Food & Drink|11.06.2024 06:15

«Eden», τέλος! Μετά το «Λούκυ Λουκ» και τον «Μύλο» η Θεσσαλονίκη αποχαιρετά το τρίτο θρυλικό στέκι του Καϊσούδη

Newsroom

Οι ξύλινες καρέκλες με τη γκρι επένδυση έμειναν για πρώτη φορά, μετά από δύο και πλέον δεκαετίες, άδειες, χωρίς θαμώνες. Παραμένουν τα τραπέζια, με τα οποία κάνουν σετ, αλλά κι αυτά χωρίς ποτά και τα προσωπικά αντικείμενα των πελατών. Αν μπορούσαν να μιλήσουν, θα έλεγαν ιστορίες για πολλούς περαστικούς και κυρίως θαμώνες, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν ηθοποιοί, τραγουδιστές, μουσικοί και άλλοι καλλιτέχνες. Σχεδόν καθημερινή παρουσία είχαν επίσης συγγραφείς και δημοσιογράφοι, όπως και πολιτικοί από όλους τους χώρους, που θεωρούσαν το μαγαζί ...γούρικο και το επέλεγαν για τις ζυμώσεις με συνεργάτες τους πριν από κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις.

Το «Eden», στέκι κουλτούρας και διανόησης στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή των οδών Καλαποθάκη και Κομνηνών έκλεισε, κλείνοντας μαζί του έναν κύκλο 23 ετών, στον οποίο χώρεσαν ετερόκλητοι άνθρωποι, που κάθε βράδυ γίνονταν μία παρέα, αμέτρητα περιστατικά και πολλές αξέχαστες στιγμές.

«Έπεσε πολύ …κλάμα από τους πελάτες μας»

«Όσο περνάει ο καιρός τα συναισθήματα είναι πιο έντονα και κάθε μέρα και πιο δύσκολη. Πιστεύω όμως ότι σταδιακά θα φεύγουν αυτά τα ψυχολογικά βάρη από πάνω μας και θα μείνουν οι ωραίες αναμνήσεις. Είναι σαν να χάνεις κάτι πολύ δικό σου», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Χρήστος Καϊσούδης, ο άνθρωπος που με τον αδερφό του, Γιώργο, άνοιξαν το «Eden» το 2001. «Έντεν» επικράτησε να λέγεται, έτσι το αποκαλεί και ο ίδιος, αν και -όπως λέει, κανονικά είναι ίντεν ή εντάν στα γαλλικά.

Καθισμένος σε ένα τραπέζι επί της οδού Κομνηνών, στο άδειο πια μαγαζί, πίνει ένα τελευταίο κρασί, δίνοντας αυτήν τη συνέντευξη, που -όπως λέει, ήθελε να έχει την αύρα του καταστήματος. Στους πελάτες που το αγάπησαν πολύ, έδωσε την ευκαιρία να το αποχαιρετήσουν, κάνοντας δύο τελευταία πάρτι, στις 31 Μαΐου και 1 Ιουνίου.

«Έπεσε πολύ …κλάμα από τους πελάτες μας που αποχωρίζονται το στέκι τους. Άλλωστε 23 χρόνια είναι μισή ζωή», αναφέρει σημειώνοντας πως τις δύο τελευταίες μέρες λειτουργίας του επικράτησε το αδιαχώρητο. «Όσοι δεν κατάφεραν να έρθουν, έπαιρναν τηλέφωνο, γράφανε στα social media και ρωτούσαν γιατί κλείνει», λέει.

Γιατί κλείνει το «Eden»

Το «γιατί», το απαντά και σήμερα ο ίδιος, λέγοντας ότι μετά από 23 χρόνια και σχεδόν άλλα τόσα πριν και πάλι στη νύχτα, συσσωρεύτηκε πολλή κούραση. «Το μαγαζί ήταν προσωποκεντρικό», εξηγεί, χρησιμοποιώντας με δυσκολία τον αόριστο, αφού συχνά του ξεφεύγει ο ενεστώτας. «Δηλαδή οι πελάτες δεν έλεγαν θα πάμε στο "eden", έλεγαν θα πάμε στον Γιώργο ή στο Χρήστο, ανάλογα ποιον ένιωθαν πιο δικό τους. Και αυτή η διαπροσωπική σχέση κράτησε τόσα χρόνια, όμως αυτό δεν ήταν απόλυτα καλό. Δεσμευόμασταν πολύ μέσα στο χώρο. Όταν έλειπα, μου λέγανε "πέρασα και δεν σε βρήκα"», περιγράφει. Παρόλο που τα δύο αδέρφια μοίραζαν τη μέρα σε περίπου τέσσερα διαστήματα, κάποια εκ των οποίων συνέπιπταν κι άλλα ήταν εκεί εναλλάξ, οι ώρες που έδινε ο καθένας του το «παρών» ήταν πολλές. Έτσι πήραν την απόφαση πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να γραφτεί το οριστικό τέλος.

Τρία θρυλικά μαγαζιά με φανατικούς θαμώνες που έμειναν στην ιστορία

Το φορτισμένο συναισθηματικά κλίμα και τον αποχωρισμό ανθρώπων από ένα στέκι που τους χαρακτήριζε, δεν το έζησε για πρώτη φορά ο Χρήστος Καϊσούδης. Ανάμεσα στα μαγαζιά που κατά καιρούς είχε, περιλαμβάνονται δύο θρυλικά για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το «Λούκυ Λουκ» και ο «Μύλος», που το καθένα έγραψε τη δική του ιστορία.

