Πολιτισμός|17.10.2022 19:11

Η ιστορία της ρατσιστικής πρακτικής του «Blackface»

Μαίρη Τσίνου

Πριν από μερικές ημέρες, σε γνωστό μαγαζί της Αθήνας πραγματοποιήθηκε εκδήλωση που θα τιμούσε την Αφρική. Στα πλαίσια αυτής, οι σερβιτόροι του μαγαζιού έβαψαν το πρόσωπό τους μαύρο και περιφέρονταν ανάμεσα στον κόσμο. «Αυτό ονομάζεται blackface και είναι μία προχωρημένη, προσβλητική και ρατσιστική πρακτική, όπου ένας λευκός βάφει το πρόσωπό του για να αναπαραστήσει έναν μαύρο άνθρωπο» έγραψε, αρχικά, η ηθοποιός Ντέμπορα Οντόγκ στα social media, προσπαθώντας να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους το blackface είναι προσβλητικό και όχι τιμητικό. «Πλέον η χρήση του καταδικάζεται κοινωνικά», σημείωσε. 

Η απεικόνιση του blackface -όταν οι άνθρωποι σκουραίνουν το δέρμα τους με βερνίκι παπουτσιών, λαδομπογιά ή καμένο φελλό και ζωγραφίζουν διευρυμένα χείλη και άλλα υπερβολικά χαρακτηριστικά- είναι βαθιά ριζωμένη σε ρατσιστικά στερεότυπα αιώνων. Η δημοτικότητά του κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια μιας εποχής στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν τα αιτήματα για πολιτικά δικαιώματα των πρόσφατα απελευθερωμένων σκλάβων πυροδότησαν φυλετική εχθρότητα. Και σήμερα, λόγω της ιστορικής χρήσης του blackface για τη δυσφήμιση των ατόμων αφρικανικής καταγωγής, η συνεχιζόμενη χρήση του εξακολουθεί να θεωρείται ρατσιστική.

«Είναι μια επιβεβαίωση της εξουσίας και του ελέγχου», λέει ο David Leonard , καθηγητής συγκριτικών εθνολογικών σπουδών και αμερικανικών σπουδών στο Washington State University. «Επιτρέπει σε μια κοινωνία να φαντάζεται συστηματικά και ιστορικά τους Αφροαμερικανούς ως μη ολοκληρωμένους ανθρώπους. Χρησιμεύει για να εκλογικεύσει τη βία και τον διαχωρισμό του Jim Crow».

Αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής στιγμή κατά την οποία δημιουργήθηκε το blackface, οι ρίζες του ανάγονται σε ευρωπαϊκές θεατρικές παραγωγές αιώνων, με πιο γνωστή την παράσταση του Σαίξπηρ Οθέλλος. Η πρακτική αυτή άρχισε στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες τον 18ο αιώνα, όταν οι Ευρωπαίοι μετανάστες έφεραν το είδος και έδιναν παραστάσεις σε λιμάνια κατά μήκος των βορειοανατολικών ακτών, λέει η Daphne Brooks, καθηγήτρια Αφροαμερικανικών Σπουδών και Θεατρικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Yale. «Αλλά η εποχής που μπορούμε να σκεφτούμε ως τη γέννηση της συγκεκριμένης μορφής είναι η εποχή του Antebellum(πριν τον αμερικανικό Εμφύλιο) στις αρχές του 19ου αιώνα», λέει η Brooks.

Τα blackface minstrel shows που διαιώνιζαν μια σειρά από αρνητικά στερεότυπα για τους Αφροαμερικανούς

Ο Thomas Dartmouth Rice , ένας ηθοποιός που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, θεωρείται ο «πατέρας του Minstrelsy». Αφού φέρεται να ταξίδεψε στο Νότο και να παρατήρησε τους σκλάβους, ο Rice ανέπτυξε έναν μαύρο σκηνικό χαρακτήρα που ονομαζόταν «Jim Crow» το 1830. Με γρήγορες χορευτικές κινήσεις, μια υπερβολική αφροαμερικανική αργκό και γελοιοποιημένη συμπεριφορά, ο Rice ίδρυσε ένα νέο είδος ρατσιστικού τραγουδιού και χορού - blackface minstrel shows - το οποίο έγινε κεντρικό στοιχείο της αμερικανικής ψυχαγωγίας σε Βορρά και Νότο.

Οι λευκοί καλλιτέχνες με blackface έπαιζαν χαρακτήρες που διαιώνιζαν μια σειρά από αρνητικά στερεότυπα για τους Αφροαμερικανούς, όπως ότι είναι τεμπέληδες, αδαείς, προληπτικοί, υπερσεξουαλικοί, εγκληματίες ή δειλοί.

