Ελλάδα|23.07.2020 22:35

Μάτι: «Μαμά θέλω να κοιμηθώ για πάντα» - Η συγκλονιστική μαρτυρία για τη φωτιά

Newsroom

Για τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε στις 23 Ιουλίου 2018, στην Αργυρά Ακτή, στο Μάτι, μίλησε η Αγνή Γκαντώνα, σύζυγος του δημάρχου Ραφήνας, Βαγγέλη Μπουρνούς. Η κυρία Γκαντώνα πάλεψε για ώρες να κρατήσει ζωντανούς τους ηλικιωμένους και άρρωστους γονείς της αλλά και τα μικρά παιδιά της.

Όπως λέει η ίδια στο irafina.gr έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της, όταν διαπίστωσε ότι το ένα της παιδί της είπε: «μαμά θέλω να κοιμηθώ για πάντα» και δεν είχε τις αισθήσεις του. Η αγωνία της έφτασε στο κατακόρυφο όταν σε ανύποπτο χρόνο ένας γείτονας της είπε ότι «έχω να σου πω κάτι πάρα πολύ σοβαρό» κι εκείνη νόμιζε ότι θα της αποκαλύψει ότι έχασε τον σύζυγό της.

«Τρέξτε γρήγορα, φύγετε γρήγορα, η φωτιά έφτασε στο Μάτι»

Συνεχίζοντας τη διήγησή της σημειώνει πως «με βλέπει ένας γείτονας, καθώς κατεβαίναμε προς την Αργυρά Ακτής και μου λέει "γρήγορα γρήγορα η φωτιά έχει περάσει στο Μάτι". Λέω "άνθρωπέ μου πώς το λες αυτό, εγώ τώρα έρχομαι από πάνω". Μου λέει "έχει περάσει από άλλο σημείο η φωτιά, γρήγορα δείτε τι θα κάνετε". Κατεβαίνω πανικόβλητη, άρχισαν να τρέμουν τα χέρια μου, σήκωσα τους δικούς μου και αυτοί ήταν ανήσυχοι γιατί είχε αρχίσει να μυρίζει, αρχίσαμε να κλείνουμε τα παράθυρα, κάποια στιγμή έπεσε και το ρεύμα, κι εκεί καταλάβαμε ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά.

Καθώς βγήκαμε έξω για να φύγουμε, αυτό ήταν πολύ εντυπωσιακό και τραγικό συνάμα. Ήταν εικόνα Αποκάλυψης, ένα πορτοκαλοκόκκινο πέπλο πάνω από το κεφάλι μας, σαν μια τεράστια μπάλα πύρινη, γύρω γύρω μαύροι καπνοί, έντονα να μυρίζει, να πέφτουν κάφτρες, καταλάβαμε ότι ήταν πάρα πολύ κοντά μας», θυμάται δύο χρόνια μετά.

«Μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο, πού να ξέραμε εμείς τι επρόκειτο να βρούμε μπροστά μας. Όταν φτάσαμε κάτω εγώ, οι γονείς και τα παιδιά αλλά και γείτονες γιατί φωνάζαμε καθώς κατεβαίναμε να βγουν έξω, ο καθένας έπαιρνε το αμάξι του και έφευγε κακήν κακώς. Στην πορεία πήραμε και μια γειτόνισσα μαζί μας γιατί ήταν μόνη της επειδή η οικογένεια της έλειπε για διακοπές και την είχαμε στο νου μας. Ο δρόμος ήταν κλειστός από τον συνωστισμό των αυτοκινήτων και δεν μπορούσαμε να πάμε ούτε δεξιά ούτε αριστερά», συνεχίζει.

«Σχεδόν χρειάστηκε να τους κουβαλήσουμε στα χέρια»

«Ενστικτωδώς, όλοι τρέξαμε προς την θάλασσα επειδή είχαμε μαζί μας ηλικιωμένους ανθρώπους. Σχεδόν χρειάστηκε να τους κουβαλήσουμε στα χέρια γιατί κάποιοι είχαν προβλήματα κινητικά. Ήταν όλοι τρομαγμένοι, με μια απορία γιατί δεν γνωρίζαμε τίποτα, όλοι νιώθαμε ότι ερχόταν ένα κακό για το οποίο κανείς δεν μας προειδοποίησε,, κανένας δεν μας προετοίμασε και δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μπορεί να φταίει.

