Εκκλησία|13.11.2019 10:05

Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου για τη Θρησκευτική Διπλωματία

Μαρίνα Ζιώζιου

Ολοκληρώθηκαν σήμερα, Τρίτη 12 Νοεμβρίου, οι εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου για τη Θρησκευτική Διπλωματία με θέμα «Η Θρησκεία στον Σύγχρονο Κόσμο: Προκλήσεις και Προοπτικές για τον Διάλογο και την Ειρήνη» που υλοποιήθηκε με πρωτοβουλία του περιοδικού «Foreign Affairs The Hellenic Edition», σε συνεργασία με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπό την αιγίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών καθώς και του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος.

Πάνω από 32 ομιλητές μοιράστηκαν κοινές ανησυχίες για ιδιαίτερα κρίσιμα ζητήματα, όπως τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσουν οι Εκκλησίες και οι θρησκείες ως παράγοντες ειρήνης, καταλλαγής και αλληλεγγύης, την προσφυγική κρίση, τις επιπτώσεις της θρησκευτικής καταπίεσης, την αναγκαιότητα προάσπισης της θρησκευτικής ελευθερίας, το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, την περίπτωση της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων κ.ά.

Η ομιλία του Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα, Τζέφρυ Πάιατ, για τον ρόλο των ΗΠΑ ως θεματοφύλακα της ελευθερίας- όπως ήταν αναμενόμενο- συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των συμμετεχόντων και μη.

Ο κ. Πάιατ μιλώντας από το βήμα του συνεδρίου εξέφρασε τον σεβασμό του για τη σημασία της Ορθοδοξίας για τον ελληνικό πολιτισμό και τον ελληνικό λαό, τονίζοντας ότι «η Ορθοδοξία διατήρησε τον Ελληνισμό μέσα στην οθωμανική κατοχή και υπήρξε το κλειδί για τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης».

Ο Αμερικανός πρέσβης αναφέρθηκε και στο Ουκρανικό Αυτοκέφαλο σημειώνοντας ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες ανησυχούν βαθύτατα για τις παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας στην κατεχόμενη από τη Ρωσία Κριμαία», προσθέτοντας ότι «έχουμε εκφράσει ξεκάθαρα τη στήριξή μας για το δικαίωμα του ουκρανικού λαού να καθορίσει τον τρόπο λατρείας και το πλαίσιο που θα ασκήσει τη θρησκεία του».

Μάλιστα, ο κ. Πάιατ υπενθύμισε τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Μάικ Πομπέο, τον περασμένο Ιανουάριο, ότι «η ανακοίνωση του αυτοκέφαλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας στις 6 Ιανουαρίου είναι ένα ιστορικό επίτευγμα, καθώς η Ουκρανία προσπαθεί να καθορίσει το μέλλον της. Κατά την εξαιρετική αυτή στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εκφράζουν την ακλόνητη στήριξή τους για την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας».

Ο Αμερικανός αξιωματούχος αναφέρθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος να στηρίξει τη Μητέρα Εκκλησία υπογραμμίζοντας ότι «θεωρούμε τη στήριξη της Εκκλησίας της Ελλάδος για την απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη να χορηγήσει το αυτοκέφαλο στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας ως ένα παράδειγμα του ηθικού θάρρους και της ηγεσίας του».

Τέλος, ο κ. Πάιατ χρησιμοποίησε «σκληρή γλώσσα» για την «επιθετική» πολιτική που ακολουθεί η Ρωσία γενικότερα, αλλά και ειδικότερα στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Όπως εξήγησε «με το να ανταγωνίζεται τον Οικουμενικό Πατριάρχη, η Ρωσία προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την Εκκλησία ως σφήνα για να υποθάλψει την αστάθεια και να υπονομεύσει τη δημοκρατία. Και ακριβώς όπως η Μόσχα εργαλειοποιεί τους ενεργειακούς πόρους για να αποσπάσει πολιτικές παραχωρήσεις και υψηλές τιμές, τώρα ανακοινώνει απαγόρευση έλευσης τουριστών και διακοπή μνημόνευσης στις ιερές ακολουθίες, για χώρες που δεν ακολουθούν πιστά την πολιτική της γραμμή».

