Η απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς έφερε την πανδημία της αμφισβήτησης
Μαρία ΛιλιοπούλουΟλο και περισσότερο φαίνεται ότι κλονίζεται η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους θεσμούς με τις απανωτές κρίσεις οικονομική και υγειονομική που διαδέχτηκαν η μια την άλλη να φουντώνουν τις θεωρίες συνωμοσίας και την ελληνική κοινωνία να βρίσκεται μπροστά σε έναν διογκούμενο αρνητισμό χωρίς εξαιρέσεις που συμπεριλαμβάνει από τον κορονοιό και τα εμβόλια μέχρι την... απογραφή.
Αντιμέτωπη με μία μετάλλαξη, η οποία έως τώρα εμφανίζει ανησυχητική μεταδοτικότητα χάνει και την τελευταία ελπίδα της να ξεμπλέξει σύντομα με τον εφιάλτη του κορονοιού, ενώ την ίδια στιγμή δεν είναι λίγοι εκείνοι που τοποθετούν κάτω από την ομπρέλα των «ψεκασμένων» κάθε διαφορετική άποψη από τους απλούς σκεπτικιστες μέχρι τους αυτοαποκαλούμενους θεματοφύλακες του Συντάγματος και τους Ελληνες αυτόχθονες.
Στο τοπίο αυτό φαίνεται ότι δύο χρόνια επέλασης της πανδημίας ήταν αρκετά ώστε ένα υπολογίσιμο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας να περάσει από την αμφισβήτηση του ιού στον ιό της αμφισβήτησης σχεδόν για τα πάντα. Από τον κορονοιό και τα εμβόλια μέχρι την την επιστήμη, αλλά και τους θεσμούς σχεδόν συνολικά με την εξαίρεση για τους περισσότερους του δημόσιου συστήματος υγείας.
Το μοτίβο δεν είναι καινούριο ούτε ελληνικό. Η απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς δεν εμφανίστηκε ξαφνικά στην πανδημία παρά το γεγονός ότι η τελευταία φαίνεται να λειτούργησε καταλυτικά γι΄αυτό. Ειδικά στην Ελλάδα ήταν παρούσα και γιγαντωνόταν και στα χρόνια της οικονομικής κρίσης – ενώ ως πρόβλημα συζητείται διεθνώς εδώ και αρκετά χρόνια.
Ωστόσο όσο μακραίνει ο μακάβριος κατάλογος των ανθρώπινων απωλειών και όσο αυξάνονται οι παλινδρομήσεις σχετικά με τα συχνά αντικρουόμενα μέτρα, τόσο μειώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και τους θεσμούς γενικότερα. Αλλωστε διαχρονικά οι μεγαλες κρίσεις είναι αυτές που ενισχύουν τη συνωμοσιολογία και τον σκοταδισμό.
Οι ειδικοί επιστήμονες μιλούν στο «ethnos.gr» για «απονομιμοποίηση» τόσο των αντιπροσωπευτικών θεσμών όσο και των παραδοσιακών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, στα οποία ελάχιστη εμπιστοσύνη δείχνουν οι Ελληνες έναντι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα του Ευρωβαρόμετρου της περασμένης άνοιξης, το οποίο κατέδειξε ότι οι Ελληνες σε ποσοστό 71% τείνουν να μην εμπιστεύονται την κυβέρνηση (έναντι 59% του ευρωπαικού μέσου όρου), σε ποσοστό 70% τείνουν να μην εμπιστεύονται το Κοινοβούλιο (αντίστοιχος είναι και ο μέσος όρος) και σε ποσοστό 62% τείνουν να μην εμπιστεύονται την Ευρωπαική Ενωση.
Οριακά πάνω από τη βάση η νομοθέτηση
Την ίδια στιγμή η περιστολή κάποιων ατομικών ελευθεριών έστω και κατά διαστήματα εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων δίνει την εντύπωση σε πολλούς ότι η πανδημία αντιμετωπίστηκε σε ένα βαθμό ως ευκαιρία για μια πιο σκληρή έως και αρκετά αυταρχική διακυβέρνηση.
Κρίσιμο ρόλο στην εδραίωση της αντίληψης αυτής φαίνεται ότι παίζει και το επίπεδο νομοθέτησης, το οποίο χρήζει σημαντικών βελτιώσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά στην Ελλάδα ίσα που περνά τη βάση.
Σύμφωνα με τον δείκτη καλής νομοθέτησης για το 2020, την πρώτη χρονιά της πανδημίας, τον οποίο ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες το Κέντρο Φιλελευθερων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦΙΜ), η ποιότητα της νομοθέτησης στην Ελλάδα παραμένει χαμηλή με τα φαινόμενα πολυνομίας και κακονομίας να εμμένουν. Συγκεκριμένα:
• Οριακά πάνω από τη βάση βρέθηκε το σύνολο των νόμων που ψηφίστηκαν το 2020, με βαθμολογία 51/100.
