Εκκλησία|17.10.2019 18:22

Πατριαρχείο Μόσχας: Δεν θα μνημονεύει τον Ιερώνυμο στα Δίπτυχα και προχωρά σε διακοπή κοινωνίας

Μαρίνα Ζιώζιου

Στην αντεπίθεση περνά το Πατριαρχείο Μόσχας μετά την απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος να αναγνωρίσει τη νέα Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας αποφάσισε σήμερα, Πέμπτη 17 Οκτωβρίου, σε έκτακτη σύγκλησή της, να διακόψει τη μνημόνευση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου από τα Δίπτυχά της, σε περίπτωση που ο προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας μνημονεύσει τον μητροπολίτη Κιέβου Επιφάνιο, ενώ προχωρά και σε διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας με όσους μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος συλλειτούργησαν ή θα συλλειτουργήσουν με εκπροσώπους των ουκρανικών μη κανονικών σχισματικών-σύμφωνα με την Εκκλησία της Ρωσίας- κοινοτήτων.

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του ethnos.gr, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θεωρείται πλέον βέβαιο ότι αύριο, Παρασκευή 18 Οκτωβρίου, θα βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη μέχρι και την Κυριακή 20 Οκτωβρίου. Το Σάββατο 19 Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθεί Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στην ιστορική Εκκλησία της Παναγίας Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Επί του κανονικού εδάφους των Νέων Χωρών θα μνημονευθεί για πρώτη φορά ο νέος προκαθήμενος της Εκκλησίας τη Ουκρανίας. Είναι πιθανό να υπάρξει συλλείτουργο και με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και με αυτό τον τρόπο να γίνει και επίσημα η αναγνώριση της νέας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας.

Η Ιεραρχία του Πατριαρχείου Μόσχας στην ανακοίνωσή της κάνει λόγο για μονομερή αναγνώριση της «σχισματικής», όπως την αποκαλεί, Εκκλησίας της Ουκρανίας από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, καταλογίζοντάς του λάθος επιχειρήματα.

«Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου ότι δήθεν ''επειδή το Πατριαρχείο Μόσχας απουσίασε από τις εργασίας της Συνόδου της Κρήτης, κατά το 2016, δεν εδόθη η δυνατότης συζητήσεως του θέματος της χορηγήσεως του αυτοκεφάλου''. Στην πραγματικότητα το θέμα του αυτοκεφάλου αποσύρθηκε από την Ημερήσια Διάταξη της Συνόδου πολύ νωρίτερα κατόπιν επίμονης παρακλήσεως του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Τώρα πλέον καθίσταται οφθαλμοφανές ο λόγος της ως άνω κινήσεως» αναφέρει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας.

Επίσης, όπως υποστηρίζει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησία της Ρωσίας, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και η δήλωση του προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας ποτέ δεν αποτελούσε το κανονικό έδαφος οποιασδήποτε άλλης Εκκλησίας, εκτός του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχα επισημαίνει ότι η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έλαβε την απόφαση για την αναγνώριση του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου άνευ ψηφοφορίας, παρόλο που υπήρξαν μητροπολίτες που διαφώνησαν με τη συγκεκριμένη διαδικασία και με τη λήψη αυτή της απόφασης. Συγκεκριμένα σημειώνει ότι, «αποφάσεις της Συνόδου Ιεραρχίας στην Εκκλησία της Ελλάδος λαμβάνονται με ψηφοφορία όλων των συνέδρων. Καίτοι, δεν διενεργήθηκε η ψηφοφορία της Ιεραρχίας ούτε επί του θέματος της αναγνωρίσεως των ουκρανικών σχισματικών παρατάξεων, αλλά ούτε και επί του θέματος εγκρίσεως των αποφάσεων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου».

Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ρωσίας καταλήγει στην απόφασή της ότι «διακόπτει την προσευχητική και ευχαριστιακή κοινωνία με όσους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος δέχθηκαν ή θα δεχθούν σε τέτοια κοινωνία εκπροσώπους των ουκρανικών μη κανονικών σχισματικών κοινοτήτων. Επίσης δεν δίνουμε την ευλογία μας για προσκυνηματικές εκδρομές σε επαρχίες, οι οποίες ποιμαίνονται από τους εν λόγω ιεράρχες».