Εγώ για να σας πω την αλήθεια, επειδή έχω ζήσει πολλά χρόνια στο Μάτι και έχουμε περάσει και άλλες καταστάσεις με φωτιές που έχουν φτάσει κοντά, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι δεν λειτουργούσε τίποτα, νόμιζα ότι κάτι μεγαλύτερο έχει συμβεί, ότι έχουμε πόλεμο, ένιωθα πανικό, τρόμο αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ότι πρέπει να είμαι δυνατή για να προστατεύσω ανθρώπους που είναι πιο αδύναμοι από μένα, τα παιδιά, οι γονείς, οι γείτονες», επισημαίνει. 

«Νόμιζες ότι βρισκόσουν σε σκηνικό πολεμικής ταινίας»

«Ήταν χαοτικό, σκηνικό πολέμου, ήταν τρομακτικό, νόμιζες ότι βρισκόσουν σε σκηνικό πολεμικής ταινίας, ακούγαμε εκρήξεις, σειρήνα δεν ακούσαμε καμία δεν ξέρουμε τον λόγο, ακούγαμε φωνές ανθρώπων να ζητούν βοήθεια, τρέξτε, καιγόμαστε και ονόματα αυτό ήταν το πιο τραγικό, ερχόταν στην παραλία και φώναζε τα ονόματα των παιδιών του, των δικών του ο καθένας», προσθέτει ακόμη η κυρία Γκαντώνα.

«Νομίζαμε ότι όλοι δεν θα βγούμε ζωντανοί, θα πεθάνουμε»

«Μέσα σε λίγα λεπτά πρέπει να μαζεύτηκαν γύρω στα 400 άτομα, σε αυτόν τον μικρό χώρο στην Αργυρά Ακτή, όλοι έντρομοι, άλλοι με εγκαύματα στα πέλματα γιατί έφυγαν πανικόβλητοι ξυπόλητοι, γιατί κυριολεκτικά τους έπιασε στον ύπνο η φωτιά. Ενώ όταν φύγαμε εμείς δεν καιγόταν το σπίτι μας, η γειτονιά μας, την φωτιά την βρήκαμε εδώ κάτω, καιγόταν τα πεύκα, ο Κάβος, η τέντα της ταβέρνας, ξαφνικά ο αέρας ενώ ήταν ήδη δυνατός, άρχισε να φυσάει μανιασμένα. Ο μεγάλος μας εχθρός πλέον δεν ήταν τόσο η φωτιά γιατί είχαμε μπει στην θάλασσα δεν είχαμε πού αλλού να προστατευτούμε, αλλά ο καπνός που ακόμα και τώρα που σας μιλάω που έρχεται η αίσθηση και το πνίξιμο του καπνού στον λαιμό και στα μάτια και αναγκαζόμασταν να βουτάμε το κεφάλι μας στο νερό για να αποφύγουμε τις κάφτρες. Γιατί όλα τα πεύκα που έπεφταν πάνω από την θάλασσα τόσα χρόνια φλέγονταν, φλεγόταν όλη η Ακτή, είχαμε κυκλωθεί από την φωτιά, πουλιά έπεφταν δίπλα μας φλεγόμενα, και ξαφνικά ενώ ο καπνός πύκνωνε, κρατούσα τα παιδιά μου και δεν τα έβλεπα, κρατούσα τους γονείς μου και δεν τους έβλεπα, μόνο από την φωνή ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο αν είναι καλά, ερχόταν γείτονες και φώναζαν παιδιά είστε δώ; Είστε καλά; Τον είδατε τον τάδε; Δεν ήξερα αν θα βγούμε ζωντανοί από εκεί, νομίζαμε όλοι ότι θα πεθάνουμε, οι συνθήκες ήταν τόσο τραγικές που δεν ξέραμε αν θα επιβιώσουμε από αυτό», αναφέρει η σύζυγος του δημάρχου Ραφήνας.

«Το κινητό μου ήταν για όλους ένα μικρό παράθυρο ελπίδας»

«Εγώ κατάφερα να πάρω μαζί μου το κινητό μου και όταν βουτούσα το κεφάλι κρατούσα το χέρι με το τηλέφωνο εκτός νερού και μόλις έβλεπαν οι υπόλοιποι ότι είχα τηλέφωνο ερχόταν και παρακαλούσαν να κάνουν μια κλήση στους δικούς τους, δεν ξέρω πόσες κλήσεις έγιναν εκείνο το απόγευμα, νιώθω μεγάλη συγκίνηση ότι αυτό ήταν ένα μικρό παράθυρο ελπίδας για μερικούς ότι οι δικοί τους είναι καλά και ζούνε και μόλις έκλειναν το τηλέφωνο καλούσαν πίσω για να μάθουν και άλλες πληροφορίες αν είναι όντως καλά οι άνθρωποι εκεί. Οι ηλικιωμένοι κάποια στιγμή άρχισαν να τρέμουν επειδή ήταν πολύ ώρα μέσα στο νερό, η θάλασσα έβραζε, και εμένα άρπαξαν τα μαλλιά μου μια φορά και με έριξαν στο νερό για να με σώσουν, το μικρό μου το παιδί είχε γαντζωθεί στον παππού του, είχε κλείσει τα μάτια και έλεγε ότι είχε χαθεί ο πολιτισμός μας, το μεγάλο μου το παιδί ήταν πιο ψύχραιμο και συνέχεια ακούγαμε ανθρώπους να έρχονται τρέχοντας και φώναζαν ονόματα των δικών τους ανθρώπων που έψαχναν», τονίζει η κυρία Γκαντώνα.

«Τόση ώρα στη θάλασσα και κανείς δεν μας εντοπίζει. Γιατί;»

«Κάτι που είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να το πω είναι ότι όσο βρισκόμασταν μέσα στη θάλασσα καταλάβαμε ότι η σωτηρία μας ήταν εκεί μέσα γιατί βλέπαμε τα αυτοκίνητα να καίγονται και να ανατινάζονται γι αυτό η πρώτη μας σκέψη ήταν να τηλεφωνήσουμε στο Λιμενικό και όσοι μας καλούσαν τους λέγαμε να ειδοποιήσουν το Λιμενικό. Μας καθησύχαζαν ότι το είχαν ενημερώσει και είχαμε την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα έρθει να μας σώσει. Καταλάβαμε λοιπόν ότι η μόνη διαφυγή μας είναι από την θάλασσα και απορούσαμε πως και τόση ώρα δεν μας έχει εντοπίσει κανείς. Οι ώρες περνούσαν είχαμε χάσει επαφή με τον χρόνο, οι δυνάμεις μας τελείωναν, βγάλαμε τους ηλικιωμένους στην ακτή όταν σταμάτησε η φωτιά και ο αέρας κόπασε λίγο, πήραμε τις καρέκλες από την ταβέρνα και τις τοποθετήσαμε στην άκρη της θάλασσας ώστε να κάτσουν οι ηλικιωμένοι αλλά τα πόδια τους να βρίσκονται μέσα στο νερό, πήραμε επίσης τα τραπεζομάντηλα από τα τραπέζια και αφού βγάλαμε τις βρεγμένες μπλούζες από τους ηλικιωμένους τους τυλίξαμε με αυτά και πραγματικά ένιωσαν μια μικρή αίσθηση ασφάλειας και ανακούφισης, κάποιοι είχαν ξαπλώσει στην παραλία σκασμένοι από τον καπνό», προσθέτει ακόμη.

«Μαμά θέλω να κοιμηθώ για πάντα, νόμιζα ότι έφυγε»

Kάποιοι έλεγαν ότι θα φύγουν και κάποια στιγμή το δικό μου το παιδί μου είπε «μαμά θέλω να κοιμηθώ για πάντα» και έχασε τις αισθήσεις του, νόμιζα ότι μας άφησε, το πήρα αγκαλιά και το ακούμπησα σε ένα τραπέζι προσπαθώντας να το συνεφέρω, δεν μπορούσα να βρω τον σφυγμό του μέσα στον πανικό, νόμιζα ότι έφυγε.

«Δεν υπήρχε κανένας να βοηθήσει»

«Ο καθένας βοηθούσε τον δικό του άνθρωπο, δεν υπήρχε κανείς να μας βοηθήσει άλλος, ήταν όλοι ηλικιωμένοι και παιδιά, παππούδες και εγγόνια και μετά εμφανίζονταν γονείς για να τους βρουν, και καλή του ώρα ήρθε ο Γιάννης μαζί με την μαμά του που έχουν την ταβέρνα (Αργυρά Ακτή) και άνοιξε και μας έδωσε ότι εμφιαλωμένο νερό είχε και ένα από τα πρώτα έφτασε σε μένα και το έριξα στο παιδί για να το συνεφέρω, μου φάνηκε σαν μια αιωνιότητα. Τα μπουκάλια έφτασαν σε όλους από στόμα σε στόμα, ήταν πραγματικά ευλογία γιατί ήμασταν μόνοι μας σαν τους μάρτυρες, είχαμε την αίσθηση της εγκατάλειψης και αναρωτιόμασταν γιατί δεν εμφανίζεται κανένας. Σε ένα από τα διαλείμματα μεταξύ των τηλεφωνημάτων χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο σύζυγος, τον είχα μέσα στο μυαλό μου ήμουν σίγουρη ότι ήταν μέσα στην φωτιά και μας έψαχνε, και μου φώναξε πού είστε, του είπα είμαστε στην θάλασσα εγκλωβισμένοι όμως θα έρθουν να μας πάρουν, ξαναέκλεισε η επικοινωνία, πρέπει να ήταν μετά τις οχτώ και μισή το βράδυ», υποστηρίζει.

«Δεν φώναζε κανείς πια - Είχαμε κουραστεί, άκουγες μόνο ονόματα»

«Υπήρχαν κλάματα, βογκητά, είχαμε κουραστεί, υπήρχε ένα πνιχτό βογκητό ανθρώπων που δεν μπορούσαν να ανασάνουν και ακούγαμε συνεχώς να λένε ονόματα.

Όταν νύχτωσε είδαμε στο βάθος, πολύ βαθιά μέσα κάποια φώτα, νομίζαμε ότι ήταν κάποιο μεγάλο σκάφος, ότι έρχεται το Λιμενικό και τότε όπως στην ταινία με τον ναυαγό όλοι αρχίσαμε να κουνάμε χέρια, όσοι είχαν κινητά άναψαν τους φακούς και φωνάζαμε, κάναμε σαν τρελοί νομίζαμε ότι ήρθε η σωτηρία μας μήπως και μας δουν αλλά δεν έγινε τίποτα, αισθανόμασταν ότι είμαστε καταδικασμένοι, δεν είχαμε εικόνα όλης της κατάστασης, βέβαια ακούγαμε και από την δίπλα παραλία που έγινε το μεγάλο το κακό. Μετά από πολύ ώρα, νομίζω ήταν δέκα και μισή, για πέντε ώρες στην θάλασσα, εκείνες τις στιγμές το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι είναι πώς θα προστατέψεις τα παιδιά σου τους γονείς σου και τους δίπλα σου και κοιτάς να προσφέρεις αν μπορείς κάτι.

Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, ενώ είμαι πάρα πολύ αισιόδοξος άνθρωπος, έχω πολύ πίστη μέσα μου, με έχει βοηθήσει πολύ στην ζωή μου αυτό…Τότε ήταν η πρώτη φορά που έχασα την εμπιστοσύνη μου στον άνθρωπο, σε όλους αυτούς που υποτίθεται ότι πρέπει να μας προστατεύουν, έστω και μετά», διηγείται η κυρία Γκαντώνα.

«Γιατί μας ξέχασαν; Γιατί δεν ήρθε κανείς; Γιατί;»

«Σιγά σιγά μετά από πολλές ώρες, το βράδυ γύρω στις έντεκα, ξαφνικά είδαμε φώτα μικρά βαρκάκια, εθελοντές που είχαν μια βάρκα και ήρθαν στο λιμανάκι μας και δεν μπορούσαμε να ανέβουμε στις βάρκες. Είδαμε και κάποιους αστυνομικούς από την ομάδα Δίας που πλησίασαν και προσπαθούσαν να συντονίσουν την επιβίβαση στα βαρκάκια. Με πολύ αξιοπρέπεια αφήσαμε χώρο στα παιδιά και στους ηλικιωμένους και ανθρώπους που είχαν πιο πολύ ανάγκη από εμάς, εμείς με τα παιδιά μου, μείναμε συνειδητά με τους τελευταίους, ο ένας βοηθούσε τον άλλον», σημειώνει.

«Κύριε Νίκο σε ευχαριστώ πολύ - Δεν έχω μπορέσει να σε βρω»

«Ανεβήκαμε 18 άτομα στην βάρκα με πολύ κόπο και με την βοήθεια ενός παιδιού που μετέφερε τους ηλικιωμένους. Ο βαρκάρης όμως δεν ήταν από δώ, είχε έρθει από το Πόρτο Ράφτη, το όνομα του ήταν Νίκος. Κύριε Νίκο σε ευχαριστώ πάρα πολύ γιατί δεν έχω μπορέσει ακόμα να σε ευχαριστήσω, δεν σε έχω βρει. Προσπαθούσε με τον ασύρματο να επικοινωνήσει με κάποιον να τον καθοδηγήσει αλλά μάταια.

Η βάρκα να κλυδωνίζεται, το παιδί μου να είναι σχεδόν ολόκληρο έξω από την βάρκα και ένα πέπλο σιωπής να υπάρχει παντού. Κάποια στιγμή έρχεται ένας γείτονας και μου λέει: «Αγνή έχω να σου πω κάτι πολύ δυσάρεστο, κι εκείνη την ώρα το μυαλό μου πήγε στον Βαγγέλη. Και σκέφτηκα θα μου πει κάτι για τον Βαγγέλη και τότε, άσπρισα, έμεινα στήλη άλατος και όταν μου είπε «από το σπίτι σου δεν είχε μείνει τίποτα, εκείνη την ώρα το αντιμετώπισαν σαν μία ευλογία. Είπα τουλάχιστον δεν άκουσα ότι κάηκε ο άντρας μου. Πριν φτάσουμε στο λιμάνι, επειδή όπως σας είπα ο άνθρωπος με τη βάρκα δεν ήξερε πώς να πάει, του έδωσα το τηλέφωνο του συζύγου μου πιστεύοντας, πως αν το σηκώσει και είναι αυτός θα είναι ζωντανός. Και του είπα πάρε αυτό τηλέφωνο γιατί υποψιαζόμουν πως αν ζούσε θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Και όντως τον καθοδήγησε γιατί ο Βαγγέλης ήταν στο λιμάνι, εγώ δεν το ήξερα και του έλεγε πώς να φθάσει Ραφήνα γιατί ο άνθρωπος πήγαινε στα τυφλά. Όταν φτάσαμε, τότε καταλάβαμε την κινητοποίηση, ότι κάποιοι είναι εδώ και μας περιμένουν, κάποιοι νοιάζονται για εμάς. Ήταν κι ο Βαγγέλης εκεί και όλα τα παιδιά που βοηθούσαν Τότε νιώσαμε για πρώτη φορά ότι είμαστε ασφαλείς. Δεν είπα τίποτα για το σπίτι στους γονείς μου γιατί θα μου μένανε στα χέρια», επισημαίνει ακόμη.

«Αγνή μην κλαις γιατί με αυτά τα χέρια έχω βγάλει νεκρούς»

Πήγα να βάλω τα κλάματα. Μου λέει όμως ο Βαγγέλης: «Αγνή μην κλαίς, γιατί εγώ με αυτά τα χέρια έχω βγάλει νεκρούς». Και από εκείνη την στιγμή που μου το είπε μέχρι και σήμερα δεν έχω κλάψει μπροστά του. Ήταν καπνισμένος όπως κι εμείς. Μαζί είχαμε και τις γειτόνισσες. Μαζί στην βάρκα, μαζί στο αυτοκίνητο μετά που πηγαίναμε στο σπίτι στη Διασταύρωση. Η μία είχε εγκαύματα, η άλλη ήταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση και μείναμε μαζί μέχρι το πρωί που ήρθαν οι δικοί τους άνθρωποι. Δεν κοιμηθήκαμε καθόλου βέβαια εκείνη την νύχτα. Ήρθαν γιατροί να μας δουν. Οι γονείς μου σώθηκαν από θαύμα. Η μητέρα μου με ένα πνεύμονα γιατί ήταν χειρουργημένη με καρκίνο και με το ένα πόδι να κουτσαίνει ακόμα, ο πατέρας μου με εγχείρηση καρδιά.

«Συγγνώμη από τις οικογένειες των νεκρών που αναφέρομαι σε εμάς που ζήσαμε»

«Όταν όμως τα σκέφτομαι όλα αυτά και τα διηγούμαι πονάω πιο πολύ για τους ανθρώπους που έφυγαν από τη ζωή και ζητώ συγγνώμη από τις οικογένειες των νεκρών. Την επόμενη ημέρα πήγαμε να δούμε το σπίτι και δεν είχε μείνει τίποτα, ένα κουφάρι. Εγώ παρότι δεν έβλεπα καλά γιατί είχα πρόβλημα στα μάτια. Έκαιγαν τα πάντα, σε βαθμό που σου έφερνε δυσφορία. Ακόμα υπήρχαν μικροεστίες, όλα στάχτη παντού, λιωμένα αντικείμενα, τίποτα δεν είχε μείνει. Κλάψαμε εκεί με αυτή την εικόνα που αντικρίσαμε το σπίτι μας. Δεν κλάψαμε για τα ντουβάρια, κλάψαμε για όλα αυτά που χάνεις, τα αγαπημένα σου αντικείμενα, τις φωτογραφίες που δεν υπάρχουν πια, τα βιβλία του παππού, οι πίνακες που είχε ζωγραφίσει η γιαγιά, πράγματα μεγάλης συναισθηματικής αξίας που δεν θα ξαναδούμε, είχαμε όλο το βιός μας εκεί. 

Όλα αυτά ίσως έχουν μικρή αξία μπροστά στις ανθρώπινες ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα. Κάποια άτομα ήταν φίλοι και γνωστοί. Η Μαργαρίτα με το βρέφος, ο ιερέας που μας πάντρεψε, ο Βασίλης Γιαννακός, ο Βίκτωρας, γείτονες… Σίγουρα εσύ δεν μπορείς να κλάψεις για τα βιβλία σου. Όταν μας ζήτησαν οι διάφορες υπηρεσίες, μετά να βγάλουμε φωτογραφίες από το σπίτι, ήταν πολύ επίπονο», τονίζει.

«Ακόμα το παιδί ακούει σειρήνες στο δρόμο - Δεν έχει ξεπεράσει το σοκ»

«Εμείς πήραμε και στήριξη έπρεπε να στηριχτούν οι γονείς, τα παιδιά, από μανάδες κινητής υγείας. Το παιδί μου το μικρότερο άμα δείτε εδώ στις φωτογραφίες που δεν μπορούμε να δείξουμε, έκανε μια ολόκληρη σειρά από θεραπείες ομαδικές και ατομικές για να μπορέσει να ξεπεράσει το σοκ με την φωτιά. Δυστυχώς αυτά δεν τελειώνουν ποτέ, οι μνήμες δεν φεύγουν. Για πολύ καιρό ξυπνούσε μες την νύχτα και φώναζε φωτιά, όποτε ένας γείτονας έβαζε να ψήσει φώναξε βοήθεια την Πυροσβεστική, ακόμα ακούει σειρήνες στον δρόμο και τρέχει να δει που έχει πιάσει φωτιά. Όλοι μας έχουμε ψυχικά τραύματα», συνεχίζει.

«Δύο χρόνια μετά, ζητάμε πίσω τη ζωή μας»

«Πέρασαν δύο χρόνια δύσκολα, και σήμερα το κομμάτι της αποκατάστασης προχωρά. Μόλις τώρα αποδόθηκε η πρώτη δόση έγκρισης για την ανακατασκευή του σπιτιού. Τα χρήματα θα δοθούν σε τρεις δόσεις. Όμως τα προβλήματα δεν λύνονται και μέχρι να γίνει κατοικήσιμο ένα σπίτι θέλει πολλά λεφτά επιπλέον. Ζητάμε όμως από την Πολιτεία την ζωή μας πίσω, ζητάμε να μην επαναληφθεί αυτό το κακό. Ναι υπάρχει οργή και επειδή τώρα τελευταία ακούγεται πολύ η λέξη δικαίωση, ναι είναι μια μεγάλη απαίτηση αυτή και το περιμένουμε. Ως νομικός δε, έχω να σας πω ότι πάντα μαθαίναμε πως ο νόμος γίνεται από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο» υπογραμμίζει η κυρία Γκαντώνα.

Μάτιφωτιά στο Μάτι