Ελλάδα|18.01.2022 07:37

Γιατρός που εγκατέλειψε την Ελλάδα λόγω του κακοποιητή συντρόφου της στο ethnos.gr: Η δικαιοσύνη του έδωσε την επιμέλεια του παιδιού

Μαρία Λιλιοπούλου

«Μερικές φορές υπάρχουν ενδείξεις στην αρχή μιας σχέσης, στις οποίες δε δίνεις σημασία. Σκέφτεσαι με ζηλεύει άρα ενδιαφέρεται. Πλέον έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν εναν ιδιαίτερο τρόπο να σε χειρίζονται. Σιγά σιγά ακόμα και μιλώντας σου για προηγούμενες σχέσεις τους βάζουν μέσα σου το φόβο. Κι έρχεται η στιγμή που πραγματικά φοβάσαι. Προσπαθείς όλη τη μέρα, κάθε μέρα να κάνεις τα πράγματα σωστά, να είναι το βάζο στη σωστή θέση, να μην είναι μπροστά το αλάτι από το πιπέρι, αλλά ό,τι κι αν κάνεις τελικά είναι λάθος και μπορεί να πυροδοτήσει ένα νέο καυγά».

Η Μ.Μ. έζησε έντεκα εφιαλτικά χρόνια στο πέρασμα των οποίων βίωσε κάθε μορφή βίας και μηδενισμού από τον σύντροφό της που μεθοδικά και σχεδόν από την αρχή της συμβίωσής τους καλλιεργούσε ένα κλίμα τρομοκρατίας που την κράτησε εγκλωβισμένη σε μια κακοποιητική σχέση, για την οποία σχεδόν όλοι ήξεραν αλλά κανείς δε μιλούσε...

Γιατρός αναισθησιολόγος και ιδιαίτερη επιτυχημένη στη δουλειά της αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει την Ελλάδα προκειμένου να γλυτώσει από την κακοποίηση, η οποία μετά τη φυγή της από την κοινή στέγη μεταφέρθηκε στο κοινό εργασιακό περιβάλλον. Η λύση ήταν δραστική καθώς όπως λέει είχε αρχίσει να φοβάται για τη ζωή της, ενώ ήθελε να απαλλάξει και τα παιδιά της από αυτήν την κατάσταση.

Με απόφαση - σοκ η επιμέλεια του ενός παιδιού στον πρώην σύντροφό της

Υστερα από πολλά περιστατικά ξυλοδαρμών, βίας και απειλών εγκατέλειψε με πόνο τη δουλειά της σε νοσοκομείο της περιφέρειας μεταναστεύοντας στον Κύπρο για να έρθει στη συνέχεια αντιμέτωπη με το πατραρχικό μοντέλο της δικαιοσύνης, η οποία στηριζόμενη και στον πρόσφατο νόμο Τσιάρα ουσιαστικά διαχώρισε φυλετικά τα δύο παιδιά που είχε αποκτήσει με τον κακοποιητή – συντροφό της αποδίδοντας στον πατέρα την επιμέλεια του αγοριού, παρά το γεγονός ότι εκείνος όχι μόνο κακοποιούσε τη μητέρα του μικρού, αλλά είχε ιστορικό κακοποίησης και των δύο πρώην συζύγων του.

Η υπόθεση της γιατρού που εξαναγκάστηκε βίαια να αλλάξει δουλειά, χώρα και να είναι αντιμέτωπη πλέον και με τον διαχωρισμό των παιδιών της ήρθε στο φως ύστερα από την επιστολή που έστειλε ή ίδια σε όλες τις γυναίκες βουλευτές, αλλά και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την οποία έφερε στο φως η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Ραλλία Χρηστίδου διαβάζοντάς την στη συνεδρίαση της Επιτροπής Ισότητας της Βουλής. 

Το ethnos.gr αναζήτησε και συνομίλησε με τη γιατρό που έσπασε το φράγμα της σιωπής για την κακοποίηση των γυναικών σε μια περίοδο που η Ελλάδα συγκλονίζεται από τη διερεύνηση της υπόθεσης του ομαδικού βιασμού που κατήγγειλε 24χρονη στη Θεσσαλονίκη και ακόμα μία γυναίκα χαροπαλεύει στο νοσοκομείο ύστερα από τον άγριο ξυλοδαρμό της από τον σύντροφό της. Κι όλα αυτά όταν οι αριθμοί των γυναικοκτονιών στη χώρα αυξάνονται συνεχώς έχοντας φτάσει τις 17 μόνο για το 2021.

