Πολιτισμός|06.07.2024 04:29

Podcast: Ανακαλύπτοντας την αληθινή και ωμή πλευρά της ζωής

Άγγελος Γεραιουδάκης

Βυθισμένοι στον ψηφιακό κόσμο της σύγχρονης εποχής, παρατηρούμε ότι η τεχνολογία έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο, επηρεάζοντας καθοριστικά τον τρόπο που επικοινωνούμε και αλληλεπιδρούμε με το περιβάλλον μας. Ένας από τους πιο δυναμικούς και εξελισσόμενους τρόπους ψυχαγωγίας και πληροφόρησης είναι το podcast. Ο όρος προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων «iPod» και «broadcasting» και αναφέρεται σ' ένα αρχείο ήχου που εγγράφεται από έναν ή περισσότερους ανθρώπους (podcasters) και δημοσιεύεται στο διαδίκτυο με σκοπό τη μετάδοση πληροφοριών, γνώσεων ή απόψεων για διάφορα θέματα, τα οποία συνήθως αλλάζουν από επεισόδιο σε επεισόδιο.

Παρόλο που τα podcasts εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η δημοτικότητά τους έχει εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια. Σήμερα, το τοπίο των podcasts έχει εξελιχθεί σημαντικά, με εκατοντάδες χιλιάδες εκπομπές διαθέσιμες σε διάφορες πλατφόρμες ροής όπως το Spotify. Οι εκπομπές αυτές ξεχωρίζουν για τη φορητότητά τους, την ευκολία πρόσβασης και την αίσθηση οικειότητας που προσφέρουν στους ακροατές. Η φορητότητα οφείλεται στο μικρό μέγεθος των αρχείων και την ευκολία ακρόασης από οποιοδήποτε σημείο, ενώ η προσβασιμότητα διασφαλίζεται μέσω των πλατφορμών συγκέντρωσης podcasts, που επιτρέπουν στους χρήστες να ανακαλύπτουν και να ακούν περιεχόμενο εύκολα και γρήγορα. Επιπλέον, η οικειότητα ενισχύεται από τη δυνατότητα του ακροατή να απομονώνεται με τα ακουστικά του, δημιουργώντας μια προσωπική εμπειρία ακρόασης. Όπως έχει τονίσει και ο Ruddle: «Το ράδιο και ο ήχος θεωρούνται τα πιο προσωπικά μέσα».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 2016 μόλις το 22% των ενηλίκων γνώριζε για την ύπαρξη των podcasts, ενώ το 2022 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε θεαματικά, φτάνοντας το 79%. Σύμφωνα μ' έρευνα που διεξήχθη στις αρχές του 2022, το 38% του ενήλικου πληθυσμού είχε ακούσει τουλάχιστον ένα podcast τον προηγούμενο μήνα. Στην Ελλάδα, τα πρώτα podcasts έκαναν την εμφάνισή τους πριν από μερικά χρόνια, φέρνοντας στο προσκήνιο δημοφιλείς εκπομπές, όπως η Ελληνοφρένεια. Σε αυτήν την αρχική φάση, η φιλοσοφία των podcasts στη χώρα δεν είχε ακόμα εδραιωθεί ως προγραμματισμένες ηχητικές εκπομπές, αλλά χαρακτηρίζονταν από ηχογραφημένες ζωντανές εκπομπές ραδιοφώνου.

«Ξεκίνησα ν' ακούω podcasts στην πρώτη καραντίνα. Είχα μόλις αφήσει τη δουλειά μου ως κειμενογράφος και εκφωνήτρια ραδιοφωνικών διαφημίσεων σ' ένα στούντιο ηχογραφήσεων στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να πάω για μεταπτυχιακό στην Ολλανδία, αλλά τα σχέδια ανατράπηκαν (παγκοσμίως) άμεσα. Έψαχνα, λοιπόν, να βρω έναν τρόπο να ξεφύγω από τον εγκλωβισμό που ένιωθα και να μείνω μακριά από οθόνες για λίγες ώρες της μέρας. Αγαπούσα ήδη το ραδιόφωνο αλλά έψαχνα να βρω κάτι πιο συγκεκριμένο που θα με αφορά. Με τα βιβλία δυστυχώς δεν είχα ποτέ πολύ καλή σχέση και ίσως για αυτό να βρήκα ένα κομμάτι που μου έλειπε στα podcasts. Θυμάμαι ότι είχα δει πριν από καιρό την κατηγορία "podcasts" στο Spotify και ήξερα περίπου τι είναι αλλά δεν είχα καθίσει να ψάξω και ν' ακούσω κάτι συγκεκριμένο» αναφέρει, αρχικά, η Χάρις Παγωνίδου στο ethnos.gr, η οποία είναι παραγωγός podcast και αγαπά τις τέχνες, τη φύση και τις ανθρώπινες σχέσεις.

«Στην αρχή, όπως ο περισσότερος κόσμος που ακούει για πρώτη φορά podcast, βαρέθηκα. Πολύ σύντομα όμως άρχισα να συνδυάζω την ακρόαση podcast με δουλειές του σπιτιού, βόλτα για περπάτημα, πριν τον ύπνο. Κι έτσι άρχισα να εξοικειώνομαι με αυτά και ν' ακούω κι άλλα, κι άλλα, και να ψάχνω θέματα που με αφορούν και προσωπικότητες που με γοητεύουν, στα ελληνικά και στα αγγλικά. Ο χρόνος άλλωστε τότε ήταν άπλετος. Πολύ γρήγορα και κυρίως ακούγοντας παραγωγές του εξωτερικού -ως τότε στην Ελλάδα υπήρχε περισσότερο μια ραδιοφωνική προσέγγιση με ελάχιστες εξαιρέσεις- άρχισα ν' αναρωτιέμαι ποιοι παράγουν ως υπηρεσία podcast στην Ελλάδα γιατί σκέφτηκα ότι θα μου άρεσε να το κάνω κι εγώ. Υπήρχε ήδη ένα πολύ μεγάλο community από stand up comedians που έκαναν το δικό τους podcast αλλά η αλήθεια είναι ότι με αυτό το είδος δεν έχω και την καλύτερη σχέση. Αναζήτησα λοιπόν "παραγωγές podcast Ελλάδα" και βρήκα δύο βασικά αποτελέσματα: Την πλατφόρμα pod.gr και την εταιρεία "The Greek podcast project". Στις παραγωγές του GPP άκουσα πολύ καλή ποιότητα ήχου, δουλεμένο σενάριο, πρωτότυπες μουσικές, επιμέλεια στο περιεχόμενο. Ήρθα σε επαφή με την ιδρύτρια Δάφνη Καρνέζη, γνωριστήκαμε, και τελείως τυχαία έψαχνε άτομα για να μεγαλώσει την ομάδα της. Έτσι κατέβηκα στην Αθήνα για να τη συναντήσω και να ξεκινήσω μια νέα ζωή και μια μεγάλη επαγγελματική σχέση με τα podcast που κρατάει ως τώρα, τέσσερα χρόνια». 

Τα πρώτα podcasts στη χώρα μας χαρακτηρίζονταν συχνά από χιουμοριστικό περιεχόμενο, αλλά με τον καιρό άρχισαν να εμφανίζονται και άλλες θεματικές κατηγορίες. «Προσωπικά απολαμβάνω όταν ένα podcast έχει συγκεκριμένο θέμα. Ακόμα και μεγάλη διάρκεια να έχει, ή πολλά κομμάτια και φωνές μου αρέσει να εμβαθύνει σε έναν κοινό άξονα και όχι να γίνεται φλύαρο. Ο ακροατής για να πατήσει το κλικ και να αφιερώσει χρόνο ακούγοντας ένα podcast πρέπει να ξέρει από πριν γιατί να το κάνει. Τεχνικά μιλώντας, το δύσκολο με το να κρατήσεις το ενδιαφέρον ενός ακροατή σ' ένα podcast σε αντίθεση με μια ταινία ντοκιμαντέρ ή μια εκπομπή τηλεόρασης είναι η έλλειψη της οπτικής εικόνας. Και λέω οπτικής γιατί ένα podcast ανοίγει τεράστιο χώρο, όπως και ένα βιβλίο, για τη φαντασία. Μέσω του ήχου και των διαφορετικών χρήσεων του, μπορούν να δημιουργηθούν άπειρες εικόνες. Το σημαντικό είναι να υπάρχει ένα καλά δουλεμένο σενάριο που θα έχει ροή, ρυθμό, δεν θα έχει επαναλήψεις και θα πάρει από το χέρι τον ακροατή σε ένα ηχητικό ταξίδι. Επίσης, μια προσεγμένη ποιότητα ήχου κάνει σίγουρα το podcast πιο ευχάριστο στην ακρόαση» υπογραμμίζει.

