Εκκλησία|18.05.2020 19:21

Η περίπτωση του Αμβροσίου, το «l’ eglise, c’est moi»… και οι αφορισμοί

Μαρίνα Ζιώζιου

Προσαρμόζοντας την περίφημη ρήση του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΔ' (l’ état, c’ est moi), στην περίπτωση του μητροπολίτη πρώην Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβροσίου μπορεί να ισχύσει «l’ église, c’est moi» (η Εκκλησία είμαι εγώ). Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη σημερινή, απαξιωτική, ανακοίνωση του ιδίου στο προσωπικό του ιστολόγιο ότι «η «Ιεραρχία κοιμάται τον ύπνο του δικαίου»!

Ο κ. Αμβρόσιος μάς έχει συνηθίσει στον δημόσιο λόγο του να εκφράζεται, κινούμενος από μη ελεγχόμενο παρορμητισμό και αποφαινόμενος ενίοτε με αμετροέπεια, στοιχεία που απέχουν πολύ από τον δημόσιο λόγο των πατέρων της Εκκλησίας. Οι πατέρες μιλούσαν με σύνεση και όχι με στόχευση τη δημόσια προβολή.

Στην περίπτωση του Αμβροσίου θα μπορούσαμε να επιλέξουμε την οδό της σιωπής, γιατί τα δεδομένα μάς πείθουν ότι δεν πρόκειται να τον μεταπείσουμε να ζητήσει συγγνώμη για το νέο του παραλήρημα. Πολύ περισσότερο που ο ίδιος πιστεύει ότι η «Εκκλησία είναι αυτός»!

Αλήθεια, ο νέος μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Ιερώνυμος για πόσο καιρό θα ανέχεται τέτοιου είδους συμπεριφορές που τον παραγκωνίζουν και κατά συνέπεια τον εκθέτουν; Για πόσο καιρό θα ανέχεται να σκανδαλίζονται οι πιστοί από ανώριμες πράξεις; Επιτέλους, πού βρίσκεται ο συνετός λόγος της Εκκλησίας που σε αυτές τις πρωτόγνωρες εμπειρίες της πανδημίας θα έπρεπε να δίνει κουράγιο και σοβαρή καθοδήγηση στους πιστούς;

Ας δούμε, λοιπόν, τι είναι ο αφορισμός και πόσο συμβατό είναι αυτό που έκανες χθες ο κ. Αμβρόσιος με τη σχετική εκκλησιαστική πράξη.

Κατά τη θεωρία του Κανονικού Δικαίου, ο αφορισμός διακρίνεται σε μικρό και μεγάλο. Ο μεγάλος αφορισμός είναι η πλήρης αποκοπή από το εκκλησιαστικό σώμα και επιβάλλεται σε κάποιον που διακηρύσσει «γυμνή τη κεφαλή» αίρεση (15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου) ή ενεργεί με τέτοιο τρόπο, με αποτέλεσμα να διασπάται η ενότητα της Εκκλησίας (σχίσμα). Ο μεγάλος αφορισμός επιβάλλεται ύστερα από συνοδική απόφαση. Έτσι διαμορφώθηκε στη διαχρονική εκκλησιαστική πράξη και έτσι υιοθετείται σήμερα από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος.  

Ο μικρός αφορισμός είναι η αποκοπή από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας για κάποιο χρονικό διάστημα και συνήθως επιβάλλεται σε ένα μέλος της Εκκλησίας από τον πνευματικό του πατέρα. Ο μικρός αφορισμός έχει κυρίως παιδαγωγικό χαρακτήρα, ενώ ο μεγάλος αφορισμός θεωρείται ως η εσχάτη εκκλησιαστική ποινή.

Όπως πολύ σωστά δηλώνεται από τους κορυφαίους εκκλησιαστικολόγους Σπύρο Τρωιάνο και Γιώργο Πουλή, ο επίσκοπος, άσχετα από το μυστήριο της εξομολόγησης, διατηρεί την εξουσία να επιβάλλει σε μέλη του ποιμνίου του τον αφορισμό, αφού προηγουμένως τα καλέσει να απολογηθούν. «Η εξουσία αυτή του επισκόπου, που είναι αμεταβίβαστη, έχει στην περίπτωση του μικρού αφορισμού πρακτική σημασία πρωτίστως στους λαϊκούς», γιατί για τους κληρικούς και τους μοναχούς η δικαιοδοτική πράξη της Εκκλησίας έχει χαράξει με σαφήνεια διαφορετικό τρόπο που εκφράζεται μέσα από τη λειτουργία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων.

«Σε παλαιότερες εποχές είχε επικρατήσει το έθιμο να εξαπολύουν οι επίσκοποι τον μικρό αφορισμό αορίστως, δηλαδή εναντίον προσώπων, αντικειμενικά μεν ορισμένων, αλλά όχι γνωστών. Συνήθως αυτό γινόταν σε περιπτώσεις διάπραξης κλοπής από άγνωστο δράστη, για να υποχρεωθεί κάτω από την ηθική πίεση ο κλέφτης να επιστρέψει τα κλοπιμαία».

Μεταφέροντας όλα τα παραπάνω, στην περίπτωση του Αμβροσίου μπορούν επιγραμματικά να σημειωθούν τα εξής:

  1. Διαβάζοντας χθες τον (μεγάλο) αφορισμό ο κ. Αμβρόσιος επαναφέρει μια εγκαταλελειμμένη πρακτική, που για την εποχή της Τουρκοκρατίας είχε κάποιο ποιμαντικό νόημα, όμως σήμερα είναι ποιμαντικά απολύτως ακατανόητη. Εξάλλου αυτή η πρακτική άφησε στην Εκκλησία «μελανά στίγματα», ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που είχαμε άκριτη επιβολή της. Όταν για παράδειγμα κάποιος επίσκοπος εξαπολύει την απειλή ή προβαίνει στην ποινή του αφορισμού για να εκφράσει παρορμητικά τον θυμικό του κόσμο, υποχωρεί η παιδαγωγία και μετατρέπεται σε προσβολή. Είναι ασύμμετρος ο μεγάλος αφορισμός προς το υποτιθέμενο εκκλησιαστικό αδίκημα, που δήθεν τέλεσαν τα κυβερνητικά στελέχη.
  2. Ο κ. Αμβρόσιος είναι αναρμόδιος, γιατί δεν είναι εν ενεργεία επίσκοπος. Επίσης, δεν είναι ο τοπικά υπεύθυνος για τα συγκεκριμένα κυβερνητικά στελέχη. Τοπικά υπεύθυνος είναι ο επίσκοπος της κατοικίας τους.
  3. Κατά το άρθρο 4 περίπτωση θ’ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (νόμος 590/1977, ΦΕΚ Α’ 146/31.5.1977): «Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφαίνεται επί παντός ζητήματος αφορώντος εις την Εκκλησίαν. Ειδικώτερον αύτη: … θ) Αποφασίζει διά την επιβολήν ποινής αφορισμού κατά τα υπό των Ιερών Κανόνων οριζόμενα». Τον μεγάλο αφορισμό, λοιπόν, τον επιβάλλει η Ιεραρχία και όχι ένας επίσκοπος. Επίσης, κατά το άρθρο 6 περίπτωση 3: «Επί ζητημάτων όμως θεμελιώδους κατά την κρίσιν της Συνόδου της Ιεραρχίας σημασίας και σπουδαιότητος δια την Εκκλησία, ως της επιβολής της ποινής του αφορισμού… αι αποφάσεις λαμβάνονται δια πλειοψηφίας των 2/3 τουλάχιστον του όλου αριθμού των μελών της Ιεραρχίας». Σε αυτή την περίπτωση απαιτούνται πάνω από 55 ψήφοι ιεραρχών.  

Επομένως, η πράξη του κ. Αμβροσίου είναι κανονικά άκυρη και ανυπόστατη και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά και ο ίδιος, αλλά και ο νυν μητροπολίτης Καλαβρύτων. Και τότε προκύπτει το μεγάλο ερώτημα: Πού βρίσκεται η υπευθυνότητα;

Το πιθανότερο σενάριο - κατά την άποψή μας- είναι ότι αυτό έγινε μόνο για επικοινωνιακούς λόγους, αλλά ο ναρκισσισμός ουδέποτε και κανέναν δεν ωφελεί. Τέτοιες πράξεις μαρτυρούν την απόλυτη πνευματική παρακμή που διέρχεται ο τόπος μας…

αφορισμόςπρώην Καλαβρύτων ΑμβρόσιοςΙερά ΣύνοδοςΕκκλησία της Ελλάδος