Στη σχέση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας των Ενόπλων Δυνάµεων µε την διπλωµατία αναφέρθηκε ο Ταξίαρχος π. Νικόλαος Γουρδούπης, διευθυντής του Σώματος των Στρατιωτικών Ιερέων (ΓΕΕΘΑ). Ο ίδιος επισήμανε ότι η Εκκλησία προσπαθεί να ασκεί µια διπλωματία, η οποία θα συνδράμει την πολιτεία στη θετική δράση και παρέμβαση της χώρας στα διεθνή δρώμενα και θα προωθεί δράσεις ήπιας πολιτικής, σε συνεργασία µε τα υπάρχοντα δίκτυα του «Οικουμενικού Ελληνισμού», έτσι ώστε να παρεμβαίνει εποικοδομητικά στο διεθνή χώρο.

«Η Εκκλησία µας υποστηρίζει τις δράσεις και πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, των Ελληνορθοδόξων πρεσβυγενών και νεοπαγών Πατριαρχείων και των Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, σε θέματα διαθρησκειακού διαλόγου, προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής πολιτιστικής κληρονοµιάς. Ειδικότερα, ο διαθρησκειακός διάλογος προωθεί το θρησκευτικό και πολιτισµικό πλουραλισµό, την ανεκτικότητα και την ειρηνική συνύπαρξη. Η υλοποίηση της ιδέας της θρησκευτικής συνύπαρξης, πρέπει να υποστηρίζεται και από την διαπολιτισµική εκπαίδευση» υπογράμμισε.

Χαρακτηριστικό παράδειγµα εµπλοκής της Θρησκευτικής Υπηρεσίας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάµεων στο πλαίσιο της ενεργητικής εκκλησιαστικής - στρατιωτικής διπλωµατίας, αποτελούν οι δραστηριότητες διµερούς στρατιωτικής συνεργασίας, είτε στο πλαίσιο των κύκλων συνοµιλιών, είτε αυτές που είναι ενταγµένες στα αµοιβαία συµπεφωνηµένα αντίστοιχα Προγράµµατα Στρατιωτικής Συνεργασίας, μεταξύ του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Άµυνας και του αντιστοίχου υπουργείου Άµυνας χωρών, όπως η Σερβία, η Ρουµανία, η Πολωνία, η Αρµενία, η Ρωσική Οµοσπονδία, καθώς και άλλων, κατά βάση οµόθρησκων χωρών.

Σύμφωνα με τον Ταξίαρχο, οι δραστηριότητες αυτές υλοποιούνται κατά βάση ετησίως και οι εν λόγω διµερείς συνεργασίες (για τις οποίες επισηµαίνεται ότι ιδιαίτερα η Ρωσική πλευρά αποδίδει εξέχουσα σηµασία), πέραν του διπλωµατικού τους χαρακτήρα, αποσκοπούν και στην περαιτέρω προσέγγιση των αντιστοίχων Εκκλησιών, µε χρήση µεθόδων «ήπιας πολιτικής» και πάντα σύµφωνα µε τις κατευθυντήριες γραµµές της Εκκλησίας της Ελλάδος.

«Εξέχουσας σηµασίας δράση, όσον αφορά στην ενεργό εκκλησιαστική - θρησκευτική διπλωµατία µέσω της κοινωνικής προσφοράς και στο πλαίσιο των αρµοδιοτήτων της Θρησκευτικής Υπηρεσίας Ενόπλων Δυνάµεων, αποτελεί η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε επιλεγµένες χώρες και περιοχές, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ανεπτυγµένων ελληνικών στρατιωτικών τµηµάτων σε αυτές (Ειρηνευτικές Αποστολές Εξωτερικού).

Παράλληλα, µέσω των δράσεων των τοποθετηµένων ανά την Ελληνική επικράτεια στρατιωτικών ιερέων στις Μονάδες - Υπηρεσίες των Ενόπλων Δυνάµεων που εδρεύουν σε ευαίσθητες ακριτικές περιοχές (π.χ. Ν. Ροδόπης, Νήσοι Ανατολικού Αιγαίου, κλπ), ειδικά δε εκεί όπου κατοικούν Έλληνες Μουσουλµάνοι και σε συνεργασία πάντα µε τις τοπικές Μητροπόλεις, συλλέγεται και διανέµεται υλικό ανθρωπιστικής βοήθειας, διοργανώνονται συσσίτια, διεξάγονται οµιλίες ευρύτερου ενδιαφέροντος» πρόσθεσε ο διευθυντής του Σώματος των Στρατιωτικών Ιερέων (ΓΕΕΘΑ).