• Από τις 196 τροπολογίες που ψηφίστηκαν το 2020, οι 121 (62%) ήταν εκπρόθεσμες.
• Οι 113 νόμοι και κυρώσεις του 2020 παρήγαγαν συνολικά 2.166 εξουσιοδοτήσεις για Υπουργικές Αποφάσεις και εξουσιοδοτήσεις για Προεδρικά Διατάγματα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στη διάρκεια του 2020 κάθε 3,2 ημερολογιακές ημέρες ψηφιζόταν 1 νόμος.
• Για την ανάγνωση των 4.867 άρθρων και των 10.302 σελίδων που νομοθετήθηκαν το 2020, θα χρειαζόταν κανείς 43 εργάσιμες ημέρες (υπολογίζοντας ότι ο μέσος άνθρωπος διαβάζει περί τις 30 σελίδες την ώρα).
Τα κύρια προβλήματα που εντοπίστηκαν, ήταν:
• Ανεπαρκής διαβούλευση: 1 στους 5 νόμους δεν τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση.
• Γραφειοκρατία: Μόνο 1 στους 4 νόμους προβλέπει απλούστευση διαδικασιών στις συναλλαγές μεταξύ κράτους και πολιτών/επιχειρήσεων. Σε κανέναν νόμο δεν πραγματοποιήθηκε υπολογισμός διοικητικών επιβαρύνσεων.
• Συνέχιση των κακών νομοθετικών πρακτικών: Οι νόμοι του 2020 έχουν κατά μέσο όρο 3 τροπολογίες, από τις οποίες οι 2 είναι εκπρόθεσμες.
• Ψηφισή αλλά μη εφαρμογή των νόμων: Μόλις το 35% των εξουσιοδοτήσεων για έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων ενεργοποιήθηκε εντός 6 μηνών από τη δημοσίευση του νόμου.
• Νομοθέτηση χωρίς γνώση των πραγματικών συνεπειών των νόμων στην οικονομία, το περιβάλλον και την ανταγωνιστικότητα: 7 στις 10 εκθέσεις συνεπειών ρύθμισης δεν περιλαμβάνουν ποσοτικά στοιχεία.
Υπόδειγμα κακονομίας οι τελευταίοι νόμοι κάθε χρονιάς
Ο νόμος του 2020 με τη χαμηλότερη συνολική βαθμολογία στον Δείκτη (μόλις 19,9/100) είναι ο 4764 «Ρυθμίσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας από τις συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19, την ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς, την επιτάχυνση της απονομής των συντάξεων, τη ρύθμιση οφειλών προς τους Oργανισμούς Tοπικής Aυτοδιοίκησης και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» του υπουργείου Υγείας.
Οι περισσότερες διατάξεις του δε σχετίζονταν μεταξύ τους, ενώ τροποποιούσε περισσότερους από δέκα νόμους που είχαν ψηφιστεί την τελευταία τριετία, είχε οκτώ τροπολογίες με 32 άρθρα στο σύνολό τους εκ των οποίων οι 6 ήταν εκπρόθεσμες, υπογραφόταν από 24 άτομα και προχώρησε προς ψήφιση χωρίς την ακρόαση κοινωνικών εταίρων.
Ο νόμος 4764/2020 ψηφίστηκε στην τελευταία συνεδρίαση της Βουλής πριν τη διακοπή των εργασιών της για τα περσινά Χριστουγέννα.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό που εντοπίζεται τελευταία είναι το γεγονός ότι μπορεί ο αριθμός των τροπολογιών που εισάγονται σε κάθε νομοσχέδιο να βαίνει μειούμενος, εντούτοις αυξάνεται κατά πολύ ο αριθμός των άρθρων που περιλαμβάνει κάθε τροπολογία. Σύμφωνα με το ΚΕΦΙΜ, «το 2020 κάθε τροπολογία που εισήχθη είχε κατά μέσο όρο 13 άρθρα, ήταν, δηλαδή, ένα ολόκληρο νομοσχέδιο το οποίο εισαγόταν στο εκάστοτε αρχικό νομοσχέδιο με μειωμένη διαβούλευση, επεξεργασία και χρόνο συζήτησης. Δεδομένου, δε, ότι οι τροπολογίες ψηφίζονται στο σύνολό τους και δεν υπάρχει δυνατότητα για τους βουλευτές να υπερψηφίζουν ορισμένα άρθρα τους και να καταψηφίσουν κάποια άλλα, τίθεται ευθέως ζήτημα κακής νομοθέτησης και απαξίωσης της νομοθετικής κοινοβουλευτικής λειτουργίας».
