Ελλάδα|03.09.2023 14:55

Eπισήμανση που προβληματίζει: Μέτρα του πορίσματος Γκόλνταμερ δεν υιοθετήθηκαν πλήρως γιατί δεν είναι «βολικά» για το μηχανισμό λήψης αποφάσεων - Ποια τα λάθη στη διαχείριση των πυρκαγιών

Μαρία Λιλιοπούλου

Αποσπασματικά και κατά το δοκούν έχει εφαρμόσει η ελληνική Πολιτεία το πόρισμα της Επιτροπής Γκολντάμερ, το οποίο επαναφέρουν κάθε χρόνο στην επικαιρότητα οι καταστροφικές πυρκαγιές που βιώνει η χώρα με αποκορύφωμα αυτό που συμβαίνει φέτος και έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο με τη φωτιά στον Εβρο να συνεχίζει να κατακαίει ό,τι συναντά στο διάβα της για 16η ημέρα.

Οι Δασικές Υπηρεσίες δεν έχουν ενισχυθεί ακόμα, ενώ αδυναμίες εξακολουθούν να υπάρχουν και στην εκπαίδευση των πυροσβεστών, όπως τονίζουν οι επιστήμονες.

Υπό αυτήν την έννοια ήταν μάλλον «προφητική» η παρουσίαση της αποτίμησης της εφαρμογής του πορίσματος που είχε κάνει η ομάδα Γκολντάμερ λίγες ημέρες μετά την έναρξη της φετινής αντιπυρικής περιόδου στο 8ο Παγκόσμιο Συνέδριο για τις Δασικές Πυρκαγιές που είχε πραγματοποιηθεί στο Πόρτο της Πορτογαλίας.

Κι αυτό γιατί μιλούσε για τον υπαρκτό κίνδυνο να ξεφύγουν οι φωτιές σε μια περίοδο μεγάλων και δύσκολων πυρκαγιών, αλλά και τη διαφαινόμενη ανάγκη σε μια τέτοια περιπτωση η Ελλάδα να χρειαστεί να αναζητήσει για άλλη μια φορά διεθνή βοήθεια. Και τα δύο επιβεβαιώνονται το τελευταίο δίμηνο με τον πλέον τραγικό τρόπο.

Στην εργασία, την οποία παρουσιάζει το «Εθνος», επισημαίνεται ότι έχουν γίνει κάποια βήματα που αφήνουν αχτίδες αισιοδοξίας, ωστόσο μένουν να γίνουν ακόμα πολλά.

«Πολλές αλλαγές που έχουν εφαρμοστεί μέχρι στιγμής συνάδουν με τις προτάσεις της Ανεξάρτητης Επιτροπής. Ωστόσο, ορισμένα μέτρα δεν έχουν υιοθετηθεί ή έχουν υιοθετηθεί εν μέρει, πιθανώς επειδή δεν είναι «βολικά» για τον μηχανισμό λήψης αποφάσεων», σημειώνεται με γλαφυρό τρόπο στην εργασία των ειδικών επιστημόνων.

Μία από τις βασικές ελλείψεις που τονίζουν είναι η συνεχιζόμενη απαξίωση της Δασικής Υπηρεσίας στην Ελλάδα. Αναφέρουν πως ενώ το οργανόγραμμα της Δασικής Υπηρεσίας έχει αλλάξει, «εξακολουθεί να λειτουργεί με γερασμένο και συρρικνούμενο προσωπικό, ενώ δεν έχουν προχωρήσει και οι προσλήψεις των 500 νέων δασολόγων, οι οποίες είχαν ανακοινωθεί ακόμη και πριν από την αντιπυρική περίοδο του 2021», χρονιά κατά την οποία συγκλόνισαν οι φωτιές στη βόρεια Εύβοια, αλλά και την Πάρνηθα.

Αυτό όμως δεν είναι το μοναδικό μέτρο που δεν έχει υιοθετηθεί. Η επιστημονική ομάδα αναφέρει επίσης ότι:

  • Η εκπαίδευση των πυροσβεστών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας εξακολουθεί να έχει πολλές αδυναμίες και η έμφαση στην εναέρια καταστολή είναι ακόμα εμφανής. «Αυτό αυξάνει την πιθανότητα η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο σε μια δύσκολη αντιπυρική περίοδο όταν οι πολλαπλές πυρκαγιές υπερβούν τον αριθμό και τη χωρητικότητα των εναέριων πόρων».

  • Η προτεινόμενη αλλαγή για την αποτελεσματική συμμετοχή άλλων φορέων (Ένοπλες Δυνάμεις, Δασική Υπηρεσία, τοπικές αρχές, εθελοντές) επίσης δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί. «Έτσι, μπορεί να χρειαστεί διεθνής βοήθεια, όπως το 2021», τονίζεται στη μελέτη.

Αλυτα ζητήματα εντοπίζει η εργασία και στον τομέα της πρόληψης, για τον οποίο αναφέρεται πως επί του παρόντος, οι προσπάθειες βελτίωσης της πρόληψης πέρα από τις γνωστές μεθόδους απομάκρυνσης της βιομάζας «έχουν δείξει τα όριά τους. Η όλη διαδικασία διαχείρισης που εφαρμόζεται στο πλαίσιο του ANTI-NERO πρέπει να αναθεωρηθεί όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα, τα περιβαλλοντικά ζητήματα και τον μελλοντικό σχεδιασμό».

Αναφορά γίνεται και στη βελτίωση της ανθεκτικότητας του τοπίου σε καταστροφικές πυρκαγιές μέσω της υποστήριξης της ανάπτυξης «Έξυπνων» Περιοχών στη Φωτιά (fire smart territories), με την επισήμανση ότι πρόκειται για πολύπλοκες στην εφαρμογή πρωτοβουλίες που θα απαιτήσουν μακροπρόθεσμη προσπάθεια και συντονισμό μεταξύ των υπουργείων, ως μέρος της ολοκληρωμένης διαχείρισης πυρκαγιών που υποστηρίζουν επί του παρόντος οι επιστήμονες σε όλη τη Μεσόγειο.

Σε κάθε περίπτωση η εργασία τονίζει την ανάγκη ανεξάρτητης παρακολούθησης και αξιολόγησης της κατάστασης για συνεχή βελτίωση με τους επιστήμονες να προειδοποιούν πως «χωρίς τέτοια παρακολούθηση, αδυναμίες και λάθη θα συνεχιστούν, προσθέτοντας περισσότερες προκλήσεις σε κάθε δύσκολη περίοδο πυρκαγιάς. Δεδομένης της έλλειψης «έξυπνων περιοχών» στη χώρα και της προβλεπόμενης αύξησης της δυσκολίας των μελλοντικών περιόδων πυρκαγιάς λόγω της κλιματικής αλλαγής, η δοκιμασία μπορεί να έρθει νωρίτερα».

«Δε θεωρώ ότι το πόρισμα εφαρμόστηκε σωστά και πλήρως και αν δεν εφαρμόζεις σωστά, αν δεν κάνεις management και όχι απλά μηχανική πρόληψη και κατασβεση, αν δε δουλέψεις τον αγροδασικο χώρο, αν δεν ενισχύσεις τους φορείς διαχείρισης, δεν πας πουθενα», λέει στο «Εθνος» ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος, δασολόγος, διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «Δήμητρα» και ειδικός σε θέματα πυρκαγιών, ο οποίος και αποτελεί ένα εκ των μελών της ομάδας Γκολντάμερ.

Και συνεχίζει: «Γίνονται προσπάθειες, αλλά όταν δε βάζεις το δάχτλο επί των τύπων των ήλων και πας γύρω – γύρω από το πρόβλημα για να μη χαλάσεις τη «σούπα» του συστήματος, δεν το λύνεις».

Ρωτήσαμε τον κ. Ξανθόπουλο τι λέει και ο ίδιος ο επικεφαλής της ομάδας Γκ. Γκολντάμερ αποτιμώντας τα μέτρα που έχουν ληφθεί: «Εχει επισημάνει πως δυστυχώς αν δεν πιστέψουμε βαθια στην ανάγκη να αποτιμήσουμε τί γίνεται και τι δε γίνεται δε θα υπάρξει πρόοδος. Οσο δεν υπάρχει αυτή η πλήρης αποτίμηση και συνεχίζουμε με μία προσέγγιση «βολική» ώστε να μην ακουμπάει το συστημα, το αποτέλεσμα δε θα είναι καλό».

Στα θετικά βήματα που αποτυπώνει η ερευνητική εργασία συγκαταλέγονται η θεσμοθέτηση πιο ορθολογικών κριτηρίων και κατευθυντήριων γραμμών για τις περιπτώσεις εκκενώσεων και οι προσπάθειες για καλύτερο σχεδιασμό πρόληψης σε τοπικό επίπεδο, ενώ αναφορά γίνεται και στη σύμβαση για την κατάρτιση σχεδίων διαχείρισης πυρκαγιών που καλύπτουν 38 μεγάλα δασικά οικοσυστήματα σε όλη τη χώρα, με κόστος 7 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

«Μεγάλος ασθενής» και η κατάσβεση

Η επί δύο εβδομάδες πύρινη κόλαση στον Εβρο ανέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας πολλά προβλήματα στην αντιμετώπιση του κινδύνου της φωτιάς. Και όσο κι αν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός προέτρεψε σε μη κριτική αναφορικά με την πυροσβεστική, στο κάδρο των αδυναμιών της χώρας μπαίνει πλέον εκτός της πρόληψης και η κατάσβεση.

«Η αλήθεια είναι πως αν δεν έχεις μια σοβαρή καταστολή, ό,τι και να κάνεις από πλευράς πρόληψης, κάποια στιγμή κάποια φωτιά θα ξεφύγει», σημειώνει ο κ. Ξανθόπουλος.

Απαντώντας στο κρίσιμο ερώτημα γιατί η φωτιά στον Εβρο καίει ακόμα χωρίς τα πυροσβεστικά μέσα να μπορέσουν να την τιθασεύσουν, αναφέρει μία σειρά από λόγους:

  • Η πυρκαγιά δε σβήνει περιμένοντάς τη στο δρόμο, τονίζει. Ενίοτε καθυστερεί η δημιουργία εγκαταστάσεων με μάνικες ή δε γίνεται σωστά.

  • Πολλές φορές οι πυροσβέστες πάνε να σταματήσουν μπροστά το μέτωπο παραμελώντας τα πλάγια και πίσω. «Αυτό είναι μεγάλο λάθος ίδίως όταν το μέτωπο είναι έξω από τις δυνατότητες σταματήματος διότι αν μια φωτιά έχει πάρει διαστάσεις δεν μπορείς να σταθείς σε απόσταση μικρότερη των 80 μέτρων. Αρα η πυρκαγιά θα σε διώξει πριν εσύ φτάσεις να τη χτυπήσεις».

  • Υπάρχουν λάθη εγγενή, αδυναμίες στην εκπαίδευση των πυροσβεστών.

Οι εκκενώσεις

Σαφής κατάχρηση του 112 έχει γίνει και στις φετινές πυρκαγιές, σύμφωνα με τον κ. Ξανθόπουλο, ο οποίος σημειώνει ότι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Σουφλίου. «Εκεί που είναι τόσο προφανες ότι δε χρειάζεται. Αρκεί να δει κανείς ένα χάρτη. Πρόκειται για μεγάλη πόλη, με αγροτικές εκτάσεις γύρω. Και να σου αναψει μια καύτρα μέσα, θα έχεις προφανώς οχήματα και ανθρώπους θα τη σβησουν. Λέμε δηλαδή ότι μια τόσο μεγάλη δύναμη δεν μπορεί να σβήσει φωτιά σε χόρτα; Οτι θα παρακολουθούν τη φωτιά μέχρι να μπει στην πόλη';

Αλλά και για τις εκκενώσεις, επισημαίνει ότι συχνά οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο. «Λέμε στον κόσμο φύγετε από τους οικισμούς και αφού διώχνουμε τον κόσμο, ουσιαστικά στέλνουμε τα πυροσβεστικά οχήματα να φυλάξουν τα χωριά. Γιατί αλλιώς τα σπίτια θα καούν. Αυτό σημαίνει όμως οτι αφήνουμε αφύλακτο το πίσω μέρος και τα πλάγια της φωτιάς, η οποία πλαταίνει συνεχώς και αυτό με τη σειρά του αυξάνει τις πιθανότητες να πέσει πάνω σε περισσότερους οικισμούς. Είναι ένας φαύλος κύκλος», εξηγεί.

