Οι ταινίες της εβδομάδας: Μια «Ιστορία γάμου» για Όσκαρ
Οι πρεμιέρες στις αίθουσες φέρνουν στη μεγάλη οθόνη μεγάλους σταρ, λαμπερές χολιγουντιανές παραγωγές και καλό ευρωπαϊκό σινεμά🕛 χρόνος ανάγνωσης: 15 λεπτά ┋
Η δραματική κομεντί Ιστορία Γάμου του Νόα Μπόμπακ, οσκαρικής δυναμικής με πρωταγωνιστές τους Σκάρλετ Γιόχανσον και Άνταμ Ντράιβερ, προβάλλεται από σήμερα στις ελληνικές αίθουσες πριν κάνει την πρεμιέρα της στο Netflix (από 6/12), ενώ το πολυαναμενόμενο animation Ψυχρά κι ανάποδα II και το μουσικό μελόδραμα Φαντασία του Αλέξη Καρδαρά είναι τα εμπορικά στοιχήματα της εβδομάδας.
Ιστορία Γάμου / (Marriage Story) / ****
Σκηνοθεσία: Νόα Μπόμπακ / Παίζουν: Σκάρλετ Γιόχανσον, Άνταμ Ντράιβερ, Λόρα Ντερν, Άλαν Άλντα, Ρέι Λιότα, Μέριτ Βίβερ
Ο Τσάρλι, αναγνωρισμένος 30άρης σκηνοθέτης αβάν γκαρντ παραστάσεων στην εναλλακτική σκηνή της Νέας Υόρκης, και η συνομήλικη σύζυγός του Νικόλ, ηθοποιός και πρωταγωνίστρια των θεατρικών του έργων, περιγράφουν όλα όσα τους αρέσουν στην κοινή τους ζωή την οποία μοιράζονται με τον μικρό γιο τους Χένρι. Όμως, οι δυο τους έχουν αποφασίσει να χωρίσουν. Εκείνη έχει αποφασίσει να ακολουθήσει το όνειρό της στο Λος Άντζελες, την πόλη της καταγωγή της, όπου της έχουν προτείνει τον πρώτο ρόλο σε μια νέα τηλεοπτική σειρά, παίρνοντας μαζί τον γιο τους. Όλα όσα περιγράφουν ο ένας για το πρόσωπο του άλλου ως ιδανικά και αγαπημένα χαρακτηριστικά που κάνουν τον μικρόκοσμο της καθημερινότητάς τους να μοιάζει ειδυλλιακό, δεν είναι παρά μια άσκηση που έχει βάλει ο ψυχαναλυτής τους στην πρώτη φάση του χωρισμού. Τί θα γίνει όμως από εδώ και πέρα και πώς θα συμπεριφερθεί ο Τσάρλι στην αποχώρηση της Νικόλ που – παρεμπιπτόντως – αποφασίζει παρά την αντίθετη κοινή αρχική τους συμφωνία, να ξεκινήσει τη διαδικασία του διαζυγίου προσλαμβάνοντας γνωστή μεγαλοδικηγόρων διαζυγίων…
Ορμώμενος από τα δικά του προσωπικά βιώματα, ο 50άρης σκηνοθέτης και σεναριογράφος Νόα Μπόμπακ, συνεπής χρόνια τώρα στο όραμα του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά (να θυμίσουμε τα σπιρτόζικα σενάριά του για μια σειρά διαφορετικών μεταξύ τους ταινιών όπως τα Frances Ha, Ο απίθανος κύριος Φοξ, Μαδαγασκάρη 3: Οι φυγάδες της Ευρώπης, Υδάτινες ιστορίες), αφήνει εδώ στην άκρη την ιδιορρυθμία και την ψυχρή ουδετερότητα του δικού του «Δεσμοί διαζυγίου» (2006) που του είχε χαρίσει υποψηφιότητα για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου (με βοήθεια στο σενάριο από την πρώην σύζυγό του, την ηθοποιό Τζένιφερ Τζέισον Λι). Το αποτέλεσμα είναι μια ιδιοσυγκρασιακή βουτιά στο ευρωπαϊκό και αμερικανικό σινεμά των 70s που απέφερε δράματα διαζυγίου μπεργκμανικού βεληνεκούς (το «Σκηνές από ένα γάμο» του Μπέργκμαν αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ταινία) και οξύτατου χολιγουντιανού μελό (το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» που εντρυφεί στη σχέση πατέρα-γιου μάλλον λειτούργησε σαν μπούσουλας ανάπτυξης εδώ μιας ιστορίας διαφορετικής στόχευσης), με «ανάδυση» στο ταχύρρυθμο σύστημα διαζυγίων του 21ου αιώνα!
Το μπαγκράουντ της ιστορίας προσφέρει η μάχη της «καλλιτεχνικής» Νέας Υόρκης με το «εμπορικό» χολιγουντιανό Λος Άντζελες, μια ρήξη στα ενδότερα της σόουμπιζ που ο Μπόμπακ γνωρίζει καλά ως γνήσιο τέκνο της. Πέρα όμως από τον τεχνικό σκελετό ανάπτυξης της ταινίας, υπάρχει εδώ κάτι που συνιστά τη δέκατη ταινία της 25χρονης κινηματογραφικής καριέρας του έναν μικρό θρίαμβο σε τρία κύρια επίπεδα: γραφής, σκηνοθεσίας και υποκριτικής με ερμηνείες αρμονικά συνταιριασμένες, ρυθμικά ενορχηστρωμένες ακόμα και στις πιο «πολύβουες» σκηνές – μια απαραίτητη προϋπόθεση για την κορύφωση του δράματος στη διάρκεια των 2 ωρών και 16 λεπτών που έχει η ταινία.
Αν και όλα όσα διαδραματίζονται σε αυτό το οσκαρικής εμβέλειας δράμα διαζυγίου παρουσιάζονται μέσα από την οπτική του μόνιμα ξαφνιασμένου συζύγου που αντιστέκεται στον χωρισμό, καλώντας μας αυτόματα ως θεατές/παρατηρητές να συνταχθούμε μαζί του απέναντι στην αποφασισμένη για διαζύγιο σύζυγο, το σενάριο έχει τόσες διαστρωματώσεις και λεπτομερείς ψιλοβελονιές όσες ακριβώς χρειάζονται: για να περιστραφεί μεθοδικά -με διάσπαρτες δόσεις χιούμορ και δράματος- γύρω από την πολύπλευρη, κωμικοτραγική παρατήρηση της διαδικασίας του διαζυγίου και όλες τις στρεβλώσεις του οργανωμένου πολιτειακού συστήματος, ώστε στο φινάλε να αποκαλύψει την αλήθεια και των δύο αντιμαχόμενων χαρακτήρων. Χωρίς τελικά να έχει επιλέξει πλευρά, αλλά με μια δικαιοσύνη στην απεικόνισή τους που ανακύπτει στις ευθύβολες αντιπαραθέσεις των δύο φύλλων και στις κρυμμένες λεπτομέρειες των πράξεων τους.
Στοργικά, με συναισθηματική ειλικρίνεια, ρεαλισμό στην παράθεση των μικροζητημάτων της καθημερινότητας που φτιάχνουν το οικογενειακό σύμπαν, μέσα από διαλόγους με βάθος, πάθος και αιχμηρές γωνίες αλλά και tour de force ερμηνείες όχι μόνο από τους δύο έξοχους στις αντιπαραθέσεις τους πρωταγωνιστές (Σκάρλετ Γιόχανσον, Ανταμ Ντράιβερ), αλλά και από κάθε ηθοποιό που τους περιβάλλει, τούτη η δραμεντί αναδεικνύεται σε μια ανατομία ακριβείας των σύγχρονων γάμων, της αντιπαράθεσης των φύλων και -βεβαίως- των διαζυγίων. Όλα θα βγουν μεθοδικά και όταν πρέπει στη φόρα – και οι εγωισμοί, και τα λάθη, οι διαψεύσεις και οι προδοσίες, τα χαμένα όνειρα και οι απογοητεύσεις, τα αντικρουόμενα «θέλω», ό,τι κάνει έναν γάμο να καταρρέει και οι τεχνικές λεπτομέρειες του διαζυγίου αναλαμβάνουν να διαλύσουν σαν ανάμνηση.