Κι αυτό καθώς με βάση τις αρχές καλής νομοθέτησης πρέπει να γίνεται φειδωλή χρήση των τροπολογιών, κάθε τροπολογία να αφορά ένα ειδικό συγκεκριμένο θέμα το οποίο θα ρυθμίζει και οι ρυθμίσεις της να μην επεκτείνονται σε πολλά θέματα καθιστώντας την ένα μίνι νομοσχέδιο. Επίσης κάθε τροπολογία πρέπει να έχει τον ελάχιστο δυνατό αριθμό άρθρων (ιδανικά ένα).
Τα ίδια και φέτος
Η ιστορία μάλιστα φαίνεται πως επαναλήφθηκε ακριβως ένα χρόνο μετά. Μια ανάσα πριν τα Χριστούγεννα, στις 22 Δεκεμβρίου, ψηφίστηκε ο τελευταίος νόμος του 2021. Επρόκειτο πάλι για ένα νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας και για ακόμα μία φορά για τον κορονοιό με τίτλο «Ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοιού και την προστασία της δημόσιας υγείας και άλλες επείγουσες διατάξεις».
Στο νομοσχέδιο μετρήσαμε 146 άρθρα, τα οποία αφορούσαν από τα υγειονομικά ζητήματα μέχρι τα ...κλαδέματα του ΔΕΔΔΗΕ, την ηλεκτροκίνηση στην Αστυπάλαια, αλλά και τη σύμβαση του αυτοκινητόδρομου Πάτρα – Πύργος. Συνοδευόταν από τέσσερεις τροπολογίες με πανσπερμία άρθρων και θεματικών, οι οποίες μάλιστα περιλάμβαναν διατάξεις διαφορετικών υπουργείων που προφανέστατατα δεν κατατέθηκαν ως χωριστές τροπολογίες καθώς τότε θα μιλούσαμε για διψήφιο αριθμό τροπολογιών.
Η απόδειξη ότι και αυτός ο τελευταίος νόμος του έτους που εκπνέει σε λίγες ημέρες αποτελούσε μία συρραφή έκτακτων και άσχετων μεταξύ τους διατάξεων, είναι ότι υπογράφεται από 18 υπουργούς, 4 αναπληρωτές υπουργούς και 2 υφυπουργούς.
Αντίστοιχα η πρώτη τροπολογία περιλαμβάνει 5 άρθρα και φέρει την υπογραφή 10 υπουργών, 1 αναπληρωτή και ενός υφυπουργού. Η δεύτερη τροπολογία αποτελείται από 9 άρθρα και φέρει την υπογραφή 14 υπουργών και 3 αναπληρωτών υπουργών, η τρίτη περιλαμβάνει 12 άρθρα και υπογράφεται από 12 υπουργούς και 3 αναπληρωτές και η τέταρτη έχει 14 άρθρα και υπογράφεται από 10 υπουργούς και 2 αναπληρωτες.
Για τις αιτίες της απώλειας εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς μίλησαν στο «ethnos.gr» επιστήμονες από διαφορετικούς χώρους σε μια προσπάθεια να φωτίσουν το τοπίο που έχει διαμορφωθεί.
Κώστας Μποτόπουλος, Συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής: Η δυσπιστία είναι θεσμική, όχι μόνο γιατί στρέφεται κατά των θεσμών αλλά και γιατί αποτελεί μέρος της ταυτότητας μας
Όλες οι έρευνες το δείχνουν, αλλά θα μπορούσαμε και να αρκεστούμε στην εμπειρική παρατήρηση: η περιπέτεια της πανδημίας μείωσε ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη του κοινωνικού σώματος στους θεσμούς. Το φαινόμενο είναι διεθνές, και δεν οφείλεται μόνο στην πανδημία, αλλά πιστεύω πώς έχει ειδικά χαρακτηριστικά στη χώρα μας.
Σε ένα κλίμα ήδη οξυμμένης δυσπιστίας έναντι, κυρίως, της κυβέρνησης και γενικώς του κομματικού συστήματος, η πανδημία έδρασε ως καταλύτης. Αιχμή της απογοήτευσης δεν υπήρξαν τόσο οι –ασφαλώς όχι άμεμπτες- επιδόσεις των κυβερνώντων, όσο η εκ των πραγμάτων, δηλαδή των δύσκολων συνθηκών και της παρατεταμένης εφαρμογής έκτακτων μέτρων, «δικαίωση» της αίσθησης ότι η κοινωνία παλεύει μόνη της και οι αποφασίζοντες αδυνατούν να τη «σώσουν». Ένα ψυχολογικό ρεύμα, που διαμορφώθηκε σταδιακά, καθώς τα πανδημικά κύματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, τα μέτρα χαλάρωναν και τα κρούσματα πλήθαιναν, οι αντοχές μειώνονταν και η δημόσια συζήτηση μετατοπιζόταν από το σοκ έναντι μιας απειλής που εμφανίζεται μια φορά κάθε αιώνα σε πιο αμφιλεγόμενα και πιο επιρρεπή σε εκμετάλλευση ζητήματα, όπως η ισορροπία μεταξύ της δημόσιας υγείας και ατομικών ελευθεριών, η σύγκρουση μεταξύ προσωπικών επιλογών και συλλογικού συμφέροντος, η «υποχρεωτικότητα» του εμβολιασμού και οι τρόποι τήρησης της.
Οι εκπρόσωποι της εξουσίας δεν απέφυγαν δολιχοδρομήσεις, επικοινωνιακά λάθη, αδιαφάνεια στη λήψη, και πάντως στην εξήγηση, των αποφάσεων. Αν θέλουμε, ωστόσο, να είμαστε δίκαιοι θα πρέπει να συνυπολογίσουμε δυο τουλάχιστον στοιχεία που δυσχέραιναν αντικειμενικά το έργο τους: ότι παρόμοια, αν όχι εντονότερα, πισωγυρίσματα και δισταγμούς επέδειξαν –και πάλι, όχι μόνο στην Ελλάδα- οι ειδικοί επιστήμονες και οι επιτροπές που συμβούλευαν την κυβέρνηση και «νομιμοποιούσαν» τις αποφάσεις της΄ και ότι η αντιπολίτευση, ιδίως η αξιωματική, μετά από ένα πρώτο διάστημα αυτοσυγκράτησης, χρησιμοποίησε συνειδητά την πανδημία ως πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι ελάχιστα «πτόησε» την ελληνική κοινωνία το γεγονός ότι παρομοίως, αν όχι χειρότερα, ατελείς υπήρξαν οι αντιδράσεις σχεδόν όλων των κυβερνήσεων του κόσμου, καθώς και ότι τα δικαστήρια, τα μόνα τυπικώς αρμόδια να αποφανθούν περί της νομιμότητας των μέτρων, ενέκριναν σχεδόν όλες τις κυβερνητικές αποφάσεις. Το μίγμα δικαιολογεί, νομίζω, το συμπέρασμα ότι η πανδημία περισσότερο αποκρυστάλλωσε μια ήδη διαμορφωμένη στάση της κοινωνίας έναντι της εξουσίας παρά φανέρωσε κάποιο νέο στοιχείο που να δικαιολογεί αυξημένη δυσπιστία.
Πιο ενδιαφέρουσα είναι, κατά τη γνώμη μου, η επιρροή στην πρόσληψη θεσμών πέρα από το στενό πυρήνα του κράτους, κάποιοι από τους οποίους έχουν εντελώς ιδιόμορφη λειτουργία στην Ελλάδα. Η Εκκλησία, που φάνηκε καταφανώς κατώτερη των περιστάσεων, καθώς, επί μεγάλο διάστημα, ενδιαφερόταν περισσότερο για τη διατήρηση προνομίων και παραδόσεων της, όπως ο ελεύθερος εκκλησιασμός, η θεία κοινωνία, η θέαση της αρρώστιας ως μιάσματος που αγγίζει μόνο τους μη πιστούς, δέχτηκε πλήγμα αξιοπιστίας, αλλά μόνο στα μάτια αυτών που ήδη αμφέβαλαν για την αξιοπιστία της.
Ο Τύπος, που, όπως πάντα τα τελευταία χρόνια, χωρίστηκε, στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε την πανδημία, σε γραπτό και ηλεκτρονικό και σε σοβαρό και λαϊκιστικό, παρασύρθηκε συλλήβδην από το ένα διπλό τσουνάμι: «μας κρύβουν την αλήθεια» και «μας μαυρίζουν την ψυχή με την καταστροφολογία τους». Ακόμα και το Σχολείο, ένα από τα τελευταία προπύργια του «μέσου Έλληνα», έχασε κύρος μέσα από τις εικόνες, και τα βιώματα, των κλειστών τάξεων, της τηλεργασίας, των παιδιών με μάσκες και κάποιων γονέων (σπανιότατα των ίδιων των παιδιών) που δεν τις ήθελαν, δασκάλων που οδηγούνταν στο Τμήμα, κουτσουρεμένων μαθημάτων και εξετάσεων.
Δεν ισχυρίζομαι πως όλοι οι θεσμοί ευημερούν στην Ελλάδα, ή πως οι ενσαρκωτές τους είναι πάντα άψογοι. Πιστεύω όμως ότι δεν είναι τυχαίο για τη συλλογική μας ταυτότητα ότι, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, η πανδημία αποτελεί άλλη μια μεγάλη δοκιμασία μέσα από την οποία δεν βγαίνουμε ούτε πιο ενωμένοι, ούτε πιο σοφοί, ούτε με μεγαλύτερη διάθεση για βελτίωση δομών και νοοτροπίας. Η δυσπιστία είναι θεσμική, όχι μόνο γιατί στρέφεται κατά των θεσμών αλλά και γιατί αποτελεί μέρος της ταυτότητας μας.
