Πολιτισμός | 16.03.2022 07:40

Μαθήματα κωμωδίας στο Μικρό Παλλάς: Σε μια κοινωνία που δεν ξέρει να γελά

Κατερίνα Πεσταματζόγλου

Γιατί γελάμε;

Οι μηχανισμοί που προκαλούν το γέλιο και τα δομικά υλικά του χιούμορ ποικίλλουν. Η βεντάλια περιλαμβάνει τη δυσαρμονία μεταξύ φόρμας και περιεχομένου, την αμφισημία, την έκπληξη και άλλα πολλά.

Ο Θοδωρής Αθερίδης στο κείμενό του «Μαθήματα Κωμωδίας» επιχειρεί μια περιδιάβαση μέσα στο πολυσχιδές τοπίο του κωμικού είδους. Με σημείο εκκίνησης την κωμωδία χαρακτήρων φτιάχνει ένα μωσαϊκό από ψηφίδες της μαύρης κωμωδίας, του αυτοσχεδιασμού, της σάτιρας, της κινητικής κωμωδίας κ.ά. Ωστόσο η επιτυχία του κειμένου οφείλεται στην τήρηση κάποιων βασικών αρχών της κωμωδίας όπως οι άρτια δομημένοι χαρακτήρες και ο σωστός ρυθμός. Το έξυπνο και λεπτό χιούμορ του έργου δημιουργεί αβίαστο γέλιο χωρίς να εκβιάζει το αστείο.

Τέσσερις άνθρωποι πηγαίνουν στο Γαλέριο για να τους διδάξει την τέχνη της κωμωδίας, καθένας για τους δικούς του λόγους. Θα σταθώ την περίπτωση της Μάρθας η οποία θέλει να παρακολουθήσει τα μαθήματα για να μάθει να γελά, αφού δεν έχει γελάσει ποτέ στη ζωή της.

Το έργο είναι καινούργιο, μιλά για το σήμερα. Χρειάζεται λοιπόν μια γρήγορη επισκόπηση της μεταπολεμικής δραματουργίας ώστε να εξετάσουμε τα «Μαθήματα Κωμωδίας» όπως είναι: ως κατάληξη δηλαδή μιας πολυετούς συγγραφικής και κοινωνικής συνέχειας.
Ασφαλώς είναι ανέφικτο μέσα σε λίγες αράδες να παρουσιαστούν οι διακλαδώσεις του νεοελληνικού θεάτρου, οπότε θα σταθώ σε συγκεκριμένα σημεία. Συναντάμε έργα που σκιαγραφούν κωμικά τη μικροαστική ηθική (Ψαθάς, Τσιφόρος, Τζαβέλλας κ.ά.) και που μιλούν για τις ματαιωμένες ελπίδες και τους φόβους της μεταπολεμικής κοινωνίας μέσω ιστορικοπολιτικών θεμάτων (Καμπανέλλης, Μουρσελάς, Περγιάλης κ.ά.). Βλέπουμε συγγραφείς που καταπιάνονται με υπαρξιακά ζητήματα (Σκούρτης, Μάτεσις, Καρράς κ.ά.) και άλλους που ιχνηλατούν την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Η αισθητική αλλά και θεματική υβριδικότητα δεν επιτρέπει αυστηρά καλούπια και τα δραματουργικά όρια καθίστανται πορώδη ή ρευστά. Αυτό όμως που μπορούμε να πούμε με μια σχετική σιγουριά είναι πως η μερίδα του λέοντος της νεοελληνικής δραματουργίας είναι ποτισμένη από τη λέξη απόγνωση.
Θέλω να καταλήξω στο ότι ενώ είναι εμφανές πως συγγραφικά (άρα και ιστορικά, αφού τα έργα είναι απεικάσματα των συγκυριών στις οποίες γράφονται) περάσαμε δια πυρός και σιδήρου προκειμένου να σφυρηλατήσουμε ένα πυρήνα για τη νέα πολιτιστική μας ταυτότητα, οδηγηθήκαμε στο άλλο άκρο: να ξεχάσουμε το πώς γελάμε.

Θα μπορούσε να υπάρξει δραματικό πρόσωπο πιο σύγχρονο από αυτό της Μάρθας; Η θεατρική γραφή έριχνε τις προειδοποιητικές βολές χρόνια τώρα – θυμηθείτε την κοινωνική αναλγησία και την απομόνωση που διαφαίνεται στους «Θεατές» του Μ. Ποντίκα (1978) και την «Παρέλαση» της Λ. Αναγνωστάκη (1965), ή την καταδυνάστευση του ατόμου στους «Παλαιστές» (1971) του Στρ. Καρρά.

Αναπόφευκτα θα φτάναμε στα «Μαθήματα Κωμωδίας». Το να ξεχάσει ο κόσμος να γελά είναι απότοκο μιας μακρόχρονης διαδρομής και δυστυχώς η Μάρθα, η οποία δεν έχει γελάσει ποτέ κι αντ’ αυτού συμπάσχει απόλυτα με τον πόνο του άλλου σε σημείο που αντλεί μια ιδιότυπη ευχαρίστηση στο άκουσμα οδυνηρών ιστοριών, μοιάζει πρόσωπο οικείο.
Από τη «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά μέχρι το «Συμπέθεροι απ’ τα Τίρανα» των Ρέππα-Παπαθανασίου, η κωμική ηθογραφία, η σάτιρα και γενικώς η κωμωδία, στρέφεται γύρω από τη λατινική ρήση Castigat ridendo mores (σε ελεύθερη μετάφραση «διορθώστε τα ήθη με το γέλιο»). Πλέον ίσως θα πρέπει να αναθεωρηθεί ο σκοπός της κωμωδίας. Βασικό πρόταγμα θα πρέπει να γίνει το γέλιο και η στηλίτευση των ηθών ας περάσει σε δεύτερο πλάνο βρε αδερφέ – αυτά αν μπορούσαν να διορθωθούν θα το είχαν κάνει χρόνια τώρα. Ουκ ολίγες οι φορές που βλέπουμε στο θέατρο μια κωμωδία και δεν γελάμε καθόλου. Αυτό το φαινόμενο αναμφίβολα άφησε χώρο να ανθίσει το stand up comedy στην Ελλάδα και ο Αθερίδης πολύ σωστά αναφέρεται στο κείμενό του στους εκπροσώπους αυτού του θεατρικού είδους.

