Πολιτισμός|04.11.2019 19:47

Β’ Εξώστης: Πολύ αργά για δάκρυα και ήρωες

Newsroom

Πόσο αστικός-αριστερός (θαυμάστε την αντίφαση των γραφομένων μου!) υπήρξε ο Β’ Εξώστης του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών κάθε Σεπτέμβριο στις προβολές του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης; Με τι τρόπο πρέπει να τον αντιμετωπίσω, πάντα με την αγωνία του ιχνηλάτη, μήπως κάνω το μοιραίο λάθος; Η ρετρό νοσταλγική και λίγο πικρή ανάμνηση μπορεί να υποσκάψει την Ιστορία. Αλλά πάλι τι σημαίνει αντικειμενικότητα, όταν η τελευταία δεν «ζυμώνεται» με τις κοινωνικές καταστάσεις κάθε εποχής. Ο θρύλος του Β’ Εξώστη γιγαντώνεται ιδίως στην περίοδο της δικτατορίας. Βέβαια υπάρχουν κι άλλα αξιοσημείωτα μεταπολιτευτικά γεγονότα.

Η κραυγή «Δοξόμπους» (για την ομώνυμη ταινία), η άγρια επίθεση στον Παύλο Τάσιο στην προβολή της ταινίας του «Νόκ άουτ», που με τη σειρά του κατόπιν έχασε των έλεγχο των λόγων και πράξεών του, το θλιβερό γεγονός της αποδοκιμασίας των ποιητικών ταινιών του Σταύρου Τορνέ και ιδίως η διάθεση να επιβληθεί και να νομιμοποιηθεί ο νόμος του Εξώστη ως μιας  κολυμβήθρας «καθαρότητας» και αντιεξουσιαστικού στιλ. Η μετάλλαξη της ιδεολογίας σε γραφικότητα μετέτρεψε τον Β’ Εξώστη σε ένα θλιβερό ομοίωμα αντίστασης. Πολλές φορές η ενσωμάτωση έρχεται και με την αποδόμηση.

 «Δώστε μας τον Γιάννη»

Στα χρόνια της δικτατορίας  τα πράγματα  υπήρξαν διαφορετικά. Αρχικά η συρροή των θεατών, σε σχέση  με το σήμερα, ήταν ασύγκριτη: τεράστια η υπεροπλία του παρελθόντος. Το φεστιβάλ, προβάλλοντας ταινίες σε κινηματογράφους της καρδιάς του ιστορικού κέντρου (πέραν της Ε.Μ.Σ.) σε «Αριστοτέλειον», «Αλέξανδρο»» κ.τ.λ. συγκέντρωνε από τις 6:30 το πρωί ουρές κόσμου. Ιδίως νέους και φοιτητές που μάχονταν για ένα εισιτήριο. Μεγάλο μέρος των νέων πήγαιναν ψηλά στον Εξώστη. Φυσικά τα αντιχουντικά συνθήματα και τα ανέκδοτα έδιναν κι έπαιρναν. Κάποτε οι αστυνομικοί συνέλαβαν, για ιδεολογικούς λόγους, έναν φοιτητή που λεγόταν Γιάννης. Με ρυθμικά συνθήματα  από τον Β’ Εξώστη  φώναζαν «Δώστε μας τον Γιάννη». Όντως, ο Γιάννης  (σε ποια γωνιά της σκονισμένης Ιστορίας να βρίσκεται τώρα;) αφέθη ελεύθερος με επιδοκιμασίες ενθουσιασμού!

Οι νέοι του Β’ Εξώστη, με το τέλος των προβολών κι ανάλογα με τα οικονομικά τους, κατευθύνονταν στο «Ντορέ» ή στο περίφημο μεγάλο καφενείο «Αιγαίο» στη λεωφόρο Νίκης (που διανυκτέρευε) ή στο «Ζάππειο» στην Εθνικής Αμύνης. Εκεί με ολονύκτιες  συζητήσεις ανέλυαν τις ταινίες. Πολλοί είχαν δημιουργήσει και μια φαντασίωση πως λειτουργούν ως αντιστασιακοί. Παιδιά της επαρχίας,  με χαμηλή αυτοεκτίμηση, μέλη της ΕΔΗΝ και άλλοι έχτιζαν τη μεγάλη ουτοπία μιας ευρύτερης επανάστασης. Το σίγουρο ήταν πως οι νέοι είχαν πραγματώσει τη σεξουαλική τους επανάσταση μια και οι περισσότεροι συζούσαν και έβλεπαν και πολύ σινεμά (τουλάχιστον 5-6 φορές την εβδομάδα, πέραν του φεστιβάλ).