Η δημοτικότητα των podcasts αυξάνεται συνεχώς, με τα προγράμματα να ποικίλλουν σε διάρκεια. Ενα σύντομο podcast μπορεί να διαρκεί 8 λεπτά, ιδανικό για σχόλια στην επικαιρότητα, ενώ τα πιο ερευνητικά άρθρα και συνεντεύξεις μπορεί να διαρκούν πάνω από 45 λεπτά. «Τα podcast ωστόσο απευθύνονται σε μικρότερη μερίδα κοινού, που έχει άμεση σχέση με την τεχνολογία και δεν είναι τόσο μαζικής κατανάλωσης όπως το Youtube ή η τηλεόραση. Νομίζω πως τα podcast είναι τελικά προσωπική υπόθεση του κάθε ατόμου, να βρει αυτό που του ταιριάζει, το θέμα που το εξιτάρει, που θα μάθει κάτι νέο, που θα είναι η κατάλληλη παρέα και φωνή που έχει κάτι να του πει». 

Τα podcasts είναι το ραδιόφωνο του μέλλοντος;

Το podcast θεωρείται για πολλούς η μετάβαση του ραδιοφώνου ή πιο ορθά των ραδιοφωνικών εκπομπών στο διαδίκτυο, καθώς διατηρεί μία σταθερή ώρα και ημέρα όπως και το ραδιόφωνο. Ωστόσο, η σημαντική διαφορά είναι ότι το podcast προσφέρει στο κοινό τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την εκπομπή οποιαδήποτε στιγμή και όσες φορές επιθυμεί, σε οποιαδήποτε συσκευή τον βολεύει καλύτερα. Αυτός ο ευέλικτος τρόπος παρακολούθησης αποδείχθηκε πολύτιμος κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού λόγω του Covid-19, ενισχύοντας τη δημοτικότητα των podcasts τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα.

«Αξίζει να σημειωθεί ότι η βασική και προφανής διαφορά είναι ότι το ραδιόφωνο είναι μουσικό μέσο ενώ το podcast θεματικό. Αν το πάρουμε τεχνικά η διαφορά με το ραδιόφωνο και τα podcast είναι ο τρόπος με τον οποίο παράγονται και μεταδίδονται: Μια ραδιοφωνική εκπομπή συνήθως παράγεται ζωντανά και μεταδίδεται μέσω συχνοτήτων ενώ τα podcast έχουν μεγάλη προετοιμασία πριν ηχογράφηση και επιμέλεια μετά από αυτή, και ανεβαίνουν σε on demand μετάδοση, σε διάφορες πλατφόρμες. Φυσικά αυτά τα δύο μπορούν να μπλεχτούν. Όπως για παράδειγμα η εκπομπή του Μενέλαου Καραμαγγιώλη "Που Πάει η Μουσική όταν δεν την Ακούμε πια;" θα μπορούσε άνετα να θεωρεί ένα podcast και ας παίζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Αντίστοιχα υπάρχουν πολλά podcast που θυμίζουν μια ραδιοφωνική εκπομπή (χωρίς μουσική ωστόσο), ο παρουσιαστής δηλαδή συνομιλεί αυθόρμητα με τον καλεσμένο χωρίς να γίνει μοντάζ.

Για μένα έχοντας περάσει και από τα δύο είδη, το ραδιόφωνο έχει μια αμεσότητα που δεν μπορούν να προσεγγίσουν τα podcast. Αν βρέχει αυτή τη στιγμή και θέλω να πω "τρέξτε να πείτε σ' αγαπώ" δε μπορώ να το κάνω μέσα από ένα podcast. Αν όμως θέλω να μιλήσω για το "πώς τα πλαστικά καλαμάκια δεν είναι η λύση στο περιβαλλοντικό πρόβλημα", το ραδιόφωνο σίγουρα δεν είναι το καταλληλότερο μέσο. Το podcast δηλαδή δίνει πολύ μεγάλες δυνατότητες για ν' αναπτύξεις ένα θέμα και να μιλήσεις σε βάθος για αυτό -με τον κίνδυνο πολλές φορές να παραμιλήσεις- χωρίς να είναι απαραίτητα το θέμα καθοριστικός παράγοντας. Πολλά podcast μιλάνε για τις σχέσεις, τον έρωτα, την απώλεια, πιο προσωπικά θέματα. Το δύσκολο είναι ότι το μέσο από μόνο του βάζει έναν τοίχο και κάνει πιο δύσκολο να βρεθεί αυτό το πιο προσωπικό στοιχείο που το ραδιόφωνο δίνει απλόχερα. Είναι και το στοίχημα μου για ένα επόμενο podcast ίσως» λέει η Χάρις.