Ο Θοδωρής Αθερίδης γράφει ένα έργο χρησιμοποιώντας απολύτως γνώριμα υλικά στον Έλληνα θεατρικό συγγραφέα: λίγοι μα ικανοί ηθοποιοί, απλά σκηνικά, γλωσσοκεντρική γραφή που ποντάρει στο έξυπνο χιούμορ. Όμως στο εν λόγω κείμενο απαιτούνται αρκετά στοιχεία σωματικότητας με αποτέλεσμα να τίθεται η υπόκριση ισότιμη με το κείμενο. Αυτό πηγαίνει κόντρα στο λογοκεντρισμό που συναντάμε τα τελευταία χρόνια κυρίως σε παραστάσεις μυθιστορημάτων ή διηγημάτων. Οι πολλαπλές εστίες θεατρικότητας του κειμένου σε συνδυασμό με το γρήγορο ρυθμό του δεν αφήνει περιθώρια ατόνησης του ενδιαφέροντος.

Σάτιρα ασκείται σε κάποια θέματα της επικαιρότητας και της τέχνης, με πιο εύστοχο σημείο αυτό που οι τέσσερις μαθητές δημιουργούν παράσταση έχοντας ως κείμενό τους αποσπάσματα από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Κάποιοι λένε πως το κείμενο είναι το ουσιωδέστερο τμήμα της δραματικής τέχνης, άλλοι διαφωνούν. Ο Αθερίδης σχολίασε αυτή τη διελκυστίνδα χαριτωμένα και εποικοδομητικά.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ

Μιλάμε για μια κωμωδία χαρακτήρων στην οποία κάθε ήρωας βιώνει το προσωπικό του δράμα και όλοι μαζί συστεγάζουν το τραγικό με το κωμικό κάτω από την ίδια στέγη.

Η Μάρθα (Δήμητρα Ματσούκα) και ο Λαυρέντης (Δημήτρης Σαμόλης) είναι ενσαρκώσεις ψυχικών τάσεων και καταστάσεων που παραπέμπουν στο ψυχολογικό θέατρο. Ο Μιχαήλ (Αντώνης Κρόμπας) είναι μια ηθογράφηση ενός γιατρού που είναι αποστασιοποιημένος συναισθηματικά από τα κοντινά του πρόσωπα. Η Ηλέκτρα (Αναστασία Τσιλιμπίου) μια νεαρή πωλήτρια ρούχων που δηλώνει και Instagrammer, είναι μια νατουραλιστική αναπαράσταση ενός σημερινού ανθρώπου που πασχίζει να ορίσει κάπως τον εαυτό του ισορροπώντας ανάμεσα στον φυσικό και τον ψηφιακό κόσμο. Τέλος, ο δάσκαλος ονόματι Γαλέριος (Θοδωρής Αθερίδης) θυμίζει πρόσωπα του πολιτικού θεάτρου που ήταν εκφραστές φιλοσοφικών και κοινωνικών ιδεών. Ο Γαλέριος εμποτίζει με επαναστατικά στοιχεία το έργο διότι παρ’ όλο που είναι άρρωστος και ενδεής, επιμένει να μοιράζει το γέλιο και να στέκεται με ανθρωπιά απέναντι σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Ένας τρωγλοδύτης υπεράνω χρημάτων.

Η συνύπαρξη των παραπάνω χαρακτήρων και η αλληλεπίδραση μεταξύ τους είναι ασφαλώς ξεκαρδιστική. Όμως δεν εξυπηρετούν ως δραματικά πρόσωπα μόνο στην παραγωγή κωμικών καταστάσεων. Περισσότερο αξίζει να παρατηρηθεί η διαδρομή που διήνυσε κάθε ένας τους για να φτάσει στο σημείο να διεκδικήσει την προσωπική του λύτρωση-κάθαρση.

Από το έργο λείπουν οι ανώφελοι προβληματισμοί που θα το βάραιναν. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν εγείρονται ερωτήματα υπαρξιακά, καλλιτεχνικά και ηθικά.

Η παράσταση από το αστείο, περνά στη συγκίνηση και κλείνει με κλαυσίγελο υπογραμμίζοντας αυτή την αδιάκοπη σύμπλευση του τραγικού με το φαιδρό.

Η σκηνοθεσία του Θοδωρή Αθερίδη, με βοηθό την Κάλλη Μαυρογένη, κρατούσε άψογο ρυθμό και ασφαλώς ανέδειξε το κείμενο. Τα ρεαλιστικά σκηνικά της Μαρίας Φιλίππου θύμιζαν κάτι από 60’s-70’s και φωτίστηκαν όπως έπρεπε από τον σχεδιαστή του φωτισμού Χρήστο Τσιόγκα. Ο Άγις Παναγιώτου έντυσε τους ηθοποιούς με κοστούμια που είχαν νότες από τα 70’s και το σήμερα. Όσο για τους ηθοποιούς ήταν ιδανικοί για να ενσαρκώσουν τους ρόλους που ενσάρκωσαν: όλοι τους πολύ καλοί.

ειδήσεις τώρακωμωδίαθέατροπαράστασηΘοδωρής Αθερίδης