Ελλάδα|05.06.2022 08:59

Φωτιές: Πόσο επαρκές είναι το αντιπυρικό σχέδιο της Ελλάδας - Τι λένε στο ethnos.gr οι ειδικοί για εκκενώσεις, αντιπύρ και δασοκομάντος

Μαρία Λιλιοπούλου

Δειλά βήματα μπροστά κάνει η Ελλάδα στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, όπως καταδεικνύουν τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για τη φετινή αντιπυρική περίοδο ύστερα από το καταστροφικό καλοκαίρι του 2021, όταν σημειώθηκε ο χειρότερος απολογισμός αποτεφρωμένων εκτάσεων των τελευταίων 20 ετών για τη χώρα μας με συνολικά 1,5 εκατ. καμένα στρέμματα.

Ωστόσο φαίνεται ότι για ακόμα μία χρονιά αιχμή του δόρατος είναι η καταστολή με την πρόληψη να έπεται για άλλη μια φορά και τις κινήσεις που έπρεπε να έχουν γίνει μήνες πριν, όπως οι καθαρισμοί, να καθυστερούν.

Την ίδια στιγμή η έμφαση δίνεται ξανά στα εναέρια μέσα με τη χώρα μας να έχει στη διάθεσή της φέτος 46 μισθωμένα μέσα έναντι 31 το 2021 ανεβάζοντας σημαντικά τα κόστη δεδομένης και της ολοένα αυξανόμενης τιμής των καυσίμων. Στα θετικά βήματα εντάσσεται η πρόσληψη των 500 δασοκομάντος, εκ των οποίων οι 440 είναι δασοπυροσβέστες και οι 60 δασολόγοι/δασοπόνοι χωρίς όμως ακόμα η εκπαίδευση των πρώτων να έχει ολοκληρωθεί.

Σημαντική αλλαγή με θετικο πρόσημο είναι και η μεταφορά των Δασικών Υπηρεσιών από τις αποκεντρωμένες διοικήσεις στο υπουργείο Περιβάλλοντος, η οποία μόλις που πρόλαβε να ολοκληρωθεί περίπου ένα χρόνο μετά την περσινή εξαγγελία της. Ωστόσο ακόμα και αυτή η κίνηση κινδυνεύει να μετατραπεί σε γράμμα κενό εάν δεν υποστηριχθεί με προσλήψεις δασολόγων. Η Δασική Υπηρεσία αντιμετωπίζει τα τελευταία 20 χρόνια, μειώσεις προσωπικού της τάξεως του 53% και μειώσεις πόρων της τάξεως του 80%. Ουσιαστικά είναι μία αποψιλωμένη και γηρασμένη υπηρεσία με πολλά δασαρχεία να διαθέτουν μόλις έναν δασολόγο, ο οποίος θα είχε βγει στη σύνταξη εάν η έκδοση των συντάξεων δεν καθυστερούσε τόσο, όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι δασολόγοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Χίο, ένα νησί που έχει υποφέρει από φωτιές, αυτή τη στιγμή υπηρετεί ένας δασολόγος και ένας δασοπόνος.

Σε μία προσπάθεια να ρίξει φως σε ό,τι έχουμε να περιμένουμε το φετινό καλοκαίρι το «ethnos.gr» ζητησε από δύο ανθρώπους που γνωρίζουν καλά το θέμα των δασικών πυρκαγιών έχοντας ασχοληθεί με αυτό επί δεκαετίες: τον Γαβριήλ Ξανθόπουλο, έναν από τους κορυφαίους δασολόγους στο ζήτημα των δασικών πυρκαγιών, Διευθυντή Ερευνών στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό «ΔΗΜΗΤΡΑ» και ερευνητή στο Ινστιτούτο Μεσογειακών & Δασικών Οικοσυστημάτων και τον Ηλία Τζηρίτη, συντονιστή τοπικών δράσεων του WWF Ελλάς.

Αναφορικά με την ετοιμότητα του μηχανισμού, όπως ξεκάθαρα τονίζει ο κ. Ξανθόπουλος, «κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μπορεί να είναι 100% έτοιμος για κάθε πυρκαγιά ή φυσική καταστροφή. Θα μιλούσαμε για κολοσσιαία κόστη, αλλά και για τη συγκεντρωση εξοπλισμού καταδικασμένου ουσιαστικά να υποαξιοποιείται και μοιραία να "πλαδαρεύει"» τονίζει χαρακτηριστικά.

