Ελλάδα|30.01.2022 14:55

Αβραάμ Καπέτας στο ethnos.gr: Ζούσα καθημερινά με το φόβο της σύλληψής μου από τους Γερμανούς - Πώς σώθηκα από το Ολοκαύτωμα

Τίμος Φακαλής

«Σε ηλικία 15 ετών στην Καρδίτσα, καθώς έκανα βόλτα στην κεντρική πλατεία, πέρασε μία φάλαγγα των Γερμανών με κρατούμενους Έλληνες. Εγώ δεν γνώριζα το γεγονός ότι όποιος έκανε βόλτα εκείνη την ημέρα και ήταν όρθιος τον συλλάμβαναν οι Γερμανοί. Έρχεται λοιπόν ένας Γερμανός προς εμένα και μου λέει "komm hier" (έλα εδώ). Εγώ ακολούθησα, ήθελα - δεν ήθελα τους κρατούμενους. Στο δρόμο υπήρχε ένα περίπτερο και για να ξεφύγω έκανα πως πήγα να αγοράσω κάτι. Με βλέπει ο Γερμανός και με φωνάζει και πάλι "Komm, komm" οπότε επέστρεψα ξανά στη φάλαγγα. Λίγο αργότερα, καθώς περπατούσαμε βλέπω μπροστά μου κάποιον που πουλούσε αυγά και κότες. Τον ρωτάω αν μπορώ να καθίσω λίγο εδώ πλάι του κι έτσι γλύτωσα από τους Γερμανούς» αφηγείται στο ethnos.gr, για πρώτη φορά δημόσια πως σώθηκε και δεν πήγε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης στο Άουσβιτς ο 95χρονος Αβραάμ Καπέτας. Έχοντας πατήσει τα 95 του χρόνια σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη. Ο κορονοϊός δεν μας επέτρεψε να βρεθούμε από κοντά και έτσι «συναντηθήκαμε» μέσω skype.

«Νιώθω θλίψη και πίκρα για όσα συνέβησαν αλλά και βαθιά συγκίνηση για τους ανθρώπους που χάθηκαν σε αυτόν τον παράλογο πόλεμο. Ελπίζω οι επόμενες γενιές να μην ξεχάσουν ποτέ τα διδάγματα που μας άφησε αυτή η σκοτεινή σελίδα της ιστορίας της ανθρωπότητας» θα πει πριν ξεκινήσει να ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας της ζωής του. 

Κατά την περίοδο που εισέβαλαν τα στρατεύματα κατοχής των Ιταλών και Γερμανών ο Αβραάμ Καπέτας ζούσε οικογενειακώς στην Καρδίτσα. Η Καρδίτσα ήταν υπό την κατοχή των Ιταλών από την εισβολή του Μαΐου 1941 έως Μάρτιο 1943. 

Το Μάρτιο του 1943 μετά την εγκατάλειψη της πόλης από τους Ιταλούς, μπήκαν στην Καρδίτσα μικρές μονάδες των ανταρτών του ΕΛΑΣ και εγκαταστάθηκαν μέχρις ότου έγινε η συνθηκολόγηση των Ιταλών οπότε και την κατέλαβαν τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής. 

Άλλαξε ταυτότητα

Μετά την εγκατάσταση τους στην Καρδίτσα, οι Γερμανοί άρχισαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ορεινή περιοχή των Αγράφων όπου είχαν πολλές απώλειες σε έμψυχο υλικό. Οι εκκαθαριστικές αυτές επιχειρήσεις έγιναν ως αντίποινα, ενώ έγιναν και πάρα πολλές συλλήψεις.Για να σώσει τους καρδιτσιώτες Εβραίους ο τότε δήμαρχος της πόλης Διονύσης Κοκορίκος τους εφοδίασε όλους με ταυτότητες, με ελληνικά ονόματα. «Η δική μου ταυτότητα με ανέφερε ως Βασίλειος Γιαννακός» θυμάται ο κ. Καπέτας.

«Ευχαριστώ τους γείτονες που φύλαξαν χρήσιμα προσωπικά μας αντικείμενα αν και όταν επιστρέφαμε...» 

«Το 1944 αυτό που είδα με τα μάτια μου είναι στο απέναντι σπίτι από όπου μένανε κάποιοι συγγενείς, να εισβάλουν οι Γερμανοί μέσα και να τους συλλαμβάνουν. Tους πιάσανε όλους. Επίσης ρωτούσαν να μάθουν ποια είναι τα σπίτια των Εβραίων κατοίκων της Καρδίτσας. Οι περισσότεροι κρατούμενοι κατέληξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και θέλω να ευχαριστήσω πολλούς γείτονές μας, όπως τις οικογένειες Παπαφωτίου του Σταύρου. Μας βοήθησαν αποδεχόμενοι να φυλάξουν κάποια προσωπικά αντικείμενα που μας ήταν απολύτως χρήσιμα, εάν και όταν επιστρέφαμε...». 

Δέκα μέρες μετά την εισβολή των Γερμανών στην Καρδίτσα, ο πατέρας του νοίκιασε ένα σπίτι στα ορεινά της Καρδίτσας στο χωριό Μαστρογιάννη που σήμερα είχε μετονομαστεί σε Αμάρανθο για να γλιτώσουν. «Έτσι μείναμε οικογενειακώς στο Μαστρογιάννη όπου είχαν εγκατασταθεί και πολλοί άλλοι Εβραίοι από την Καρδίτσα και τη Θεσσαλονίκη. Δεν είχαν φτάσει ακόμα εκεί οι Γερμανοί» λέει ο Αβραάμ Καπέτας, προσπαθώντας να ανασύρει από την μνήμη του όσες περισσότερες ιστορίες από την περίοδο της Κατοχής μπορεί. 

Βασάνισαν την αδερφή μου 

Χαραγμένη στη μνήμη του θα μείνει και η απώλεια της αδερφής του. «Κάποια στιγμή χρειαζόμασταν τρόφιμα και έπρεπε να τα αγοράσουμε από την Καρδίτσα. Οι γονείς μου έστειλαν για αυτόν τον λόγο, την αδερφή μου που ήταν η μεγαλύτερη σε ηλικία. Κατά την επίσκεψη της στην Καρδίτσα, την πιάσανε οι ΕΑΣΑΔ  (Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών). Η αδελφή μου βασανίστηκε και από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστη (από Έλληνες) της ΕΑΣΑΔ κατέληξε».

«Εσύ είσαι Εβραίος, σε κυνηγάνε οι Γερμανοί, γιατί δεν έρχεσαι να υπηρετήσεις μαζί μου;» 

Στο χωριό Μαστρογιάννη όπου κρύβονταν για πολλούς μήνες βρέθηκε κάποια στιγμή με έναν παλιό του συμμαθητή ονόματι Βασιλείου ο οποίος του είπε «εσύ είσαι Εβραίος, σε κυνηγάνε οι Γερμανοί, γιατί δεν έρχεσαι να υπηρετήσεις μαζί μου;» 

Με προτροπή του φίλου του που υπηρετούσε ως ανθυπολοχαγός στη στρατιωτική μονάδα της ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) που είχε έδρα στο Βίνιανη (ορεινό χωριό του νομού Ευρυτανίας όπου βρισκόταν η προσωρινή κυβέρνηση του βουνού) οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ το Μάρτη του 1944.

Μετά την παραμονή στην Βίνιανη (μέχρι τα μέσα του Μαΐου του 44 όπου στο διάστημα αυτό ασχολούνταν με στρατιωτικές ασκήσεις) μετακινήθηκε από την Γιάννη στο Κεράσοβο (επίσης χωριό της Ευρυτανίας όπου ήταν εγκατεστημένο το Γενικό επιτελείο της ΕΛΑΣ). Στα διαλείμματα των στρατιωτικών ασκήσεων έπαιζε το αγαπημένο του μουσικό όργανο, ακορντεόν.

«Οι μετακινήσεις μας συνεχιζόταν προφανώς για στρατιωτικούς λόγους και στα μέσα του Ιουλίου του 1944 μετακινούμασταν ακολουθώντας πάντοτε το ΓΕΣ του ΕΛΑΣ.  Έτσι εγκατασταθήκαμε στο χωριό Βλάσση του Νομού Καρδίτσας». 

Εκεί γνώρισε τον ραβίνο Αθηνών Μπαρζιλάι ο οποίος κρυβόταν επίσης το ίδιο χωριό. Τον Αύγουστο του 1944 κινήθηκε στο χωριό Φουρνά της Ευρυτανίας που ήταν κοντά στη Λαμία, συναντώντας πολλούς ανώτερους αξιωματικούς του αγγλικού στρατού και στρατιωτική αντιπροσωπεία της ΕΣΣΔ. Μετά από μικρή παραμονή στο χωριό Φουρνά, η τελευταία του μεταφορά ήταν στη Λαμία, στο στρατηγείο της ΕΛΑΣ,  τα γραφεία της οποίας βρίσκονταν στην τράπεζα της Ελλάδος στην πλατεία Ελευθερίας. Όλο το ΓΕΣ ακολουθούμενο από τη διμοιρία της ΕΠΟΝ μετακινήθηκε πάλι για στρατιωτικούς λόγους το Νοέμβριο του 1944 και εγκαταστάθηκε στην πόλη των Τρικάλων από όπου το Μάρτιο του 1945 αποστρατεύτηκε.

«Όλο αυτό το διάστημα, από τον Μάρτιο του ‘43 ως το Νοέμβριο του ‘44 δεν έζησα ως ελεύθερο άτομο παρότι μέλος της Αντίστασης, αλλά με τον καθημερινό φόβο της σύλληψης από τους ναζί. Παρά τα όσα μύρια έχω υποστεί, κατάφερα να βγω ζωντανός από την καταραμένη κατοχή» λέει ο κ. Καπέτας.

Φτωχό παιδί σπούδασε πολιτικός μηχανικός στην Αθήνα μετά τον πόλεμο. «Υπήρξα πολύ τυχερός στη ζωή μου που κατάφερα μόνος μου χωρίς καμία οικονομική βοήθεια από την οικογένειά μου (που άλλωστε δεν είχε τη δυνατότητα). Οφείλω ένα ευχαριστώ στους αδελφούς Λέων και Μϊμης Καπέτα που διέθεσαν δωμάτιο για την παραμονή μου και τις σπουδές μου στην Αθήνα καθώς και την  joint (οργάνωση της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών) που με επιδοτούσε από 50 δραχμές το μήνα καθ' όλη τη διάρκεια των σπουδών μου». Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του ο Αβραάμ Καπέτας εργάστηκε αρχικά στην Καρδίτσα και μετέπειτα στη Θεσσαλονίκη όπου ζει μέχρι σήμερα.

ΕβραίοιΘεσσσαλονίκηΚαρδίτσαΆουσβιτςΓερμανοίΝαζίΟλοκαύτωμαειδήσεις τώρα