Γιώργος Πλειός, Καθηγητής και Διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ: Οι νεωτερικοί θεσμοί έχουν αρχίσει να απονομιμοποιούνται - Λύση η περισσότερη δημοκρατία
Στην κρίση απονομιμοποίησης των θεσμών της σύγχρονης κοινωνίας, αποδίδει το κύμα αμφισβήτησης ο Γιώργος Πλειός: «Ζούμε μία κρίση των νεωτερικών θεσμών, οι οποίοι έχουν αρχίσει και απονομιμοποιούνται. Το αντιεμβολιαστικό είναι μόνο ένα μικρό μέρος του προβλήματος, μια παρονυχίδα. Η μοντέρνα κοινωνία, όπως είναι φτιαγμένη, δεν μπορεί να διαχειριστεί σήμερα μεγάλα προβλήματα π.χ. τις μεταναστευτικές ροές, τη μεγαλη κοινωνική ανισότητα που έχει δημιουργηθεί σε εθνική και διεθνή κλίμακα, τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις που έχουν ξεσπάσει, την πανδημία. Επομένως οι άνθρωποι αρχίζουν και προβληματίζονται κατα πόσο η σύγχρονη κοινωνία μπορεί να ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις αναγκες και τις προσδοκίες τους. Εχουν αρχίσει και αμφισβητούν γενικότερα την κοινωνική ρύθμιση, έτσι όπως έχει. Μη μας εκπλήξει αν δουμε στο εγγυς μέλλον μεγάλες κοινωνικές αναταράξεις» εξηγεί.
Αναφερόμενος στους θεσμούς που έχουν ήδη αρχίσει να απονομιμοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια, συμπεριλαμβάνει από το δημόσιο σχολειο, τα πανεπιστημια, τις τράπεζες, τα νοσοκομεία έως την Ευρωπαική Ενωση, η οποία έχει αμφισβητηθεί έντονα την περίοδο της κρίσης.
«Από ό,τι φαίνεται οι ηγεσίες των χωρών δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτήν την εξελισσόμενη απονομιμοποίηση. Ολα αυτά ειναι ενδείξεις πιθανών κοινωνικών ανακατατάξεων: το δείχνουν και οι αντιδράσεις όταν σε κάποιες χώρες ψηφίζουν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που θέλουν μια κοινωνική ρύθμιση περισσότερο δίκαιη. Το ίδιο όμως δείχνει και η ροπή προς την ακροδεξιά, μια αμφισβήτηση της θεσμικής ρύθμισης των κοινωνιών».
Οσο για το ρόλο του διαδικτύου, στο οποίο συχνά βρίσκει «καταφύγιο» το κύμα της αμφισβήτησης, ο κ. Πλειός σημειώνει πως κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι πλέον ζούμε σε ένα περιβάλλον, στο οποίο η οριζοντια επικοινωνία έχει γίνει πια πρακτική. Πάνω της προσκρούουν και αμφισβητούνται απ΄αυτήν όλα τα συστήματα που έχουν κάθετη οργάνωση, όπως είναι και τα πολιτικά κόμματα: «Δεν μπορεί η πολιτική να αντιμετωπίσει αυτήν την ευελιξία και τη δυναμική που έχει η πολιτική επικοινωνία μέσω του διαδικτύου όσο κι αν ελέγχει τα ΜΜΕ. Και γι΄αυτό προσπαθεί να τα ελέγξει. Και όσο μεγαλύτερη δυναμική έχουν τα νέα μέσα, τόσο περισσότερο χειραγωγική και αυταρχική θα γίνεται η διαχείριση των παλαιών, με περισσότερες παρεμβάσεις, κλπ».
Από την πλευρά τους τα ίδια τα Μέσα βλέπουν το βαθμό αξιοπιστίας τους στην Ελλάδα να βαίνει διαρκώς μειούμενος. «Η Ελλάδα είναι η χώρα, στην οποία καταγράφεται η μεγαλύτερη αμφισβήτηση των παραδοσιακών μέσων, π.χ. το 80% θεωρεί αναξιόπιστη την τηλεόραση, ενώ σε ποσοστό 50% θεωρεί αξιόπιστο το διαδίκτυο, κάτι το οποίο συμβαίνει μόνο σε μας και την Σερβία», λέει ο κ. Πλειός.
Προσθέτει ότι και μόνο η ύπαρξη των νέων μέσων, το γεγονός ότι υπάρχει μία εναλλακτική πηγη πληροφόρησης, το διαδικτυο, όπου η ροή της πληροφορίας δεν ακολουθεί τους κανόνες των παλαιών μέσων, θέτει σε αφιβολία ή σε κρίση τα παλαιά μέσα.
«Μια τόσο δυναμική σφαίρα πληροφόρησης, όπως είναι το διαδίκτυο και οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης περιορίζει το κύρος και την αξιοπιστία των παλαιών μέσων ακόμα κι όταν τα πρώτα σχολιαζουν ειδήσεις από τα παλιά μέσα. Αλλωστε ο βασικός παράγοντας των ειδήσεων ακόμα είναι τα παλιά μέσα και αυτή είναι η μεγάλη αντίφαση».
Αναφορικά με την απώλεια εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά ΜΜΕ, ο κ. Πλειός σημειώνει: «Τα παραδοσιακά μέσα ειδικά στην Ελλάδα εδώ και κάποιες δεκαετίες στην πραγματικότητα υπηρετούν εναν αφέντη, την πολιτική εξουσία και όχι τον πραγματικό τους εργοδότη που είναι το κοινό. Αρκούνται στις πληροφορίες που μπορεί να τους δώσει η εξουσία παρά να κάνουν έρευνα. Προσπαθούν να ξεπεράσουν την ελλειψη εμπιστοσύνης με ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση από την εξουσία, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη εμπιστοσύνης. Προσπαθούν, δηλαδή, να ξεπεράσουν την ασθένεια καταπίνοντας μεγαλύτερες δόσεις της αιτίας που την προκαλεί».
Το έντονο κύμα αφισβήτησης των θεσμών δειχνει ότι η κοινωνία σε διεθνές επίπεδο βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο. Αλλά ποια είναι η λύση; «Περισσότερη δημοκρατία. Αυτή είναι η λύση» απαντά ο κ. Πλειός. Και εξηγεί: «Περισσότερη δημοκρατία δε σημαίνει να ψηφίζουμε. Σημαίνει περισσότερα δικαιώματα και συμμετοχή των πολιτών. Ζούμε σε ένα καθεστώς μεταδημοκρατίας όπου οι πιο σημαντικές αποφάσεις έχουν ληφθεί πριν συζητηθούν καν εκεί που πρέπει να συζητηθούν», καταλήγει.
Αλέξιος Αρβανίτης, επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης: Κάθε αντεπιχείρημα που έρχεται μετά την επώαση μιας θεωρίας συνωμοσίας, έρχεται πολώνει περισσότερο και ουσιαστικά ενδυναμώνει τους υποστηρικτές της
Οι μεγάλες και απότομες αλλαγές στην καθημερινότητα που προκαλούνται από έκτακτα και δυσάρεστα γεγονότα σε συνδυασμό με κάποια κοινωνικά ή και ατομικά χαρακτηριστικά τροφοδοτούν τις θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες ευδοκιμούν σε εποχές, όπως αυτη που διανύουμε.
Αλλωστε, όπως εξηγεί και ο επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αλέξιος Αρβανίτης, η πανδημία είναι από μόνη της ένα ζήτημα, το οποίο προκαλεί από τη φυση του μεγάλες αβεβαιότητες.
Αβεβαιότητα στην κατανόηση της κατάστασης γύρω μας, αβεβαιότητα ακόμα και για την ίδια μας την ύπαρξη. Εχει όμως και ενα κοινωνικό χαρακτηριστικό: κάποιες ομάδες φοβούνται λιγότερο, κάποιες άλλες πλήττονται περισσότερο κι αυτό δημιουργει χαρακτηριστικά ανισότητας και αύξησης της σύγκρουσης μεταξύ τους, σημειώνει.
«Αυτό το μίγμα που δημιουργείται κάνει πιο έντονη την ανάγκη των ανθρώπων να προσπαθούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει, κάτι που με τη σειρά του στρέφει ορισμένους σε θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο από θεωρίες που λένε ότι υπάρχει μια μυστική συμφωνία μεταξύ κάποιων ατόμων να πλήξουν τον κοσμο. Κι αυτό γιατί οι επιπτώσεις της πανδημίας στην καθημερινότητά μας είναι τόσο μεγάλες που είναι δύσκολο για τον άνθρωπο απλά να το αποδώσει σε έναν ιό. Σκέφτονται ότι κάτι βαθύτερο πρέπει να κρύβεται πίσω απ΄αυτό. Οταν γίνεται κάτι που έχει σημαντικές επιπτώσεις στην καθημερινότητά μας, κάποιοι δεν μπορούν να δεχτούν μια απλή εξήγηση» λέει ο κ. Αρβανίτης.
Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και η είσοδος στα μνημόνια που σήμαναν μία απότομη αλλαγή στην καθημερινότητα, ήταν οι πρώτες καταστάσεις που πυροδότησαν αυτές τις θεωρίες στην ελληνική κοινωνία. Η μετάβαση από το οικονομικό πλήγμα πήγαμε στο επόμενο, αυτό της πανδημίας, το οποίο επίσης επέφερε τεράστιες αλλαγές στην καθημερινότητά μας φαίνεται ότι επανατροφοδότησε στην πραγματικότητα αυτές τις θεωρίες.
Αλλωστε, όπως εξηγεί ο καθηγητής, «ακολουθώντας μία θεωρία συνωμοσίας, γίνεσαι πιο ευάλωτος να ακολουθήσεις και μια επόμενη οπότε αν έχει ενταθεί το φαινόμενο των απότομων αλλαγών και αυτό συνεχίζεται, είναι πολύ πιθανό να μεταφέρουμε το ίδιο σκεπτικό και την ίδια λογική και να την αναπτύξουμε και σε ένα αλλο πεδίο, αν μας φαίνεται συναφές».
Οι παλινδρομήσεις στις κυβερνητικές αποφάσεις αυτήν τη διετία της πανδημίας ενέτειναν ακόμα περισσότερο το πρόβλημα: «Χαρακτηριστικό των θεωριών συνωμοσίας είναι ότι διογκωνουν κάποιες διαφορές μεταξύ ομάδων, π.χ. με την ομάδα της κυβέρνησης που έχει και την ευθύνη της διαχείρισης της πληροφορίας και αντιμετωπίζεται από κάποιους με σκεπτικισμό ως προς τη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων. Πολλές διαφορετικές απόψεις εντείνουν την αβεβαιότητα στον κόσμο και τροφοδοτούν περαιτέρω θεωρίες συνωμοσίας. Οπότε μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο ο,τιδήποτε πει η κυβέρνηση, ο κόσμος που είναι ήδη πιο ευάλωτος το αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα φαύλο κύκλο. Η έλλειψη εμπιστοσύνης τροφοδοτεί κάποιες θεωρίες συνωμοσίας και οι θεωρίες συνωμοσίας από τη φύση τους αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την εξουσία και τις κυβερνήσεις και αυτός ο σκεπτικισμός απέναντι στην κυβέρνηση διογκώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης».
Η εκπομπή αντικρουόμενων μηνυμάτων και η αίσθηση ότι δεν υπάρχει σαφές και διαφανες σχέδιο στην κυβέρνηση, αντιληπτό από τον πολίτη, μεγεθύνει το πρόβλημα υπογραμμίζει ο κ. Αρβανίτης φέρνοντας το εξής παράδειγμα: όταν ο πολίτης βλέπει π.χ. αυστηρά μέτρα σε άλλους χώρους και από την άλλη να μην υπάρχει κάποια αντίστοιχη πρόβλεψη για τα ΜΜΜ, όταν βλέπει εξωφθαλμα αυτή την ανισορροπία και τα διαφορετικά μέτρα και σταθμά στην επιβολή τους, εντείνεται η αβεβαιότητα με αποτέλεσμα να κλονίζεται περαιτέρω η εμπιστοσύνη, γεγονός το οποίο διογκώνει τις θεωρίες συνωμοσίας.
Περισσότερο επιρρεπείς σε αυτές τις θεωρίες είναι συνήθως εκείνοι που έχουν χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης ή ανήκουν σε χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο αυτό δεν είναι απολύτως περιοριστικό. Σύμφωνα με τον κ. Αρβανίτη, εκτός από τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, υπάρχουν και ατομικά χαρακτηριστικά στον τρόπο που επεξεργάζεται ο καθένας την πληροφορία: «Κάποιοι είναι πιο ανεκτικοί στο να μην εχουν βεβαιες απαντήσεις γα τα πάντα. Αλλοι θέλουν γρήγορες, απόλυτες και σίγουρες απαντήσεις. Οι δεύτεροι - ανεξαρτήτως του μορφωτικού τους επιπέδου ή των κοινωνικών χαρακτηριστικών τους - δεν ικανοποιούνται με την αβεβαιότητα. Ουσιαστικά χρησιμοποιούν τη θεωρία συνωμοσίας ως ένα σωσίβιο για να εξηγήσουν τον ίδιο τον κόσμο, να έχουν πιο σίγουρες απαντήσεις».
Πόσο εύκολο είναι όμως στο σημειο που βρισκόμαστε να αντιστρέψουμε την κατάσταση; «Εφόσον έχει ξεκινησει η θεωρία συνωμοσίας να αναπτύσσεται, είναι δύσκολα τα επιχειρήματα από την άλλη πλευρά ή από την κυβέρνηση. Κάθε είδους αντεπιχείρημα που έρχεται μετά την επώαση μιας θεωρίας, έρχεται και πολώνει περισσότερο το κλίμα και ουσιαστικά ενδυναμώνει τους υποστηρικτές της. Για παράδειγμα σε ό,τι αφορά τα εμβόλια, αυτό το οποίο θα έπρεπε να είχε συμβεί είναι πριν ακόμα εμφανιστούν, να υπάρξουν επιχειρήματα υπέρ τους, μια εκστρατεία πειθούς του κόσμου. Αυτό έπρεπε να είχε γίνει πολύ νωρις. Αν επιχειρηθεί να γίνει τώρα, ίσα ίσα που θα πολώσει το κλίμα και θα κάνει ακόμα πιο ισχυρή την υποστήριξη αυτών των θεωριών. Αυτός είναι και ο λόγος που τα επιτελεία των κυβερνήσεων και πολλές φορές δομικά οι ίδιες οι κυβερνήσεις έχουν συμπεριφορικούς επιστήμονες που συμβουλεύουν την κυβέρνηση για τέτοια ζητήματα» τονίζει.
Αυτό βεβαια δεν έχει αποτελέσει επιλογή για την Ελλάδα, όπου η επιτροπή των ειδικών της πανδημίας αποτελείται αποκλειστικά από επιδημιολόγους και λοιμωξιολόγους, την ώρα που σε πολλές άλλες χώρες όπως στην Ολλανδία υπάρχει μία μεγαλύτερη ισορροπία στην αντιπροσώπευση των διαφόρων επιστημών.
Την ίδια στιγμή η επιλογή του καρότου και του μαστιγίου για τόσο σοβαρά θέματα όπως ο εμβολιασμός έναντι μιας πανδημίας, ενέχει τον κίνδυνο να χαθεί η ουσία της πράξης: «Εχουμε χάσει τον έλεγχο στη ζωη μας και την αυτονομία μας. Η κυβέρνηση πως αντέδρασε σε αυτό ύστερα από κάποιο σημείο; με το να επιβάλλει περιορισμούς ειδικα τους τελευταίους μήνες τιμωρίες με πρόστιμα, με ελέγχους το οποίο μας κάνει ακόμα περισσότερο ναι αισθανόμαστε ανελεύθεροι. Ως άνθρωποι έχουμε κάποιες βασικές εγγενείς τάσεις να αναπτυσσόμαστε αλλά και να αλληλεπιδρούμε με τους συνανθρώπους μας. Αυτές ενδυναμώνονται εφόσον εχουμε ένα περιβαλλον που ικανοποιεί την ανάγκη μας για αυτονομία, άρα μας προσφέρει επιλογές.
Ενα περιβάλλον που κάνει το αντίθετο, που μας κυνηγα παντού με πρόστιμο και ακόμα και όταν μας επιβραβεύει μας κάνει να σκεφτόμαστε λιγότερο με όρους του τι εκφράζει εμάς και περισσότερο προσπαθώντας να πετύχουμε την επιβραβευση ή να αποφύγουμε την τιμωρία, υπονομεύει αυτές τις τάσεις. Υπονομεύει τις εγγενείς τάσεις που έχουμε για να προσφέρουμε στους συνανθρώπους μας, δηλαδή να κάνουμε το εμβόλιο για να βοηθήσουμε την κοινωνία. Πλέον μας κάνει να σκεφτόμαστε να κάνουμε το εμβόλιο ή για να σωθούμε εμείς προσωπικά ή για να αποφύγουμε το πρόστιμο κοκ. Ενας βασικός κοινωνικός μηχανισμός που βασίζεται στην αλληλεγγύη υπονομεύεται έντονα απ΄αυτόν τον συνεχή έλεγχο του κράτους».
Ενόψει της επέκτασης της μεταλλαγής Ομικρον, πάντως, ο κ. Αρβανίτης εκτιμά ότι δεν έχουμε πια τον απαραίτητο χρόνο για μια παρέμβαση πειθούς τώρα: «Μετά την καταιγίδα όμως θα πρέπει να γίνουν κινήσεις αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των πολιτών. Να εκλείψουν οι έλεγχοι, οι τιμωρίες και οι επιβραβεύσεις, που άλλωστε δημιουργούν και ένα προηγούμενο που πρέπει να σβηστεί. Να δοθεί έμφαση στη διαφάνεια, να υπάρξει ένας σαφής στρατηγικός προανατολισμός της χώρας διαφανής στους πολίτες», καταλήγει.
- Πολυτεχνείο: Στην ισραηλινή πρεσβεία η κεφαλή της πορείας – Επεισόδια στη Θεσσαλονίκη – Live ενημέρωση
- Πετάει για τις ΗΠΑ ο Αντώνης Σαμαράς: Οι επαφές με την ομογένεια και οι επόμενες κινήσεις του
- Ζιζέλ Πελικό: Στις 20 Δεκεμβρίου η απόφαση για τους 200 βιασμούς της με «ενορχηστρωτή» τον ίδιο της τον σύζυγο
- Live Φινλανδία - Ελλάδα: Το τελευταίο ματς της Εθνικής για τον όμιλο του Nations League