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ήταν η ομιλία του μητροπολίτη Ιλίου Αθηναγόρα για την προσφυγική κρίση και τις δράσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Ο ιεράρχης τόνισε ότι αυτό που βιώσαμε το 2015 με τις προσφυγικές ροές και εξακολουθούμε να βιώνουμε στην Ευρώπη είναι μια κρίση αξιών, μια κρίση του κράτους δικαίου που οδηγεί στην αμφισβήτηση του θεσμικού πλαισίου σεβασμού του ανθρωπίνου προσώπου.

Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της κρίσης αξιών, όπως είπε, «είναι το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε η βασική αρχή της κοινοτικής αλληλεγγύης και κατ’ επέκταση δεν υπήρξε ισομερής κατανομή βαρών μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Οι χώρες εισόδου, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, κλήθηκαν να διαχειριστούν την υποδοχή των ανθρώπων αυτών με τρόπο που σε καμία περίπτωση δε συνάδει με τα όσα η Ευρώπη ευαγγελίζεται και αφορούν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την εφαρμογή του προσφυγικού δικαίου».

Σε αυτό το σημείο ο μητροπολίτης υπογράμμισε ότι στον αντίποδα, ωστόσο, της επίτευξης της μείωσης των ροών, η εφαρμογή των αποτρεπτικών πολιτικών οδήγησε στο μακροχρόνιο εγκλωβισμό χιλιάδων αιτούντων διεθνούς προστασίας στα hotspot των νησιών του Αιγαίου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος κατανοώντας τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» Θεού και την ανθρώπινη κοινωνία ως αγαπητική κοινωνία προσώπων, ως μια κοινωνία κατάφασης, αποδοχής και σεβασμού της ετερότητας, δεν έχει μείνει άπραγη τα χρόνια αυτά της κρίσης.

«Εμπνεόμενη από την μακραίωνη ελληνική και Ορθόδοξη παράδοση του ‘’μεγαλοπρεπούς της φιλοξενίας ήθους’’ και κάνοντας πράξη την ευαγγελική προτροπή για βοήθεια του εμπερίστατου αδελφού, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας ή καταγωγής, η Εκκλησία της Ελλάδος έχει εντάξει τη διακονία των προσφύγων στις δράσεις της ήδη από τη δεκαετία του ‘90» εξήγησε ο Σεβασμιώτατος. Μάλιστα, προκειμένου να ανταποκριθεί με πιο αποτελεσματικό τρόπο στις αυξανόμενες ανάγκες των πληθυσμών αυτών, ίδρυσε το 2012 το Κέντρο Συμπαραστάσεως Παλιννοστούντων Μεταναστών-Οικουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων.

Για τον κ. Αθηναγόρα οι τρέχουσες φοβικές αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών απέναντι στην παρουσία προσφύγων, που απασχολούν αυτή την περίοδο την ειδησεογραφία στο πλαίσιο της αποσυμφόρησης των νησιών, καταδεικνύουν-σύμφωνα με τον ίδιο- την κρισιμότητα της ανάπτυξης συντονισμένων δράσεων για την εξοικείωση των γηγενών με την διαφορετικότητα, προκειμένου η παρουσία του «άλλου» να εκληφθεί ως πλεονέκτημα και όχι ως απειλή.

«Όταν αναγνωρίζουμε τον Χριστό που φοράει τον μανδύα του ξένου, αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε την εικόνα του Θεού στον άλλον. Υπερβαίνουμε τότε τον διαχωρισμό ‘’εμείς’’ και οι ‘’άλλοι’’, δημιουργώντας ένα καινούργιο ‘’εμείς’’, δεχόμενοι ταυτόχρονα την ευλογία αυτής της συνάντησης και όλοι μαζί γινόμαστε άνθρωποι» κατέληξε στην εξαιρετική ομιλία του ο μητροπολίτης Αθηναγόρας.

Ο μητροπολίτης Θερμοπυλών Ιωάννης, διευθυντής του Διορθόδοξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος, μίλησε για τις δράσεις και τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το Διορθόδοξο Κέντρο στη διακονία και τον διαθρησκειακό διάλογο. Ο ρόλος των Εκκλησιών και των θρησκειών, όπως εξήγησε ο μητροπολίτης Θερμοπυλών, γενικότερα στην επίλυση διεθνών προβλημάτων, εντάσεων, αλλά και συγκρούσεων αναβαθμίζεται καθημερινά.

«Εκεί που η διπλωματία και η πολιτική αδυνατούν να εισέλθουν και να δώσουν λύσεις, η Εκκλησία με τον πνευματικό της ρόλο ως ηγετικός παράγων εντός των θρησκευτικών κοινοτήτων δύναται να επιφέρει την ειρήνη, την ηρεμία και τα αγαθά της συνύπαρξης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να είναι εξωστρεφής, να συνομιλεί, να διαλέγεται, να συνυπάρχει» τόνισε ο ιεράρχης.

‘’Καταλλαγή’’, αυτή είναι η ευαγγελική αρχή που διαμορφώνει κάθε ενέργεια, δράση, προσπάθεια ενός εκκλησιαστικού οργανισμού που δραστηριοποιείται στο διεθνές επίπεδο σχέσεων, επαφών και διαλόγων. Το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου κατά την τελευταία δεκαετία έχει αναδειχθεί ως ένας σοβαρός επιμορφωτικός οργανισμός, αντάξιος του εκκλησιαστικού χαρακτήρα του.

«Κάθε έτος διοργανώνουμε επιμορφωτικά σεμινάρια για δασκάλους και καθηγητές Μέσης Εκπαιδεύσεως, τα οποία παρέχονται δωρεάν. Έχουμε επ’ αυτού και συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και με τη Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων, με την οποία ο Αρχιεπίσκοπος έχει υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας. Τα τρία τελευταία χρόνια υλοποιούμε ένα πρόγραμμα για τη συνύπαρξη χριστιανών και εβραίων χρησιμοποιώντας τα παραδείγματα των Ελλήνων αρχιερέων, οι οποίοι βοήθησαν και έσωσαν Έλληνες εβραίους από το Ολοκαύτωμα της ναζιστικής κατοχής.

Επίσης, κάθε καλοκαίρι για το χρονικό διάστημα ενός και πλέον μηνός φιλοξενούμε ομάδα φοιτητών της Θεολογικής Σχολής του Μπαλαμάντ. Η συγκεκριμένη δράση πραγματοποιείται σε συνεργασία με το υπουργείο Εξωτερικών. Οι φοιτητές διδάσκονται την ελληνική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και έχουν την ευκαιρία να λάβουν την εμπειρία της λειτουργικής μας ζωής και παράδοσης.

Φέτος, σχεδιάσαμε και υλοποιήσαμε ένα σεμινάριο, το οποίο για πρώτη φορά ασχολήθηκε με τη γενοκτονία των Αρμενίων σε συνεργασία με την Εθνική Επιτροπή Αρμενίων Ελλάδος. Στο πλαίσιο αυτό εντρυφούμε και σε θέματα που αφορούν τη γενοκτονία των χριστιανών του Πόντου, ώστε η Εκκλησία μας να αποτελέσει ένα κεντρικό σημείο αναφοράς στη διατήρηση της μνήμης των τραγικών γεγονότων της ιστορίας μας.

Οι δράσεις μας επιθυμούμε να λειτουργήσουν ενισχυτικά στο πλαίσιο μιας διπλωματικής σχέσης και να καλύψουν κενά που ίσως ο πολιτικός σχεδιασμός και χειρισμός της κοσμικής εξουσίας αδυνατεί να καλύψει» σημείωσε ο κ. Ιωάννης.

Και πρόσθεσε: «Λέγεται ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Η Εκκλησία διαθέτει τη μαρτυρία του ανέφικτου, του υπερβατικού και του θαύματος και ως τέτοιος παράγοντας μπορεί και οφείλει να συμβάλλει στην ειρήνη και στην ανθρώπινη δημιουργία».  

Ο αρχιμανδρίτης Αρίσταρχος Γκρέκας, Δρ Θεολογίας, Επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής σχολής του ΕΚΠΑ μίλησε για την αναγκαιότητα προάσπισης της θρησκευτικής ελευθερίας. Για τον καθηγητή οι βασικοί παράγοντες στη δημιουργία συνθηκών που ευνοούν τις παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας είναι οι βίαιες συγκρούσεις, η φτώχεια, η ανισότητα, οι αδύναμοι ή αυταρχικοί κρατικοί θεσμοί, η κρατική θρησκεία ή κρατικός αθεϊσμός, καθώς και ευρύτερες κουλτούρες μισαλλοδοξίας και αποκλεισμού. Η αναγκαιότητα προστασίας και προάσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας είναι στενά συνδεδεμένη με την οικοδόμηση της ειρήνης.