Και συνεχίζει: «Οπότε τρεχουμε σαν παλαβοί να σώσουμε οικισμούς, το μέτωπο της φωτιάς μεγαλώνει και ακόμη κι αν βρούμε ένα σημείο που θα το σταματήσουμε, από κάπου αλλού θα μας φύγει και τελικά θα καταλήξει να φτάσει στη θάλασσα όταν υπάρχει θάλασσα. Το έχουμε δει να συμβαίνει πολλές φορές: στη βόρεια Εύβοια η φωτιά έσβησε στη θάλασσα από τρεις πλευρές, στη Ρόδο φέτος το ίδιο».

Τα εναέρια μέσα

Οπως έχει αναφέρει πολλές φορές τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι ειδικοί στις δασικές πυρκαγιές, οι φωτιές σβήνονται τελικά από τα επίγεια μέσα. Κι αυτό γιατί τα εναέρια μέσα όταν επέμβουν πράγματι θα «κατεβάσουν» τη φωτιά, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχει σβήσει κιόλας: «Κάποιος κορμός, κάποιο κούτσουρο, κάποιο σάπιο θα συνεχίσει να καίει χωρίς να βγάζει καπνό που να είναι ορατός και κάποια στιγμή όταν ξεραθούν την άλλη μέρα, η φωτιά θα αρχίσει και πάλι να φουντώνει. Κι όταν φουντώνουν πολλά σημεία, ένα εδώ ένα στα 500 μ, ένα στα 2 χλμ έχεις ξαφνικά φωτιές να αναζωπυρώνονται».

Ο διαχωρισμός των καμένων

«Σοφίσματα» χαρακτηρίζει ο κ. Ξανθόπουλος όσα ακούστηκαν για τον διαχωρισμό των καμένων εκτάσεων ακόμα και από τον Πρωθυπουργό στη Βουλή.

«Στη Ρόδο μας είπαν ότι μόνο το 10% κάηκε στη μεγάλη δριμύτητα και το υπόλοιπο που είναι μεσαίας και χαμηλής δριμύτητας είναι σαν να μην το μετρούν. Και όμως η μεσαία ή χαμηλή καύση είναι εκτάσεις που είχε ξανακάψει η φωτιά του 2008 με βλάστηση που πάσχιζε λόγω του εδάφους να μεγαλώσει. Δεν πρόκειται λοιπόν για μικρή ζημιά, αλλά για τη μεγαλύτερη οικολογική ζημιά εφόσον είναι πλέον διπλοκαμένο. Στο τέλος θα φτάσουμε στο σημείο να λέμε ότι μετράνε μόνο οι έντονα καμένες εκτάσεις».

Η διαχείριση του δάσους και τα ΣΔΙΤ

Σε επίπεδο πρόληψης και του προγράμματος AntiNero, ο κ. Ξανθόπουλος τονίζει την αναγκαιότητα να καθοριστούν περιοχές πρώτη προτεραιότητας για επεμβάσεις. Επισημαίνει όμως και τον κίνδυνο η αφαίρεση της βιομάζας να γίνει με τόσο ακραίο τρόπο που τελικά να αφήσει πίσω της μεγαλύτερη ζημιά.

«Φεύγοντας απ΄αυτούς τους καθαρισμούς που δεν μπορούν να γίνουν σε όλη τη χώρα, αυτό που χρειάζεται είναι διαχείριση δασών. Και διαχείριση σημαίνει ότι χρησιμοποιούμε το δάσος για την ανάπτυξή του παραγωγικά, ότι παίρνουμε τα προιόντα του δάσους κάνοντάς το έναν πλουτοπαραγωγικό πόρο αφαιρώντας ταυτόχρονα τη βιομάζα μέσα απ αυτή τη διαδικασία. Αλλά να τα παίρνουμε επιλεκτικά με τις αρχές της δασοκομίας».

Απαντώντας στην άποψη του υπουργού Περιβάλλοντος, Θόδωρου Σκυλακάκη ότι η διαχείριση των δασών πρέπει να ανατεθεί σε ιδιωτες μέσω ΣΔΙΤ, ο κ. Ξανθόπουλος χαρακτηρίζει «παραλογισμό το να φτάνουμε να θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να διαχειριστούμε εμείς ως δημόσιο το δάσος».

Προτείνει για ακόμα μία φορά την ενίσχυση της Δασικής Υπηρεσίας: «Χρειαζόμαστε εκπαιδευμένους δασολόγους για να εκπονήσουν διαχειριστικές μελέτες. Νέους ανθρώπους, στους οποίους θα προλάβει να περάσει η γνώση των παλαιών πριν βγουν στη σύνταξη. Χρειαζόμαστε την αναμιξη των δασικών συνεταιρισμών ή και εργολάβων, οι οποίοι όμως θα λειτουργουν υπό τον σχεδιασμό της Δασικής Υπηρεσίας. Χρειάζεται να έχουμε έναν δασολόγο και έναν τεχνολόγο ανά δασαρχείο που να ασχολούνται 12 μήνες το χρόνο με τις φωτιές. Δεν μπορεί στον ίδιο που κάνει δασικούς χάρτες να του λες κάνε και λίγο πρόληψη».

Το κόστος των δύο ατόμων στα δασαρχεία πρώτης και δεύτερης κατηγορίας επικινδυνότητας δεν ξεπερνά τα 10 – 11 εκ. ευρώ, σημειώνει ο ίδιος προσθέτοντας πως είναι πολύ χαμηλότερο από τα χρήματα που δαπανώνται ετησίως για την καταστολή.

Στα καθήκοντα αυτών των δασολογων θα πρέπει – όπως εξηγεί – να εντάσσονται η χαρτογράφηση καμένων εκτάσεων, η κήρυξη αναδασωτέων, η χαρτογράφηση της καύσιμης ύλης, η επικαιροποίηση των χαρτών, ο σχδιασμός της πρόληψης, ο συντονισμός των φορέων, η οργάνωση των εθελοντών αλλά και η ενημέρωση του πληθυσμού με επισκέψεις σε σχολεία, κλπ.

«Η κυβέρνηση μίλησε για πρωτόκολλο γρηγορότερης αποτίμησης καταστροφών, πήρε προσωπικό γι΄αυτή τη δουλειά. Αλλά δεν έχει πάρει ακόμα τους 500 δασολόγους που εξαγγέλλονται από το 2016. Στις πυρκαγιές δεν περισσεύει κανείς. Και η Δασική Υπηρεσία είναι μέρος της λύσης».

Οι εθελοντές

Την ίδια στιγμή και οι εθελοντές δεν αξιοποιούνται όσο θα έπρεπε, εκτιμά ο κ. Ξανθόπουλος: «Είναι αντιληπτό εδώ και χρόνια από τους δασολόγους ότι οι εθελοντές είναι αυτοί που μπαίνουν στις φωτιές γιατί είναι ο χώρος τους, τον ξέρουν και τον πονάνε».

Οπως εξηγεί, σήμερα υπάρχει ένα πλαίσιο. Σε ό,τι αφορά τους εθελοντές που πάνε στο πυροσβεστικό σώμα, έχει θεσμοθετηθεί η εκπαίδευση και η πιστοποίησή τους, «αλλά στην πράξη υπάρχουν πολλά προβλήματα και κυρίως το πως θα αξιοποιηθούν στο μέγιστο».

Ο ίδιος θεωρεί πως πρέπει να υπάρξει η ευελιξία ώστε οι άνθρωποι της υπαίθρου να αποτελέσουν μέρος της λύσης: «Το βλέπουμε στην επαρχία. Οι τοπικοί αξιωματούχοι της πυροσβεστικής γνωρίζουν ποιος μπορεί να βοηθήσει και με ποιόν τρόπο. Αλλά όταν έρχεται ο προισταμενος με τα πολλά αστέρια από την Αθήνα δε γνωρίζει τυς ανθρώπους και δεν τους αξιοποιεί. Κάποιες φορές υποτιμά κιόλας τους εθελοντές. Συνέβη φέτος σε νησί με ομάδα εθελοντών που είχε προλάβει αρκετές φωτιές στο παρελθόν», σημειώνει προσθέτοντας πως και για την αποτελεσματικότητα του πυροσβεστικού σώματος θα πρέπει να υπάρχει αποτίμηση και όχι αυτο-αποτίμηση.

ειδήσεις τώραφωτιά τώραφωτιάπυρκαγιά