Κατεύθυνση η καταστολή

«Εχουμε την τάση να ανταποκρινόμαστε σε μια κρίση με επιλέον καταστολή όσον αφορά το θέμα της πυροπροστασίας. Τα περισσότερα από τα μέτρα που ανακοινώθηκαν και φέτος είναι κατασταλτικού ή προκατασταλτικού χαρακτήρα. Οταν μιλάμε για πρόληψη, δεν εννοούμε περισσότερα εναέρια, μέσα, δασοκομάντος ή περισσότερες περιπολίες. Ας μην παίζουμε με τις έννοιες», τονίζει ο κ. Τζηρίτης.

Και εξηγεί: «Η πρόληψη έχει να κάνει με κινήσεις πολύ πριν τη φωτιά, με δράσεις μείωσης της καύσιμης ύλης, αναλυση αιτίων των πυρκαγιών, λύσεις πάνω στα συγκεκριμένα αίτια και ασκήσεις εκπαίδευσης του πληθυσμού και ειδικών ομάδων - στόχων».

Κι αυτό, γιατί όπως προσθέτει ο κ. Τζηρίτης, όλες οι φωτιές δεν είναι ίδιες. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο προφίλ κάθε πυρκαγιάς και τοπικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα βασει των στοιχείων του WWF Ελλάς, «στην Ανδρο έχουμε τις λεγόμενες «βοσκοφωτιές», στη Χίο έχουμε πυρκαγιές που συχνά οφείλονται στο δίκτυο ηλεκτρισμού, στην Κεφαλλονιά έχουμε δει ότι εντοπίζεται 45% πρόθεση, στην Αχαία 48% αμέλεια και όμως εμείς επιμένουμε να λαμβάνουμε τα ίδια οριζόντια μέτρα παντού χωρίς να εστιάσουμε στα συγκεκριμένα αίτια κάθε φωτιάς. Διαχρονικά κινούμαστε προς την ποσότητα αυξάνοντας συνήθως τα εναέρια μέσα και ξεχνάμε την ποιότητα».

Κι αυτό την ώρα που όπως δείχνουν και περιστατικά μεγα-πυρκαγιών και στο εξωτερικό, αυτές έχουν τη δυνατότητα να ξεπερνούν ακόμα και τον πιο σύγχρονο και ενισχυμένο κατασταλτικό μηχανισμό, όπως εχει συμβεί στο παρελθόν στην Αυστραλία ή την Καλιφόρνια, αλλά ακόμα και σε ευρωπαικές χώρες.

«Η επάνοδος των Δασικών Υπηρεσιών στο υπουργείο Περιβάλλοντος ύστερα από μία 25ετή απαξίωση δείχνει ότι κάτι προχωρεί προς τη σωστή κατεύθυνση», εκτιμά ο κ. Ξανθόπουλος. Ο ίδιος θέτει όμως μία σοβαρή προυπόθεση, να προστεθεί σε αυτές νέο προσωπικό: «Και αυτό πρέπει να γίνει άμεσα διότι με κάθε συνταξιοδότηση δασολόγου χάνεται τεχνογνωσία από το πεδίο χωρίς αυτή να έχει μεταλαμπαδευτεί σε νεότερους. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάνουμε τη συσσωρευμένη τεχνογνωσία. Σήμερα τα δασαρχεία λειτουργούν με έναν το πολύ δύο δασολόγους και με εποχικούς. Με τους εποχικούς όμως δεν μπορείς να κάνεις μακροπρόθεσμες σκέψεις».

«Ενα εθνικό σχέδιο αντιπυρικής προστασίας θα είναι επαρκές μόνο εάν καταρτιστεί πάνω στις προκλήσεις που δημιουργεί κλιματική αλλαγή και στην κατεύθυνση αυτή προσαρμοστούν και τα παρεχόμενα κονδύλια», συμπληρώνει από την πλευρά του ο κ. Τζηρίτης.

Να γίνει μάθημα ο τρόπος που διαχειριστήκαμε το εργαλείο των εκκενώσεων πέρυσι

Ενα από τα ζητήματα που φαίνεται πως δεν έχουν ξεκαθαριστεί απολύτως είναι ο σχεδιασμός σε επίπεδο δήμων για την αντίδραση κατοίκων και επισκεπτών σε περίπτωση πυρκαγιάς: «Αυτό που συνέβη πέρυσι με τις οριζόντιες εκκενώσεις στον αντίκτυπο από την τραγωδία στο Μάτι και τις διώξεις ήταν παρανοϊκό», εξηγεί ο κ. Ξανθόπουλος προσθέτοντας: «Ελπίζω να έχουμε αποκτήσει την εμπειρία ως προς το πότε και πως πρέπει να επιλέγεται η μέθοδος της εκκένωσης, αν και δε γνωρίζω πόσο έχει προχωρήσει ο σχετικός σχεδιασμός σε επίπεδο δήμων, κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα κρίσιμο».