«Δυσκολεύομαι να συγχωρήσω τον εαυτό μου, πως εγώ μία γυναίκα, μάχιμη γιατρός, επέτρεψα να ζήσω όλες αυτές τις καταστάσεις»

Η Μ.Μ χρειάστηκε να φύγει με τα παιδιά της από την Ελλάδα για να δώσει ένα τέλος στον εφιάλτη που ζούσε. Αλλά το δράμα δε σταματά εδώ καθώς πλέον είναι αντιμέτωπη με δικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία η επιμέλεια του ενός από τα δύο παιδιά της αποδίδεται στον πρώην σύντροφό της.

«Βρισκόμουν σε πραγματική απόγνωση. Ηθελα να μιλήσω. Να ρωτήσω σε ποια λογική στηρίζεται μία δικαστική απόφαση, που παραδίδει ένα 9χρονο αγόρι, στα χέρια ενός καθ΄έξιν κακοποιητικού συντρόφου, «προκειμένου να έχει αντρικό πρότυπο», όπως αναφέρεται. Κι όλα αυτά την ώρα που το παιδί έχει δηλώσει την επιθυμία του να μείνει μαζί μου και υπάρχουν και δύο ψυχολογικές εκθέσεις γι΄αυτό. Δυστυχώς το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η ανακύκλωση παρόμοιων συμπεριφορών», λέει η ίδια στο ethnos.gr.

Η Μ.Μ. ακόμα και σήμερα δυσκολεύεται να κατανοήσει πως εγκλωβίστηκε σε αυτή τη σχέση: «Το 2006 συνδέθηκα με συνάδελφό μου στο νοσοκομείο Βέροιας, ορθοπεδικό (δ/ντή) και αποκτήσαμε δύο παιδιά. Εγκλωβίστηκα χωρίς να το καταλάβω σε μία άκρως κακοποιητική σχέση. Σε τέτοιο σημείο που ακόμα κι αυτή τη στιγμή δυσκολεύομαι να κατανοήσω και πολύ περισσότερο να συγχωρήσω τον εαυτό μου, πως εγώ μία γυναίκα, μάχιμη γιατρός, επέτρεψα να ζήσω όλες αυτές τις καταστάσεις» γράφει στην επιστολή της.

Από τη σχέση αυτή κατάφερε να απεγκλωβιστεί το 2017, αλλά τα προβλήματά της δεν τελείωσαν εκεί καθώς, όπως μας λέει, η κακοποίηση μεταφέρθηκε από το σπίτι στο κοινό εργασιακό περιβάλλον. «Καθημερινά με δυσφημούσε θίγοντας την υπόληψή μου ως γυναίκα και ως γιατρό. Εχω άπειρες τηλεφωνικές κλήσεις κυρίως σε μέρες εφημερίας, αμέτρητα απειλητικά και υβριστικά μηνύματα, παρακολουθήσεις ακόμα και συναδέλφων μου. Δεχόμουν απειλές για κακή αξιολόγηση του έργου μου, εκμεταλλευόμενος τη θέση του δ/ντη χειρουργικού τομέα που κατείχε. Κι όλα αυτά ενώ εγώ προσπαθούσα να διευθύνω ένα τόσο νευραλγικό τμήμα, το Αναισθησιολογικό, και να εργάζομαι απρόσκοπτα και ασταμάτητα σχεδόν μόνη μου, μέσα στις δύσκολες συνθήκες που ζήσαμε και δυστυχώς ζούμε ακόμη λόγω του covid-19» λέει.

Και συνεχίζει: «Από ένα σημείο και μετά έπρεπε να δώσω ένα τέλος. Οσο κι αν λατρεύω τη δουλειά μου, είναι αδύνατο να προσπαθείς συνεχώς να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου ώστε να διασωληνώσεις ασθενή, ενώ ταυτόχρονα έχεις κάποιον μέσα στο αυτί σου να σε βρίζει και να ψάχνει αφορμές για καυγά».

Ο ίδιος έφτασε στο σημείο να τη χαστουκίσει ακόμα και μέσα στο χειρουργείο: «Αν και απέφευγα όσο μπορούσα να μπαίνω στο ορθοπεδικό, μια μέρα που ήμουν στο χειρουργείο με συναδέλφους και τον ασθενή μπήκε μέσα και με αφορμή μια ανάρτησή μου στο facebook ότι <οι>, άρχισε να μου φωνάζει και στο τέλος με χτύπησε» θυμάται.

Η Μ.Μ έκανε άμεσα αναφορά στη διοίκηση του νοσοκομείου, χωρίς να καταφέρει ποτέ να βρει το δίκιο της. Ακόμα και η εξαγγελθείσα ΕΔΕ φαίνεται ότι δεν ολοκληρώθηκε: «Εγινε προανάκριση από την διευθύντρια της ιατρικής υπηρεσίας, διετάχθη ΕΔΕ. Δεν έγινε τίποτα. Υπέβαλα δύο φορές επίσημα ερώτηση με πρωτόκολλο για την τύχη της ΕΔΕ. Απάντηση δεν πήρα ποτέ. Για μια ακόμα φορά ήμουν απροστάτευτη»...

Η Αστυνομία

Ανατριχίλα προκαλεί και η αναφορά της Μ.Μ στην επιστολή της για την αστυνομία, αλλά και τον κοινωνικό περίγυρο.

«Ξυλοδαρμοί, λεκτική και ψυχολογική βία, απειλές και εκβιασμοί ακόμα και για δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο προσωπικών στιγμών. Μία καθημερινότητα δυσβάσταχτη. Και γύρω; Σιωπή. Παντού κλειστές πόρτες. Κλειστά στόματα. Αστυνομικοί που παροτρύνουν «να επιστρέψουμε σπίτι και να ηρεμήσουμε», γείτονες που ακούν, λυπούνται αλλά δε μιλούν. Πως θα μπορούσε άλλωστε όλα αυτά να έχουν δράστη έναν «ευυπόληπτο πολίτη», που είχε με μαεστρία πείσει όλους στην μικρή κοινωνία της Βέροιας για τη δύναμη του, διασπείροντας τον τρόμο. Ταυτόχρονα να υφίσταμαι καθημερινά ένα διασυρμό της προσωπικότητας μου, σε μία προσπάθεια από τη μεριά του να με αποξενώσει από την οποιαδήποτε κοινωνική συναναστροφή».

Η ίδια έφτασε στο σημείο να καλέσει την Αστυνομία όταν ένα βράδυ ο σύντροφός της την είχε αρπάξει από τα μαλλιά και της χτύπησε το κεφάλι στα ντουλάπια: «Να είναι τα παιδιά σου στον πάνω όροφο και να μην μπορείς να φωνάξεις... Να μην μπορείς να ακουστείς... Οταν βγήκε να πάρει τσιγάρα, κλείδωσα την πόρτα και πήρα τηλέφωνο την αστυνομία. Ηρθε ένα περιπολικό και πήγαμε και οι δύο στο τμήμα. Ηρθε ο δικηγόρος του και μιλησε για συκοφαντική δυσφήμιση. Το αποτέλεσμα ήταν να μου πουν ότι έπρεπε κι εγώ να περάσω το βράδυ στο αυτόφωρο. Δε γίνόταν. Είχα αφήσει μόνα τους δύο παιδιά ανήλικα στο σπίτι. Ετσι δεν κρατήθηκε ούτε εκείνος. Το περιστατικό αρχειοθετήθηκε γενικόλογα ως "ενδοοικογενειακές". Εκείνος πήγε το συγκεκριμένο βράδυ σε ένα άλλο σπίτι και από εκεί μου έστειλε ένα μήνυμα: <το>».

Δεν μίλησε ποτέ στην οικογένεια

Σε όλο της τον Γολγοθά η Μ.Μ. είχε τη στήριξη κάποιων φίλων της, αλλά ομολογεί ότι στην οικογένειά της δεν είχε μιλήσει ποτέ: «Ο αδερφός μου, με τον οποίο είμαστε πολύ αγαπημένοι είναι γιατρός στο Ντουμπάι. Οταν κάποια στιγμή μου ξέφυγε κάτι για τους ξυλοδαρμούς με ρώτησε γιατί δεν είχα πει τίποτα. Ντρεπόμουν. Γι΄αυτό δεν είπα. Αυτή είναι η απάντηση».

Η ίδια στο δικαστήριο για την επιμέλεια είχε μάρτυρες και τις δύο πρώην συζύγους του, οι οποίες είχαν υποστεί κακοποιητική συμπεριφορά από τον συγκεκριμένο: «Ολες φύγαμε νύχτα» λέει χαρακτηριστικά.

Τη ρωτάμε αν γνωριζε το παρελθόν του δεδομένου ότι πρόκειται για μια μικρή πόλη: «Ακούς κάποια πράγματα, αλλά σε πείθει ότι όλα είναι ψέματα, ότι όλοι έχουν άδικο».

Οι γείτονες ήξεραν τα πάντα

Οσο για τη γειτονιά, σύμφωνα με την Μ.Μ. δεν μπορεί παρά να γνωρίζουν τα πάντα: «Ολοι ξέρουν, αλλά ποιος θα μιλήσει εναντίον κάποιου με τέτοια επιρροή που δε φοβάται κανέναν και τίποτα; Οι γυναίκες δεν πάνε στο δικαστήριο γιατί τους ζητούν μάρτυρες. Και που να τους βρουν; Στο σπίτι μας οι τοίχοι ήταν χαρτί, άκουγες τα πάντα. Οι γείτονες λογικά τα ξέρουν όλα με λεπτομέρειες όχι μόνο για μένα αλλά και για την πρώην σύζυγό του. Αλλά το ζήτημα είναι θα έχεις κάποιον δίπλα σου την κρίσιμη στιγμή;» λέει. Προσθέτει ότι καποιοι άνθρωποι είναι πλέον περισσότερο ευαισθητοποιημένοι, όμως αυτό δε φτάνει: «Δεν αρκεί να συμπονούμε. Πρέπει να αρχίσουμε και να μιλάμε. Δεν μπορεί το περιβάλλον να μένει αμέτοχο».

«Δε θύμωσα με τον μπαμπά. Θύμωσα με σένα που δε μίλησες»

Για την ίδια η αντίστροφη μέτρηση για τη λήξη του δράματος άρχισε όταν πήγε στο Κέντρο Κακοποιημένων Γυναικών της Βέροιας.

«Τότε μου είπαν: υπάρχουν τρεις κατηγορίες κακοποιημένων γυναικών, αυτές που φεύγουν με το πρώτο περιστατικό, αυτές που καθυστερούν αλλά φεύγουν κι εκείνες που δε φεύγουν ποτέ. Με συγκλόνισε. Εγώ ήμουν ήδη στη δεύτερη κατηγορία. Δεν μπορούσα να βάλω τον εαυτό μου στην τρίτη. Το όφειλα και στα παιδιά μου. Η μοναδική μου ενοχή είναι όταν σκεφτόμουν αυτό είναι το πρότυπο που θέλω να διδάξω στο αγόρι μου; στις κόρες μου αυτό θα πρέπει να μάθω, να υπομένουν; να μη μιλάνε»;

Ηδη άλλωστε η κόρη της της είχε εκμυστηρευτεί πως όταν κάποια στιγμή ο πατέρας της είχε αναφέρει πως οι γυναίκες δεν μπορούν να οδηγούν ακριβά αυτοκίνητα, εκείνη είχε θυμώσει: «Δε θύμωσα όμως με τον μπαμπά. Θύμωσα με σένα. Γιατί δε μίλησες. Αυτό μου είπε».

Εν αναμονή της εκδίκασης της κύριας αγωγής για την επιμέλεια, η Μ.Μ. μιλά και για τη διαδικασία που ακολουθείται για τα παιδιά: «Θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που βλέπει ο δικαστής τα ανήλικα. Δεν μπορεί ένα παιδί να κλείνεται σε ένα ψυχρό γραφείο με τον δικαστή χωρίς κανέναν άλλο, χωρίς καν έναν ψυχολόγο. Η διαδικασία αυτή θα πρεπει να γίνεται με συγκεκριμένες συνθήκες και σε ένα περιβαλλον άνετο για το παιδί. Η κόρη μου που δε στριμώχνεται εύκολα, βγήκε έξω κι έτρεμε» σημειώνει.

Η επιστολή που έστειλε η γιατρός στις γυναίκες βουλευτές

«Ονομάζομαι Μ.Μ. Είμαι Ιατρός Αναισθησιολόγος. Είμαι μητέρα τριών παιδιών ηλικίας 20, 14 χρονών και 9 χρονών. Αποφάσισα να στείλω αυτή την επιστολή που ελπίζω να διαβάσετε, έχοντας πλήρη επίγνωση του κινδύνου να καταλήξει για άλλη μία φορά η φωνή μου σε ένα συρτάρι. Δεν έχω όμως άλλη λύση, αφού αυτή η φωνή είναι το μόνο που μου έχει απομείνει. Απευθύνω λοιπόν έκκληση σε εσάς.

Το 2006 συνδέθηκα με συνάδελφό μου στο νοσοκομείο Βέροιας, ορθοπεδικό (δ/ντή) και αποκτήσαμε δύο παιδιά την Αναστασία και τον Κωνσταντίνο. Εγκλωβίστηκα χωρίς να το καταλάβω σε μία άκρως κακοποιητική σχέση. Σε τέτοιο σημείο που ακόμα κι αυτή τη στιγμή που σας γράφω να δυσκολεύομαι να κατανοήσω και πολύ περισσότερο να συγχωρήσω τον εαυτό μου, πως εγώ μία γυναίκα, μάχιμη γιατρός, επέτρεψα να ζήσω όλες αυτές τις καταστάσεις.

Ξυλοδαρμοί, λεκτική και ψυχολογική βία, απειλές και εκβιασμοί ακόμα και για δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο προσωπικών στιγμών. Μία καθημερινότητα δυσβάσταχτη. Και γύρω; Σιωπή. Παντού κλειστές πόρτες. Κλειστά στόματα. Αστυνομικοί που παροτρύνουν «να επιστρέψουμε σπίτι και να ηρεμήσουμε», γείτονες που ακούν, λυπούνται αλλά δε μιλούν. Πως θα μπορούσε άλλωστε όλα αυτά να έχουν δράστη έναν «ευυπόληπτο πολίτη», που είχε με μαεστρία πείσει όλους στην μικρή κοινωνία της Βέροιας για τη δύναμη του, διασπείροντας τον τρόμο. Ταυτόχρονα να υφίσταμαι καθημερινά ένα διασυρμό της προσωπικότητας μου, σε μία προσπάθεια από τη μεριά του να με αποξενώσει από την οποιαδήποτε κοινωνική συναναστροφή.

Προσπαθώντας να προστατέψω εμένα και τα παιδιά μου, ζητούσα βοήθεια από παντού. Δίπλα μου στάθηκε το Κέντρο Κακοποιημένων Γυναικών του Δήμου Βέροιας. Έτσι κατάφερα να φύγω το 2017 από το σπίτι.

Ωστόσο η κακοποίηση μεταφέρθηκε από το σπίτι στο κοινό εργασιακό μας περιβάλλον. Καθημερινή συκοφαντική δυσφήμησή μου σε συναδέλφους και συνεργάτες, θίγοντας την υπόληψή μου ως γυναίκα και ως γιατρό, άπειρες τηλεφωνικές κλήσεις κυρίως σε μέρες εφημερίας, αμέτρητα απειλητικά και υβριστικά μηνύματα, παρακολουθήσεις. Ακόμα και απειλές με κακή αξιολόγηση του έργου μου, εκμεταλλευόμενος τη θέση του δ/ντη χειρουργικού τομέα που κατείχε. Κι όλα αυτά ενώ εγώ προσπαθούσα να διευθύνω ένα τόσο νευραλγικό τμήμα, το Αναισθησιολογικό, και να εργάζομαι απρόσκοπτα και ασταμάτητα σχεδόν μόνη μου, μέσα στις δύσκολες συνθήκες που ζήσαμε και δυστυχώς ζούμε ακόμη λόγω του covid 19. Αποκορύφωμα η χειροδικία εναντίον μου εντός της χειρουργικής αίθουσας, μπροστά σε συνεργάτες και ασθενή. Και πάλι σιωπή. Και πάλι μία αναφορά που εντέχνως τοποθετήθηκε στο συρτάρι, από τους αρμόδιους.

Για ακόμη μία φορά απροστάτευτη.

Έχοντας πάλι εγκλωβιστεί και βλέποντας ότι τα παιδιά μου είχαν αρχίσει να επηρεάζονται αρνητικά από όλη αυτή την κατάσταση, ως μοναδική λύση προστασίας της δικής μου και των παιδιών μου, επέλεξα να φύγω την χώρα. Έφυγα από την πατρίδα μου και από ένα νοσοκομείο που πραγματικά αγαπούσα, με πολύ πόνο. Έδωσα την ψυχή μου για το Ε.Σ.Υ., για τους ασθενείς, δεν είχα όμως άλλη επιλογή, φοβόμουν πλέον για την ζωή μου. Μάζεψα τα κομμάτια μου και με την δύναμη που έπαιρνα από τα παιδιά μου, αναζήτησα την ελευθερία μου στην εργασία, στην προσωπική και κοινωνική μου ζωή, στην αναπνοή μου, δικαιώματα που θα έπρεπε να είναι δεδομένα.

Πάντοτε με εκβίαζε ότι «αν φύγεις εγώ έχω τα χρήματα και τις διασυνδέσεις και θα σου πάρω τα παιδιά».

Ερχόμενη στην Κύπρο υλοποίησε άμεσα των εκβιασμό του. Ενώ είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στην Ελληνική δικαιοσύνη και έχοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία και έγγραφα, συν την στήριξη των δύο προηγουμένων συζύγων του που κακοποιήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, βρέθηκα αντιμέτωπη με μια δικαστική απόφαση, πρωτόγνωρη και σεξιστική, η οποία του παραχωρεί την επιμέλεια μόνο του γιού μας 9 ετών, «λόγω φύλου», χωρίζοντας τα δύο αδέρφια και αγνοώντας πλήρως τη θέληση του ίδιου του παιδιού να μείνει μαζί μας, διότι τον φοβάται και αρνείται να εγκαταλείψει το ασφαλές περιβάλλον που του παρέχουμε.

Για άλλη μια φορά ανυπεράσπιστη μπροστά σε μια δικαιοσύνη που έκλεισε τα μάτια στην κατάφορη κακοποίηση, στις μαρτυρίες και των τριών γυναικών (πρώην συζύγους του), με όπλο τη διαστρέβλωση και κακή χρήση μιας νομοθεσίας, που δυστυχώς αφήνει τα περιθώρια.

Πώς μπορεί ένας κακοποιητικός άντρας να υπάρξει καλός πατέρας και ιδανικό «αντρικό πρότυπο»;

Ποια παράλογη λογική τα διαχωρίζει;

Ποια δικαιοσύνη τα παραβλέπει και μεροληπτεί απροκάλυπτα;

Πουθενά λοιπόν η δικαίωση, ούτε η στοιχειώδης προστασία. Τρομοκρατία και φόβος παντού, να έχει γίνει ένα με το δέρμα μας.

Κάθε φορά που διαβάζω για μια παρόμοια περίπτωση γυναίκας που κακοποιήθηκε βλέπω τον εαυτό μου. Ξαναζώ τα γεγονότα ένα προς ένα και ευχαριστώ το Θεό που ακόμα είμαι ζωντανή.

Αυτό είναι λοιπόν; Αυτοί είμαστε; Μια κοινωνία που απλώς σιωπά; Ένα κράτος που αφήνει ανυπεράσπιστες τις γυναίκες να κακοποιούνται καθημερινά; Τις γυναίκες να υποχρεώνονται να παραδώσουν την ελευθερία τους στα χέρια ενός ανύπαρκτου κράτους; Τις γυναίκες που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους, τους φίλους τους, την πόλη τους για να επιβιώσουν; Γυναίκες που το μόνο που δικαιούνται είναι δημοσιότητα μετά θάνατον;

Και αναρωτιέμαι σε ποια λογική στηρίζεται μία δικαστική απόφαση, που παραδίδει ένα 9χρονο αγόρι, στα χέρια ενός καθ΄έξιν κακοποιητικού συντρόφου, «προκειμένου να έχει αντρικό πρότυπο». Δυστυχώς το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η ανακύκλωση παρόμοιων συμπεριφορών.

Το μόνο που ζητώ είναι δικαίωση. Είμαι σίγουρη πως στη φωνή μου κρύβονται πολλές φωνές απελπισμένων γυναικών…».

κακοποίησηγιατρόςειδήσεις τώραξυλοδαρμόςγυναίκεςεπιμέλεια παιδιών