Κλάους Κένεθ: Από το σκοτάδι του μίσους στον Γέροντα Σωφρόνιο
Μαρίνα ΖιώζιουΣτον Χώρο Βιβλίου και Πολιτισμού των εκδόσεων Εν Πλω πραγματοποιήθηκε εκδήλωση αφιερωμένη στον Γέροντα Σωφρόνιο (Σαχάρωφ) του Έσσεξ.
Η εκδήλωση έγινε με αφορμή την περιοδεία του συγγραφέα Κλάους Κένεθ και την παρουσίαση του graphic novel των εκδόσεων «Το τέλος είναι μονάχα η αρχή», με κείμενα και εικονογράφηση της Μελίτας Αντωνιάδου.
Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος, ο οποίος και άνοιξε την εκδήλωση με έναν χαιρετισμό που απηύθυνε για την προσωπικότητα του μεγάλου αυτού ορθόδοξου θεολόγου του 20ού αιώνα, τον οποίο, όπως δήλωσε, γνώρισε το 1976 και έκτοτε ανέπτυξε μαζί του έναν καθοριστικό πνευματικό δεσμό.
Ο ιεράρχης τόνισε ότι ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος διέθετε προφητική, αποστολική και πατερική εμπειρία με την οποία καθοδηγούσε τα πνευματικά του παιδιά και όσους προσέρχονταν για να μαθητεύσουν στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού.
«Ακόμα και ο πιο αμαρτωλός ένιωθε κοντά του αναπαυμένος, ένιωθε ότι κάποιος τον αγαπούσε», είπε χαρακτηριστικά.
Ήταν θεολόγος και πνευματικός πατέρας. Η θεολογία του δεν ήταν καρπός μελέτης, αλλά αποκαλύψεως του Θεού σε αυτόν που τον αναζητούσε με όλη του την ύπαρξη. Σεβόταν απεριόριστα την ελευθερία του άλλου. Συνδύαζε τη βιωματική πνευματικότητα με τον φιλοσοφικό στοχασμό. Διαλεγόταν με την κοσμική γνώση. Συνδύαζε στενά στη ζωή του την έρημο με την κοινωνία.
Ο ίδιος έζησε πολλά χρόνια στην έρημο του Αγίου Όρους με χαρισματική μετάνοια και νοερά προσευχή. Ζώντας αργότερα στη δυτική κοινωνία μπορούσε να καταλάβει τον σύγχρονο άνθρωπο και τον βοηθούσε αποτελεσματικά.
Τέλος, ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στην πολύτιμη εμπειρία που είχε ως συλλειτουργός του γέροντος Σωφρονίου και τόνισε πως εκείνος πίστευε ότι η Θεία Λειτουργία είναι ησυχασμός ακόμα και για τους κοσμικούς, που ζουν στον κόσμο και δεν έχουν ησυχαστικές εμπειρίες.
Ο Κλάους Κένεθ ανέφερε πως για εκείνον ο γέροντας ήταν φως, ήταν μια αγκαλιά, ήταν μια διαφορετική «ανάγνωση» του κόσμου, που μεταμόρφωσε τον ίδιο από έναν γεμάτο μίσος «νεκρό» άνθρωπο σε πρόσωπο που μπορούσε να συγχωρεί και να αγαπάει…
Άλλωστε είχε κι εκείνος περάσει από τα λάθος μονοπάτια που πέρασε και ο Κλάους Κένεθ: Ο γέροντας παλαιότερα είχε στραφεί στον ινδικό μυστικισμό και για χρόνια ασκούσε τον διαλογισμό.
Όμως, η αδιάλειπτη μνήμη του θανάτου, η αναζήτηση του αληθινού Θεού τον οδήγησαν σε μια κατάσταση στην οποία δέχθηκε την αποκάλυψη του Θεού, οπότε στην συνέχεια επιδόθηκε σε αδιάλειπτο πένθος και ακράτητη μετάνοια. Μέσα σε αυτήν την προοπτική αξιώθηκε πολλών εμπειριών και θείων αποκαλύψεων.
Αυτές οι πολύτιμες εμπειρίες του, με διάκριση και πολλή αγάπη τον βοήθησαν να ελκύσει μια ψυχή κοντά στον Θεό: τον Κλάους. Και όχι μόνο αυτόν, αλλά πολλά ακόμη παραστρατημένα παιδιά της σύγχρονης εποχής.
Ο Κλάους Κένεθ γεννήθηκε στην Τσεχοσλοβακία το 1945, τη νύχτα που ο κόκκινος στρατός κατέλυε το Γ’ Ράιχ. Την παιδική του ηλικία σημάδεψαν οι τεράστιες κακουχίες και η γονεϊκή εγκατάλειψη.
Σε νεαρή ηλικία κακοποιείται σεξουαλικά από έναν ρωμαιοκαθολικό ιερέα, πράγμα που τον κάνει να αποστραφεί βαθιά το χριστιανισμό.
Στα εφηβικά του χρόνια εξωθείται σε αντικοινωνικές και αναρχικές συμπεριφορές, απότοκο των οποίων είναι οι συχνές καταδίκες και φυλακίσεις του. Τριγυρνά με εφηβικές συμμορίες σε όλη τη Γερμανία και ζει έντονη νυχτερινή ζωή παίζοντας μουσική σε κακόφημα κλαμπ.
Στα μετεφηβικά του χρόνια επιχειρεί να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Τιβίγγης, αλλά γρήγορα εγκαταλείπει τις σπουδές του και βυθίζεται για επτά χρόνια (1967-1973) στον κόσμο των ναρκωτικών. Περιπλανιέται σ’ ολόκληρο τον ανατολικό κόσμο αναζητώντας την αλήθεια και, κυρίως, τη δύναμη να εξουσιάζει τους ανθρώπους, τους οποίους μισεί όλο και περισσότερο. Γνωρίζει τον ισλαμισμό, τον ινδουισμό και το βουδισμό και θητεύει για χρόνια στις τάξεις τους. Μη μπορώντας να βρει λύση στα προσωπικά του αδιέξοδα, ρίχνεται στις καταχρήσεις, ενώ η ενασχόλησή του με τη μουσική δεν αρκεί για να κορέσει τη δίψα του για νόημα ζωής.
Στη συνέχεια καταφεύγει στο λατινοαμερικάνικο αποκρυφισμό και τη μαγεία. Όμως μια απειλή κατά της ζωής του στην Κολομβία τον φέρνει αντιμέτωπο με το όριο της ζωής του. Το 1981, σε ηλικία τριάντα έξι ετών, επιστρέφει στην Ευρώπη, ξαναπιάνει τις σπουδές του και, ολοκληρώνοντάς τις, διορίζεται καθηγητής σε σχολείο. Ταυτόχρονα έρχεται σε επαφή με τον προτεσταντισμό. Μεταστρέφεται σιγά σιγά στο χριστιανισμό και το 1983 γνωρίζει το Γέροντα Σωφρόνιο, ο οποίος γίνεται πνευματικός του πατέρας και σημαδεύει τη μετέπειτα πορεία του.
Το 1986 βαπτίζεται Ορθόδοξος στη Γενεύη και η ζωή του αρχίζει να γίνεται μια διαρκής μαρτυρία του Χριστού. Μεταφράζει στα γερμανικά με την ευλογία του Γέροντα Σωφρονίου το έργο του τελευταίου «Η ζωή Του ζωή μου», καθώς και πληθώρα άλλων ορθόδοξων πατερικών έργων. Περιοδεύει σε όλη την Ευρώπη μιλώντας για την Ορθοδοξία και αφηγούμενος την προσωπική του πορεία σε συνέδρια, παρουσιάσεις, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Το 2000 ιδρύει την Ακαδημία του Βασιλέως Σολομώντα στην Κένυα, καθώς και το Ίδρυμα του Αγίου Σάββα στη Σερβία. Μέσα από το πρώτο ιδρύει σχολεία και ορφανοτροφεία στην Αφρική, ενώ μέσα από το δεύτερο προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές των ορφανών του πολέμου στη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Το 2005 συνταξιοδοτείται από την καθηγητική του εργασία και συνεχίζει μέχρι σήμερα να μιλά και να γράφει για το Χριστό.