Ελλάδα|30.03.2024 20:35

Στεγαστική κρίση: Ανεξέλεγκτο φυσικό φαινόμενο ή ζήτημα πολιτικών επιλογών;

Αφροδίτη Γκόγκογλου

«H ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Kράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Το Σύνταγμα της Ελλάδας το αναφέρει ρητά, στο άρθρο 17. Η ανθεκτικότητα του ανώτατου οργάνου της Πολιτείας έχει δοκιμαστεί επανειλημμένα, κατά τις αλλεπάλληλες κρίσεις, από το 2009 και, αυτή τη στιγμή, φαίνεται να δοκιμάζεται και στο πεδίο της κατοικίας.

Μας πετάνε έξω από τα σπίτια μας

Ειδικά μετά την οριστική άρση των μέτρων για την πανδημία του κορονοϊού, το 2022, η επιθετική προσπάθεια των αγορών για  επικράτηση, ακόμα και έναντι του Συντάγματος, φέρνει τον κόσμο αντιμέτωπο με μία νέα πραγματικότητα. Και αυτή είναι ότι μάς πετάνε έξω από τα σπίτια μας. Είναι ο τόνος της διαπίστωσης δραματικός; Ενδεχομένως, αλλά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν την ουσία της. 

Αν δεν έχει συμβεί σε εμάς τους ίδιους, σίγουρα έχει συμβεί  σε κάποιον ή κάποιους δικούς μας, τα τελευταία χρόνια. Οι ιδιοκτήτες των σπιτιών ζητούν από τους ενοικιαστές αβάσταχτες αυξήσεις στα ενοίκια, είτε επιλέγουν να αξιοποιήσουν διαφορετικά τα ακίνητά τους,  βάζοντάς τα σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης. Σε άλλες περιπτώσεις τα πουλάνε σε «επενδυτές». Και όμως, οι υπέρμαχοι της αγοράς (το αόρατο χέρι της οποίας όλα τα ρυθμίζει),  θα πουν ότι αυτά είναι ζητήματα που τα καθορίζουν η προσφορά και η ζήτηση (οι ίδιοι δύο παράγοντες που καθόριζαν και την τιμή του λαδιού στην Κατοχή, αν το σκεφτεί κανείς). Υπάρχουν άλλοι, που θα επικαλεστούν το συνταγματικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία, παραβλέποντας τη συνέχεια του άρθρου για το γενικό συμφέρον. Ωστόσο, το πεδίο της μάχης στην πραγματικότητα δεν εκτείνεται μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών αλλά μεταξύ Πολιτείας και Κεφαλαίου, Συντάγματος και αγορών. Και το ερώτημα που προκύπτει, είναι κατά πόσο οι αγορές είναι ένα ανεξέλεγκτο φυσικό φαινόμενο (κάτι σαν τις πλημμύρες ή τις μεγάλες, δασικές πυρκαγιές) στο οποίο η Πολιτεία -δηλαδή οι πολίτες- έχει ή δεν έχει τη δυνατότητα παρέμβασης. 

Στη χώρα μας, στα μεγάλα αστικά κέντρα, η αύξηση της ζήτησης έχει αυξήσει κατακόρυφα, όχι μόνο τις τιμές των ενοικίων, αλλά και της αγοράς των ακινήτων. Πράγματι, στο επίπεδο της Πολιτείας, η ελληνική κυβέρνηση έχει εξαγγείλει κάποια μέτρα, όπως το πρόγραμμα «Σπίτι μου» και τις πιο πρόσφατες ρυθμίσεις για την χορήγηση golden visa. Η βραχυχρόνια μίσθωση παραμένει ένα πεδίο ζούγκλας. Κρίνοντας από την έως τώρα αποτελεσματικότητα των μέτρων, βέβαια, τα ερωτήματα παραμένουν (και πολλαπλασιάζονται). Είναι η αγορά ένα φυσικό φαινόμενο ή κατευθύνεται από πολιτικές αποφάσεις; Αν, για παράδειγμα, το κράτος δεν νομοθετούσε τη golden visa, πόσο (απότομα) θα αυξανόταν η ζήτηση; Αν σε μία χώρα της οποίας ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία, ρυθμίζονταν αυστηρά η χρήση του Airbnb, και άλλων πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, και τα οικήματα που χτίστηκαν για ιδιοκατοίκηση δεν επιτρεπόταν να έχουν ξενοδοχειακή χρήση, πόσο διαφορετική θα ήταν η αγορά και για τους εργαζόμενους του κλάδου; Και, τελικά, το να σου ζητάνε 800 ευρώ ενοίκιο για μία γκαρσονιέρα στον Νέο Κόσμο, είναι ένα ανεξέλεγκτο φυσικό φαινόμενο, ή αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών; Και πώς συνδέονται όλα αυτά τα ερωτήματα μεταξύ τους; Μιλήσαμε με εκπροσώπους κινήσεων πολιτών, που επιχειρούν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους διεκδικώντας βιώσιμες λύσεις για τη στεγαστική κρίση. 

