεί να τριγυρνά µόνη στις πιο σκοτεινές γωνιές µιας άγνωστης, απειλητικής αλλά και γοητευτικής πόλης. Δεν θέλαµε καθόλου την αίσθηση της µιζέριας και της λύπης. Ο στόχος ήταν να ανεβάσουµε το σασπένς και να πετύχουµε τη συναισθηµατική εµπλοκή του θεατή. Οι χώροι είναι υπαρκτοί, τουλάχιστον τότε που γυρίσαµε την ταινία, γιατί η πόλη αλλάζει, αλλά εµείς δεν θέλαµε µια ντοκιµαντερίστικη αισθητική. Οι χώροι έπρεπε να λειτουργήσουν σαν σκηνικό σε µια ταινία αγωνίας και δράσης µε την υφή ενός σκοτεινού θρίλερ. Η Αθήνα είναι η πόλη µου. Την αγαπώ και τολµώ να πω ότι κινηµατογραφικά δεν έχει ανακαλυφθεί όλη ακόµα. Σπάνια βλέπουµε τη φιξιόν εκδοχή της. Τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι τα βλέπουµε συχνά. Την Αθήνα πάλι, όχι. Ηταν ένα στοίχηµα για εμάς να το πετύχουμε.»
- Οι ταινίες Παράθυρο Στη Θάλασσα του Μιγκέλ Ανχελ Χιµένεθ και Pari του Σιαµάκ Ετεµάντι προβάλλονται στους κινηµατογράφους σε διανοµή της Cinobo.
Κατέρρευσε ψηφιακά το Νοσοκομείο της Νίκαιας: Εξετάσεις, εξιτήρια, μισθοδοσίες... στο χέρι
Η μάχη των... ντεσιμπέλ στη Θεσσαλονίκη: Κάθε μέρα 10 επιχειρηματίες οδηγούνται με χειροπέδες στο κρατητήριο
Φοβερός και «τριπλός» ο Γιάννης Αντετοκούνμπο! Κυπελλούχοι οι Μπακς
Πρεμιέρα σήμερα για το «Καλάθι του Αϊ-Βασίλη»: Ποια μαγαζιά με παιχνίδια αφορά - Τι περιλαμβάνει
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr