Ελλάδα|24.09.2023 06:55

Πώς θα «ζωντανέψει» πάλι ο θεσσαλικός κάμπος; Η ανάγκη για νέο χωροταξικό σχέδιο

Σταμάτης Σεκλιζιώτης

Μέχρι στιγμής κανείς δεν γνωρίζει πόσο έδαφος χάθηκε από διάβρωση και μεταφέρθηκε από τα ψηλότερα των ορεινών όγκων και πόσο παρασύρθηκε από τα καλλιεργούμενα πεδινά στον κάμπο, αλλά και πόσο παρασύρθηκε από ρέματα και ποτάμια μέχρι τη θάλασσα από έναν φορτωμένο π.χ. Πηνειό και όχι μόνο (σε ολόκληρη την ευρύτερη λεκάνη απορροής από τα Άγραφα, ως τα Φάρσαλα και τη Φαρκαδόνα, μέχρι μέσα στον νομό Λάρισας και την Κάρλα....)...

Για τον θεσσαλικό κάμπο (στα πεδινά και παραδοσιακά καλλιεργήσιμα) θα χρειαστεί να συνταχθούν μια σειρά από μονοθεματικούς χάρτες, κάποιοι από αυτούς άμεσα και με ακρίβεια, φτιάχνοντας μια βάση δεδομένων που θα ορίζει τις χρήσεις γης και καλύψεις του θεσσαλικού εδάφους, όπως αυτό κατέληξε μετά τις πλημμύρες και την φυσική αποστράγγιση μεγάλων εκτάσεων. Η κατάσταση των θεσσαλικών εδαφών από την άποψη φυσικοχημικής σύστασης, επικαλύψεων λόγω ιζηματογένεσης ή διάβρωσης, γονιμότητας και εδαφοβελτιωτικών απαιτήσεων στον χρόνο, δεν είναι ίδια παντού όπου έχει υποστεί τη βιαιότητα του φαινομένου.

Ιεραρχώντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Θεσσαλία χρειάζεται ένα νέο και σύγχρονο Χωροταξικό Σχέδιο που θα νοικοκυρεύει τις χρήσεις γης (αστικές, βιομηχανικές, συγκοινωνίες, αγροτικές, τουρισμός, ενέργεια, πεδινές δασοκαλύψεις και οικοσυστήματα λοφώδη υδάτινα, κλπ) ανακατανέμοντας την ανθρώπινη δραστηριότητα με βάση τον ελάχιστο βαθμό επικινδυνότητας από φυσικές καταστροφές.

1. Πλήρης χαρτογράφηση (οριοθέτηση) των πλημμυρικών καλύψεων με βάση τις δορυφορικές απεικονίσεις κάνοντας χρήση της τεχνολογίας Τηλεπισκόπησης (Satellite Remote Sensing) και των Γεωγραφικών Πληροφοριακών Συστημάτων (GIS) συγκρίνοντας με δραστηριότητες χρήσης γης πριν τα φαινόμενα. Οι τεχνολογίες αυτές και μέθοδοι εφαρμογής είναι γνωστές στα Γεωπονικά Πανεπιστήμια και τα Πολυτεχνεία της χώρας, οι δε δορυφορικές καλύψεις στις μέρες μας είναι καθημερινές, καλύπτουν μεγάλο εύρος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος και είναι διαθέσιμες από Ευρωπαϊκά και Αμερικανικά κέντρα λήψης σε μικρό κόστος.

2. Σύνταξη Εδαφολογικών Χαρτών και Χαρτών εδαφικής Καταλληλότητας (κατά τα διεθνή πρότυπα Agricultural Suitability Maps) όπου εντοπίζονται και βαθμολογούνται ποιοτικά και ποσοτικά οι διάφορες κατηγορίες εδάφους που θα μπορούσαν να παράγουν συγκεκριμένα προϊόντα (παραδοσιακές αλλά και νέες καλλιέργειες) με υψηλές αποδόσεις και κάποια εδάφη που χρήζουν επεμβάσεις βελτίωσης.

Τέτοιες χαρτογραφήσεις και βάσεις δεδομένων δεν υπάρχουν για τη Θεσσαλία και όχι μόνο, σε χρηστικές κλίμακες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε επίπεδο Περιφέρειας, Δήμων, Κοινοτήτων, Συνεταιρισμών ή ομάδων Παραγωγών. Η χώρα υστερεί σε ό,τι αφορά την καταγραφή και την παρακολούθηση μεταβολών στις χρήσεις και καλύψεις γης και χωρίς αυτά τα εργαλεία δεν μπορεί και να ασκήσει πολιτική γης προς όφελος της Εθνικής Οικονομίας.

3. Με το παραπάνω χαρτογραφικό υλικό μπορούν να γίνονται οι πρώτες Χωροταξικές επιλογές για την κατανομή χρήσεων γης σε φτωχότερα εδάφη, επιλέγοντας επιφάνειες (Site Selection) σε λίγο μεγαλύτερα υψόμετρα του αναγλύφου, σε περιοχές πιο ασφαλείς για κατοικία και οικονομικές δραστηριότητες, αφήνοντας τα εδάφη ελεύθερα για επιστροφή στην παραγωγή, με αναδασμούς, βελτιώσεις, υποδομές, δίκτυα, κλπ, με κατεύθυνση την παραγωγή προϊόντων φυτικών και ζωικών (ζωοτροφές και βοσκοτόπια). Όλα αυτά έχοντας στον νου το περιεχόμενο ενός θεσσαλικού "μεγα-Κήπου" με την περιβαλλοντική διάσταση έργων οργάνωσης του κάμπου (φυτοφράχτες, αγροδασοπονίες, μαζική αναβλάστηση λόφων και μαζικές αναδασώσεις, με ελεγχόμενες στραγγίσεις, λιμνοδεξαμενές, επαρκή και σταθερά αναχώματα, με τεχνητά οικοσυστήματα, κλπ), μια ολιστική προσέγγιση στην υδάτινη οικονομία που θα διευθετεί, θα τιθασεύει, θα προστατεύει, θα εξοικονομεί και θα εμπλουτίζει το περιβάλλον παρέχοντας ασφάλεια και υγεία.

Όπως ήδη τονίστηκε, εκτός από τα πεδινά, οι επεμβάσεις ανάσχεσης των υδάτινων όγκων και φερτής ύλης στα μεγαλύτερα υψόμετρα της Θεσσαλικής λεκάνης και στις παρυφές των ορεινών όγκων, αποτελεί προϋπόθεση.

Μια τυχόν πύκνωση των καταστροφικών φαινομένων στον χρόνο (Βλ.: Ianos και Daniel) ανατρέπει οποιονδήποτε σχεδιασμό. Απαιτείται εγρήγορση, προτεραιότητες και παράλληλες δράσεις για εξοικονόμηση χρόνου.

Κατά τη διάρκεια πλημμυρών, τα χωράφια βιώνουν διαφορετικές εντάσεις διάβρωσης, εναπόθεσης ιζημάτων και συσσώρευσης υπολειμμάτων καλλιεργειών. Για να αποφευχθεί συμπίεση και σκλήρυνση των εδαφών, είναι σημαντικό να αφεθούν τα εδάφη να στραγγίσουν και να στεγνώσουν καλά, πριν αφαιρεθούν τυχόν μεγάλα φερτά ή προϋπάρχοντα φυτικά υπολείμματα από δασικές περιοχές ή και από καλλιέργειες που τις έφερε το νερό στον αγρό και πριν γίνει η οποιαδήποτε εργασία στο έδαφος.

Εάν υπολείμματα καλλιεργειών ή τα ιζήματα πλημμυρικών υδάτων έχουν συσσωρευτεί σε πάχος λιγότερο από 20-15 εκατοστά, τότε μπορούν να γίνουν κανονικές εργασίες στεγνού αγρού για την προετοιμασία των χωραφιών. Εάν πάλι έχει συσσωρευτεί μεγαλύτερη ποσότητα υπολειμμάτων ή στρώσεις ιζημάτων, μπορεί να είναι απαραίτητα τα βαθύτερα οργώματα.

Οι πλημμύρες επηρεάζουν τα διαθέσιμα θρεπτικά συστατικά και μπορούν να αλλάξουν σημαντικά το επίπεδο του συνόλου των θρεπτικών συστατικών στο έδαφος.

Τα βήματα για τη βελτιστοποίηση της γονιμότητας του εδάφους των χωραφιών μετά από μια πλημμύρα, είναι:

Οι πλημμύρες προσφέρουν πολλές δυνατότητες για προσθήκη θρεπτικών ουσιών αλλά και απώλειες συστατικών στα χωράφια και ο μόνος τρόπος για να μάθουμε πού βρίσκεται το χωράφι "εδαφολογικά" είναι να γίνουν αναλύσεις εδάφους στο εργαστήριο. Ένα από τα μεγάλα ζητήματα της ελληνικής υπαίθρου είναι η έλλειψη πολλών αναλυτικών εργαστηρίων προς άμεση εξυπηρέτηση των αγροτών.

Αφού στεγνώσει η επιφάνεια του εδάφους, το έδαφος θα πρέπει να αναλυθεί για να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις λιπασμάτων για τη βελτιστοποίηση της απόδοσης των καλλιεργειών.

Κατά τη φύτευση μετά την πλημμύρα, απαιτείται πρωταρχικά η σταθεροποίηση του αζώτου στο έδαφος όταν πρόκειται να σπείρουμε, καθώς η πλημμύρα μπορεί να μειώσει μερικούς από τους μικροβιακούς πληθυσμούς που είναι υπεύθυνοι για αυτήν τη διαδικασία.

Ανεπάρκειες φωσφόρου (προκαλούν αργή ανάπτυξη και αποχρωματισμούς) μπορεί να εξακολουθούν να εμφανίζονται ακόμη και αν οι αναλύσεις εδάφους υποδεικνύουν επαρκή ποσότητα φωσφόρου καθώς οι πλημμύρες μπορούν να μειώσουν τους πληθυσμούς των μικροοργανισμών εδάφους που είναι υπεύθυνοι για την αύξηση της διαθεσιμότητας φωσφόρου στη συνέχεια.

Θεσσαλίακακοκαιρία Danielειδήσεις τώρα