Οι άνδρες της ασφάλειας, με πολιτικές ενδυμασίες, παρακολουθούσαν στενά τις προβολές του φεστιβάλ και τις ιδεολογικές αντιδράσεις των νέων στην αίθουσα. Έβλεπαν, κατέγραφαν, πίστευαν πως κι αυτοί κάνουν κάτι σοβαρό και ουσιαστικό, σε μια αντιπαράθεση καθαρά τελετουργική, ένα θέατρο, όπου ο καθένας είχε το ρόλο του.

Ωστόσο, κατά την περίφημη ρήση του Λεβί Στρος πως δηλαδή κανένας μύθος δεν είναι απόλυτα μύθος ,υπάρχει και ουσία. Οι φοιτητές του Β’ Εξώστη, αλλά και της πόλης, είχαν αποχτήσει τη μεγάλη οξυδέρκεια για την ανάλυση του σινεμά και της σημειολογίας του. Πάρα πολλοί απ’ αυτούς θα μπορούσαν σήμερα να είναι σπουδαίοι κριτικοί κινηματογράφου. Τους βοήθησαν πολύ τα ιδεολογικά φορτισμένα κείμενα για το σινεμά που έγραφε στην εφημερίδα  «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ» ο κομμουνιστής πρωτοπόρος κριτικός κινηματογράφου Λάμπρος Παπαχρόνης, δικηγόρος, που σύντομα το σύστημα τον εξουδετέρωσε. Παρά το ζοφερό πολιτικό κλίμα, η Θεσσαλονίκη ήταν μια χαρούμενη πόλη, με τα δημόσια φώτα ανοιχτά όλο το βράδυ, και η κυκλοφορία στους δρόμους να είναι πυκνή και μέχρι τις 3 και 4 το πρωί. Παραδοσιακά εστιατόρια, όπως η «Πέρδικα», το «Σερραϊκόν», το περίφημο σουβλατζίδικο με το τζουκ μποξ και τα φλίπερς «Ρίο», το καφενείο «Ζάππειο»… όλα στην Εθνικής Αμύνης λειτουργούσαν ως οι προθάλαμοι του σινεμά και του Φεστιβάλ. Οι φοιτητές περίμεναν ανυπόμονα εκεί, τρώγοντας (ένας μουσακάς στοίχιζε 10 δραχμές, δηλαδή λιγότερο από 30 σημερινά λεπτά και η προσιτή φασολάδα 3,60 (περίφημο το «τρεις κι εξήντα»), δηλαδή λιγότερο από 10 λεπτά. Με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι, οι περισσότεροι αναχωρούσαν  για την πρώτη προβολή στο «Μακεδονικόν» (Φιλικής Εταιρείας  – Εθνικής Αμύνης), που άρχισε στις 13:30 το μεσημέρι ή έφευγαν για τις προβολές  του Φεστιβάλ.

Ο φαντασιακός χώρος της επανάστασης

Ο Β’ Εξώστης του φεστιβάλ λειτουργούσε εκτονωτικά και ως είδος χάπενινγκ. Το «Πάμε στον Β’ Εξώστη» σήμαινε και το μήνυμα, το σύνθημα ενός φαντασιακού χώρου της επανάστασης της  καθημερινής ζωής. Όλα αυτά είναι τόσο αντιφατικά, αλλά τόσο πραγματικά… Ήταν ιδίως καταστάσεις που θα μπορούσαν να συμβούν το ’60 και να τα αφήσουμε εκεί. Στο σήμερα δηλαδή ο Β’ Εξώστης θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου (δίκαια τον κατήργησε  ο διευθυντής του φεστιβάλ Μισέλ Δημόπουλος), διότι με την επικρατούσα ομοιογένεια της πολιτικής ορθότητας, θα καταντούσε λιμνάζων χώρος προσποίησης και τεχνητού life style.

Το ‘60 διέθετε μεγάλο μέρος ειλικρινούς αφέλειας και αθωότητας, πυροδοτούσε το θάρρος στις ελλειπτικές προσωπικότητες των νέων και τους πρόσθετε έναν αντιρροπιστικό ναρκισσισμό. Αν εξετάσουμε τους φοιτητές και τους νέους του Β’ Εξώστη, με όρους «Ανάλυσης προφίλ συμπεριφορών», θα αντιληφθούμε πως οι φαντασιωτικές διεργασίες αποπροσωποποίησης έδιναν την αίσθηση της ζωής ως κατασκοπευτική και πρακτορική περιπέτεια.

