Πολιτισμός|14.10.2019 11:45

Θεσσαλονίκη: Στο φως μια άγνωστη πόλη 30 αιώνων

Newsroom

Μια άγνωστη πόλη, με εξαιρετική ρυμοτομία, πλήρη εμπορική δραστηριότητα και καλή οχύρωση, που κατοικούνταν από θρακικά φύλα και «έσβησε» στο τέλος του 6ου π.Χ., την ίδια περίοδο που περνούσαν από εκεί οι Μακεδόνες, ήρθε στο φως λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Η τράπεζα (η προϊστορική τούμπα) στα όρια του Νέου Ρυσίου και της Καρδίας καλύπτει μια έκταση 14 στρεμμάτων, έχει οβάλ σχήμα και βρίσκεται σε μια αξιοσημείωτη θέση, με εντυπωσιακή θέα προς όλα τα απαραίτητα στρατηγικά σημεία, δηλαδή προς τον Θερμαϊκό κόλπο, την κοιλάδα του Ανθεμούντα και το φρούριο της κορυφής του Χορτιάτη, η σημασία του οποίου αποδεικνύεται από την αρχαϊκή εποχή μέχρι τον Μεσαίωνα. 

Η ανασκαφή γίνεται από το Διεθνές Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με την εποπτεία του αναπληρωτή καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας, Μανόλη Μανωλεδάκη και την χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» και φέτος αποκάλυψε εκτός από πλήθος κινητών ευρημάτων, κατώτερα τμήματα τοιχοδομιών, που σε ορισμένες περιπτώσεις δίνουν μια αρκετά καλή εικόνα δωματίων ή κτισμάτων, συχνά μάλιστα με δρόμους ανάμεσά τους.

«Έχουμε δηλαδή μια υποτυπώδη εικόνα ρυμοτομίας, πολύ σημαντική, αν σκεφτεί κανείς ότι μιλούμε για μια πολύ μακρινή περίοδο, από τον 9ο ως τον 6ο αιώνα π.Χ. Φαίνεται ότι οι τοίχοι του οικισμού ήταν λίθινοι σε αρκετά μεγάλο ύψος συγκριτικά με άλλες περιόδους, καθώς εκτεταμένα στρώματα πεσμένων λίθων βρίσκονται παντού στο χώρο αμέσως κάτω από το επιφανειακό στρώμα και σε έναν από τους χώρους αποκαλύφθηκαν δύο θερμικές κατασκευές», λέει στο «Έθνος της Κυριακής» ο καθηγητής, Μανόλης Μανωλεδάκης.Το ερώτημα που ίσως δύσκολα, και πάντως όχι άμεσα, θα απαντηθεί είναι ποια ήταν η πόλη αυτοί και ποιοι οι κάτοικοί της, όπως επίσης και γιατί την εγκατέλειψαν τον 6ο αιώνα π.Χ. Σίγουρα πάντως δεν συνδέεται με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 315 π.Χ., καθώς είχε ήδη από αιώνες εγκαταλειφθεί.

Τα ευρήματα

«Τα μέχρι στιγμής ευρήματα από την τράπεζα και μάλιστα από όλους τους ανασκαμμένους χώρους της ανεξαιρέτως, δείχνουν ότι ο οικισμός έπαψε να χρησιμοποιείται μέχρι το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι εκείνη την εποχή (9ος-6ος αι. π.Χ.) η περιοχή κατοικούνταν από θρακικά φύλα, ενώ η έλευση των Μακεδόνων τοποθετείται στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., δηλαδή πάνω κάτω την εποχή που φαίνεται να εγκαταλείφθηκε ο οικισμός. Τώρα, το αν αυτό είναι απλά μια χρονική σύμπτωση ή όχι, μένει να αποδειχθεί, αλλά θα χρειαστεί ακόμα πολύς καιρός. Ένα άλλο ερώτημα είναι γιατί μια θέση με τέτοια εξαιρετική εποπτεία και στρατηγική σημασία εγκαταλείφθηκε τόσο νωρίς και αν ο πληθυσμός της μεταφέρθηκε κάπου αλλού στη γύρω περιοχή. Αλλά και αυτό θα αργήσει να απαντηθεί», αναφέρει ο κ. Μανωλεδάκης. Η τράπεζα αποτελείται από δύο επίπεδα, τα οποία «πατούν» πάνω σε ένα ευρύτερο επίπεδο και το υψόμετρο στο ψηλότερο σημείο της θέσης φτάνει στα 136,7 μέτρα. Η αρχική υπόθεση ήταν πως το ενδιάμεσο επίπεδο ήταν μία συνδετική δίοδος, σήμερα ωστόσο και με τα νέα ανασκαφικά δεδομένα η άποψη αυτή απορρίπτεται, αλλά το ζήτημα της σχέσης της Άνω Τράπεζας με την Κάτω, είναι δύσκολο, ακόμη και από γεωλογική άποψη να ερμηνευτεί. Πλήθος κεραμικής, που ακολουθούν την χρονολόγηση της τράπεζας, δηλαδή από τον 9ο ως τον 6ο αιώνα π.Χ. έχουν έρθει στο φως, ενώ υπάρχουν και παλαιότερα ευρήματα, καθώς και λιγοστά θραύσματα αγγείων κλασικής και ελληνιστικής περιόδου (από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά).

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ανεύρεση ενός μικρού περίαπτου σε σχήμα διπλού σφυριού και ενός σφυκωτήρα, κοσμήματος δηλαδή για να πιάνουν τα μαλλιά. Και τα δύο είναι χάλκινα, μάλιστα το περίαπτο είναι ιδιαίτερα σπάνιο και παρόμοιά του είναι γνωστά κυρίως στη Θεσσαλία. «Ήρθαν στο φως σημαντικές ποσότητες κεραμικής, τροχήλατης και χειροποίητης, τόσο διακοσμημένης (κυρίως με γεωμετρικά μοτίβα) όσο και αδιακόσμητης, από τις οποίες ξεχωρίζουν οι μεγάλοι πιθαμφορείς, εμπορικοί αμφορείς και οινοχόες. Στη μεγάλη τους πλειονότητα τα αγγεία είναι εγχώριας παραγωγής και λίγα είναι τα εισηγμένα. Λιγότερα είναι τα λίθινα αντικείμενα, ενώ δεν έλειψαν αρκετά οστά και όστρεα», προσθέτει ο κ. Μανωλεδάκης. 

Η Τράπεζα Νέου Ρυσίου-Καρδίας ήταν γνωστή εδώ και περίπου έναν αιώνα, αλλά ποτέ δεν είχε ερευνηθεί συστηματικά και για πρώτη φορά ανασκάπτεται. Περιορισμένης έκτασης επιφανειακές έρευνες έγιναν κατά καιρούς, οι οποίες απέδωσαν ελάχιστα θραύσματα αγγείων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και των ιστορικών χρόνων, μέχρι την κλασική περίοδο. Με την φετινή ανασκαφή αποκαλύπτεται ο ρυμοτομικός σχεδιασμός, η οριοθέτηση των οικιών, των δρόμων, των εργαστηρίων και επιβεβαιώνεται η καλή οργάνωση που είχε η -άγνωστη ως προς το όνομα- πόλη.

Από την κεραμική ενδιαφέρον έχουν οι πιθαμφορείς, τμήματα από αμφορείς της Ανατολικής Ελλάδας και της Αττικής, τμήματα κορινθιακών αγγείων, λίθινα και μεταλλικά εργαλεία, μεταξύ των οποίων σιδερένιες σφήνες, που ίσως σχετίζονται με εργασίες εξόρυξης λίθου, άγνωστης περιόδου. Μέχρι στιγμής έχει ανασκαφεί περίπου το 10% της Τράπεζας, ποσοστό εξαιρετικά μικρό και οι αρχαιολόγοι, μαζί και οι φοιτητές του Διεθνούς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που συμμετέχουν στην ανασκαφή το καλοκαίρι, δηλώνουν πως βρίσκονται μπροστά σε μια πολύ ενδιαφέρουσα αρχαιολογική θέση. Αν και είναι φειδωλοί στις εκτιμήσεις τους, θεωρούν βέβαιο πως η πόλη εγκαταλείφθηκε στον 6ο αιώνα, ενώ είναι ήδη γνωστό πως οι Μακεδόνες επεκτεινόμενοι από τον πυρήνα του βασιλείου τους στις Αιγές προς τα δυτικά και εκτοπίζοντας σταδιακά του Θράκες, πέρασαν τον Αξιό ποταμό προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. Η σύμπτωση είναι αναμφισβήτητα αξιοσημείωτη. 

«Αυτό που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε είναι ότι η Τράπεζα Νέου Ρυσίου-Καρδίας είναι ένας πολλά υποσχόμενος αρχαιολογικός χώρος. Η έρευνα θα οδηγήσει σε σημαντικές αποκαλύψεις που θα φωτίσουν περισσότερα στοιχεία για την πόλη. Επιπλέον θα ρίξουν φως και στην ανθρώπινη παρουσία και στην δραστηριότητά της στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, αρκετά πριν την ίδρυση της πόλης από τον Κάσσανδο, σε μια εποχή δηλαδή που παραμένει ιδιαίτερα σκοτεινή για την περιοχή, λόγω της έλλειψης γραπτών και αρχαιολογικών μαρτυριών», τονίζει ο κ. Μανωλεδάκης.

αρχαιολογική σκαπάνηΜανόλης Μανωλεδάκηςανασκαφή