Τέλος, εξουσιοδοτεί τον Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών Κύριλλο να διακόψει το μνημόσυνο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου σε περίπτωση που ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος μνημονεύσει τον μητροπολίτη Κιέβου Επιφάνιο ή αναλάβει άλλες πρωτοβουλίες, που θα επιμαρτυρούν τη γενομένη από αυτόν αναγνώριση του ουκρανικού εκκλησιαστικού σχίσματος.

Αναλυτικά η δήλωση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας:

«Στις 17 Οκτωβρίου 2019 η συνελθούσα σε συνεδρία Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας προέβη σε δήλωση σχετικά με την κατάσταση, η οποία διαμορφώθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος κατόπιν διεξαγωγής εκτάκτου συνελεύσεως της Ιεράς Συνόδου Ιεραρχίας στις 12 Οκτωβρίου 2019 για το ουκρανικό εκκλησιαστικό (πρακτικά αριθμ. πρωτ. 125).

Μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας έλαβαν γνώση των αναρτηθέντων στα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως εγγράφων της εκτάκτου Συνελεύσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος από 12ης Οκτωβρίου 2019 και ειδικότερα δε του Ανακοινωθέντος της Συνόδου και της Εισηγήσεως του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου με θέμα «Αυτοκεφαλία Εκκλησίας Ουκρανίας», διά της οποίας εισηγείται «την αναγνώρισιν… της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της ανεξαρτήτου Δημοκρατίας της Ουκρανίας».

Εφόσον η υπό τον Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Ονούφριο αυτοδιοίκητος Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία με 95 αρχιερείς, πλέον από 12 χιλιάδες ενορίες, πλέον από 250 Ι. Μονές και δεκάδες εκατομμύρια πιστούς παραμένει κανονικώς ενωμένη με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας και ούτε ζήτησε αυτοκεφαλία από κανένα, προφανώς πρόκειται περί αναγνωρίσεως των σχισματικών παρατάξεων της χώρας. Ενωρίτερα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος προχωρούσε σε επανειλημμένες δηλώσεις περί αναγνωρίσεως του Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Ονουφρίου ως μόνου κανονικού Προκαθημένου της εν Ουκρανία Ορθοδόξου Εκκλησίας (με τελευταία τέτοια δήλωση να είχε κάνει εἰς επήκοον όλων στη Σύναξη Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών τον Ιανουάριο 2016). Ἐν τούτοις, στο τέλος του έτους 2018 ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε αντίθεση με τις παλαιότερες του δηλώσεις και χωρίς να είναι κανονικώς αρμόδιος, άνευ μετανοίας και αποκηρύξεως του σχίσματος «αποκατέστησε» όσους καθαιρέθηκαν, αναθεματίσθηκαν ή ουδέποτε είχαν ούτε κανονική χειροτονία, αλλά ούτε και την τυπική αποστολική διαδοχή. Επικεφαλής της νεόδμητης δομής ανέλαβε άνθρωπος με «χειροτονία» από τον καθηρημένο και αφορισμένο από την Εκκλησία πρώην μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο Ντενισένκο. Ο τελευταίος και αυτός «αποκαταστάθηκε» «εις το αρχιερατικό αξίωμα» από τον Κωνσταντινουπόλεως, αλλά αμέσως μετά αποχώρησε από την άρτι συγκροτηθείσα «εκκλησία», ανακοινώνοντας την ανασύσταση της παλαιότερης σχισματικής αυτού παρατάξεως, την οποία χαρακτηρίζει «πατριαρχείο Κιέβου».

Περί δύσκολης θέσεως, στην οποία περιήλθε η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία κατόπιν αντικανονικής νομιμοποιήσεως του ουκρανικού σχίσματος από την Κωνσταντινούπολη, καθώς και βίας και διωγμών, που εξαπέλυσαν σε βάρος των πιστών τέκνων της οι πρώην αρχές της Ουκρανίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας κατ’επανάληψιν πληροφόρησε τις εκκλησιαστικές αρχές της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Στις 9 Οκτωβρίου, λίγες ημέρες πριν την μνημονευθείσα έκτακτη Συνέλευση της Ιεραρχίας, ο Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κύριλλος απέστειλε αδελφικό Γράμμα προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο με προτροπή να απέχουν από μονομερείς ενέργειες και να μην προβαίνουν σε «εσπευσμένες αποφάσεις μέχρις ότου το Άγιον Πνεύμα συναγάγη πάντας τους Προκαθημένους των Αγίων του Θεού Εκκλησιών και συνετίση αυτούς ώστε, διά κοινών προσπαθειών, εξ ονόματος συμπάσης της Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας να εύρωμεν λύσιν, με την οποίαν να είναι αναπαυμένοι οι πάντες και η οποία θα συντελέσει εις την υπέρβασιν της παρούσης κρίσεως».

Λύπη προκαλεί ότι την ανάγκη εσπευσμένης και μονομερούς αναγνωρίσεως της αντικανονικής σχισματικής κοινότητας ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος την αιτιολογεί με σειρά εσφαλμένων και ψευδών επιχειρημάτων, τα οποία κατ’επανάληψιν είχαν αναιρεθεί όχι μόνο από ιεράρχες, επιστήμονες και θεολόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, αλλά και από αρκετούς επιφανείς αρχιερείς, ιερείς και θεολόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος.

Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η θέση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησίας της Ουκρανίας…παρέμεινε πάντοτε εις την κανονικήν εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν της Μητρός Εκκλησίας, του Οικουμενικού πατριαρχείου». Το έτος 1686  διά Γραμμάτων του Παναγιωτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου και της Ιεράς Συνόδου της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας η μητρόπολη Κιέβου υπάχθηκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Επί 300 και πλέον έτη όλη η Ορθοδοξία, συμπεριλαμβανομένης και της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, αναγνώριζε την επί της μητροπόλεως Κιέβου κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας, για τις δικαιοδοσιακές διαφορές ισχύει παραγραφή 30 ετών  (25ος καν. της Πενθέκτης Συνόδου).

Όλα τα παραπάνω αγνοήθηκαν από τις δύο Επιτροπές της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, στις οποίες ανετέθη η εξέταση του ουκρανικού εκκλησιαστικού. Στα πορίσματά τους οι Επιτροπές, κατά τον μητροπολίτη Κυθήρων και Αντικυθήρων Σεραφείμ, «παραθεωρούν την ζώσα παράδοσι της από 300 περίπου χρόνων εξαρτήσεως της Μητροπόλεως Κιέβου και πάσης Ουκρανίας από το Πατριαρχείο Ρωσίας. Αυτή άλλωστε η πραγματικότητα απεικονίζεται σε όλα τα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, μέχρι και το φετεινό. Παραβλέπουν, ίσως, το γεγονός ότι ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης κ.Βαρθολομαίος διά Πατριαρχικών Γραμμάτων (1992 και 1997) αναγνωρίζει την κανονικήν δικαιοδοσίαν του Πατριαρχείου Μόσχας επί της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου και τον σεβασμόν των επιβληθεισών κανονικών ποινών εις τους νυν αποκαθαρθέντας και αποκατασταθέντας καθηρημένους και σχισματικούς κληρικούς».

Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ο ισχυρισμός του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου ότι δήθεν «επειδή το Πατριαρχείο Μόσχας απουσίασεν από τας εργασίας της Συνόδου της Κρήτης, κατά το 2016, δεν εδόθη η δυνατότης συζητήσεως του θέματος της χορηγήσεως του αυτοκεφάλου». Στην πραγματικότητα το θέμα του αυτοκεφάλου αποσύρθηκε από την Ημερήσια Διάταξη της Συνόδου πολύ ενωρίτερα κατόπιν επίμονης παρακλήσεως του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Τώρα πλέον καθίσταται οφθαλμοφανές ο λόγος της ως άνω κινήσεως. Άλλωστε στις συνεδριάσεις της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής των ετών 1993 και 2009 εκπρόσωποι όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με την τάξη χορηγήσεως του αυτοκεφάλου, η οποία προβλέπει: α) συγκατάθεση της Τοπικής Συνόδου της κυριάρχου Μητρός Εκκλησίας ώστε η μερίδα αυτής να λάβει το αυτοκέφαλο, β) εξασφάλιση από τον Οικουμενικό Πατριάρχη της συναινέσεως όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία εκφράζεται ομοφώνως από τις Συνόδους αυτών, γ) με συγκατάθεση της Εκκλησίας Μητρός και πανορθόδοξη συναίνεση επισήμως ανακηρύσσεται το αυτοκέφαλο με την έκδοση του Τόμου, ο οποίος «υπογράφεται υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμμαρτυρούντων εν αυτώ διά της υπογραφής αυτών των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, προς τούτο προσκαλουμένων υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου». Σχετικά με το τελευταίο σημείο, δεν συμφωνήθηκε μόνον πλήρως η τάξη υπογραφής του Τόμου, αλλά αυτό δεν αναιρεί τις προηγούμενες συμφωνίες, οι οποίες είχαν επιτευχθεί επί των λοιπών σημείων. Στις Συνάξεις των Προκαθημένων των ετών 2014 και 2016 η αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου Μόσχας καθώς και εκπρόσωποι ενίων αδελφών Εκκλησιών, επέμειναν στην ένταξη του θέματος του αυτοκεφάλου στην Ημερήσια Διάταξη της Συνόδου. Η Ρωσική Εκκλησία δέχθηκε τελικά την απόσυρση αυτού του ζητήματος από την Ημερήσια Διάταξη της Συνόδου μόνον όταν τον Ιανουάριο 2016 ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, παρουσίᾳ των λοιπών Προκαθημένων, διαβεβαίωσε ότι η Αγιωτάτη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δεν είχε προθέσεις να προχωρήσει σε κάποιες ενέργειες, που να αφορούν στην εκκλησιαστική ζωή στην Ουκρανία, ούτε κατά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, αλλά ούτε και μετά.

Τα επιχειρήματα, που κατατάσσονται στην εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και παλαιότερα είχαν κατ’επανάληψιν αναιρεθεί, ακολουθούν επακριβώς τη θέση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Όμως εγείρονται αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον τα συμμερίζεται το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Την έλλειψη ομοφροσύνης στους κόλπους της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος επί του εν λόγῳ θέματος καθώς και την περιφρόνηση των φωνών των μη συμφωνούντων με την αναγνώριση του ουκρανικού σχίσματος μαρτυρεί ο μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ: «Προηγήθησαν οι δύο πολιοί και πολυσέβαστοι Μητροπολίται Καρυστίας κ.Σεραφείμ και Ηλείας κ.Γερμανός, οι οποίοι ωμίλησαν με πολλήν σοφίαν και σύνεσιν επί του φλέγοντος τούτου ζητήματος, αναγνωρίσαντες μεν ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει το κανονικό δικαίωμα της χορηγήσεως υπό όρους της Αυτοκεφαλίας, αλλά και ότι η παρούσα περίστασις είναι πολύ κρίσιμος και απαιτείται μεγάλη περίσκεψις και εμβριθής μελέτη κάι εξέτασις, άνευ χρονικής πιέσεως, του όλου δυσχερούς αυτού ζητήματος. Εις αυτό το «μήκος κύματος» εκινήθησαν και οι Σεβ. Μητροπολίται: Καισαριανής Δανιήλ, Μεσογαίας Νικόλαος, Πειραιώς Σεραφείμ…και η ταπεινότης μου. Οι Σεβ. Μητροπολίται Δρυινουπόλεως Ανδρέας και Αιτωλίας Κοσμάς δεν έλαβον τον λόγον, αλλά συνετάχθησαν με τους προλαλήσαντας Σεβ. Αρχιερείς. Οι απουσιάζοντες, αλλά τοποθετηθέντες γραπτώς Σεβ. Μητροπολίται Νέας Σμύρνης Συμεών και Κερκύρας Νεκτάριος προσεγγίζουν με την ίδια ευαισθησία και προοπτική το σοβαρόν αυτό Ουκρανικόν ζήτημα».

Στο Γράμμα του προς τη Σύνοδο της Ιεραρχίας και τον Μακαριώτατο Πρόεδρό της ο Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών επισημαίνει ότι «το ουκρανικό αυτοκέφαλο και οι συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε δεν έχουν καμία ομοιότητα με τα άλλα αυτοκέφαλα που χορηγήθηκαν παλιότερα» από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τονίζει ότι «η αναγνώριση εν τάχει… των σχισματικών και των λεγομένων ‘’αυτοχειροτόνητων’’,-παρακαμπτομένης της κανονικής τοπικής Εκκλησίας, αλλά και του Πατριαρχείου Μόσχας υπό του οποίου καταδικάστηκαν οι σχισματικοί— και η χορήγηση του αυτοκεφάλου στη νέα εκκλησιαστική δομή γεννά εύλογο ερωτηματικά και προκαλεί αντιδράσεις». Επίσης υποδεικνύει το κανονικώς απαράδεκτο γεγονός συνυπάρξεως «δύο παραλλήλων τοπικών Εκκλησιών» στην Ουκρανία και τον ήδη γενόμενο διχασμό εντός της «νέας εκκλησιαστικής δομής που έλαβε το αυτοκέφαλο». Αναφέρει άμεσα το ενδιαφέρον των μεγάλων γεωπολιτικών δυνάμεων για την βεβιασμένη χορήγηση «αυτοκεφαλίας» στους σχισματικούς. Αντιπαραβάλλοντας τη σημερινή κατάσταση της Ορθοδοξίας με τα γεγονότα του Μεγάλου Σχίσματος του έτους 1054, καλεί την ιεραρχία «να μη σπεύσου­με να λάβουμε θέση». «Η βεβιασμένη και «στο πόδι» αντιμετώπιση του ζητήματος θα μας εκθέσει και θα εμπλέξει την Εκκλησία μας σε περιπέτειες. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση του θέματος συνιστά στήριξη προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο».

Ο Μητροπολίτης Κερκύρας Νεκτάριος, ο οποίος δεν μπόρεσε να παραστεί στην έκτακτη Συνέλευση της Συνόδους Ιεραρχίας της Εκκλησίας του, απεύθυνε Γράμμα προς τη Σύνοδο, όπου ζητά «να αναβάλουμε την λήψη αυτής της αποφάσεως». Υπογραμμίζει ότι δεν θεωρεί ότι «ο καιρός είναι κατάλληλος για να λάβουμε απόφαση επί του ακανθώδους αυτού ζητήματος και επειδή και οι γεωπολιτικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή δεν είναι ομαλές, με αποτέλεσμα η όποια απόφαση να είναι πιθανόν να προκαλέσει δυσκολίες στην πατρίδα μας». Ακόμη καλεί την Εκκλησία της Ελλάδος να κάνει «μία ἀπόπειρα νά μεσολαβήσουμε» ώστε να ξεκινήσει διάλογος μεταξύ των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας.

Ως ειδήμων στα θέματα του εκκλησιαστικού κανονικού δικαίου ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ δεν μόνον κατέθεσε ενώπιον της Συνόδου μια εμπεριστατωμένη μελέτη, όπου πειστικώς αναίρεσε την επιχειρηματολογία της εισηγήσεως του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και διά προφορικών του παρεμβάσεων άσκησε δριμύτατη κριτική στην λεγόμενη «ενωτική σύνοδο» των σχισματικών. Τόνισε ότι «η συγκληθείσα λεγομένη «ενωτική Σύνοδος» είναι και αυτή άκυρος διότι απαρτίσθηκε από λαικά πρόσωπα και κατά ταύτα η χορήγηση του καθεστώτος της Αυτοκεφαλίας σε αυτήν την μη υποστατή «εκκλησιαστική» Δομή αποβαίνει άκυρος». Ακόμη υπογράμμισε ότι απόπειρες δικαιώσεως αυτών των «κανονικών ακυροτήτων» με ανώμαλη κανονική πρακτική, «με προσφυγή στην Οθωμανική αιχμαλωσία της Εκκλησίας» και τη χαλεπή περίοδο όταν μερικές κατά τόπους Εκκλησίας τελούσαν σε άμεση εξάρτηση από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, «παρασιωπούν την κανονική της Εκκλησίας τάξη των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων». «Ζήτησα από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος – λέγει ο Μητροπολίτης Σεραφείμ – την σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου για την επίλυση του δυσχερεστάτου αυτού θέματος που εμπλέκεται δυστυχώς η γεωπολιτική και η γεωστρατηγική με ενέργειες προς όλους τους Προκαθημενους των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ταυτοχρόνως εμέμφθην την Συνοδική Επιτροπή επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων διότι ουδεμία εισήγησι παρουσίασε στην Διαρκή Ι. Σύνοδο, στον Μακαριώτατο Πρόεδρο και την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος για τις απόψεις επί του θέματος των λοιπών Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και την προεκτίμηση των τυχόν συνεπειών για την ενότητα της Εκκλησίας, την διακοπή της κοινωνίας με την Εκκλησία της Ρωσσίας και την αναγνώριση υπ’ Αυτής Παλαιοημερολογιτών εν Ελλάδι. Συγχρόνως απήντησα στον Πρόεδρο της Επιτροπής των Νομοκανονικών ότι ο Μητροπολίτης Ονούφριος δεν είχε καμία δυνατότητα να συμπράξει στην λεγομένη «ενωτική Σύνοδο» όπως δεν θα είχε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών να συμπράξει με τον αυτοτιτλοφορούμενο ως «Αρχιεπίσκοπο Αθηνών» κ. Παρθένιο Βεζυρέα, καθηρημένο Διάκονο της Εκκλησίας της Ελλάδος».

Το ανακοινωθέν της εκτάκτου Συνελεύσεως της Ιεραρχίας ενημέρωσε για την απόφαση, η οποία λήφθηκε κατόπιν συζητήσεως του ἐν λόγῳ εισηγήσεως. Όμως άγνωστο παραμένει ποιος ακριβώς έλαβε την απόφαση και υπό ποια μορφή. Σειρά ολόκληρη εγκρίτων Ιεραρχών εφιστούσαν την προσοχή της Συνόδου στην κρίσιμη κατάσταση της ανά την οικουμένη Ορθοδοξίας, στην μεγάλη περίσκεψη και εμβριθή μελέτη του προβλήματος χωρίς βιασύνη και τις έξωθεν πιέσεις. Μερικοί Μητροπολίτης, ακόμη και όσοι απουσίασαν από τη Σύνοδο, υπέβαλαν γραπτά αιτήματά τους στη Σύνοδο για αναβολή της λήψεως της αποφάσεως.

Αποφάσεις της Συνόδου Ιεραρχίας στην Εκκλησία της Ελλάδος λαμβάνονται με ψηφοφορία όλων των συνέδρων. Καίτοι, δεν διενεργήθηκε η ψηφοφορία της Ιεραρχίας ούτε επί του θέματος της αναγνωρίσεως των ουκρανικών σχισματικών παρατάξεων, αλλά ούτε και επί του θέματος εγκρίσεως των αποφάσεων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Αυτά ειδικότερα πληροφόρησε ο Μητροπολίτης Κηθύρων Σεραφείμ: «Οι αποφάσεις λαμβάνονται, ως γνωστόν, εις τον εκκλησιαστικό μας χώρο με ψηφοφορία: είτε δι’ ανατάσεως χειρός, είτε φανερά, είτε μυστική ή κατόπιν ερωτήσεως προς όλους τους συνέδρους. Η μπορεί να υπήρξαν αρκετές φωνές υπέρ της Αυτοκεφαλίας, αλλά σημαντικός αριθμός ήτο και εκείνων οι οποίοι υπεστήριξαν την αντίθετη άποψη, αλλά και αυτών, οι οποίοι σιωπώντες συμπαρετάσσοντο με τους δευτέρους».

Δεν υπάρχει σε ανοικτή πρόσβαση κάποιο επίσημο κείμενο που να υπογράφηκε από Έλληνες αρχιερείς και το οποίο θα μπορούσε κανείς να θεωρεί μαρτυρία της ενιαίας συνοδικής αποφάσεως της Τοπικής Εκκλησίας. Ακόμη περισσότερο, πολύ σύντομα διαδόθηκε είδηση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος δήθεν αναγνώρισε το ουκρανικό αυτοκέφαλο, κάτι το οποίο δεν συνάδει ούτε προς το κείμενο του ανακοινωθέντος, αλλά ούτε και στις θέσεις πολλών συνέδρων. Εγείρονται σοβαροί φόβοι, ότι εν προκειμένω αθετήθηκε ο συνοδικός τρόπος λήψεως αποφάσεων, που είναι ευλογημένος από τα λόγια των Αγίων Αποστόλων: «Έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πραξ. 15. 28) καθώς και την υπερχιλιετή ιστορία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Εάν το ουκρανικό σχίσμα πράγματι θα αναγνωρισθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος ή τον Προκαθήμενό της – σε μορφή συλλειτούργων, λειτουργικής μνημονεύσεως του αρχηγού του σχίσματος ή αποστολής προς αυτόν επίσημων γραμμάτων – αυτό θα αποτελέσει μια θλιβερή μαρτυρία εμβαθύνσεως του διχασμού εντός της οικογένειας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Όλη η ευθύνη του διχασμού θα επωμίζεται κυρίως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος και εκείνες οι εξωτερικές πολιτικές δυνάμεις υπέρ των οποίων «νομιμοποιήθηκε» το ουκρανικό σχίσμα. Αντί να παραδεθχεί το διαπραχθέν σφάλμα και να προσπαθήσει να το διορθώσει με πανορθόδοξη διαβούλευση, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος μπλοκάρισε κάθε πρωτοβουλία συνομιλιών στον τομέα αυτό και επί ένα χρόνο, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, άσκησε μια άνευ προηγουμένου πίεση στους ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος, απαιτώντας από αυτούς την αναγνώριση των σχισματικών. Έκανε επανειλημμένες δηλώσεις σχετικά με την αναγνώριση από την Εκκλησία της Ελλάδος των αντικανονικών ψευδο-ιεραρχών της Ουκρανίας ως μια υπόθεση προαποφασισμένη, σαν να μην επρόκειτο για μια ανεξάρτητη απόφαση της Αυτοκεφάλου Τοπικής Εκκλησίας. Η θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία είναι περιορισμένη ουσιαστικά ως προς το αυτοκέφαλο καθεστώς αυτής, περιπλέκεται με την διπλή δικαιοδοσία σημαντικής μερίδας της ιεραρχίας της, που ιεροκανονικώς εξαρτάται από την Κωνσταντινούπολη: π.χ. στους ιεράρχες αυτούς κοινοποιήθηκε εγκύκλιο γράμμα με απαίτηση να αναγνωρίσουν άμεσα τη νεόδμητη ψευδο-εκκλησιαστική δομή. Όσοι αποδείχθηκαν τολμηροί και έλεγχαν δημοσίως τις πλάνες του Κωνσταντινουπόλεως, προχωρώντας σε συζήτηση με αυτόν, δέχθηκαν απειλές, ζητήθηκαν να τους εφαρμοσθούν μέτρα πειθαρχίας, κατηγορήθηκαν για προδοσία και έλλειψη πατριωτισμού.

Λύπη προκαλεί ότι η ιστορική προσφορά του Ελληνικού λαού στη μεταλαμπάδευση της Ορθοδοξίας ανταλλάσσεται με πρόσκαιρα πολιτικά κέρδη και υποστήριξη των αλλοτρίων προς την Εκκλησία γεωπολιτικών συμφερόντων. Όμως αυτές οι καταχρήσεις του εθνικού αισθήματος δεν θα στεφανωθούν με επιτυχία. Δεν θα μπορέσουν θα υπονομεύσουν την ενότητα της πίστεώς μας, η οποία εξαγοράσθηκε με το αίμα των νεομαρτύρων και ομολογητών των Εκκλησιών μας. Δεν θα διακόψουν την ενότητα της ασκητικής μας παραδόσεως, η οποία διαμορφώθηκε με άθλους πολλών οσίων πατέρων και αγωνιστών. Δεν θα καταστρέψουν την αιώνια φιλία του Ελληνικού και των Σλαβικών λαών, η οποία πληρώθηκε με το αίμα των Ρώσων στρατιωτών και σφυρηλατήθηκε με κοινούς αγώνες για την ελευθερία του αδελφού Ελληνικού λαού.

Εκτιμούμε την προσευχητική κοινωνία με τους αδελφούς μας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και θα κρατήσουμε με αυτήν ζωντανή, κανονική και ευχαριστιακή σχέση μέσω όλων των ιεραρχών και ποιμένων, οι οποίοι ήδη τάχθηκαν και θα ταχθούν στο περαιτέρω κατά της αναγνωρίσεως του ουκρανικού σχίσματος, μέσω όσων δεν θα μολυνθούν με συλλείτουργα με σχισματικούς ψευδο-ιεράρχες, αλλά θα αποτελέσουν παραδείγματα της χριστιανικής ανδρείας και σταθερής εμμονής στην αλήθεια του Χριστού. Ο Κύριος να τους ενδυναμώνει στον ομολογητικό τους αγώνα με πρεσβείες των Αγίων Μάρκου της Εφέσου και Γρηγορίου του Παλαμά, του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού και όλων των Ελλήνων Αγίων, τους οποίους ευλαβούμασταν και ευλαβούμαστε στην Αγία Ρως.

Ταυτόχρονα ενθυμούμαστε ότι οι ιεροί κανόνες κατακρίνουν όσους δέχονται σε προσευχητική κοινωνία και προχωρούν σε συλλείτουργα με τους καθηρημένους και ακοινωνήτους (Αποστ. 10, 11, 12, Α’ Οικ. 5, Αντιοχ. 2 κα.). Κατόπιν τούτων διακόπτουμε προσευχητική και ευχαριστιακή κοινωνία με όσους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος δέχθηκαν ή δεχθούν σε τέτοια κοινωνία εκπροσώπους των ουκρανικών μη κανονικών σχισματικών κοινοτήτων. Επίσης δεν δίνουμε την ευλογία μας για προσκυνηματικές εκδρομές σε επαρχίες, οι οποίες ποιμαίνονται από τους ἐν λόγῳ ιεράρχες. Οι σχετικές πληροφορίες θα κοινοποιηθούν ευρέως στους προσκυνηματικούς και τουριστικούς οργανισμούς των χωρών, που αποτελούν τον κανονικό χώρο της καθ΄ημάς Εκκλησίας.

Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας εξουσιοδοτεί τον Αγιώτατο Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κύριλλο να διακόψει το μνημόσυνο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου σε περίπτωση καθ’ην ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος αρχίσει να μνημονεύει στις θείες ακολουθίες αρχηγό μιας εκ των ουκρανικών σχισματικών παρατάξεων ή αναλάβει άλλες πρωτοβουλίες, που θα επιμαρτυρούν την γενομένη από αυτόν αναγνώριση του ουκρανικού εκκλησιαστικού σχίσματος».

Αρχιεπίσκοπος ΙερώνυμοςΕκκλησία της ΕλλάδοςΜητροπολίτης ΚιέβουΙεραρχία της Εκκλησίας της ΕλλάδοςΟυκρανικόΠατριάρχης ΜόσχαςΠατριαρχείο Μόσχας