Το κάθε podcast έχει τις δικές του μετρήσεις, ακροάσεις, μέσο χρόνο ακρόασης και ακολούθους στις διάφορες πλατφόρμες. Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμα αρκετά επίσημα στοιχεία και έρευνες για να δείχνουν την πραγματική επιτυχία ενός podcast. Τα charts μέσα στις πλατφόρμες και ανά κατηγορίες δίνουν μια καλή εικόνα, αλλά το τι καταναλώνει το μαζικό κοινό δεν είναι πάντα ενδεικτικό για το τι αρέσει περισσότερο στους λάτρεις των podcasts. «Από ελληνικά podcasts ακούω διάφορα, από μεγάλους και μικρούς παραγωγούς αλλά για μένα συνήθως ξεχωρίζουν τα podcast που γίνονται μέσα από ομαδική δουλειά, γιατί αυτό φαίνεται και στο αποτέλεσμα. Μου αρέσουν πολύ τα podcast του δημοσιογραφικού οργανισμού iMEdD γιατί βασίζονται σε μεγάλη έρευνα και καλοδουλεμένο σενάριο και ήχο, με συνεπήρε η σειρά “Ποιος σκότωσε τον Κώστα Ταχτσή” από τη Κατερίνα Μπακογιάννη λόγω θέματος και τρόπο παρουσίασης του - θύμιζε crime podcast της Αμερικής-. Και φυσικά όλα τα podcast από τη μεγάλη ομάδα παραγωγών του Istorima υπό την καθοδήγηση της Σοφίας Παπαϊωάννου, γιατί βγάζουν την πιο αληθινή και ωμή πλευρά της ζωής».

Από το Myspace και τα βίντεο του YouTube στη νέα μόδα των podcasts

Από την πρώτη γενιά κοινωνικών δικτύων, όπως το Myspace και το Hi5, που άνοιξαν τον δρόμο για το Facebook και άλλα παρόμοια, η διαδικτυακή κοινότητα εξελίχθηκε προς το YouTube και το TikTok, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση νέων τρόπων επικοινωνίας. Ωστόσο, η πρόσφατη αποδοχή των podcast ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μέσα επικοινωνίας αντικατοπτρίζει μια νέα εποχή στην ψηφιακή αγορά.

«Τα τελευταία περίπου δύο χρόνια υπήρξε μια μεγάλη έξαρση των podcast, πλέον τα περισσότερα άτομα του ψηφιακού τουλάχιστον κόσμου, γνωρίζουν αυτό το μέσο. Μου θυμίζει γενικά η περίοδος αυτή, ότι είχε συμβεί με τα κανάλια στο Youtube περίπου από το 2014 και μετά. Πολλοί διάσημοι παρουσιαστές, δημοσιογράφοι, influencers το επέλεξαν αντί για μια ραδιοφωνική εκπομπή παραμένοντας κοντά στο κοινό τους, ενώ αρκετοί youtubers το γύρισαν σε vidcast, δηλαδή podcast με εικόνα, αντιγράφοντας ίσως διάσημους podcasters του εξωτερικού όπως ο Joe Rogan. Επίσης πολλές εταιρείες έβαλαν το podcast ενεργά στην στρατηγική προώθησης των υπηρεσιών τους, έτσι βλέπουμε αρκετά podcast πλέον με branded περιεχόμενο πχ. η μεγαλύτερη αεροπορική εταιρεία της χώρας. Αυτό είναι σίγουρα πολύ όμορφο και αισιόδοξο για να ανοίξει ακόμα περισσότερο ο κλάδος στη χώρα μας. Ο κίνδυνος και στις δύο περιπτώσεις είναι η μη σωστή κατανόηση του μέσου. Ένα podcast επειδή "είναι της μόδας" και αυτό "πουλάει" δεν είναι αρκετό από μόνο του. Θεωρώ η έξαρση αυτή κάπου θα αρχίσει να καταλαγιάσει και το κοινό θ' αναπτύξει το κριτήριο ώστε να αναγνωρίσει ένα καλό podcast ή podcaster» υπογραμμίζει η Χάρις.

