Ελλάδα|06.02.2022 08:13

Τα χαμένα παιδιά του Ψυχρού Πολέμου ζητούν δικαίωση – Η αλήθεια πίσω από τις μαζικές υιοθεσίες στις ΗΠΑ

Κυριακή Αξιώτη

Η φτώχεια, ο πόλεμος και οι διενέξεις των λαών έθεταν πάντα στην πρώτη γραμμή τα παιδιά σε βαθμό ανάλογο με αυτόν που ρίχνονταν στη μάχη και οι στρατιώτες. Η δική τους όμως διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι πάντα τα βιώματα τους έμεναν στο περιθώριο. Πληγωμένες ψυχές που δεν είχαν το δικαίωμα της επιλογής, ξεχασμένα πλάσματα που δεν γνώριζαν, έρμαια των πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων, έμειναν στην αφάνεια χωρίς να έχουν την ευκαιρία για κάθαρση και αποκατάσταση της αλήθειας.

«O μεγάλος χαμένος του Ψυχρού Πολέμου ήταν τα παιδιά». Με τη φράση που χρησιμοποιεί η Gonda Van Steen, συγγραφέας του βιβλίου «Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα. Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός στη χώρα μας, επαληθεύει την πεποίθηση και αναδεικνύει ιστορίες που θα παραμείνουν χαραγμένες στη συλλογική μνήμη για πάντα, ακόμα κι αν μέχρι πρόσφατα ήταν αθέατες. Στην εξαιρετικά τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη έρευνα της, η καθηγήτρια Ελληνικών Σπουδών στην έδρα Κοραή του King’s College London ρίχνει φως σε όλες τις πτυχές -κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, μιας σκοτεινής υπόθεσης που σημειώθηκε σε μια από τις πιο δύσκολες εποχές για την Ελλάδα, ή αλλιώς στις περισσότερες από 3.000 περιπτώσεις παιδιών που εστάλησαν για υιοθεσία στις ΗΠΑ μετά τον Εμφύλιο.

Όσες φορές είχε τύχει να παρακολουθήσω την Van Steen σε ομιλίες, διαπίστωνα πως πρόκειται για έναν ζεστό και ιδιαίτερα πρόσχαρο άνθρωπο. Η διαδικτυακή μας συζήτηση το μεσημέρι της προηγούμενης Τετάρτης δεν μου αφήνει κανένα περιθώριο για αμφισβήτηση. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να ήταν κι αλλιώς, αφού η ενασχόληση με ένα τέτοιο θέμα, η μελέτη των ανθρώπινων ιστοριών και η αποκάλυψη των πιο άγνωστων πτυχών τους απαιτεί ψυχή, προσήλωση στον στόχο, βαθιά πίστη στον άνθρωπο και τίποτα λιγότερο από αυτό. Πράγματι, την ώρα που συνομιλούμε, για τη συνέντευξη που η ίδια παραχώρησε στο ethnos.gr, πιάνω πολλές φορές τον εαυτό μου να εντυπωσιάζεται από την αφοσίωση που η ίδια έχει επιδείξει σε ένα ζήτημα που τελικά οδήγησε στη λύτρωση χιλιάδες ανθρώπους.

Eισιτήριο για το άγνωστο

Το βιβλίο της Van Steen εστιάζει στις μαζικές υιοθεσίες Ελληνόπουλων από το 1949 έως και το 1962. Το διάστημα αυτό, σχεδόν 3.200 μωρά, νήπια και παιδιά έως 14 ετών έφυγαν από τη χώρα μας για να καταλήξουν ως υιοθετημένα στην Αμερική. Οι διαδικασίες, που μέχρι περίπου το 1959, παρέμεναν συνοπτικές, επαναπροσδιορίστηκαν έπειτα από την αποκάλυψη δύο σκανδάλων και οι παράνομες υιοθεσίες προς τις ΗΠΑ ελαττώθηκαν. Δεκάδες άλλα Ελληνόπουλα, στη συνέχεια, έφυγαν κυρίως για την Ολλανδία.

Τα παιδιά που εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος και υιοθετήθηκαν μετά από αγοραπωλησία που επεφύλασσε υψηλά κέρδη για συγκεκριμένους φορείς, ανήκαν σε οικογένειες κομμουνιστών που εκτελέστηκαν, σε φτωχά νοικοκυριά, σε ανύπαντρες μητέρες. Οι ιστορίες τους, όπως εξηγεί η καθηγήτρια του King’s College, ήταν άγνωστες, ντυμένες με ένα πέπλο ενοχής και άκρας μυστικότητας.

Εκατοντάδες άνθρωποι απελευθερώθηκαν, βρήκαν την ταυτότητα και μαζί τους χαμένους συγγενείς τους, έμαθαν τον λόγο της υιοθεσίας τους. Ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για μια χρονική περίοδο που η Ελλάδα έχει ήδη υποστεί το πλήγμα της Κατοχής και του Εμφυλίου, ενώ εξαρτάται οικονομικά από τις ΗΠΑ μετά το σχέδιο Μάρσαλ. Με δεδομένα όλα αυτά, οι υιοθεσίες αποκτούν και πολιτική χροιά, αφού η χώρα μας παραχωρεί μαζικά παιδιά που εμμέσως πλην σαφώς πληρούν όλα τα πρότυπα.

Ένα κανονικό baby drain

H συγγραφέας του βιβλίου θέτει το θέμα της μαζικής φυγής το οποίο χαρακτηρίζει «baby drain» ως ένα άλλο brain drain που συνέβη την περίοδο της οικονομικής κρίσης. «Χιλιάδες παιδιά έφυγαν από τον τόπο τους. Πολλά από αυτά έγιναν επιστήμονες, τα κατάφεραν στον κλάδο τους και καταξιώθηκαν επαγγελματικά. Ακόμα όμως και στις δουλειές τους, έχω δει ανθρώπους να διατηρούν ένα στοιχείο της ελληνικότητάς τους. Φανταστείτε τι έχασε η χώρα», υπογραμμίζει η Van Steen.

Το κόστος της διαδικασίας

Η ερευνήτρια εξηγεί πως η αγοραπωλησία των παιδιών ξεκινούσε από 500 δολάρια το ‘55 -την ώρα που ο μέσος μισθός ανερχόταν περίπου στα 4.000 δολάρια- και μέσα σε πέντε χρόνια έφτασε τα 3.000 δολάρια. Οι ενδιάμεσοι, κέρδιζαν χρήματα, τα οποία αυξάνονταν συστηματικά. Η ΑΧΕΠΑ, Έλληνες δικηγόροι, το ΠΙΚΠΑ, το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών, το Δημοτικό Βρεφοκομείο Πατρών, το κέντρο Βρεφών «Μητέρα» ήταν μερικοί από τους μεσάζοντες.

Οι Αμερικανοί νέοι γονείς προχωρούσαν στην επιλογή ενός παιδιού από φωτογραφία, εξουσιοδοτούσαν τους δικηγόρους και αυτοί μετέπειτα αναλάμβαναν τις διαδικασίες για το ταξίδι των νέων μελών της οικογένειας. Eλάχιστοι μόνο Αμερικανοί πατούσαν στο ελληνικό έδαφος για να αναλάβουν προσωπικά τις διαδικασίες. Προτιμούσαν «λευκά» παιδιά και κορίτσια σε μικρή ηλικία. Όταν τα μικρά έφταναν στην Αμερική, καλοντυμένα και περιποιημένα, εκείνοι τα περίμεναν στο αεροδρόμιο για να τα υποδεχτούν.

Υπάρχουν περιπτώσεις οικογενειών που τελικά απέρριψαν ένα παιδί από την Ελλάδα; «Φυσικά», μου απαντά η Van Steen. «Κάποιοι για παράδειγμα, έστειλαν πίσω το νέο μέλος με την δικαιολογία όταν δεν ήταν τόσο λευκό όσο ήθελαν», συμπληρώνει, εξηγώντας πως στην περίπτωση αυτή τα υιοθετημένα βίωναν μια δεύτερη απόρριψη στο ξένο πια έδαφος στο οποίο βρίσκονταν. Αυτές είναι μόνο μερικές από τις δεκάδες μαρτυρίες που καταγράφει η ίδια στο βιβλίο της.

Το email που πυροδότησε το ενδιαφέρον

Πώς όμως μια γυναίκα που αγαπά τόσο τη χώρα μας αποφάσισε να εκπονήσει μια ολοκληρωμένη μελέτη για το συγκεκριμένο θέμα; Όπως η ίδια περιγράφει, η αρχή έγινε όταν το 2013 κι ενώ ήταν στη Φλόριντα έλαβε ένα email από έναν νεαρό Αμερικανό. Σε αυτό της εξηγούσε πως η μητέρα και η θεία του, το γένος Αργυριάδη, υιοθετήθηκαν στις ΗΠΑ και πως ο ίδιος θα χρειαζόταν βοήθεια για να εντοπίσει τις ρίζες του.

«Έψαξα στο ίντερνετ και γρήγορα διαπίστωσα πως δεν έβγαζα άκρη. Έτσι αποφάσισα να ξεκινήσω μια έρευνα για να εξακριβώσω τι βρίσκεται πίσω από τις ιστορίες που διάβαζα. Αγαπώ τη μελέτη, μου αρέσει να ψάχνω το παρασκήνιο αυτών που θεωρούνται δεδομένα. Η συγκεκριμένη περίπτωση αφορούσε την υιοθεσία των δύο θυγατέρων του Αργυριάδη που εκτελέστηκε μαζί με τον Μπελογιάννη το 1952. Έτσι έγινε η αρχή», λέει, εξηγώντας πως καθοριστικό ρόλο για την επικοινωνία σε όλη αυτή τη διαδικασία διαδραμάτισαν τα social media, τα οποία την έφεραν σε επαφή με πολλές πλευρές.

Αναφερόμενη όμως στην περίπτωση του Αργυριάδη, η Van Steen θέτει και ένα ακόμα καίριο θέμα, που δεν είναι άλλο από την αλλοίωση της πολιτικής και πολιτιστικής ταυτότητας των παιδιών που έφυγαν. Όπως επισημαίνει, ο εγγονός του κομμουνιστή Ηλία Αργυριάδη δεν μπορεί να εξηγήσει το πώς μπορεί κάποιος να δολοφονείται επειδή είναι αριστερός, καθώς έχει μεγαλώσει σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο, σε μια καθ’ όλα καπιταλιστική χώρα. Κατά την ίδια, τα παιδιά αυτά θα έπρεπε να παραμείνουν στην Ελλάδα και την ανατροφή τους να αναλάβουν συγγενικά πρόσωπα, στα οποία θα δίνονταν οικονομικά κίνητρα και βοήθεια. Όμως ο στόχος, μεταξύ άλλων, ήταν ακριβώς αυτός, δηλαδή να μεγαλώσουν σε πλούσιες αμερικανικές οικογένειες τελείως αποκομμένα από το κομμουνιστικό παρελθόν.

Ανεπαρκή τα στοιχεία στην Ελλάδα

Στη χώρα μας η έρευνα της Van Steen επικεντρώθηκε στα αρχεία των φορέων που εμπλέκονταν, αλλά και σε εφημερίδες με εκτενείς αναφορές στα δύο σκάνδαλα που αποκάλυψαν τη σκοτεινή πλευρά των υιοθεσιών. Το πρώτο το 1959 με την εμπλοκή της ΑΧΕΠΑ και το δεύτερο το 1962 με το Βρεφοκομείο του Αγίου Στυλιανού στη Θεσσαλονίκη, όπου με πλαστογράφηση εγγράφων γίνονταν αγοραπωλησίες παιδιών που εξαφανίζονταν με την κάλυψη του διευθυντή και ενός γιατρού. Η ίδια κατέγραψε ταυτόχρονα τις στατιστικές που αφορούν τις βίζες των υιοθετημένων που έφτασαν στην Αμερική, αριθμός για τον οποίο η Ελλάδα δεν κρατά κανένα αρχείο.

Κλείνοντας τον κύκλο της αναζήτησης

Η μελέτη που εκπονήθηκε και η ανάδειξη της ανθρώπινης υπόστασης πίσω από τους αριθμούς και τις στατιστικές οδήγησε στην ένωση πολλών οικογενειών, έδωσε σάρκα και οστά στην πιο βαθιά επιθυμία ανθρώπων που ήθελαν να φτάσουν στην πόρτα των προγόνων τους. «Τώρα που βρήκες την κόρη μου, μπορώ να πεθάνω ήσυχη [...] Είχα χάσει κάθε ελπίδα πως θα την ξαναέβλεπα κάποια μέρα. Δεν είχα ούτε καν μια φωτογραφία της. Δεν πίστευα πια πως μπορούσε κανείς να νοιαστεί και να μας φέρει κοντά, ύστερα από 59 ολόκληρα χρόνια».

Τα λόγια αυτά μιας 80χρονης προς την Gonda Van Steen, όπως η ίδια η συγγραφέας μεταφέρει στο βιβλίο της, είναι ίσως η απάντηση στο γιατί άξιζε η κοπιώδης και πολύ δύσκολη διερεύνηση ενός θέματος που είχε καλύψει επί επτά δεκαετίες η σκόνη της λήθης. Η Linda γεννήθηκε στην Ελλάδα και μεγάλωσε στο Τέξας των ΗΠΑ χωρίς καμιά επαφή με ο,τιδήποτε ελληνικό μέχρι το 2017, όταν και προσέγγισε την Van Steen αναζητώντας τις δικές της ρίζες στην Ελλάδα.

Η ιστορία των δύο γυναικών είχε αίσιο τέλος, δεν ισχύει ωστόσο το ίδιο για όλες τις υποθέσεις. Η καθηγήτρια αναφέρεται σε περιπτώσεις ατόμων που ενώ έψαξαν τους δικούς τους, διαπίστωσαν με λύπη πως έχουν πεθάνει. Το πλήγμα τότε είναι τεράστιο, λέει. «Οι άνθρωποι φεύγουν, δεν προλαβαίνουν, πρέπει όλοι να γνωρίζουμε την αλήθεια για το παρελθόν μας. Το χρωστάμε στον εαυτό μας», μου εξηγεί. Η ίδια έχει επικοινωνία με πολλά από τα άτομα που έχει βοηθήσει, εμπλέκεται άλλωστε κι εκείνη συναισθηματικά πλέον σε όλη αυτή την ιστορία.

Η ελληνική ιθαγένεια τους ανήκει

Λίγο πριν ολοκληρωθεί η συζήτησή μας, η Van Steen επισημαίνει πως οι υιοθετημένοι ενήλικες πλέον του Ψυχρού Πολέμου επιθυμούν σήμερα να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια. Η διαδικασία φυσικά δεν είναι καθόλου εύκολη. Μετά την παρέμβαση και της ίδιας, η οποία συναντήθηκε με τον Έλληνα πρωθυπουργό, έχουν γίνει κάποιες κινήσεις για να διευθετηθεί το θέμα. Κατά τα λεγόμενά της, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης είναι θετική, αναμένεται να δούμε αν το επόμενο διάστημα θα γίνουν κάποια βήματα. Όπως υποστηρίζει, το ιδανικό θα ήταν να συσταθεί μια επιτροπή που θα απαρτίζεται από ειδικούς που θα αναλάβουν το δύσκολο αυτό έργο.

«Εγώ επιθυμώ να συμμετέχω, μπορώ να βοηθήσω οι άνθρωποι να λάβουν πίσω τα χαρτιά τους. Τους το χρωστάμε άλλωστε, δεν τα έχασαν με τη θέλησή τους, κάποιοι θεσμοί βίαια τους αφαίρεσαν την ελληνική τους ταυτότητα», σημειώνει. Εξάλλου όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ελπίζει αυτό το βιβλίο να είναι ένα άνοιγμα. Δεν είναι η τελευταία λέξη, θέλει απλά να είναι η πρώτη που θα ανοίξει έναν διάλογο. Έναν διάλογο που να συμπεριλαμβάνει και το αίτημα των ανθρώπων αυτών που αναζητούν τις χαμένες ρίζες τους για ιθαγένεια.

*Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Maria Heckinger που διέθεσε τις φωτογραφίες στο ethnos.gr

ΗΠΑυιοθεσίεςεμφύλιοςειδήσεις τώραπαιδιάκομμουνισμόςψυχρός πόλεμος