Την ίδια στιγμή στους περισσότερους δήμους λείπει η τεχνογνωσία της πολιτικής προστασίας. Πολλοί δε διαθέτουν καν γραφείο πολιτικής προστασίας με τη θέση αυτή να θεωρείται «θέση - ψυγείο» σε πολλούς ΟΤΑ, όπως λέει ο κ. Τζηρίτης.

Οπως μάλιστα περιγράφεται σε έρευνα που πρόσφατα γνωστοποίησε η περιβαλλοντική οργάνωση, και το ζήτημα της οργάνωσης στους δήμους δεν είναι ιδιαίτερα προχωρημένο, καθώς από τα στοιχεία προκύπτει ότι στο Πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης» από τους 332 Δήμους της χώρας, τις 13 Περιφέρειες και τους Διαδημοτικούς Φορείς (Συνδέσμους), μέχρι στιγμής μόνο 11 δήμοι, 1 Περιφέρεια και 1 σύνδεσμος δήμων (ΣΠΑΥ) έχουν υποβάλει προτάσεις.

«Στους δήμους δίνεται σταθερά ένα ποσό περίπου 20 εκ. ευρώ το χρόνο. Γιατί πρέπει τα χρήματα αυτά να δίνονται τον Μάρτιο ή και τον Απρίλιο ενώ πρόκειται για σταθερή χρηματοδότηση και μετά οι δήμοι να δίνουν μάχη με το χρόνο για να προλάβουν να κάνουν προγραμματισμό και νόμιμους διαγωνισμούς ώστε να είναι έτοιμοι στο ασφυκτικό περιθώριο έως τον Μάιο»;

Αναλύοντας το σύνολο των μέτρων, ο κ. Ξανθόπουλος εκτιμά ότι έγιναν κάποια βήματα στην πρόληψη, από τα οποία όμως δεν πρέπει να προσδοκούμε άμεσα αποτελέσματα: «Πέρυσι είχαμε μία μάλλον "αυταρχική", πολύ σκληρή προσέγγση του ζητήματος χωρίς γνώση της φωτιάς. Φέτος ελπίζουμε σε έναν καλύτερο σχεδιασμό χωρίς επιμονή στις εκκενώσεις. Πράγματι διαθέτουμε περισσότερες δυνάμεις, οι οποίες με σωστή χρήση και το κατάλληλο πρωτόκολλο λειτουργίας και απαρατήτως με συνεργασίες θα μπορούσαν να σηκώσουν μεγάλο βάρος».

Επανήλθε το αντιπύρ

Φέτος για πρώτη χρονιά και ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας επανέρχεται στην εργαλειοθήκη των πυροσβεστών και η μέθοδος του αντιπυρός. Ψηφίστηκε το θεσμικό πλαίσιο για τη χρήση του αποκλειστικά από το πυροσβεστικό σώμα και αναμένονται οι τεχνικές οδηγίες.

Ιδιαίτερα σημαντικό, όπως επισημαίνει ο κ. Ξανθόπουλος που είναι και μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για τη ρύθμιση του αντιπυρός, είναι αυτό να μην μπερδεύεται με την κατάκαυση.

«Η μέθοδος απαιτεί πολλή προσοχή για να εφαρμοστεί με ασφάλεια και σίγουρα δεν χρειάζεται υπρβολική χρήση. Κρίσιμο είναι στο μυαλό των πυροσβεστών να μη συγχέεται το αντιπύρ με την κατάκαυση».

Και οι δύο μέθοδοι αφορούν την καταστολή μιας πυρκαγιάς εν εξελίξει. Το αντιπύρ και η κατάκαυση είναι δύο μέθοδοι έμμεσης προσβολής δασικών πυρκαγιών που εφαρμόζονται κατά τη δασοπυρόσβεση.

Στην περίπτωση της κατάκαυσης έχουμε μία παράλληλη μέθοδο προσβολής μιας πυρκαγιάς. Η καύσιμη ύλη που βρίσκεται ανάμεσα στην κυρίως φωτιά και τις αντιπυρικές ζώνες καίγεται σταδιακά από τους πυροσβέστες.

Το αντιπύρ - όπως εξηγεί ο κ. Ξανθόπουλος - είναι η έσχατη λύση για την κατάσβεση μιας πυρκαγιάς και πρέπει να εφαρμόζεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό με άψογο συντονισμό. Γενικότερα η μέθοδος χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις εκτεταμένων πυρκαγιών, οι οποίες εκτιμάται ότι κατά πάσα πιθανότητα θα ξεπεράσουν τις ζώνες άμυνας που έχουν τεθεί.

Οι 500 δασοκομάντος

Η πρόσληψη των 500 ατόμων που θα στελεχώσουν τις Ειδικές Μονάδες Δασικών Επιχειρήσεων (ΕΜΟΔΕ) αποτελεί ένα από τα θετικά βήματα για τη φετινή αντιπυρική περίοδο. Αρκεί όμως μόνο αυτό;

«Οι άνθρωποι αυτοί θα εκπαιδευτούν για ένα μήνα. Γίνεται αυτό; Πως θα επέμβουν στην πρώτη γραμμή; Μόνο τα μπράτσα δε φτάνουν. Χρειάζεται εμπειρία και γνώση», λέει ο κ. Τζηρίτης.

Τα αποτελέσματα της απόφασης και για τη μόνιμη παραμονή στην Ελλάδα 250 πυροσβεστών από τη Βουλγαρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρουμανία, τη Φινλανδία και τη Νορβηγία, αναμένουν με ενδιαφέρον οι ειδικοί στις δασικές πυρκαγιές.

«Εάν αυτό χρηματοδοτείται με ευρωπαική στήριξη και κονδύλια, είναι σωστό. Σε αντίθετη περίπτωση θα ήταν λάθος. Αν πληρώνει η χώρα μας, θα ήταν πιο χρήσιμο να διαθέσει τα χρήματα αυτά στην πρόληψη ή στο να οργανωθεί καλύτερα στο έδαφος. Εχουμε προτείνει εδώ και χρόνια οι δασεργάτες που γνωρίζουν το χώρο να αξιοποιηθούν όχι μόνο στην πρόληψη, αλλά και την καταστολή», σημειώνει ο κ. Ξανθόπουλος.

Αναφορικά με τους ξένους πυροσβέστες υπογραμμίζει ότι υποεκτιμημένο είναι και το ζήτημα της συμβατότητας του εξοπλισμού τους με τον αντίστοιχο ελληνικό, αλλά και με το τοπίο.

Από την πλευρά του ο κ. Τζηρίτης τονίζει ότι και αυτοί οι πυροσβέστες, ξεκινούν με ένα βασικό μειονέκτημα: «Μπορεί να είναι οι καλύτεροι, αλλά είναι δεδομένη η έλλειψη γνώσης του χώρου. Αποτελεί μία βασική αδυναμία το ότι δε γνωρίζουν τις περιοχές, το ανάγλυφό τους, τη βλάστηση, τα σημεία που είναι επικίνδυνο να εγκλωβιστείς, τα σημεία, στα οποία θα πρέπει να στηθεί η γραμμή άμυνας. «Εδώ αυτό το πρόβλημα παρατηρείται και με πυροσβέστες στην Ελλάδα. Ερχονται άνθρωποι από την Αλεξανδρούπολη για να σβήσουν μια φωτιά στο Τατόι, άνθρωποι που μπορεί να μην έχουν ξαναβρεθεί στην Αθήνα».

Προς τη θετική κατεύθυνση είναι και οι καθαρισμοί και η απομάκρυνση της καύσιμης ύλης, σύμφωνα με τον κ. Τζηρίτη, ο οποίος πάντως προσθέτει ότι οι δράσεις αυτές δεν μπορούν να ξεκινούν τον Ιούνιο. Αυτός ο προγραμματισμός θα έπρεπε να γίνεται από τον προηγούμενο χειμώνα.

Ο στρατός

Οσο για τις περιπολίες που θα κάνει ο στρατός, ο κ. Ξανθόπουλος τονίζει ότι θα έπρεπε σταδιακά να αποκτήσει εξειδικευμένες μονάδες ώστε να μπορεί να παράσχει σοβαρή βοήθεια με σταδιακή εμπλοκή του στη δασοπυρόσβεση για να είναι σε θέση να συνδράμει ουσιαστικά σε μεγάλα συμβάντα και καταστάσεις που εξαντλούν τις δυνάμεις της Πυροσβεστικής.

Και ο κ. Τζηρίτης επισημαίνει ότι η αποτελεσματικότητά των περιπολιών από το στρατό θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν διέθεταν την κατάλληλη εκπαίδευση και τον κατάλληλο εξοπλισμό: «Ο πρώτος responder έχει πολύ κρίσιμο ρόλο. Ο εντοπισμός και η αναγγελία ενός συμβάντος είναι η αρχή του παντός».

WWFφωτιάΒούλαπυροσβέστηςπυροσβεστικήπυροπροστασίαειδήσεις τώραπρόληψηπυρκαγιές