«Σημαντική είναι η εκπαίδευση, η καλλιέργεια κλίματος διαλόγου, η ανάπτυξη διαμεσολάβησης. Η πολυεπίπεδη συνεργασία, προάσπισης της θρησκευτικής ελευθερίας, με ευρύ χρονικό ορίζοντα, σε διεθνές και τοπικό επίπεδο, αποτελεί εγγύηση του υγιούς θρησκευτικού βιώματος και της ειρήνης» υπογράμμισε.

Η ομιλία του ομοτίμου καθηγητού Βλασίου Φειδά για το Ουκρανικό ζήτημα ήταν «καθηλωτική». Ο κ. Φειδάς τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «η ιστορική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας είναι πλέον κανονικώς αυτοκέφαλη και θα παραμείνει, ούτως ή άλλως, αυτοκέφαλη γιατί αυτή είναι τόσο η καθιερωμένη κανονική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όσο και η επιλογή της συντριπτικής πλειοψηφίας του ευλαβούς ουκρανικού λαού, ήτοι όπως ακριβώς συνέβη σε όλες τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες των νεωτέρων χρόνων».

Άλλωστε, όπως σημείωσε, «η συναίνεσή τους είναι μεν εκκλησιαστικώς επιθυμητή, αλλ’ όμως όχι και κανονικώς απαραίτητη, όταν μάλιστα χρησιμοποιείται αυθαιρέτως και αλαζονικώς για την εξυπηρέτηση των γνωστών πλέον σε όλους ξένων προς την αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας υποκειμενικών ή ιδιοτελών σκοπιμοτήτων, νομίζοντες ότι επ’ αυτοίς κείνται τα της Εκκλησίας».

Για τη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων μίλησε ο κ. Μιχαήλ Τρίτος, καθηγητής στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο καθηγητής ανέφερε πως χάρη στη μεσολάβηση της Εκκλησίας της Ρωσίας ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης είναι σήμερα ελεύθερος. Ο ίδιος θεωρεί ότι η επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος των Σκοπίων εμφανίζει μεγάλες δυσχέρειες λόγω «του ασφυκτικού εναγκαλισμού αυτής της Εκκλησίας από το κράτος, αλλά και της χρησιμοποιήσεώς της ως κρατικής υπηρεσίας για ξένους προς την πνευματική της αποστολή σκοπούς», όπως εξήγησε.

Ωστόσο, για να υπάρξει κάποια θετική εξέλιξη πρέπει, σύμφωνα πάντα με τον καθηγητή, να τηρηθούν οι εξής προϋποθέσεις:

  • Το επίσημο κράτος να αφήσει ελεύθερη την Εκκλησία να επιτελεί το πνευματικό της έργο.
  • Η σχισματική Εκκλησία να αναγνωρίσει ως αντικανονικές τις ενέργειές της από το 1968 μέχρι σήμερα και να ζητήσει συγγνώμη από τη Μητέρα Εκκλησία της Σερβίας για όσα άτοπα μέχρι σήμερα έπραξε σε βάρος της.
  • Να δεχθεί την ονομασία της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης περίπτυστης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και όχι Μακεδονίας.
  • Να παύσουν οι διώξεις κατά του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Ιωάννου.
  • Να διχοτομηθούν τρεις μητροπόλεις για την αποκατάσταση των τριών επισκόπων της κανονικής υπό τον Ιωάννη Αρχιεπισκοπής Αχρίδος.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις είναι δυνατή η χορήγηση αρχικά αυτονομίας, κατά το προηγούμενο της Φινλανδίας, Εσθονίας και μέχρι πρότινος Τσεχίας και Σλοβακίας και αργότερα αυτοκεφαλίας, αφού διαθέτει στους κόλπους της 1.600.000 πιστούς. «Αυτό για να γίνει θα πρέπει να υπάρξει σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας της Σερβίας, η οποία είναι η Μητέρα Εκκλησία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και στην οποία από το 1992 ανήκουν οι περιοχές αυτές, που παραχωρήθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι επιτροπικώς και ‘’άχρι καιρού’’, αλλά μονίμως» πρόσθεσε ο κ. Τρίτος.

Foreign Affairs The Hellenic EditionΘρησκευτική και Εκκλησιαστική Διπλωματίαυπουργείο Εξωτερικώνιερά Αρχιεπισκοπή ΑθηνώνΤζέφρι Πάιατ