Τα podcasts συνδυάζουν τη δύναμη της φωνής με την αφήγηση, προσφέροντας μια πλούσια εμπειρία που ενισχύει την ακουστική επικοινωνία και δημιουργεί νέες ευκαιρίες σύνδεσης με το κοινό. Μέσα από διάφορες θεματικές που καλύπτουν όλα τα ενδιαφέροντα, από εκπαιδευτικά και ενημερωτικά προγράμματα μέχρι αφήγηση ιστοριών και συνεντεύξεις, τα podcast προσφέρουν έναν νέο τρόπο αλληλεπίδρασης που διαμορφώνει μια νέα κουλτούρα πληροφόρησης και ψυχαγωγίας στην ψηφιακή εποχή μας. Ο Άλεξ Μάνος, influencer, content creator και δημιουργός της σειράς podcast «Sex Diaries Uncensored» της LiFO, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μετάβασης. «Η σχέση μου με τα podcast ήταν ομολογουμένως κάπως τυχαία, με την έννοια ότι δεν περίμενα ποτέ ότι θα δημιουργούσα ένα podcast όσο ήμουν YouTuber. Όταν μου προτάθηκε η ιδέα από τη Lifo, δεν το σκέφτηκα ούτε λίγο και είπα αμέσως το ναι, γιατί το concept πίσω από αυτό ήταν κάτι που με ενδιέφερε πολύ και με εξίταρε το να εξερευνήσω την παραγωγή μιας νέας τότε για μένα μορφής περιεχομένου» λέει ο ίδιος στο ethnos.gr.

Σύμφωνα με τον Άλεξ, ο χρόνος που απαιτείται για τη δημιουργία περιεχομένου είτε σε μορφή βίντεο είτε σε μορφή podcast δεν διαφέρει ιδιαίτερα. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται έρευνα και προετοιμασία πριν από την εγγραφή του υλικού, editing στη συνέχεια και διαχείριση και προώθηση του τελικού επεισοδίου μετά το ανέβασμά του. «Εντάξει, ίσως τώρα που το σκέφτομαι, ν' απαιτείται κάποιος επιπλέον χρόνος για την εξωτερική εμφάνιση του creator στην περίπτωση του βίντεο, αλλά συνηθίζεται αυτό» προσθέτει.

Η πρόκληση με το ακουστικό περιεχόμενο, ωστόσο, είναι να κεντρίσεις το ενδιαφέρον του ακροατή χωρίς την επιπρόσθετη πληροφορία που δίνει η εικόνα. Εκεί έρχεται ο τρόπος προσέγγισης και παρουσίασης του θέματος, που κάνει ένα podcast να ξεχωρίζει. Το «Sex Diaries Uncensored» είναι ημερολόγια του σεξ, χωρίς λογοκρισία. Σε κάθε επεισόδιο, ο Άλεξ φιλοξενεί έναν καλεσμένο με τον οποίο εξετάζουν ποικίλα θέματα γύρω από τη σεξουαλικότητα. «Οι δυσκολίες είναι συχνά πιο πολλές από αυτές που φαντάζεται κανείς. Ένα podcast με θέμα το σεξ χωρίς λογοκρισία είναι από μόνο του μία πρόκληση για μία κοινωνία που δυστυχώς έχει μάθει να θεωρεί το σεξ ταμπού και να συζητά για αυτό κρυφά ή και καθόλου. Στο κομμάτι των καλεσμένων, ευτυχώς ο ευρύς κοινωνικός κύκλος μου μαζί με τη δημοφιλία του podcast μεταξύ των ακροατών δημιούργησαν μια ευνοϊκή συνθήκη για να βρίσκω και ν' αναδεικνύω πολλές και διαφορετικές ιστορίες ανθρώπων που ήταν διατεθειμένοι να μιλήσουν ανοιχτά και να μοιραστούν τις προσωπικές τους ιστορίες. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω τις μεγαλύτερες προκλήσεις του "Sex Diaries Uncensored", θα έλεγα ότι είναι δύο: η διαχείριση της κάθε ιστορίας με σεβασμό και τον καλύτερο δυνατό τρόπο ώστε ο εκάστοτε καλεσμένος να νιώσει οικεία και άνετα να μιλήσει για κάτι τόσο προσωπικό και η εύρεση μιας ποικιλίας θεμάτων που να μπορούν να οδηγήσουν σε ένα επεισόδιο που να έχει κάτι να πει σε όποιον το ακούσει».