Ο Αμερικανός δημιουργός από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης (το αγαπημένο μέρος του Τσάρλι που υποδύεται ο Άνταμ Ντράιβερ) αγαπάει τους ήρωες του. Τους περιβάλλει με αγάπη ακόμα και στις χειρότερες εκρήξεις τους. Αυτοσαρκαστικός και χωρίς να χειραγωγεί το συναίσθημα, δια της τεχνικής της αποφόρτισης του δράματος στην κορύφωσή του, ακόμα και επιστρατεύοντας τις λυτρωτικές μελωδίες του Στίβεν Σόντχαϊμ σε μια απολαυστική αντιπαράθεση γυναικείας και ανδρικής ψυχοσύνθεσης, οδηγεί τους χαρακτήρες του κι εμάς τους θεατές στην αβίαστη συγκίνηση. (2019)
Ψυχρά κι ανάποδα ΙΙ / (Frozen 2) / **1/2
Σκηνοθεσία: Κρις Μπακ, Τζένιφερ Λι / Με τις φωνές των: Ίντινα Μένζελ, Κρίστεν Μπελ, Τζόναθαν Γκροφ
Γιατί γεννήθηκε η Έλσα με μαγικές δυνάμεις; Μαζί με την Άννα, τον Κρίστοφ, τον Όλαφ και τον Σβεν, θα ξεκινήσει ένα επικίνδυνο ταξίδι για να ανακαλύψει την καταγωγή της και την αιτία που ακούει μια μυστηριώδη φωνή να την καλεί από το παρακείμενο μυστηριώδες δάσος της Αρεντέλα…
‘Εξι χρόνια μετά το παγκόσμιο εμπορικό σουξέ που το κατέστησε το πιο επικερδές animation όλων των εποχών με δύο Όσκαρ - καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων και τραγουδιού για το διάσημο σήμερα Let It Go των Κρίστεν Άντερσον-Λόπεζ και Ρόμπερτ Λόπεζ - το Ψυχρά κι ανάποδα επιστρέφει με την υπογραφή της Disney. Μαζί του και ο δύο αδελφές που αγαπήθηκαν πολύ από τα παιδιά εμπνέοντας αναρίθμητα μασκέ πάρτι, ενώ ο χαριτωμένος χιονάνθρωπος Κρίστοφ βρίσκεται στην παρέα με αναβαθμισμένο ρόλο και έξτρα υπαρξιακές ανησυχίες.
Προτιμάμε, ωστόσο, την πρώτη ταινία – πρωτότυπη διασκευή της Βασίλισσας του χιονιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν - που με τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στο υποβλητικό θέαμα και την αφηγηματική της ροή–κέντημα με τα μουσικά της ιντερλούδια, πέτυχε διάνα στον συγκερασμό της παράδοσης των κλασικών μουσικών καρτούν του στούντιο και των αυξημένων - σε επίπεδο υπερθεάματος - απαιτήσεων του σύγχρονου κοινού.
Το δεύτερο κεφάλαιο του franchise, γραμμένο ξανά από την συνσκηνοθέτη Τζένιφερ Λι, αυτοακυρώνεται από την βεβιασμένη υπερβολή του: και θέλει να εντυπωσιάσει με μια αδικαιολόγητα μπερδεμένη ιστορία που παρουσιάζεται μέσα από πολλά φλας μπακ στον χρόνο, και βάζει τους ήρωες σε μια περιπέτεια βγαλμένη από το πιο βροντώδες χολιγουντιανό μπλοκμπάστερ, και θέλει να εκπλήξει πατώντας σε συνεχή κλισέ που ακυρώνουν όσα είχαν συμβεί πριν από μισό λεπτό, αλλά και να υπερθεματίσει στα κλασικά τραγούδια του είδους (ξανά από το δίδυμο των Λόπεζ με τον Κριστόφ Μπεκ να υπογράφει πάλι το πρωτότυπο σάουντρακ).
Αυτή τη φορά το στόρι επιχειρεί να μπει σε βαθύτερα υπαρξιακά μονοπάτια και να τοποθετήσει τους ήρωες αντιμέτωπους με τον θάνατο, την απώλεια, τον αυτοπροσδιορισμό, ενώ παράπλευρα υφαίνεται η υποπλοκή της ειρηνικής συνύπαρξης των διαφορετικών πολιτισμών. Κι όμως, όση μεγαλοπρέπεια κι αν έχουν το θέαμα και η δράση, αλλά τόσο «ξαναζεσταμένη» σαν φαγητό προηγούμενων ημερών, φαντάζει η ιστορία. (2019)
Η Ανιές με τα λόγια της Βαρντά (Agnes By Varda) / ***
Σκηνοθεσία: Ανιές Βαρντά
Η Ανιές Βαρντά, φωτογράφος, installation artist και πρωτοπόρος της νουβέλ βαγκ, λίγο πριν το θάνατο της τον περασμένο Φεβρουάριο, σκηνοθέτησε ένα κινηματογραφικό masterclass μιλώντας η ίδια για το έργο της που ενέπνευσε σκηνοθέτες και θεατές ανά τον κόσμο για περισσότερο από μισό αιώνα. Είτε μπροστά από την κάμερα, είτε πίσω από αυτήν, μας διηγείται σε προσωπικό, φιλικό τόνο (ποτέ διδακτικό) τις μικρές και μεγάλες ιστορίες των ταινιών της, το πως προτιμούσε να βλέπει και να παρατηρεί τους ανθρώπους, να πλάθει την τέχνη της, να περιδιαβαίνει τις αγαπημένες της παραλίες, να αγαπά τον σύζυγό της σκηνοθέτη Ζακ Ντεμί, να μάχεται στο πλευρό των κοινωνικών κινημάτων, να χρησιμοποιεί ωφέλιμα για το σινεμά τις τεχνολογικές ανακαλύψεις του 21ου αιώνα, αποφεύγοντας για άλλη μια φορά εδώ τη συμβατική μέθοδο αφήγησης.
Με θαυμαστή ενέργεια, ζωντάνια και διαύγεια πνεύματος η «γιαγιά της νουβέλ βαγκ» μας αφήνει με μια σοφή, μετριοπαθή «εξομολόγηση» της ανάγκης της να κάνει σινεμά, σαν παρακαταθήκη στην οποία δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις την ευρηματικότητα της και την πρωτοπορία της ματιάς της. Έξτρα μπόνους για τον θεατή τα γυρίσματα της πειραματικής ταινίας της The One Hundred and One Nights of Simon Cinema (1995) που έμελλε να συμπεριληφθεί στις «αποτυχίες» της κι ας είχε συγκεντρωμένα όλα τα ταλέντα του παγκόσμιου σινεμά (Αλέν Ντελόν, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Κατρίν Ντενέβ, Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, κ.ά.) (2019)
Οι σκιές του Μπρούκλιν (Motherless Brooklyn) / ***
Σκηνοθεσία: Έντουαρντ Νόρτον / Παίζουν: Έντουαρντ Νόρτον, Μπρους Γουίλις, Γκούγκου Μπάθα-Ρόου, Άλεκ Μπόλντουιν, Γουίλεμ Νταφόε
Είκοσι χρόνια χρειάστηκε ο Έντουαρντ Νόρτον για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τη διασκευή του ομώνυμου μπεστ σέλερ του Τζόναθαν Λέθεμ. Ένα έργο ζωής, δηλαδή, που τον έβαλε στη διαδικασία να γράψει το σενάριο, να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει προκειμένου να πει, κατά πως εκείνος επιθυμούσε, την ιστορία του Λάϊονελ Έσρογκ, μοναχικού ντετέκτιβ που πάσχει από σύνδρομο Τουρέκ και προσπαθεί να διαλευκάνει τον μυστηριώδη φόνο του μέντορα και αφεντικού του Φρανκ Μίνα, μπλέκοντας στο δίκτυο του υποκόσμου της Νέας Υόρκης το οποίο και θα τον φέρει σε αντιπαράθεση με ‘’βρώμικο’’ μεγαλοεργολάβο.
Αλλάζοντας το χρονολογικό πεδίο της δράσης – από τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’90 σε αυτή της δεκαετίας του ’50 – ο Νόρτον πετυχαίνει να δώσει μια παλιομοδίτικη αίσθηση νουάρ στο φιλμ το οποίο γεμίζει με τζαζ μουσικές, καπνούς τσιγάρων, στιλάτες καταδιώξεις και μυστηριώδεις φωτοσκιάσεις,ενώ ο ήρωάς του επισκέπτεται απρόθυμα επικίνδυνες πλευρές του Μπρούκλιν και τζαζ κλαμπ που τον κάνουν να νιώθει αμήχανα απέναντι σε όλους, κυρίως τις γυναίκες. Διότι ο Λάινελ Έσρογκ είναι ένας αντι- ήρωας, ένας άντρας που πάσχει από Τουρέκ – μια βασική δυσλειτουργία του χαρακτήρα του που ο Νόρτον «ενδύεται» έξοχα με τη χαρακτηριστική του βιρτουοζιτέ στην κινησιολογία αλλά και την εκφορά του λόγου,μέχρι που γίνεται ακαταμάχητος στα μάτια μιας κοινωνικής ακτιβίστριας του Χάρλεμ...
Ο υποβόσκων ρομαντισμός του κοινωνικά παρεξηγημένου ωστόσο διαβολεμένα έξυπνου άντρα, που μοναχικά ξιφομαχεί με το διεφθαρμένο κατεστημένο της πόλης, ταιριάζει γάντι στον ηθοποιό, ο οποίος είναι και η κινητήρια δύναμη της ιστορίας που έχει μεν «ψαχνό», αλλά έχει και αφέλειες και φλύαρα κλισέ (κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τον έτερο παραγνωρισμένο αντι-ήρωα που υποδύεται επιστρατεύοντας άστοχα τη μανιέρα του ο Γουίλεμ Νταφόε), τα οποία την εμποδίζουν να λάμψει πραγματικά ως παραβολή για μια πόλη που διαβρώνεται και χάνει τον χαρακτήρα της (το εύρημα της ορφάνιας των ηρώων χρησιμοποιείται πολλαπλά εδώ). (2018)
Φαντασία / *1/2
Σκηνοθεσία: Αλέξης Καρδαράς / Παίζουν: Ρένα Μόρφη, Στέλιος Μάινας, Γιάννης Στάνκογλου, Βίκυ Παπαδοπούλου
Τον Οκτώβριο του ’93, η Φωτεινή, ανερχόμενη νεαρή τραγουδίστρια από μπουζοκομάγαζο της επαρχίας που έχει πάρει το μικρόβιο του τραγουδιού από τη μαμά της που έχασε όταν ήταν μικρή, καταφτάνει στην Αθήνα των μεγάλων νυχτερινών κέντρων όπου ανθίζει το λαϊκοπόπ, για να δουλέψει στις Χάντρες, στο μαγαζί του βετεράνου μπουζουξή Βλάση Χρηστάκη. Κι ενώ ο τελευταίος θα την ερωτευτεί σφόδρα, άλλο τόσο παράφορα θα ερωτευτεί κι εκείνη τον Νίκο Κόκκινο, λαϊκό-ποπ τραγουδιστή που την πολιορκεί και την κλέβει από τον Χρηστάκη για να την πάρει μαζί του ως νέο αστέρι που είναι στις πίστες της Αθήνας…
Από αυτό το σημείο της αφήγησης και πέρα εκτυλίσσεται το βαρβάτο λαϊκό μελόδραμα που υπόσχεται η προώθηση του φιλμ, ένα ερωτικό στραπάτσο δηλαδή σε τρεις κατευθύνσεις. Και, ναι, το στόρι είναι βασισμένο στη γενικευμένη νεοελληνική αυταπάτη των ’90s όπως αυτή εκφράστηκε στο ξέφρενο και απενοχοποιημένο lifestyle της δεκαετίας, πάνω σε τραπέζια και πίστες με γαρύφαλλα όπου αποθεώνονταν σουξέ σαν το «Μείνε μαζί μου έγκυος, είμαι πολύ φερέγγυος» και «Παπαθεμελή, Παπαθεμελή, απόψε ένας ναύτης το κορμί μου αμελεί». Το ΠΑΣΟΚ είναι στην εξουσία αλλά και στα μυθικά βράδια της τότε μουσικής διασκέδασης, όπως υπενθυμίζει η ταινία σε μια σκηνή που εμφανίζεται ο εκλιπών σεναριογράφος, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Μπράμος ως υπουργός σε ένα τέτοιο κέντρο, όμως πέραν τούτου και παρά τις όποιες καλές προθέσεις των συντελεστών για μια ανασύσταση της επίπλαστης πραγματικότητας μιας ολόκληρης εποχής, μην περιμένετε πολλά.
