Πολιτισμός|30.12.2018 14:11

Το σπάσιμο πιάτων που λατρεύτηκε στις νυχτερινές πίστες (vids)

Άγγελος Γεραιουδάκης

Ένα απίθανο σκηνικό συνέβη στην εκπομπή «Στην υγειά μας, ρε παιδιά» το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων. Ο Γιάννης Μπέζος τραγουδούσε και τον πλαισίωνε χορευτικά η Τζένη Μπότση, με ένα φανταστικό τσιφτετέλι. Κάποια στιγμή, η Σάσα Σταμάτη πέταξε με δύναμη ένα πιάτο στο πάτωμα, το οποίο έσπασε και ένα μεγάλο κομμάτι του πετάχτηκε στα πόδια της ηθοποιού. Με αφορμή το συγκεκριμένο συμβάν, εμείς θυμηθήκαμε το σήμα κατατεθέν της διασκέδασης του Έλληνα. 

Το σπάσιμο των πιάτων, λοιπόν, είναι ένα ελληνικό λαογραφικό έθιμο το οποίο κρατά από την αρχαιότητα και ξορκίζει το κακό, έχει συνδεθεί με το παραδοσιακό ελληνικό γλέντι και είναι ακράδαντο δείγμα ελληνικού ξεφαντώματος και κεφιού.

Οι ρίζες αυτής της συνήθειας βρίσκονται στο 1930, όπου πετούσαν μαχαίρια στα πόδια των χορευτών για ένδειξη σεβασμού και ανδρισμού. Λόγω των τραυματισμών, όμως, το έθιμο άλλαξε και τα μαχαίρια, έγιναν πιάτα. Η κορύφωση αυτή της συνήθειας έγινε στα sixties και κράτησε αρκετά χρόνια στη χώρα μας, μέχρι και τα nineties. Αμέσως μετά, η κατανάλωση πιάτων για σπάσιμο αντικαταστάθηκε στα μπουζούκια από το ρίξιμο λουλουδιών, κάτι που ξεκίνησε η Μαρινέλλα

Σύμφωνα με στατιστικά της εποχής, το 1968 στην Αθήνα είχαν σπάσει περίπου 100 χιλιάδες πιάτα τον μήνα, κόστους από 15 έως 50 δραχμές το καθένα. Πενήντα βιοτεχνίες είχαν δημιουργηθεί και βρήκαν εργασία περίπου χίλιοι άνθρωποι για να καλύπτονται οι ανάγκες των μερακλήδων, ενώ αργότερα τα πιάτα για σπάσιμο έγιναν γύψινα για να αποφεύγονται οι τραυματισμοί και, φυσικά, να μειώνεται το κόστος. 

Όταν ο θαμώνας επιθυμούσε να γλεντήσει περισσότερο, ζητούσε μια ντουζίνα πιάτα, τα οποία το γκαρσόν έπρεπε να φέρει και είτε να τα σπάσει στην πίστα μπροστά στον καλλιτέχνη είτε να τα αφήσει στο τραπέζι του θαμώνα προκειμένου ο ίδιος να προβεί στην εκτέλεση, ρίχνοντάς τα στην πίστα είτε όλα μαζί είτε μεμονωμένα. Το σπάσιμο γινόταν πάντα με συγκεκριμένο τρόπο. Το γκαρσόν, γονατιστό στο ένα πόδι, κρατούσε στο δεξί ένα πιάτο και σφυρηλατούσε τα υπόλοιπα που είχε στοιβαγμένα στο αριστερό, θρυμματίζοντάς τα. Όταν έπεφταν στο πάτωμα, πετούσε κάτω αυτό που είχε στο δεξί. Ιεροτελεστία, κανονική...

Παρά τη χουντική απαγόρευση, η θραύση συνεχίστηκε και παραπέμφθηκαν στον εισαγγελέα πολλοί διάσημοι, όπως ο πρώην σύζυγος της Ζωής Λάσκαρη, Πέτρος Κουτουμάνος, ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Ομάρ Σαρίφ. Η ιστορία αναφέρει πως, την περίοδο της δικτατορίας, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη συνοδεία συνεργατών του επισκέφθηκε ένα βράδυ τη «Νεράιδα» για να διασκεδάσει, μέχρι τη στιγμή που κάποιος πελάτης έσπασε ένα πιάτο. Ο δικτάτορας νευρίασε με την παντελή έλλειψη τάξεως και αποχώρησε αμέσως από το μαγαζί. Την επόμενη ημέρα, με διάταγμά του, (και) το σπάσιμο των πιάτων μπήκε σε απαγόρευση. 

Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα, η χούντα εξέδωσε τελικά ειδική γνωμοδότηση, η οποία αποφαινόταν ότι δεν υπήρχε αδίκημα εάν το σπάσιμο των πιάτων συνοδευόταν και από την αποδοχή της συμπεριφοράς του ατόμου που έκανε αυτήν την πράξη από τους παρευρισκόμενους.

Σήμερα, την εποχή της οικονομικής κρίσης, το σπάσιμο των πιάτων είναι για λίγους. Ενδεικτικά, μία κούτα περιέχει 35 πιάτα και κοστίζει 10 ευρώ. Αντίστοιχα, μία ενδεικτική τιμή πώλησης 20 τεμαχίων σε νυχτερινό μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας φτάνει τα 50 ευρώ.

Τη μερίδα του λέοντος στο σπάσιμο πιάτων στη χώρα μας κρατούν δύο πόλεις. Η Λάρισα είναι η πρωταθλήτρια εδώ και πολλές δεκαετίες, ενώ η Αθήνα, επίσης, κρατά γερά - κι αυτό φαίνεται από τις παραγγελίες που γίνονται. Ωστόσο, πολλοί λένε ότι το κέφι, σε σχέση με τις εποχές της άκρατης ευμάρειας, δεν είναι, πια, το ίδιο...

νυχτερινό κέντρομπουζούκιαπιάτα