Σε ηλικία 16 ετών έφυγε από την πατρίδα του, τα Γιαννιτσά, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Δούλευε ως ηχολήπτης το καλοκαίρι και το χειμώνα ως σερβιτόρος ή μπάρμαν στο «Λούκυ Λουκ». Ένα μαγαζί, που όταν ο ιδιοκτήτης του κουράστηκε και αποσύρθηκε, έγινε δικό του και του Νίκου Μοδιώτη. Από το 1985 ήταν εκεί και έμεινε για μία δεκαετία, ώσπου να έρθει η ιδέα του «Μύλου», την οποία είχαν και υλοποίησαν με τον Νίκο Στεφανίδη. Το 2011, ένα χρόνο πριν κλείσει ο Μύλος, ο Χρήστος Καϊσούδης επέστρεψε στο Λούκυ Λουκ. Όταν το 2017 έφτασε η ώρα να κλείσει, το γεγονός επίσης συνοδεύτηκε από ένα αξέχαστο αποχαιρετιστήριο πάρτι στις 25 Μαρτίου του ίδιου έτους. «Εκεί να δεις κλάμα… Είχαν έρθει δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, γεωπόνοι διαφόρων ηλικιών από όλη την Ελλάδα. Κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν ότι όλοι σπούδασαν στη Θεσσαλονίκη και είχαν περάσει τα νιάτα τους μέσα σ' εκείνο το μπαράκι. Ήρθαν λοιπόν από όλη τη χώρα εδώ, για να αποχαιρετήσουν τα νιάτα τους», θυμάται.

Το «festival spot», οι αυθόρμητες βραδιές και τα βαριά ονόματα

Ο «Μύλος», ο πολυχώρος διασκέδασης που άλλαξε τα δεδομένα στη νύχτα, στη διάρκεια λειτουργίας του διοργάνωσε πάνω από 8.500 συναυλίες. Περισσότερα από εκατό άτομα δούλευαν κάθε βράδυ, ενώ εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από εκεί. Εκεί έγινε η πρώτη επαφή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης του αείμνηστου Μισέλ Δημόπουλου και όλα τα πάρτι της διοργάνωσης πραγματοποιούνταν στο «Μύλο».

Τα επόμενα χρόνια, αφού ο Μύλος έκλεισε, η διοίκηση του Φεστιβάλ άλλαξε και άνοιξε το eden, οι παλαιότεροι εργαζόμενοι του Φεστιβάλ γνώρισαν στα νέα στελέχη τον Χρήστο Καϊσούδη. Όμως ήδη οι καλεσμένοι της διοργάνωσης επέλεγαν ως σημείο συνάντησης το μπαράκι του, που ήταν στα μισά της διαδρομής των δύο βασικών σημείων του Φεστιβάλ (λιμάνι και πλατεία Αριστοτέλους).

«Οι στιγμές από τα φοβερά πάρτι που έγιναν εδώ, είναι ανεπανάληπτες. Υπήρχαν μέρες που το Φεστιβάλ είχε τρία πάρτι σε όλη την πόλη και κάποια στιγμή μετά τη μία ή μιάμιση τα ξημερώματα, όλοι κατέληγαν εδώ και γινότανε χαμός μέσα κι έξω από το μαγαζί, λες και ήτανε beach bar», επισημαίνει.

Αποφεύγει να αναφερθεί στους διάσημους που πέρασαν από το μαγαζί, καθώς είναι αδύνατον να μπορέσει να τους θυμηθεί όλους. Μία πρόσφατη βραδιά που ο 90χρονος Τάκης Τσαγκάρης επιδίδονταν σε ταχυδακτυλουργικά κόλπα μαγεύοντας τους πελάτες ή μία πολύ παλιότερη, που ο Χρήστος Μητρέτζης έχασε τον …κιθαρίστα του Δημήτρη Σφίγγο, πριν από την προγραμματισμένη live εμφάνισή τους στο eden και προθυμοποιήθηκε να τον αντικαταστήσει ο Μπάμπης Παπαδόπουλος από τις Τρύπες, είναι μόνο κάποια από τα αξέχαστα περιστατικά που θυμάται ο κ. Καϊσούδης, όπως φυσικά και τη βραδιά που κόπηκε για περίπου μιάμιση ώρα το ρεύμα και ο Νίκος Παπάζογλου με την παρέα του έπαιξε μουσική με δανεικά όργανα από τη -γειτονική τότε- ταβέρνα Τομπουρλίκα.

Ώρα για ξεκούραση και σχέδια για κάτι νέο

Επόμενος στόχος για τον άνθρωπο που πέρασε όλη την ενήλικη ζωή του στη νύχτα, είναι η ξεκούραση και εν συνεχεία ένα νέο μαγαζί, πάντα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αυτή τη φορά όμως με χαμηλό ενοίκιο. «Θα το κάνω για να έρχονται οι αγαπημένοι μου φίλοι από τα δύο Φεστιβάλ, Κινηματογράφου και Ντοκιμαντέρ. Μόνο και μόνο γι' αυτό αξίζει τον κόπο», καταλήγει.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ

μπαρΘεσσαλονίκηΦεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης