Ελλάδα|17.11.2021 08:00

Εκεί Πολυτεχνείο; Εδώ, 48 χρόνια μετά, η Ιστορία από εκείνους που την έζησαν, αλλά και από εκείνον που την… ερμήνευσε

Newsroom

Πολυτεχνείο, μετά 48 χρόνια κι οι μνήμες είναι ακόμα νωπές. Όσοι έζησαν την ταραγμένη εκείνη εποχή θυμούνται καθαρά το σκοτεινό ξημέρωμα της 17ης Νοέμβρη κι όσοι δεν έζησαν τον μεγάλο ξεσηκωμό των φοιτητών τον διάβασαν από τις διηγήσεις των ανθρώπων που βρέθηκαν εκέι.

«Ήμουν κι εγώ στο Πολυτεχνείο», άκουγες επί χρόνια από ανθρώπους που είτε τότε ήταν παιδιά στα σχολεία της Αθήνας, ή ενήλικοι που κυνηγούσαν τα παιδιά τους να μην «μπουν μέσα» ή μεταπολιτευτικοί ήρωες του καναπέ… Τα χρόνια φτιάχτηκαν από τους ανθρώπους για να περνάνε σαν τα τρένα, γρήγορα και με θόρυβο. Και μετά 48 Νοέμβρηδες από «τότε», έχουν μείνει μοναχά οι διηγήσεις και οι ιστορίες και οι πορείες με ανάποδο βήμα στο χρόνο. Ας τις θυμηθούμε

Αριστοτέλης Σαρηκώστας: Το μίσος των αστυνομικών

Ο Αριστοτέλης Σαρηκώστας ήταν από τους λίγους έλληνες φωτορεπόρτερ που βρέθηκαν στον τόπο των γεγονότων και αποτύπωσε με τον φωτογραφικό του φακό στιγμές ανεξίτηλες. Πριν από τρία χρόνια είχε μιλήσει στο «ΕΘΝΟΣ» και είχε θυμηθεί: «Κατά τη διάρκεια της 14ης Νοέμβρη ομάδες από 500 με 800 άτομα εξαπέλυαν επιθέσεις με πέτρες εναντίον αστυνομικών. Οι αστυνομικοί απαντούσαν με σφαίρες καουτσούκ και δακρυγόνα. Σε ένα από αυτά τα μπες - βγες μέσα στο Πολυτεχνείο ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων μπήκε μέσα και έκλεισε τις πόρτες. Η αστυνομία περικύκλωσε το Πολυτεχνείο. Οι φοιτητές δεν μπορούσαν να βγουν και από εκεί αρχίζει η κατάληψη. Έχω φωτογραφήσει έναν οικοδόμο να έχει φάει φωτοβολίδα στο χέρι εξ' επαφής από έναν αστυνομικό. Αυτό συνέβη στην πλατεία Ομονοίας και όταν τον ρώτησα γιατί δεν πας στο νοσοκομείο μου απάντησε "δεν είναι τίποτα"», λέει ο φωτορεπόρτερ περιγράφοντας ένα στιγμιότυπο από επεισόδιο εκείνης της περιόδου.

«Πυροβολούσαν με σφαίρες καουτσούκ. Αυτή η σφαίρα μπορεί να σε τραυματίσει αλλά πολύ δύσκολα θα σε σκοτώσει. Το βράδυ που χαμήλωναν τα φώτα υπήρχαν αστυνομικοί ακροβολισμένοι σε ταράτσες και σε μπαλκόνια και πυροβολούσαν με σφαίρες κανονικές. Ανάμεσα στους αστυνομικούς διακρίναμε αρκετούς προβοκάτορες οι οποίοι, χωρίς λόγο, με ξύλα χτυπούσαν τον κόσμο για να δημιουργήσουν εντάσεις. Το αποκορύφωμα ήταν την τελευταία βραδιά. Τότε, οι αύρες της αστυνομίας κυνηγούσαν τον κόσμο. Οι φοιτητές άναβαν φωτιές σε όλη την Πατησίων. Δεν μπορώ να ξεχάσω την οργή και το μίσος των αστυνομικών. Ο στρατός πυροβολούσε στον αέρα αλλά το μίσος των αστυνομικών ήταν πρωτόγνωρο. Κάτι το ανεξήγητο. Έχω καλύψει αρκετούς πολέμους, έχω δει πολλά, αλλά αυτό με εντυπωσίασε. Είναι τελείως διαφορετικό να φωτογραφίζεις μέσα στη χώρα σου, τα συναισθήματα είναι τελείως διαφορετικά».

Γιάννης Ρίτσος: «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας»

Η 15 Νοέμβρη θα βρει τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο στις πρώτες σειρές της μεγάλης διαδήλωσης που άρχισε από το Πολυτεχνείο και έφτασε ως την πλατεία Κλαυθμώνος. Τις επόμενες ημέρες άκουσε με ενδιαφέρον τις εκπομπές του παράνομου ερασιτεχνικού σταθμού που έχει στηθεί στο Μετσόβειο. Με ταραχή και οργή άκουσε την επίθεση στους συγκεντρωμένους με δακρυγόνα και έπειτα με σφαίρες. Μετά με τανκ. Ο ποιητής έφυγε για τον Κάλαμο, αρχίζοντας το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας»:

ΑΘΗΝΑ 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια
ωραία παιδιά δικά μας με τη μεγάλη θλίψη των ανδρείων, αψήφιστοι, όρθιοι στα Προπύλαια στον πέτρινο αέρα, έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι πως μεγαλώνει το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου
17 Νοεμβρίου
Βαριά σιωπή διάτρητη απ΄τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι, ποιός θα πει περιμένω μέσα απ’ το μέσα μαύρο. Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια μ’ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο, κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ΄ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ΄ τα τανκς μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς..
Πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
ΚΑΛΑΜΟΣ 18 Νοεμβρίου
Ηλιόλουστη μέρα. Κάλαμος.
Η θάλασσα, σπουργίτια στον ελαιώνα
Κάλεσμα. Πρόκληση. Κάλλος. Μακρινή προδομένη μακαριότητα
α εσύ δραπέτη λιποτάκτη κρυμμένε ανάμεσα στ΄ αγάλματα, πίσω απ΄τ΄ αγάλματα
μέσα στ΄αγάλματα, αγάλματα κούφια χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα
αρνήσου, αρνήσου, όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις το δένδρο το πουλί το γαλάζιο
αμαρτία, αμαρτία, πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε εσείς, ο ίδιος ο έρωτας
κι ο έρωτας αμαρτία, Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, τα παιδιά μας
πόσες γενιές παιδιά μας σε αδιαίρετο χρόνο χωρίς χρόνο
στα στάχυα και στα σύρματα στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα
έρωτές μας, παιδιά μας, σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας
Για τίποτε άλλο να μην έχουμε μάτια παρά μόνο για σας. Τιποτ΄άλλο.
Ω! ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο
επάνω από δύο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω
βράχος, το μέγα κόκκινο, δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα κι η δωδέκατη κλεισμένη
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο χτύπημα της πέτρας στην πέτρα
-μ΄ακούς; άκουσέ με, εγώ σ΄ακούω,
δύο σιωπές κάνουν μια φωνή κι ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι.
ΑΘΗΝΑ 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες
ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει. Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο
κι η φωνή τους ακόμα.. – Αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ΄το αίμα τους, με το αίμα τους
πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα
Πως μπορείτε λοιπόν; Πως μπορείτε;
20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Μάζεψαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα, τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο
οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο
πλύναν τα ρούχα τ΄απλώσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά μη φανούνε σαν άλλες σημαίες
κλειστά νοικοκυριά, το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι
το αλάτι χυμένο στο δρόμο το ίδιο και τ΄αλεύρι, μες στο ψυγείο το κόκκινο πουλί μ΄όλα του τα φτερά.
Απ΄το θάνατο αρχίζουμε – έτσι έλεγε- απ΄το θάνατο αρχίζουμε πάλι
επάνω από τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα
“τι να κάνουμε -είπε- να ξεχαστούμε; θα ξεχάσουμε πάλι;
Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα ως πάνω στα μάτια
λίγο λίγο θα βγάλεις το ΄να πόδι δοκιμάζοντας τον αέρα τη σιωπή το σκοτάδι
αργότερα τα χέρια, τελευταίο το κεφάλι.
Απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα τα σπίρτα και το φως κολλημένο στον τοίχο
μια τεράστια κίτρινη αφίσα
Ώρα μεγάλη! ώρα σκληρή! ώρα αδειασμένη απ΄την δειλή μακροθυμία των στίχων
εδώ ό,τι πια θα πει θα ΄ναι το αίμα
Ω! κακόφημη ζωή ληστεμένη
22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Αργά που μεγαλώνει το μαχαίρι, αυτός που σιωπεί, δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει
δεν είναι τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι , είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του

Ιωάννα Καρυστιάνη: Δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να καθίσω στ' αυγά μου

Η Ιωάννα Καρυστιάννη συγγραφέας, τότε φοιτήτρια Νομικής αφηγείται: «Θυμάμαι, λοιπόν, επειδή ήταν πρόσφατο το αιματοκύλισμα στη Χιλή, δεν το θεωρούσαμε και απίθανο να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε - παιδιά ήμασταν - αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ίσως, επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά[…] Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εμένα δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να καθίσω στ' αυγά μου, κι ας είχα διαλυθεί ψυχολογικά στην ΕΣΑ. Ήταν πια πολύ ντροπιαστική κατάσταση η Δικτατορία. «Κυλώνειον Άγος».
[…] Μετά μας μετακομίσανε σ' ένα διαμέρισμα που είχε φως- το τέταρτο κρησφύγετο-, της οικογένειας Κομνηνού με τη δίχρονη κόρη τους Τατιάνα. Οι Κομνηνοί ξεσπιτώθηκαν. Μια φορά είχανε φέρει μια Σουηδέζα δημοσιογράφο με δεμένα μάτια στο υπόγειο- νύχτα- και μας πήρε συνέντευξη, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες ίσως μαγνητόφωνο. Γράφαμε ανταποκρίσεις για τη «Φωνή της Αλήθειας» και την Ντόιτσε Βέλε κι ερχόταν και τις έπαιρνε ο σύνδεσμος, ο σεμνός Βασίλης ο Κολώνιας, που μας έφερνε εφόδια, λίγα τρόφιμα και κυρίως φάρμακα από τη φαρμακαποθήκη όπου δούλευε ο Γιάννης Κομνηνός.
[…] Υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι που κάνανε τα αδύνατα δυνατά να βοηθήσουν παιδιά γιατί και μετά το Πολυτεχνείο και μετά το χτύπημα του Φλεβάρη ήταν εκατοντάδες παιδιά που ήταν καταζητούμενα… Όταν έπεσε η Χούντα, η ΚΝΕ με «ξεκλείδωσε» τρεις μέρες μετά. Όλη η Ελλάδα ήταν στους δρόμους κι εγώ ακόμα κλειδωμένη. Και με το που βγήκα, παίρνω τηλέφωνο τους δικούς μου στην Κρήτη (τους πρώτους τρεις μήνες νόμιζαν ότι έχω πεθάνει)».

Γιατροί: Δώσαμε φωνή στους Έλληνες

Όπως περιγράφει στον συλλογικό τόμο «Εκ των υστέρων 19+1» (εκδόσεις Λιβάνη, με επιμέλεια του Δημήτρη Παπαχρήστου), ο υπεύθυνος του ιατρείου, φοιτητής Ιατρικής τότε, Γιώργος Παυλάκης: «Το πρώτο βράδυ έγιναν και μερικοί τραυματισμοί σε συμπλοκές με τραμπούκους. Δώσαμε τις πρώτες βοήθειες και σκέφτηκα ότι με τόσο κόσμο και τις αναμενόμενες συμπλοκές χρειαζόμασταν ένα οργανωμένο ιατρείο. Πήρα μια μεγάλη αίθουσα στην Αρχιτεκτονική και αρχίσαμε να οργανώνουμε με τον Χαντάτ και τον Καπερώνη ένα στοιχειώδες ιατρείο».
Και η φοιτήτρια τότε Φαρμακευτικής, Μέλπω Λεκατσά: «Στο κτίριο Αβέρωφ φτιάξαμε τα έδρανα σαν κρεβάτια και απλώσαμε πάνω χαρτοβάμβακα ή σεντόνια που είχαμε φέρει ώστε να είναι καθαρά. Από το απόγευμα της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου οι συγκρούσεις και οι αναταραχές φουντώνουν, τα δακρυγόνα πληθαίνουν και η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο αποπνικτική. Στο ιατρείο καταφθάνουν όλο και περισσότεροι τραυματίες. Από το πρωί της Παρασκευής και ιδιαίτερα το απόγευμα, το Πολυτεχνείο έπαψε να είναι μία φοιτητική διαμαρτυρία. Μετατρεπόταν σε λαϊκή διαμαρτυρία και εξέγερση, με αίτημα να φύγει η χούντα. Αυτό έγινε γιατί ο κόσμος της Αθήνας ανταποκρίθηκε, γιατί η πλειοψηφία ένιωθε σαν και μας, αν και είχε παραμείνει σιωπηλή για χρόνια».

«Δώσαμε φωνή στους Έλληνες και πολλοί βγήκαν στους δρόμους. Ο ραδιοσταθμός βοήθησε φοβερά, ήταν η πρώτη ελεύθερη φωνή στην Αθήνα έπειτα από χρόνια. Την ίδια ώρα ξέραμε ότι το χουντικό καθεστώς θα αντιδράσει, όπως και έκανε, πρώτα με την Αστυνομία και μετά κατεβάζοντας τα τανκς», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Γιώργος Παυλάκης.
Οι γιατροί που στελέχωναν το ιατρείο χρησιμοποιούσαν ό,τι μέσα είχαν στη διάθεσή τους για να σταματήσουν τις αιμορραγίες. Η προσέλευση μέσα στο χώρο ήταν συνεχής. «Έρχονταν άνθρωποι με εκδορές που φαινόταν ότι είχαν πυροβοληθεί. Δεν είχα δει ξανά στη ζωή μου τόσο τραυματισμένους ανθρώπους. Άρχισα να τρελαίνομαι. Άρχισα να ειδοποιώ τους άλλους φοιτητές στη συντονιστική επιτροπή ότι κάτι συμβαίνει έξω, και ότι θα χρειαστεί να μεταφέρουμε κόσμο από το Πολυτεχνείο. Όλα κυλούσαν με τόσο γρήγορους ρυθμούς που δεν προλαβαίναμε να περιθάλψουμε τον ένα και αμέσως μετά ερχόταν άλλος. Η κατάσταση ήταν εμπόλεμη κι εμείς οι φοιτητές απροετοίμαστοι να δεχθούμε ότι εκείνη την ώρα συνέβαινε αυτό το πράγμα», διηγείται η κ. Λεκατσά.

Ο Ντερτιλης, ο οδηγός του κι ο Μ. Μυρογιάννης

Ήταν 18 Νοέμβρη 1973 και ο Συνταγματάρχης πεζικού Νικόλαος Ντερτιλής βρίσκεται με το υπηρεσιακό τζιπ έξω από την κατεστραμμένη πύλη του Πολυτεχνείου. Απέναντι, Πατησίων και Στουρνάρα, οι αστυφύλακες χτυπούν ένα νεαρό, που προς στιγμή δείχνει να τους ξεφεύγει. Ο Ντερτιλής βγάζει από το μπουφάν το περίστροφο σημαδεύει και πυροβολεί.
Ο οδηγός του τζιπ, 21 ετών τότε, Αντώνης Αγριτέλης κλήθηκε και κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας. Η κατάθεση του, ήταν αυτή που οδήγησε στην ισόβια καταδίκη τον αξιωματικό: «Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί. Ο νεαρός έπεσε κάτω σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός. Μετά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μπήκε στο τζιπ και κτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε “με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι”».

Βάσει των όσων επιπλέον κατέθεσε ο Αγριτέλης, μετά τη δολοφονία ο Ντερτιλής συνέχισε τις εφόδους του στο κέντρο της Αθήνας, παρακινώντας αστυνομία και στρατό να ανοίξει πυρ. «Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παλιόπαιδα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν; Τι φοβάστε ρε; Βαράτε, εγώ έκανα την αρχή», ήταν κάποιες από τις προτροπές που έκανε σε άνδρες των δυνάμεων καταστολής, σύμφωνα με τον οδηγό του τζιπ. «Στην περιοχή του ΟΤΕ έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί χωρίς να μπορώ να διαπιστώσω αν χτυπήθηκε κανείς», συμπλήρωσε ο Αγριτέλης.
Τα στοιχεία που έδωσε ωστόσο στο δικαστήριο ο Αγριτέλης για να αποδείξει ότι γνώριζε τον Ντερτιλή ήταν τελικά αυτά που τον «έκαψαν». Δήλωσε ότι ο προϊστάμενός του τον έστελνε να του αγοράζει τσιγάρα Dunhill και να επισκευάζει τον αναπτήρα του, μάρκας Ronson, σε ένα κατάστημα στη Βουκουρεστίου. Ύστερα από έρευνα στο εν λόγω κατάστημα, εντοπίστηκε απόδειξη επισκευής στο όνομα «Νίκος Ντερτιλής».

Ο χειριστής άρματος: Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα

«Ντρέπομαι γι' αυτό που ήμουν, γι' αυτό που έκανα», είναι η εξομολόγηση του οδηγού του τανκ που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο.
Ο Α. Σκευοφύλαξ, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του που είχε δώσει πριν από λίγα χρόνια, εξιστορεί όσα συνέβησαν τη νύχτα που τύλιξε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία: «Ντρέπομαι γι΄ αυτό που ήμουν. Γι' αυτό που έκανα. Τότε αισθανόμουν ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Στους Μαυροσκούφηδες, στου Γουδή είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα "παλιοκουμμούνια", όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές». Ο Α. Σκευοφύλαξ, ο στρατιώτης - οδηγός του τεθωρακισμένου άρματος θυμάται τις δραματικές στιγμές που εκτυλίχθηκαν στους δρόμους της Αθήνας. Το απαράμιλλο θάρρος του φοιτητή που γύρισε και του είπε: «Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες μέσα;». Την οργή που του προκάλεσε και λίγο έλειψε να τον οδηγήσει σε εν ψυχρώ δολοφονία.

«Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή... Αν έλεγε μια κουβέντα ακόμη, θα τον σκότωνα».
Ο Α. Σκευοφύλαξ θυμάται ακόμα τη φοιτήτρια που τραυματίστηκε κατά την εισβολή του τανκ, την Πέπη Ρηγοπούλου: «Θα ήθελα να τη δω, να της πω... Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Τι περιμένεις... Ούτε μια εφημερίδα δεν είχα διαβάσει μέχρι τότε. Είχα γίνει και εγώ φασίστας. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου».

Φοιτητές: Άκουσα ένα «τζιν τζιν» στα κάγκελα. Ρίχνουν σφαίρες, σίγουρα

Στο βιβλίο «Ολη νύχτα εδώ», εκδόσεις Καστανιώτη, έχουν καταγραφεί ενδιαφέρουες μαρτυρίες φοιτητών.
Γιάννης Φ., απόφοιτος Φυσικομαθηματικής: «Πρώτη φορά που καταλάβαμε ότι ρίχνουν σφαίρες ήταν γύρω στις 20.30 το βράδυ της Παρασκευής. Είχε πολύ κόσμο εκείνη την ώρα. Και σε μια κατάσταση μέθης. Η συγκοινωνία διεξαγότανε με δυσχέρεια γιατί ήτανε πάρα πολύς κόσμος στο δρόμο και μέχρι το ύψος του Μουσείου, και μετά τη Στουρνάρη, λίγο παρακάτω στη Σολωμού, και βέβαια ηθελημένα και τα τρόλεϊ και τα λεωφορεία περνάγανε σιγά-σιγά κορνάροντας ρυθμικά. «Στάση Ελευθερία». Υπολογίζω στις 20.25 πρέπει να ‘τανε, στο ύψος του Μουσείου. Είχα σκύψει κατά τύχη. Κι άκουσα ένα «τζιν τζιν» στα κάγκελα. Ρίχνουν σφαίρες, σίγουρα. Και όσοι είχαμε εμπειρία, αλλά δεν χρειάζεται και πολύ μυαλό για να το σκεφτείς αυτό – σφαίρες είναι. Και αρχίσανε ταυτόχρονα να πέφτουνε τα πρώτα δακρυγόνα, συν πλην πέντε λεπτά… […] Και όλοι μαζί κάνουμε ντου προς τους αστυνομικούς. Ξηλώναμε πεζοδρόμια, ξηλώναμε πλακάκια και – ελάχιστες φορές – χρησιμοποιήσαμε σπασμένα τζάμια, κυρίως από αυτοκίνητα».

Κώστας Γώγος, σπουδαστής Σχολής Υπομηχανικών: «Εβλεπα φώτα, προβολείς και μετά νέκρα. Νέκρα! Τελείως. Και ξαφνικά, ακούγονται ερπύστριες – έρχονται τα τανκ – και ακούγονταν διάφορες φωνές. Τα τανκ έρχονταν με χαφιέδες. Αυτοί πηγαίνανε εκατό μαζί, με κάτι τεράστια καδρόνια με πρόκες. Κι όποιον παίρνανε…. Μόλις φτάσαν στο Πολυτεχνείο – αυτό με παραξένεψε – έσπαγαν ό,τι τζάμια είχαν απομείνει στο Πολυτεχνείο. Είχαν κάτι καδρόνια δυο μέτρα. […] Οπότε, βλέπουμε το τανκ, με τον προβολέα που ‘ριχνε στο Πολυτεχνείο, να μπαίνει μέσα».

Μάνος Χατζιδάκις: «Η Αμερική στους Αμερικανούς. Και η 17η Νοεμβρίου στους επιζήσαντες»

Και όσο απομακρυνόμαστε από εκείνη τη βραδιά τόσο τα γεγονότα θα χάνονται στην ομίχλη των καιρών και θα βγαίνουν από την ίδια αχλή πιο λαμπεροί οι θρύλοι και οι μύθοι. Όμως όσο υπάρχουν άνθρωποι (κάθε γενιά έχει τους δικούς της) που ξεχωρίζουν το αληθινό από το κάλπικο η πραγματικότητα θα παρελαύνει με το φτωχό, το ντύμα της αλήθειας. Ο Μάνος Χατζηδάκις τον Δεκέμβριο του 1985 δημοσίευσε στο περιοδικό «Τέταρτο» κείμενο με τίτλο «Πολιτικές τελετουργίες ή το τραπέζι του Ινδιάνου». Τα είπε όλα!
«Οι εθνικές γιορτές έχουν καταλήξει να είναι τελετουργίες χωρίς αντίκρισμα και με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι πρόσφατα – γιορτάζουμε μόλις τη 12η επέτειο – κι όμως μοιάζει η γιορτή σαν τον χρυσό σταυρό που κοσμεί τους λαιμούς νεαρών ερωτιδέων ή ηλιοκαμένων καμακιών. Καμιά επαφή με το ουσιαστικό περιεχόμενο του σταυρού.
…………………………………………………………………………………………………………………….

Τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου μας παρέχονται με περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτούς που επέζησαν παρά γι’ αυτούς που χάθηκαν οριστικά. Οι εναπομείναντες παρελαύνουν επικεφαλής, βγάζουν λόγους, πραγματοποιούν τηλεοπτικές συνεντεύξεις και δεν τους άκουσα ούτε μια φορά να μνημονεύουν αυτούς που χάθηκαν οριστικά, που δεν είναι σε θέση να μιλήσουν σήμερα. Έτσι , έρχεται η σειρά να δούμε από κοντά το τραπέζι ενός Ινδιάνου που αμέριμνος με την παραδοσιακή τεχνική αμύνης, υπερασπιζόταν το σπιτικό του και τον τόπο του από τους εισβολείς, ήσυχος για το δίκαιό του και για τον Θεό του. Όμως οι πιονέροι με τον δικό τους Θεό κατασκευάσανε ένα δικό τους δίκαιο και κατέκτησαν τους Ινδιάνους. Κι αφού τους εξαφάνισαν, άρχισαν να γυρίζουν ταινίες με το δίκαιο αμφίρροπο ανάμεσα στους Ινδιάνους και τους Αμερικανούς στρατιώτες. Όμως η κατάληψη είχε επιτελεστεί. Η Αμερική στους Αμερικανούς. Και η 17η Νοεμβρίου στους επιζήσαντες. Αύριο – καθόλου απίθανο – μια μελλοντική δικτατορία να οικειοποιηθεί την επέτειο του Πολυτεχνείου ως σύμβολο αντιστάσεως εναντίον των αντιπάλων της. Μήπως δεν έγινε παρόμοια πλαστοπροσωπία στα ανατολικά «σοσιαλιστικά» κράτη; Αγώνες νέων παιδιών μήπως δεν έγιναν σύμβολο εορτασμού τυραννικών καθεστώτων; Τα ’χουμε δει αυτά και τα ’χουμε-αλίμονο-συνηθίσει. Δεν είχα τελειώσει καλά καλά το σχόλιο αυτό και ήλθε η είδηση. Ένας αστυνομικός, ο Αθανάσιος Μελίστας, σκότωσε πυροβολώντας τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά. Κατασκευάζεται ήδη σενάριο με βάση το κατά πόσον ο νεαρός δεκαπεντάχρονος ήταν ή δεν ήταν «επικίνδυνος» αναρχικός. Ώστε η κτηνωδία του αστυνομικού να γίνει… νόμιμη άμυνα. Αρκετά. Με αηδία μέσα μου έκλεισε η 12η επέτειος του Πολυτεχνείου. Τα γεγονότα εξακολουθούν. Ποιος θα τα επωφεληθεί;».
Τίποτε περισσότερο…

Πολυτεχνείοχούνταφοιτητές17 Νοεμβρίου