Οι κορυφαίοι μύθοι του ’60, δηλαδή η πλήρης ανεξαρτησία των ανδρών από οτιδήποτε, τα πρότυπα των Αλέν Ντελόν, Σον Κόνερι και άλλων πρόσφεραν το μείγμα «Δύναμη της παρέας, έξαρση  της ατομικότητας» δοσμένο σε πραγματικό, αλλά και σε φαντασιωτικό τόπο ζύμωσης, το σινεμά και το φεστιβάλ. Η μοναδική φορά που επικράτησε στη Θεσσαλονίκη ένα παράξενο συλλογικό πένθος  που έδινε την αίσθηση  μιας μεταφυσικής αύρας  ήταν οι μέρες του Μάη, της δολοφονίας και του ψυχορραγήματος του Λαμπράκη. Τότε το σινεμά έχασε από το πραγματικό, το γεγονός ξεπέρασε τη μυθοπλασία, ο ακαθόριστος φόβος των νέων δεν μπόρεσε να ισοφαριστεί από τις σκοτεινές αίθουσες.

Ζην επικινδύνως

Σε ότι αφορά και πάλι στον Β’ Εξώστη, ήταν μια in vitro συσκευή ζην επικινδύνως (δια των αποδοκιμασιών). Στην πραγματική ζωή οι κίνδυνοι ήταν άλλοι. Ήταν κάτι νεανικές ανέμελες φιγούρες, που σύχναζαν στα φοιτητικά εστιατόρια, κρατώντας επιδεικτικά την εφημερίδα «ΑΥΓΗ». Οι πράκτορες της Κ.Υ.Π. ήταν πιο πολλοί πριν τη δικτατορία γιατί ακριβώς «σκανάριζαν» τις πιθανότητες που ολοκλήρωναν στρατηγικές μελέτες  για τη δυναμική του πλήθους και ιδίως των φοιτητών. Από τους  χιλιάδες θεατές του Β’ Εξώστη, ελάχιστοι είχαν αντιδικτατορική δράση. Αυτή εξαντλείτο στο να κρατούν επιδεικτικά τα «ΝΕΑ». Ως εκεί...

Τα υπόλοιπα στο σινεμά, στην τέχνη της ζωής, στην αναπαράσταση, στις εικόνες. Θεατές του εξώστη, γεμάτοι ενθουσιασμό, θα σηκώσουν στις πλάτες τους τον πρωτοεμφανιζόμενο στο φεστιβάλ Θόδωρο Αγγελόπουλο με την πολύκροτη πολιτική «Αναπαράσταση» του. Οι φοιτητές της Θεσσαλονίκης θα πράξουν την πιο γενναία αντιπαράθεσή τους με το σύστημα  στον κινηματογράφο «Εγνατία». Στην τελευταία προβολή της πολύκροτης και βραβευμένης  αμερικανικής ταινίας διαμαρτυρίας «Φράουλες και αίμα» θα ξεσηκωθούν με κραυγές και αποδοκιμασίες όταν στην οθόνη γινόταν η εισβολή των δυνάμεων καταστολών σε αμερικάνικο πανεπιστήμιο. Κανείς δεν τόλμησε να τους πειράξει. Στη 1 το πρωί όμως, όταν τελείωσε η ταινία, η πινακίδα έγραφε πως προβάλλεται το φιλμ «Ρεβέκκα»…

Πάντα, χωρίς ίχνος αισθητικής, οι ασφαλίτες και  οι κυπατζήδες, βασικά άξεστοι συναισθήματος άνθρωποι, γεμάτοι άχρηστες  γνώσεις , σκαρτάρισαν την αξία ενός Χίτσκοκ, τοποθετώντας τον για να υποκαταστήσει την Επανάσταση.

Ο Β’ Εξώστης του φεστιβάλ κοιμάται τώρα τον αιώνιο ύπνο, «θαμμένος» σ’ ένα χωράφι, όπου διασταυρώνονται ο χρόνος και ο χώρος με την κοινωνική σημασία του. Δεν θα αναστηθεί ποτέ, δεν θα λειτουργήσει ως λάβαρο, παρά ως αντικείμενο συναισθηματικής  εκμετάλλευσης. Αυτό είναι άκρως αντιδιαλεκτικό και γιατί η περίοδος, όπου πλήθη  ετερόκλητων εικόνων κέρδισαν το σινεμά, την ηθική του και το στιλ ενός τρόπου ζωής και θεώρησης του κόσμου.

Είναι πολύ αργά και για δάκρυα και για ήρωες!

ΑΛΕΞΗΣ Ν. ΔΕΡΜΕΝΤΖΟΓΛΟΥ

60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης