Πολιτισμός|05.05.2019 15:36

Φανί Αρντάν στο Έθνος: «Η κοινωνία μας γίνεται όλο και πιο δικτατορική»

Άντα Δαλιάκα

Η Φανί Αρντάν έχει τη λεπτότητα και ταυτόχρονα την τρέλα µιας ατίθασης καλλιτεχνικής προσωπικότητας. Καθισµένη ήρεµα σε ένα λίβινγκ ρουµ της Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισµού Ιδρυµα Σταύρος Νιάρχος, µπορεί να µεταβάλει σε ένα δευτερόλεπτο την ηρεµία της σε οργή όταν παθιάζεται µε το θέµα της συζήτησης. ∆ύσκολα, πάντως, φαντάζεσαι ότι φέτος έκλεισε τα 70: εκπέµπει κινηµατογραφική λάµψη ακόµα και όταν µοιάζει προσηνής, είναι απόλυτα ερωτεύσιµη και όµορφη, αέρινη και… θορυβώδης.

Η µοιραία «Γυναίκα της διπλανής πόρτας», δίπλα στον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, σύντροφος και µούσα του Φρανσουά Τριφό, εµβληµατική femme fatale του γαλλικού κινηµατογράφου, σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή -για πρώτη φορά- όπερα, τη «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Ντµίτρι Σοστακόβιτς, υπό τη µουσική διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου. Η υπόθεση αφορά την Κατερίνα Ισµαΐλοβα, σύζυγο ευκατάστατου εµπόρου, η οποία σπάει τα δεσµά του αδιέξοδου γάµου καθώς ερωτεύεται έναν από τους εργάτες του αγροκτήµατός της και για χάρη του φτάνει ως τον φόνο.

Τη Φανί Αρντάν περιστοιχίζει µία σπουδαία δηµιουργική οµάδα: ο Τοµπίας Χόαϊζελ στα σκηνικά, η βραβευµένη µε 4 Οσκαρ Μιλένα Κανονέρο και η Πέτρα Ράινχαρτ στα κοστούµια, ο Λούκα Μπιγκάτσι στους φωτισµούς και η κολεκτίβα (ΛΑ)ΟΡΝΤ στην κινησιολογία. Πριν από την πρεµιέρα της παράστασης, στις 12 Μαΐου, και στον απόηχο της καταστροφικής πυρκαγιάς στην αγαπηµένη της Νοτρ Νταµ στο Παρίσι, η ηθοποιός και σκηνοθέτις µάς µιλά για το διαχρονικό τίµηµα της επανάστασης σε µια δικτατορική κοινωνία.

Θα ήθελα να ξεκινήσουµε από τη Νοτρ Νταµ. Πώς νιώσατε βλέποντας ένα σπουδαίο µνηµείο του γαλλικού πολιτισµού να καταστρέφεται;

Είναι λυπηρό για την ανθρωπότητα να χάνει την οµορφιά και την ιερότητα ενός οικοδοµήµατος. ∆εν µιλάω για ένα τουριστικό αξιοθέατο – η οικονοµική πλευρά του τουρισµού φαίνεται ότι είναι το µόνο που ενδιαφέρει τους ανθρώπους σήµερα. Από το παράθυρο στο διαµέρισµά µου στο Παρίσι µού αρέσει να βλέπω κάθε πρωί που ξυπνάω τη Νοτρ Νταµ. Όπως βλέπω και την Ακρόπολη από το διαµέρισµα που νοικιάζω στην Πλάκα. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ πριν κοιµηθώ είναι σαν να αντικρίζω ένα µνηµείο που προστατεύει την πόλη. Ήταν πολύ λυπηρό αυτό που συνέβη µε τη Νοτρ Νταµ. Σαν αυτό που συνέβη να αποτέλεσε την έµπρακτη απόδειξη της ρήσης «τίποτα δεν κρατάει για πάντα». Το ότι µια µέρα όλα τελειώνουν το γνωρίζουµε από την εφήµερη φύση του έρωτα, όµως ξαφνικά να χαθεί η Νοτρ Νταµ; Η φωτιά έδειξε πόσο εύθραυστη είναι η κατάσταση των πραγµάτων που µας περιβάλλουν, τίποτα δεν είναι ασφαλές.

«Ήταν πολύ λυπηρό αυτό που συνέβη µε τη Νοτρ Νταµ. Σαν αυτό που συνέβη να αποτέλεσε την έµπρακτη απόδειξη της ρήσης 'τίποτα δεν κρατάει για πάντα'»

Τι έχει να πει η όπερα του Σοστακόβιτς για την ταραγµένη εποχή που ζούµε; Ένα έργο ταλαιπωρηµένο από τη λογοκρισία, µε µια ηρωίδα-σύµβολο αντίστασης εναντίον του περιορισµού των ατοµικών ελευθεριών. Στην εποχή µας, ένα τέτοιο έργο φέρει ειδικό βάρος;

Αν και δεν ζούµε ούτε στην τσαρική Ρωσία (όταν γράφτηκε η νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ, στην οποία βασίζεται η όπερα του Σοστακόβιτς) αλλά ούτε στην εποχή της τροµοκρατίας του σταλινικού καθεστώτος που απαγόρευσε το έργο, ήθελα να δείξω µέσω αυτής της ηρωίδας -που αγαπώ πολύ- ποια είναι η επιρροή της κοινωνίας στον άτοµο. Γι’ αυτό και προτίµησα τα σκηνικά και τα κοστούµια να είναι της εποχής µας, σύγχρονα. Για µένα η κοινωνία γίνεται όλο και πιο δικτατορική. Η κοινή γνώµη είναι πλέον πιο ισχυρή από τη ∆ικαιοσύνη και αυτό το βλέπουµε µε τη φασαρία που δηµιουργούν κινήµατα σαν το #MeToo που δικάζουν κατά κόρον. ∆εν αγαπώ την κοινωνία µας γιατί είναι κοµφορµιστική, πολιτικά ορθή και µοιράζει δεξιά-αριστερά επικρίσεις και κατηγορίες.

∆εν αρέσει κανείς σε κανέναν. Είναι φρικτό να έχεις έναν µεγάλο εχθρό όπως ο Στάλιν ή ο Χίτλερ, αλλά είναι επίσης φρικτό να έχεις απέναντί σου την κοινή γνώµη, τα µέσα ενηµέρωσης, τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, την αναπαραγόµενη φηµολογία. Θυµάστε τι συνέβη µε το ξέσπασµα του σκανδάλου Γουαϊνστάιν και τον Κέβιν Σπέισι που «εξαφανίστηκε» από την ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ χωρίς να έχει περάσει καν από το δικαστήριο; Αυτή για µένα είναι µια νέα κοινωνία. Μας ήρθε στην Ευρώπη από την Αµερική και διεισδύει στη Γαλλία. Αυτό για µένα δεν λέγεται πια δηµοκρατία. Ηθελα να δείξω µία δολοφόνο. Μία ελεύθερη γυναίκα που αγαπάει όποιον θέλει, κόντρα σε αυτήν την κοινωνία. Προσεγγίζω λοιπόν την όπερα σαν έργο σύγχρονο – συνέχεια µιας κοινωνίας µε ενιαία ταυτότητα. ∆εν µου αρέσουν τα πολιτικά κόµµατα, οι οργανωµένες ενώσεις. Θαυµάζω µόνο τον άνθρωπο που ρισκάρει µόνος του.

Οπότε η λαίδη Μάκβεθ είναι πολύ κοντά στην ψυχολογία σας…

Σίγουρα ναι. Εγώ µπορώ να αγαπήσω έναν δολοφόνο, έναν τροµοκράτη. ∆εν είµαι υποχρεωµένη να αγαπώ κάποιον που είναι τέλειος. Βρίσκω τους ευτυχισµένους ανθρώπους βαρετούς. Αν υπάρχουν η τραγωδία και η όπερα σήµερα, είναι γιατί υπάρχουν ηρωίδες -σαν τη Μήδεια- µε τραγική µοίρα.

Εκφράζετε την άποψή σας πάντα χωρίς φόβο...

Βεβαίως. Θα µπορούσατε να µε κατηγορήσετε ότι τεστάρω τα όρια της πρόκλησης! Αυτό που θαυµάζω είναι η αντίσταση. Να µένουµε ζωντανοί, να µη φοβόµαστε.

«Έχω µία αρχή: να µην περιµένω ποτέ τίποτα. Έχω ζήσει αρκετά ώστε να αναγνωρίζω ότι δεν πρέπει ποτέ να περιµένουµε τίποτα»

Θα φορούσατε ένα κίτρινο γιλέκο για να διεκδικήσετε τα δικαιώµατά σας, όπως συµβαίνει στη Γαλλία τους τελευταίους µήνες;

Οχι, γιατί απεχθάνοµαι τις οµάδες. ∆εν βγήκα ποτέ να διαδηλώσω στον δρόµο. Από το παράθυρό µου βλέπω όλες τις διαδηλώσεις που γίνονται έξω. Οµως ακόµα και γι’ αυτό πρέπει να ζητήσεις την άδεια από τις δηµοτικές Αρχές. Η µεγάλη επανάσταση δεν έρχεται µε 300 ανθρώπους που κρατούν µία σηµαία. ∆εν πιστεύω σε αυτό. Για µένα, αν θες να αλλάξεις κάτι δεν το ζητάς, το παίρνεις. Πρέπει να πάρεις το ρίσκο. Χωρίς πόνο και ρίσκο υπάρχει πρόβληµα, και η λαίδη Μάκβεθ συµβολίζει -κατά κάποιον τρόπο- αυτήν την ελεύθερη έκφραση, εκπροσωπεί την ελευθερία.

Είναι ντοστογιεφσκική ηρωίδα, ένας χαρακτήρας που αποζητά τη λύτρωση. ∆εν τη νοιάζουν τα χρήµατα και η εξουσία, µόνο να είναι µε τον Σεργκέι, τον οποίο µπορεί να ακολουθήσει ως την κόλαση. Και πάει οικειοθελώς προς την τιµωρία της. Αυτή είναι η λύτρωσή της. Πρόκειται για ένα δράµα που αναφέρεται στο συνειδησιακό µας. Η Κατερίνα Ισµαΐλοβα είναι µια γυναίκα που θέλει να ζήσει τη ζωή της ελεύθερη και πρέπει να πληρώσει γι’ αυτό. Θαυµάζω σήµερα τους ανθρώπους που δέχονται την τιµωρία για τις επιλογές τους και όταν σας λέω ότι µου αρέσουν οι επαναστάτες, εννοώ ότι πρέπει να παίρνουµε ρίσκα που στοιχίζουν αληθινά. Ο στόχος είναι ισχυρότερος από τον φόβο.

Εχετε θέσει ψηλά τον πήχη για την παράσταση; Πιστεύετε ότι σηµατοδοτεί µια µεγάλη στιγµή για εσάς;

Έχω µία αρχή: να µην περιµένω ποτέ τίποτα. Εχω ζήσει αρκετά ώστε να αναγνωρίζω ότι δεν πρέπει ποτέ να περιµένουµε τίποτα. Το πιο σηµαντικό για µένα είναι το παρόν. Οταν αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα, είπα µέσα µου ότι έπρεπε να κάνω την εδώ παραµονή µου όσο το δυνατόν πιο ενδιαφέρουσα. Και µετά να δω βήµα βήµα πώς θα εξελιχθεί η παράσταση. Ξέρετε τι λέω πάντα; Μία µεγάλη καταστροφή είναι προτιµότερη από µία µικρή καταστροφή. ∆εν περιµένω, λοιπόν, τίποτα από την παράσταση. Ζω το παρόν.

«Έχω µάθει πολλά από την ελληνική ιστορία και µυθολογία. Μετανιώνω µόνο που δεν έµαθα ποτέ ελληνικά στο σχολείο»

∆ιαλέξατε εσείς τη «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ»;

Ναι, ήξερα ότι θα αρέσει ως επιλογή και στον Γιώργο Κουµεντάκη, τον οποίο θεωρώ εκλεπτυσµένο καλλιτέχνη, τρυφερό και ευφυή. Όπως είναι και οι περισσότεροι Έλληνες. Μου κάνει εντύπωση η γλυκύτητα των Ελλήνων.

Μιλάτε θερµά για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Σας ευχαριστούµε γι’ αυτό!

Όχι, µη µε ευχαριστείτε. Έχω µάθει πολλά από την ελληνική ιστορία και µυθολογία. Τους αρχαίους τραγωδούς, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τη φιλοσοφία του Σωκράτη. Μετανιώνω µόνο που δεν έµαθα ποτέ ελληνικά στο σχολείο. Η χρήση της ελληνικής γλώσσας ενέχει µια σοφία, διευρύνει τους πνευµατικούς ορίζοντες. Καταλαβαίνω, επίσης, γιατί οι Έλληνες αποκαλούσαν «βάρβαρους» όσους δεν µιλούσαν ελληνικά. Γιατί ο πολιτισµός σας ήταν εκπληκτικός, ένας από τους σπουδαιότερους. Από το παράθυρό µου βλέπω ένα µέρος της Ακρόπολης. Ξέρετε τι σκέφτοµαι τώρα; Ότι αν έβλεπα την Ακρόπολη να καταστρέφεται, θα σήµαινε αυτόµατα ότι κάτι πολύτιµο και ιερό θα εξαφανιζόταν από τον κόσµο. Η έννοια του ιερού για µένα δεν σχετίζεται µε τη θρησκεία, αλλά µε ένα µνηµείο που σε εξυψώνει, που δεν έχει σχέση µε τον υλισµό.

Ο Φρανσουά Τριφό έλεγε ότι το σινεµά κάνει τη ζωή µας καλύτερη. Πώς αισθάνεστε ότι επιδρά η τέχνη στους ανθρώπους σήµερα;

Ο Φρανσουά Τριφό είπε την αλήθεια. Η τέχνη όµως είναι καλή όταν δεν σχετίζεται µε το χρήµα. Το λέω εγώ που ανήκω στο σινεµά. Θυµάµαι τον Αντρέ Μαλρό, τον σπουδαίο υπουργό Πολιτισµού, που µίλησε για τη διφορούµενη φύση του κινηµατογράφου ως µέσου τέχνης και προϊόντος µιας µεγάλης βιοµηχανίας. Όταν η βιοµηχανία γίνεται µεγαλύτερη από την τέχνη, ο κινηµατογράφος τελειώνει. Στην κοινωνία µας, που περιστρέφεται γύρω από τον άξονα του καπιταλισµού, η τέχνη κινδυνεύει. Παρ’ όλα αυτά, η τέχνη είναι πολλές φορές παρηγοριά: σας λέω ότι θα πέθαινα αν στις τόσες νύχτες που έχω περάσει µόνη σε ένα ξενοδοχείο σε κάποια ξένη χώρα δεν διάβαζα ένα βιβλίο ή δεν άκουγα µουσική...

συνέντευξηΦανί Αρντάν