Κάπου ανάμεσα στον σατιρικό τόνο που θέλει να έχει για την φευγαλέα εποχή της ευμάρειας, τον βιαστικό συναισθηματισμό του μελοδράματος και την αντιπαράθεση του παλιού λαϊκού τραγουδιού με το λαϊκοπόπ χάνεται και ο ειρμός της αφήγησης. Το πολλά υποσχόμενο κόνσεπτ του Αλέξη Καρδαρά που είχε διασκευάσει έξυπνα το στόρι του «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» στο Γκίνες (2009) γύρω από τη δίψα του νεοέλληνα για εύκολο πλουτισμό, παθαίνει καθίζηση εδώ. Σε παρόμοια θεματικά μονοπάτια που στόχο έχουν τον νεοπλουτισμό των 90s και χρησιμοποιώντας την παράδοση του λαϊκού σινεμά και του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού, το εγχείρημα του αυτή τη φορά ξεφτίζει λόγω της απουσίας σαφήνειας στον αφηγηματικό ιστό του φιλμ και στην ατμόσφαιρα της εποχής αλλά και μιας σοβαροφάνειας που υπονομεύει τις ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών (η Ρένα Μόρφη στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση βρίσκεται ανάμεσα στον Γιάννη Στάνκογλου και τον Στέλιο Μάινα). (2019)
Iuventa / **
Σκηνοθεσία: Michele Cinque
Χάρη σε μια εκστρατεία crowdfunding, μια ομάδα νέων που συμμετέχουν στο ανθρωπιστικό έργο της ΜΚΟ «Jugend Rettet», αγοράζει το σκάφος lUVENTA και τον Ιούλιο του 2016 ξεκινά το πρόγραμμα διάσωσης προσφύγων στη Μεσόγειο. Έπειτα από έναν χρόνο λειτουργίας στη διάρκεια του οποίου διέσωσε περισσότερους από 14.000 ανθρώπους, το πλοίο κατάσχεται από τις ιταλικές αρχές στη Λαμπεντούζα και η ΜΚΟ βρίσκεται υπό διερεύνηση… Το μεταναστευτικό πρόβλημα μέσα από την κατάρρευση της νεανικού ιδεαλισμού που συγκρούεται με το σύγχρονο αρτηριοσκληρωτικό πρόσωπο του θεσμικού συστήματος σε ένα χρήσιμο όσο και τηλεοπτικής λογικής ντοκιμαντέρ που απλώς επαναλαμβάνει όλα όσα γνωρίζουμε για το θέμα. (2018)
Έρχεται «Μεγάλος Αδελφός» για τα αυθαίρετα: Drones, ψηφιακές πλατφόρμες και τεχνητή νοημοσύνη θα εντοπίζουν τα κτίσματα χωρίς άδεια
Πώς διαβάζουν τις δημοσκοπήσεις στην κυβέρνηση: Για ποια θέματα χτυπά «καμπανάκι»
Ένα βήμα πριν τη δημοσιονομική παράλυση οι ΗΠΑ - Καταψηφίστηκε η πρόταση Τραμπ για αύξηση του ορίου του χρέους
Αυτές είναι οι πιο χριστουγεννιάτικες πόλεις στον κόσμο
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr