Ελλάδα|31.03.2022 21:00

Πάτρα: Ο παππούς της Ρούλας Πισπιρίγκου είχε σκοτώσει τη γιαγιά της το 1965 - Το στυγερό έγκλημα

Newsroom

Μετά την ανίχνευση μεγάλης ποσότητας κεταμίνης στον οργανισμό της 9χρονης Τζωρτζίνας και την ποινική δίωξη που ασκήθηκε στη μητέρα της, Ρούλα Πισπιρίγκου, για ανθρωποκτονία από πρόθεση, συγκλονισμένη η χώρα παρακολουθεί τις εξελίξεις της υπόθεσης που σοκάρει.

Και όσο οι λεπτομέρειες σχετικά με την οικογένεια από την Πάτρα, της οποίας και τα τρία παιδιά πέθαναν με διαφορά μερικών μηνών, μονοπωλούν το ενδιαφέρον, μία τραυματική ιστορία από το παρελθόν έρχεται στο φως σχετικά με την οικογένεια της κατηγορούμενης μητέρας. Πριν από 67 χρόνια, ο παππούς της Ρούλας Πισπιρίγκου, είχε δολοφονήσει τη συνώνυμη γιαγιά της.

 Το έγκλημα του 1965 που σημάδεψε την οικογένεια Πισπιρίγκου

Δημοσιεύματα της εποχής αναφέρουν ότι, η Σωτηρία Πεφάνη γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της, Παναγιώτη Πισπιρίγκο, όταν αυτή ήταν 15 ετών και αυτός 18. Οι δύο τους συνάπτουν σχέση η οποία, μόλις έγινε γνωστή, οδηγεί τον Πισπιρίγκο, που τα δημοσιεύματα της εποχής περιγράφουν ως άνθρωπο χωρίς σταθερή εργασία και χρήματα, στη φυλακή Πατρών για αποπλάνηση ανηλίκου. Προκειμένου  να αποφύγει πιθανή καταδίκη του στο Κακουργιοδικείο, ο Πισπιρίγκος, στις 27 Φεβρουαρίου 1962, παντρεύεται, μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών, την ανήλικη Σωτηρία παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των γονιών της.

Ο έγγαμος βίος του ζευγαριού κάθε άλλο παρά ευτυχής χαρακτηρίζεται. Ωστόσο, σύντομα οι δυο τους αποκτούν σύντομα ένα παιδί, τον Αντρέα. Ο Παναγιώτης αδυνατεί να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του καθώς εξακολουθεί να μην έχει σταθερή δουλειά ενώ ζηλεύει παθολογικά τη σύζυγό του, με συνέπεια οι καυγάδες του ζευγαριού ν’ αποτελούν καθημερινότητα. Τελικά, η νεαρή κοπέλα ζητά διαζύγιο και φεύγει για το πατρικό της, κάτι που δεν αποδέχεται ποτέ εκείνος, με συνέπεια ν’ αρχίσει να την παρακολουθεί διαρκώς θεωρώντας ότι -τους τρεις μήνες που βρίσκονται σε διάσταση- εκείνη έχει όχι έναν, αλλά πολλούς εραστές.

Τρεις μήνες μετά τον χωρισμό, το πρώην ζευγάρι βρίσκεται αντιμέτωπο στο δικαστήριο για την υπόθεση επιμέλειας του παιδιού τους, η οποία, τελικά εκδικάζεται υπέρ του Παναγιώτη. Ο πατέρας του παιδιού, το αφήνει στην αδερφή του, Γεωργία, προκειμένου αυτό να μεγαλώσει με την ίδια και τους γονείς τους. Η Ρούλα νοικιάζει ένα δωμάτιο απέναντι από τα πεθερικά της ώστε να είναι κοντά στο παιδί, αλλά, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, οι προστριβές μεταξύ νύφης και πρώην πεθεράς της είναι καθημερινές. Μόλις 15 ημέρες πριν τον φόνο, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος παίρνει ετήσια αναβολή στράτευσης επικαλούμενος «νευροψυχικές διαταραχές», ή, σύμφωνα με την επίσημη διάγνωση, «ως πάσχων μεταδιασειστικών αιτιάσεων μετά τάσεων νευρωτικής εποικοδομήσεως».

Από την τελευταία δικαστική αντιδικία του πρώην ζευγαριού με εκατέρωθεν μηνύσεις για μοιχεία και συκοφαντική δυσφήμηση έχουν περάσει μόλις δύο ημέρες όταν ο Πισπιρίγκος ζητά από τη Ρούλα να πάνε κάπου να μιλήσουν, προκειμένου να προσπαθήσουν να τα ξαναβρούν. Παρά την αντίθετη άποψη κοντινών της ανθρώπων που προσπαθούν να την αποτρέψουν, η ίδια αποφασίζει να βρεθεί με τον πρώην σύζυγό της, απαντώντας «Δεν βαριέστε. Θα πάω και ίσως βγει κάτι καλό». Το πρώην ζευγάρι συναντιέται σε απομονωμένη τοποθεσία στις εγκαταστάσεις Ρέστη στο Ρίο δίπλα στη θάλασσα και ο Πισπιρίγκος ζητά από την Σωτηρία να εγκαταλείψει τον εραστή της και να επιστρέψει στο σπίτι τους. Η συνέχεια στην κατάθεση  μετά τη σύλληψή του είναι ως εξής:

«Την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή, και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό. Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει. Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».

Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρα ο δολοφόνος της νεαρής κοπέλας, πηγαίνει αρχικά στο σπίτι του γαμπρού του, και στις 2.30 τα ξημερώματα παραδίνεται στην αστυνομία, λέγοντας ότι πριν την αποτρόπαια πράξη του έχει προηγηθεί σεξουαλική επαφή με το θύμα, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται ποτέ από την ιατροδικαστική εξέταση. Φτάνοντας οι αστυνομικοί στο σημείο που τους υποδεικνύει ο Πισπιρίγκος, βρίσκουν τη Σωτηρία «ημίγυμνη, με εξωγκωμένους τους οφθαλμούς και με εμφανή τα αποτυπώματα των χεριών του δράστη στο λαιμό της», με τον βίαιο θάνατό της να οφείλεται σε «πνιγμόν εξ ανοξαιμίας».

Κατά την ιατροδικαστική έκθεση η σκηνή της δολοφονίας εξελίσσεται ως εξής :Ο Πισπιρίγκος σφίγγει με το δεξί του χέρι την καρωτίδα της Σωτηρίας, με το αριστερό της φράζει τη μύτη και το στόμα, ενώ παράλληλα κάθεται πάνω στο στήθος της. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό, το μόνο που καταφέρνει η άτυχη κοπέλα είναι να προκαλέσει κάποιες αμυχές στο λαιμό του δράστη και να σχίσει το πουκάμισό του.

δολοφονίαειδήσεις τώραθάνατοιπαιδιάΠάτραΡούλα Πισπιρίγκου