Αρκετοί χαρακτήρες στα σόου minstrel έγιναν αρχέτυπα, όπως περιγράφεται στην ψηφιακή έκθεση του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, «History of Minstrels: Από το 'Jump Jim Crow' στο 'The Jazz Singer'». Μερικοί από τους πιο διάσημους ήταν ο «Jim Crow» του Rice, ένας χωριάτης που χόρευε ανόητα με κουρελιασμένα ρούχα- η «Mammy», μια υπέρβαρη και φωνακλού μητρική φιγούρα- και ο «Zip Coon», ένας επιδεικτικά ντυμένος άνδρας που χρησιμοποιούσε λανθασμένα εξεζητημένες λέξεις.

Οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς των minstrel show ήταν Ιρλανδοί της εργατικής τάξης από τα βορειοανατολικά, οι οποίοι έπαιζαν με blackface για να αποστασιοποιηθούν από τη δική τους χαμηλότερη κοινωνική, πολιτική και οικονομική θέση στις Ηνωμένες Πολιτείες, λέει ο David Leonard. «Το έκαναν για να πιστοποιήσουν τη λευκή τους ταυτότητα», λέει. «Ήταν το ίδιο με το να λένε: "Μπορούμε να γίνουμε ο άλλος και να κοροϊδεύουμε τον άλλο και να επιβεβαιώνουμε την ανωτερότητά μας με το να αρνούμαστε την ανθρώπινη υπόσταση του άλλου"».

Τα blackface minstrel shows σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, ιδίως κατά την περίοδο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο και στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως καταγράφεται στην επίσημη ιστορία του Smithsonian National Museum of African American History and Culture για το blackface. Οι ευρέως διαδεδομένες εξευτελιστικές απεικονίσεις των Αφροαμερικανών ήταν παράλληλες με την περίοδο κατά την οποία τα νομοθετικά σώματα των νότιων πολιτειών ψήφιζαν «μαύρους κώδικες» για να περιορίσουν τη συμπεριφορά των πρώην σκλάβων και άλλων Αφροαμερικανών. Στην πραγματικότητα, οι κώδικες ονομάζονταν επίσης νόμοι «Jim Crow», από τον σκηνικό χαρακτήρα blackface.

Καθώς η κοινωνία εκσυγχρονιζόταν, το ίδιο συνέβαινε και με τους τρόπους με τους οποίους απεικονιζόταν το blackface. Το blackface δεν υπήρχε μόνο στα θέατρα, αλλά μεταφέρθηκε και στην κινηματογραφική βιομηχανία. Στην κινηματογραφική επιτυχία The Birth of a Nation (Η Γέννηση ενός Έθνους), οι blackface χαρακτήρες θεωρούνταν αδίστακτοι και βιαστές. Τα στερεότυπα ήταν τόσο ισχυρά που έγιναν εργαλείο στρατολόγησης για την Ku Klux Klan. Οι Αφροαμερικανοί διαμαρτυρήθηκαν για τις απεικονίσεις της ταινίας και για τη διαστρεβλωμένη αποτύπωση της εποχής μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ωστόσο η ταινία συνέχισε να είναι δημοφιλής στο λευκό κοινό.

«Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους το blackface γίνεται όπλο ως μορφή προπαγάνδας της λευκής ρατσιστικής ανωτερότητας», λέει ο Brooks. Οι Αφροαμερικανοί εμφανίζονταν επίσης με blackface, δεδομένου ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να βρεθούν στη βιομηχανία του θεάματος. Όμως οι παραστάσεις τους αντιστάθηκαν σε ορισμένες από τις πρωτόγονες αναπαραστάσεις που είχαν διαδοθεί. Οι μαύροι καλλιτέχνες Bert Williams και George Walker ενσωμάτωσαν πολιτικό σχολιασμό στα κωμικά τους minstrel shows, προσφέροντας μια πιο έξυπνη αναπαράσταση των Αφροαμερικανών.

Αλλά τα blackface minstrel shows παρέμειναν ένα είδος που κυριαρχούσαν σε μεγάλο βαθμό οι λευκοί ηθοποιοί. Ο Al Jolson, ένας Λιθουανός Εβραίος μετανάστης που ήρθε στη Νέα Υόρκη όταν ήταν παιδί, έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς blackface σταρ του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένης της επιτυχίας του 1927 με την ταινία The Jazz Singer.

Η απήχηση του blackface μειώθηκε μετά τη δεκαετία του 1930 και μέσα από το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Ωστόσο, τα αρνητικά στερεότυπα των Αφροαμερικανών και ο χλευασμός του σκούρου δέρματος εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη και τις τελευταίες δεκαετίες. Για παράδειγμα, το blackface εμφανίστηκε στην τελετή απονομής των Όσκαρ το 2012,σε τηλεοπτικά σκετς ενώ η χρήση blackface για να μεταμφιεστούν σε διάσημους Αφροαμερικανούς κατά τη διάρκεια του Halloween παραμένει ένα διαρκές ζήτημα. Όπως λέει ο David Leonard, «το Blackface είναι μέρος της τοξικής κουλτούρας του ρατσισμού».

 

Με πληροφορίες από history.com

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

αφροαμερικανόςρατσισμόςειδήσεις τώραμαύροι