Όπως υπογραμμίζει ο Άλεξ, «η συχνότητα κατανάλωσης περιεχομένου εξαρτάται σίγουρα από την ηλικιακή ομάδα που εξετάζουμε και τις συνθήκες που συνοδεύουν τη θέαση ενός YouTube βίντεο ή την ακρόαση ενός επεισοδίου podcast. Πολλοί συνηθίζουν να βλέπουν τα βίντεο όσο ξεκουράζονται στο σπίτι, πριν από τον ύπνο ή μαζί με το φαγητό, ενώ τα podcast συχνά είναι η παρέα των ανθρώπων στο αυτοκίνητο, την ώρα που κάνει κάποιος δουλειές στο σπίτι ή γυμνάζεται. Δεν ξέρω αν μπορούμε να συγκρίνουμε την κατανάλωση των δύο αυτών μορφών περιεχομένου ή αν μπορούμε να εξάγουμε εύκολα κάποιο συμπέρασμα. Όσον αφορά στη διαδικασία προώθησης, αυτή εξαρτάται σίγουρα από τις πλατφόρμες στις οποίες βρίσκεται ο κάθε δημιουργός, καθώς και από τη δυναμική που έχει το περιεχόμενο από μόνο του. Σίγουρα όμως, το περιεχόμενο του YouTube και ένα βίντεο περιεχόμενο γενικότερα προωθείται πιο εύκολα, λόγω της δύναμης της εικόνας».

Στην ερώτηση αν ξεχωρίζει κάποια από τα δύο μέσα (podcast ή YouTube video), θεωρώντας ότι του επιτρέπει να εκφραστεί καλύτερα και να φτάσει το κοινό του με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, ο ίδιος απαντά ότι «δύσκολη ερώτηση και πολύ μεγάλο το δίλημμα. Είναι σαν να πρέπει να ξεχωρίσω ένα από τα παιδιά μου. Σίγουρα τα οκτώ χρόνια που βρίσκομαι στο YouTube στους "The Carrot Tarts" ήταν και είναι σχολείο, το βήμα που βοήθησε να με γνωρίσουν άτομα που δεν θα με γνώριζαν αλλιώς και τόμοι εμπειρίας στον κομμάτι της δημιουργίας περιεχομένου. Το "Sex Diaries Uncensored" ξεκλείδωσε τόσο σε μένα όσο και στους καλεσμένους του ως τώρα πολύ προσωπικές εξομολογήσεις που ενδεχομένως δύσκολα θα έβρισκαν χώρο στο YouTube, το οποίο επηρεάζεται πολύ και από τον αλγόριθμό του που δεν επιτρέπει πολλές ελευθερίες τα τελευταία χρόνια».

Τα podcasts στην Ελλάδα είναι αναμφίβολα το περιεχόμενο με την πιο ραγδαία διείσδυση σε όλα τα κοινά μαζί με το περιεχόμενο στο TikTok. Βέβαια, ακολουθούν και άλλες μορφές οι οποίες συνάδουν με τη φιλοσοφία του, όπως είναι το video podcast (vodcast) και το screencast. «Η αλήθεια είναι ότι συχνά δεν μπορώ ούτε εγώ να παρακολουθήσω την αλματώδη πορεία του τομέα των podcast, καθώς είναι πραγματικά ανεξάντλητες οι επιλογές που υπάρχουν πλέον για όποιον θέλει να αφιερώσει χρόνο στην κατανάλωση ακουστικού περιεχομένου. Μαζί με τη μεγάλη κατανάλωση, έρχεται και η μεγάλη παραγωγή και ελπίζω σε κάποια χρόνια από τώρα ο τομέας των podcast να έχει ανθίσει ουσιαστικά, με ποιοτικό περιεχόμενο στην πράξη και μ' επεισόδια για όλα τα ενδιαφέροντα» καταλήγει.

Κοιτώντας μπροστά, είναι σαφές ότι τα podcasts έχουν ήδη επηρεάσει τον τρόπο που καταναλώνουμε πληροφορίες και απολαμβάνουμε την ψυχαγωγία μας. Καθώς η τεχνολογία συνεχίζει να εξελίσσεται, το περιοχόμενο σε ηχητική μορφή έχει τη δυνατότητα να γίνει ακόμα πιο ισχυρό, προσφέροντας στους ακροατές μια εμπειρία που συνδυάζει την άμεση και προσωπική φύση της φωνής με την ευελιξία της ψηφιακής εποχής. Όπως όλα δείχνουν, τα podcasts δεν είναι απλώς μια τάση· είναι μια νέα μορφή αφήγησης και επικοινωνίας που ήρθε για να μείνει, επαναπροσδιορίζοντας τον τρόπο που συνδεόμαστε και μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας.

podcastραδιόφωνοyoutubeεπικοινωνία