Πολιτισμός | 11.08.2019 18:30

Takis: Ο γλύπτης του φωτός, του μαγνητισμού και του ήχου

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Η τέχνη της αιγυπτιακής και της αρχαιοελληνικής αρχαιότητας. Και µετά τα ραντάρ, ο µαγνητισµός, τα σινιάλα, τα χρώµατα, η ηλεκτροµηχανική, η υδροµηχανική, η µουσική, η φιλοσοφία, ο άνεµος και το φως φυσικά. Πάντα το φως. Και αυτή η τεράστια αναγεννησιακή προσωπικότητα της τέχνης, της διανόησης και της επιστήµης που υπήρξε ο Takis.

«Ο επιστήµονας κάνει έρευνα, όµως και ο καλλιτέχνης κάνει. Οι καλλιτέχνες είναι, εποµένως, επιστήµονες» έλεγε σε µια συνέντευξή του. ∆ιαρκώς ανήσυχος, ταυτισµένος µε την Πρωτοπορία του 20ού αιώνα, αενάως ιδιόρρυθµος, «επαναστάτης» µε τη φόρα όσων έζησαν εντός αυτού του εκρηκτικού καλλιτεχνικού κοσµοπολιτισµού των δεκαετιών του ’50, του ’60 και του ’70. Μια σχολή από µόνος του. Και ένας, γεννηµένος στην Ελλάδα, γκουρού των εικαστικών, στον οποίο υποκλίθηκε η διεθνής καλλιτεχνική κοινότητα, όχι όµως και ο τόπος του που δεν αναγνώρισε εγκαίρως και όσο του άξιζε την ιδιοφυΐα αυτή, που γεννήθηκε ως Παναγιώτης Βασιλάκης το 1925 στην Αθήνα, αλλά έγινε γνωστός στα πέρατα του κόσµου ως Takis.

Ετσι τον αποχαιρέτησε και η διεθνής κοινότητα προχθές, όταν από το Ιδρυµά του ανακοινώθηκε ο θάνατός του, ακριβώς 36 µέρες µετά τα εγκαίνια της περίφηµης αναδροµικής του έκθεσης στην Tate Modern του Λονδίνου, µε τίτλο «Takis. Ο γλύπτης του Μαγνητισµού, του Φωτός και του Ηχου», η οποία διαρκεί έως τις 27 Οκτωβρίου, ενώ τον Νοέµβριο θα µεταφερθεί στη Βαρκελώνη και στις 20 Μαΐου θα κάνει την τελευταία στάση της στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, στην Αθήνα.

«Σε μια έκθεση του Takis»

εν υπήρξε σηµαντική καλλιτεχνική προσωπικότητα ή καλλιτεχνικός και επιστηµονικός φορέας του 20ού αιώνα που να µην υποκλίθηκε στο πνεύµα, στην έρευνα και στο έργο του Takis. Ηταν στενός φίλος του µεγάλου Γάλλου ανατρεπτικού καλλιτέχνη και θεωρητικού Μαρσέλ Ντισάν αλλά και της Γκρέτα Γκάρµπο. Ο Αµερικανός ποιητής θρύλος της γενιάς των µπίτνικ, Αλεν Γκίνσµπεργκ, παραδεχόταν το ’62 ότι συνειδητοποίησε το «τριπ» του µαγνητισµού συζητώντας µε τον Takis στο εργαστήρι του τελευταίου στο Παρίσι – και έκτοτε παρέµειναν φίλοι. Και ο Τζον Λένον, το 1971, απάντησε σε έναν δηµοσιογράφο του περιοδικού «Rοlling Stone» που τον ρώτησε πώς γνώρισε την Γιόκο Ονο: «Μα σε µια έκθεση του Takis», προσθέτοντας: «∆εν ξέρω αν γνωρίζετε τι σηµαίνει αυτό». Και από φορείς; Τα έργα του κοσµούν τις µόνιµες συλλογές των σπουδαιότερων µουσείων του κόσµου, όπως το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης George Pompidou στο Παρίσι, το ΜΟΜΑ και το Guggenheim Museum της Νέας Υόρκης, την De Menil Collection στο Χιούστον, την Peggy Guggenheim Collection στη Βενετία κ.ά.

Στη Γαλλία, το Μουσείο του Jeu de Paume, το Palais de Tokyo και το Fondation Maeght έχουν οργανώσει μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις. Το έργο του επίσης εκτίθεται στους κήπους της UNESCO στο Παρίσι και στην περιοχή της La Défense, όπου η γαλλική κυβέρνηση του παραχώρησε τον μεγαλύτερο δημόσιο χώρο που δόθηκε ποτέ στην ιστορία του Παρισιού σε καλλιτέχνη, 3.500 τ.μ., για ένα «δάσος» από 49 Φωτεινά Σινιάλα. Και να σκεφτεί κανείς πως υπήρξε αυτοδίδακτος! Γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1925 και ήταν το έκτο παιδί μιας οικογένειας με επτά παιδιά και καταγωγή από τη Σμύρνη. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια συνέπεσαν με τη δικτατορία του Μεταξά και τη γερμανική κατοχή. Οταν αναμείχθηκε στην ΕΠΟΝ, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση.

Το δαιμόνιο, πάντως, της έρευνας και της περιέργειας που θα τον οδηγούσε τελικά και στην τέχνη το είχε συναντήσει νωρίτερα: «Πιτσιρίκος», έλεγε στη συνέντευξή του στο «Εθνος», «έθαβα γυάλινα φιαλίδια στη γη ελπίζοντας ότι θα μετατραπούν σε άλλη ύλη. Ημουν παιδί και στενοχωριόμουν που όταν τα ξέθαβα δεν είχαν μεταλλαχθεί. Αλλά συνέχιζα να πειραματίζομαι. Είχα πείσμα». Συνειδητά πάντως ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία γύρω στα 20, παραβλέποντας το γεγονός ότι η οικογένειά του διαφωνούσε κάθετα με αυτή την ενασχόληση. Την εποχή που ήρθε σε επαφή με τα έργα του Πικάσο και του Τζακομέτι άρχισε να πειραματίζεται σε ένα υπόγειο εργαστήρι. Και το 1952 δημιούργησε το πρώτο του ατελιέ με τους παιδικούς του φίλους και καλλιτέχνες Μίνωα Αργυράκη και Ραϋμόνδο. Τα πρώτα του έργα ήταν προτομές από γύψο και γλυπτά από σφυρήλατο σίδηρο, εμπνευσμένα από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.

Τα πρώτα «σινιάλα»

Καθοριστικό ρόλο στην πορεία του έπαιξε όμως η απόφασή του να φύγει για το Παρίσι, στα τέλη του 1953. Εκεί θητεύει για λίγους μήνες στο ατελιέ του Μπρανκούζι, αλλά καθώς η πληθωρική του προσωπικότητα δεν χωράει σε καλούπια, φεύγει και τα επόμενα χρόνια ζει ανάμεσα στο Παρίσι και το Λονδίνο, όπου εμπνέεται και δημιουργεί τα πρώτα του κινητικά έργα. Εντυπωσιασμένος από τον σιδηροδρομικό σταθμό του γαλλικού Καλαί, δημιουργεί τα πρώτα του «Σινιάλα»...

Και ύστερα τα εξελίσσει, τους προσδίδει ευελιξία, τα κοσμεί πρώτα με φως στην κορυφή και ύστερα με τα λεγόμενα «objets trouvés», τους επιτρέπει να λικνίζονται χάρη στον άνεμο και να «συγκρούονται» μεταξύ τους παράγοντας μουσική. Και δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι αργότερα το περιοδικό «New Scientist», σε άρθρο του με τίτλο «Οι ήχοι του αύριο», θα τον κατέτασσε μαζί με τους Ιάννη Ξενάκη και Τζον Κέιτζ στους περισσότερο υποσχόμενους μουσικούς του 20ού αιώνα! Από το 1955 και μέχρι το τέλος του 1965 ο Takis πειραματίζεται με όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος και της φύσης.

Εξερευνά τις μαγνητικές δυνάμεις και την ενέργεια των μαγνητικών πεδίων και πειραματίζεται με τον ηλεκτρισμό, τον ήχο και το φως. Επηρεασμένος από αυτά αλλά και από τη μεταφυσική και τη φιλοσοφία (εξερευνά επίσης τις κοσμικές δυνάμεις και την επικοινωνία με το υπερπέραν) δημιουργεί Τηλεγλυπτά και Τηλεπίνακες, Τηλεφώτα, Καντράν και Μουσικά. Το 1968 στο ΜΙΤ της Μασαχουσέτης δημιουργεί μια σειρά από ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά. Μελετά την υδροδυναμική ενέργεια και δίνει μορφή στην επινόησή του με τίτλο «Υδροδυναμική της θαλάσσιας ταλάντωσης», ενώ παράλληλα εμπνέεται και μια σειρά από υδρομαγνητικά γλυπτά.

Ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός, σε μια προσπάθειά του να εκδημοκρατίσει την τέχνη, δημιούργησε προσιτές οικονομικά εκδοχές του έργου του. Το ’69 έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία της Art Workers Coalition (με σκοπό την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών ενάντια στην εκμετάλλευσή τους από γκαλερίστες, εικαστικούς επιμελητές και μουσεία), πετώντας, έξω από το MOMA ένα έργο του για το οποίο δεν είχε δώσει την άδεια να εκτεθεί. Αυτή η συμβολική του κίνηση γίνεται πρωτοσέλιδο στους «New York Times».

«Οι έµποροι ξεφτιλίζουν τον καλλιτέχνη» διαλαλούσε μέχρι τέλους. Διονυσιακός, πανσεξουαλικός, λάτρης του ελεύθερου έρωτα, στο Παρίσι πια το 1974 ξεκινά να δημιουργεί τα ερωτικά του γλυπτά, χυτεύοντας καλούπια με ανδρικά και γυναικεία σώματα. Ξεχωριστό κομμάτι της δημιουργίας του και εξίσου πρωτοπόρο είναι η δημιουργία σκηνικών και η μουσική επιμέλεια θεατρικών παραστάσεων και performances. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι συνεργασίες με το Εθνικό Φεστιβάλ της Ολλανδίας για το μπαλέτο «Ελευσίς» το 1973, με τον Κώστα Γαβρά για την ταινία «Ειδικό Δικαστήριο» το 1975, με τον Μιχάλη Κακογιάνη για την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο το 1983, καθώς και τις «Τρωάδες», με το Nam June Paik το 1979, με τη Joelle Léandre και τη χορεύτρια Μάρθα Ζιώγα για την performance «Παράλληλη ερωτική γραμμή» το 1986, καθώς και με τη Βαρβάρα Μαυροθαλασσίτη για την performance «Το ξύπνημα της Ισιδος» το 1990.

Επιστρέφει

Στην Ελλάδα θα επιστρέψει το 1986 και θα ιδρύσει το Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες (KETE) στο Γεροβουνό Αττικής, που θα γίνει το καταφύγιό του. Το πιο πρόσφατο (2000) μνημειακό του έργο είναι το «Hommage à Apollon», τεράστιο κινητικό γλυπτό που στηρίζεται στη φωτοβολταϊκή ενέργεια και βρίσκεται τοποθετημένο στους Δελφούς. Η Ελλάδα, βέβαια, δεν του φέρθηκε πάντα καλά, με πιο χαρακτηριστικό επεισόδιο όταν επί δημαρχίας Ν. Κακλαμάνη ο Δήμος Αθηναίων αποκαθήλωσε τα «Αιολικά Σινιάλα» του που είχαν τοποθετηθεί λόγω Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 στην αρχή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ο ίδιος πάντως δεν σταμάτησε να δημιουργεί μέχρι τέλους. Και να καπνίζει!

«Το τσιγάρο βοηθάει τη σκέψη και να ισορροπείς» έλεγε στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, επιμένοντας ότι δεν θα το κόψει, γιατί «είµαι 94 ετών. Τα γηρατειά είναι σκληρά, είναι τυραννία. ∆εν µου αρέσουν. Ζωντανό µε κρατά η µοίρα µου. Πιστεύω πολύ στη µοίρα. Ο,τι αποφασίσει αυτή θα γίνει. Το “κισµέτ”, που λένε οι Τούρκοι. ∆εν είναι τυχαίο που η θεά Μοίρα ήταν τόσο σηµαντική στην αρχαιότητα. Θα ήθελα να έχω φύγει πιο νωρίς…».

γλύπτηςΤάκιςTakis