Η Χάρις Τριανταφυλλίδου είναι μέλος της κίνησης «Γειτονιές για το Δικαίωμα στη Στέγη». Όπως μάς εξηγεί, «πρόκειται για μία πολυσυλλεκτική πρωτοβουλία, στην οποία συμμετέχουν άτομα, ομάδες, συνελεύσεις που μαζευτήκανε για να συντονίσουνε τη δράση για το δικαίωμα στη στέγη. Ομάδες οι οποίες με διαφορετικούς τρόπους και προσεγγίσεις ασχολούνται με το στεγαστικό. Ο συντονισμός ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2024 και σκοπός είναι να δημιουργήσουμε μία σταθερή πλατφόρμα συντονισμού αυτών των ομάδων, από διαφορετικές γειτονιές και πόλεις ώστε να έχουμε ένα ζωντανό, ανοιχτό και μαζικό κίνημα διεκδίκησης για το δικαίωμα στη στέγη αλλά και τους ελεύθερους χώρους». 

«Ανθρώπινο δικαίωμα να ζεις ποιοτικά»

Θα έλεγε κανείς, όμως, ότι η στεγαστική κρίση δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αυτή τη στιγμή είναι κάτι που αφορά πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Τι διαφορετικό μπορεί να γίνει εδώ; «Διαφορετικά αλλά και κοινά πράγματα», λέει και συνεχίζει: «η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από ότι έχει η στεγαστική κρίση, για παράδειγμα στο Βερολίνο. Εδώ δεν έχουμε μεγάλες, διεθνοποιημένες real estate εταιρείες, εισηγμένες στο χρηματιστήριο, οι οποίες έχουν αγοράσει όλο το οικιστικό απόθεμα. Και πάλι, όμως, έχουμε χρηματιστικοποίηση της κατοικίας με άλλες οδούς και άλλες ταχύτητες. Για παράδειγμα, μέσω της golden visa, αλλά και μέσω των “κόκκινων” δανείων αλλά και του νόμου για τους πλειστηριασμούς. Αυτό που εμείς ζητάμε είναι η κατάργηση της golden visa,  να υπάρξει δηλαδή ένα τέλος στην αντίληψη και την πρακτική ότι η κατοικία είναι επενδυτική ευκαιρία. Δεν είναι, είναι ανθρώπινο δικαίωμα να ζεις ποιοτικά και να έχεις αυτή την πρόσβαση, ως θεμελιώδες δικαίωμα μας αφορά όλους». Η ίδια μιλάει και για τα μέτρα που εφαρμόζονται στο εξωτερικό. «Σε πολλές χώρες της ΕΕ έχουμε το εγχείρημα της κοινωνικής κατοικίας, τα ποσοστά της οποίας είναι διαφορετικά σε κάθε χώρα. Για παράδειγμα έχουμε 32% στην Ολλανδία, 25% στην Αυστρία, 17% στη Γαλλία. Στην Ελλάδα το ποσοστό είναι 0%. Αυτό που λέμε εμείς είναι ότι πρέπει, επί του συνολικού οικιστικού αποθέματος, να έχουμε ένα 7%  κοινωνικής κατοικίας, που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ. Αυτό ως πρώτος στόχος, γιατί δεν λέμε ότι ξαφνικά, πατώντας ένα κουμπί όλα γίνονται τέλεια, υπάρχουν όμως πρώτοι στόχοι που μπορούν να επιτευχθούν. Στη Νέα Υόρκη έχουν γίνει πολύ αυστηρές ρυθμίσεις για το airbnb, και αυτό επιτρέπεται μόνο στον ίδιο χώρο που μένει και μόνιμα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Στη Βαρκελώνη, υπάρχουν ρυθμίσεις ανά περιοχή. Στο Βερολίνο υπάρχουν χρονικοί περιορισμοί, η βραχυχρόνια μίσθωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 90 ημέρες ανά έτος. Στην Ελλάδα έχουμε την άγρια δύση, είναι εντελώς αρρύθμιστο το τοπίο και αυτό δημιουγεί προβλήματα», εξηγεί. 

«Μας πετάνε στον δρόμο, βγαίνουμε στους δρόμους»

Εκτός των αιτημάτων και των στόχων που θέτουν, οι «Γειτονιές για το Δικαίωμα στη Στέγη» προχωρούν και σε μία σειρά κινητοποιήσεων το αμέσως επόμενο διάστημα. «Ξεκινήσαμε την Παρασκευή (29/03) στο Πολυτεχνείο, όπου διοργανώσαμε μία παρουσίαση των θέσεων μας. Σήμερα το βράδυ, στο Στέκι Μεταναστών στα Εξάρχεια, έχουμε ένα πάρτι οικονομικής ενίσχυσης της πρωτοβουλίας γιατί όλη αυτή η διαδικασία που έχουμε σκοπό να ξεκινήσουμε έχει ένα χρηματικό κόστος – για να τυπώνουμε αφίσες, να φτιάξουμε τα δρώμενα τα οποία έχουμε σκοπό να δείξουμε στην μεγάλη πορεία, στις 6 Απριλίου. Εκείνη τη μέρα, θα ξεκινήσουμε με μία συγκέντρωση στο Θησείο, όπου θα μαζευτούμε στις 12 η ώρα και θα κάνουμε κάτι σαν μετακόμιση, με σλόγκαν “Μας πετάνε στον δρόμο, βγαίνουμε στους δρόμους”. Έχουμε σκοπό να έχουμε και μουσική, σίγουρα θα έχουμε κούτες γιατί η διαδήλωση αυτή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και “μετακόμιση διαμαρτυρίας”. Θα κάνουμε μία αναπαράσταση αυτής της συνθήκης της μόνιμης αναζήτησης κατοικίας για όσους δεν έχουν να καλύψουν το στεγαστικό κόστος».

«Η κυβέρνηση έχει επιλέξει τα λεφτά να διοχετεύονται μέσα από μηχανισμούς της αγοράς»

Τα αιτήματα της κίνησης ειναι δίκαια. Ωστόσο, η κυβέρνηση έχει πράγματι προβεί σε κάποιες νομοθετικές κινήσεις για το ζήτημα. Γιατί αυτά δεν φαίνεται να αποδίδουν, τι λάθη κάνει; Η Δήμητρα Σιατίτσα, διδάκτορας πολεοδομίας του ΕΜΠ και ερευνήτρια σε θέματα πόλης και κατοικίας υπογραμμίζει πως, «όντως έχουν γίνει κάποια βήματα στον τομέα της στεγαστικής πολιτικής, ίσως και σαν μία απάντηση σε πολύ έντονα προβλήματα. Είναι μία αναγνώριση αυτή, ότι πλέον δεν μπορεί το ελληνικό κράτος να μην αναγνωρίζει ότι τουλάχιστον είμαστε σε μία περίοδο πια που είναι πολύ οξυμένα τα προβλήματα και δεν μπορεί να συνεχίζει η Ελλάδα να παραμένει στο 0% στεγαστικής πολιτικήςστην Ευρώπη». Νομοθετήθηκε, όμως, το πρόγραμμα «Σπίτι μου» που παρέχει χαμηλότοκα στεγαστικά δάνεια σε νέους. «Όντως από τον Δεκέμβρη ψηφίστηκε το πρόγραμμα που περιλάμβανε ένα πακέτο πέντε μέτρων και ευρύτερα συμπληρώθηκε και με κάποιες άλλες δράσεις. Συγκριτικά με την δαπάνη για τη στεγαστική πολιτική μέχρι τώρα πρόκειται για ένα πολύ σεβαστό ποσό. Δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι επαρκές ή ότι καλύπτει, αλλά είναι πολύ σεβαστό ποσό, ειδικά αν δούμε το πόσο λίγο χρησιμοποιήθηκαν οι πόροι, για παράδειγμα από το Ταμείο Ανάκαμψης -ή και άλλοι-  ή το πού πάνε λεφτά για άλλα πράγματα. Όμως, η επιλογή που έχει κάνει η κυβέρνηση είναι αυτές οι πολιτικές να διοχετεύονται μέσα από μηχανισμούς της αγοράς», εξηγεί και προσθέτει πως, «είτε, δηλαδή, υλοποιούνται μέσα από τις τράπεζες, είτε αφορούν την επιδότηση δανείων και μάλιστα σε μία συγκυρία που και τα επιτόκια έχουν αυξηθεί, άρα είναι ακριβός ο δανεισμός. Στην ουσία, δηλαδή, απλώς εξισορροπεί την άνοδο των επιτοκίων ενώ οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτοξευθεί λόγω της κτηματαγοράς και συνολικότερα λόγω της αύξησης του κόστους ζωής. Σε μία πολύ άσχημη συγκυρία, τα μέτρα αφορούν σε χρηματοδοτήσεις, για αναβαθμίσεις ιδιωτικών κατοικιών και ένα πάρα πολύ μικρό μέρος πάει σε ένα κοινωνικό κομμάτι, αφορά δηλαδή τους πιο ευάλωτους. Όσον αφορά τα δάνεια, το πολύ μεγάλο κομμάτι αυτών των πόρων δεν είναι για τους πιο αδύναμους, αυτούς που δεν έχουν χρήματα, θα πρέπει κανείς να μπορεί να δεσμευτεί, ειδικά σε τόσο δυσμενείς συνθήκες, να έχει ένα δικό του κεφάλαιο αρχικό, για την οικογένειά του, και ταυτόχρονα να μπορεί να καλύπτει το δάνειο».

Τι έγινε, όμως, με τους νέους που κατάφεραν να πάρουν το δάνειο με το πρόγραμμα; «Από τη δική μου εμπειρία, ξέρω πολύ κόσμο που παραιτήθηκε στην προσπάθεια. Περιπτώσεις που, το δάνειο εγκρίθηκε αρχικά και μετά, είτε δεν έβρισκαν σπίτι, είτε έφτασαν στο σημείο να πρέπει να πάρουν μία απόφαση - να δαπανήσουν ένα τεράστιο ποσό, μέρος του οποίου θα καλυπτόταν πράγματι  από το δάνειο αλλά μετά θα δεσμεύονταν σε μία αβέβαιη συνθήκη για πάρα πολλά χρόνια χωρίς να ξέρουν αν θα μπορούν να το καλύψουν. Ανοίγει, έτσι, ένας καινούργιος κύκλος επισφαλών δανείων που βεβαίως αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις όμως συνολικά, η πολιτική αυτή δεν επένδυσε καθόλου στην ανάπτυξη αυτού που αποτελεί και τον πυρήνα της κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής. Σε άλλες χώρες αυτό σημαίνει ένα απόθεμα κατοικιών το οποίο είναι εκτός αγοράς. Κοινωνική ή μη – κερδοσκοπική κατοικία που, είτε ανήκει σε δήμους, είτε σε μη κερδοσκοπικούς φορείς, είτε σε δημόσιους φορείς, είτε σε συνεταιρισμούς. Πλέον, υπάρχει μία πολύ μεγάλη συζήτηση αλλά και κείμενα από παίκτες και οργανώσεις, ενόψει των Ευροεκλογών, και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ότι αυτά πρέπει να αποτελέσουν τον πυρήνα της στεγαστικής πολιτικής». 

«Η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς παράγει όλα τα προβλήματα»

Σύμφωνοι, αλλά τι γίνεται με την αγορά; «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να λύσουμε τα προβλήματα μέσω της αγοράς και με τους παίκτες της αγοράς, όταν αυτή η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς που επικαλείται συνέχεια και ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση, παράγει τα προβλήματα. Και αυτή είναι η βασική μου κριτική. Όντως, είναι θετικά σημάδια ότι, η κυβέρνηση έδωσε πολλά λεφτά και έχει ανοίξει η συζήτηση, προχώρησαν κάποιες πολιτικές», λέει και εξηγεί πως, «ιδρύθηκε ένα υπουργείο για την κοινωνική πολιτική το οποίο έχει και μία Γενική Γραμματεία -ένα υφυπουργείο- με τη στεγαστική πολιτική στο αντικείμενό της, άρα το θέμα αποκτά ορατότητα και στο οργανόγραμμα της κυβέρνησης. Ίσως βεβαίως αυτό αποτελεί πρωτοτυπία της Ελλάδας, καθώς δεν υπάρχει οργανισμός που να έχει αυτή την αρμοδιότητα. Λείπει, δηλαδή, ένας δημόσιος φορέας που να έχει την αρμοδιότητα, τα εργαλεία ή τους μηχανισμούς να ασκήσει πολιτική. Το υπουργείο δεν έχει στελεχωθεί, δεν έχει οργανισμό, είναι εκεί και ακόμα εφαρμόζει, στην ουσία, την πολιτική που ψηφίστηκε τον περασμένο χρόνο». Όπως επισημαίνει, ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να γίνουν κινήσεις και σε τοπικό επιπεδο. «Επειδή δεν είναι ίδια τα προβλήματα ακριβώς, δεν υπάρχουν απαντήσεις που μπορούν να δοθούν σε όλη την Ελλάδα. Είναι άλλο η Αθήνα, άλλο οι μητροπόλεις, άλλο η επαρχία, άλλο οι περιοχές με τουριστικές πιέσεις. Θα πρέπει και οι δήμοι να παίξουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Δυστυχώς, μέχρι τώρα η σχέση αυτή είναι ανταγωνιστική, η κυβέρνηση, δηλαδή, μοιάζει να θέλει να συγκεντρώσει όλο τον έλεγχο των χρηματοδοτήσεων αυτών αφήνοντας ελάχιστους πόρους για την εφαρμογή κάποιων πιλοτικών και -ίσως-  καινοτόμων προγραμμάτων στέγασης σε δημοτικό επίπεδο τα οποία, μάλιστα, έτσι όπως πραγματοποιούνται, έχουν ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Είναι, άρα, λίγο και σαν να βάζει τρικλοποδιά». 

Πόσες είναι τελικά οι κενές κατοικίες;

Την ρωτώ και για την άλλη μεγάλη κουβέντα που έχει ανοίξει, τις κενές κατοικίες. «Δεν έχει τόσο νόημα να συζητάμε με νούμερα», εξηγεί. «Από την κυβέρνηση, σε δημόσιες τοποθετήσεις έχει υπάρξει μία αναφορά σε έναν αριθμό, 700.000 περίπου, ο οποίος αλλάζει κατά καιρούς. Ως πηγή επικαλούνται τα στοιχεία της ΑΑΔΕ. Οπως, όμως, έχουν δείξει και παλαιότερες έρευνες, υπάρχει ένα ζήτημα με τα κενά. Καταρχάς ισχύει ότι, όπως όλη η Νότια Ευρώπη, η Ελλάδα έχει πάρα πολύ μεγάλα ποσοστά κενών κατοικιών. Μεγάλο ποσοστό αυτών αφορά την παραθεριστική κατοικία. Στη χωρα φαίνεται στις καταγραφές, από τις δεκαετίες του 1990 - 2000 αλλά και το 2011, μεγάλη αύξηση κενών σπιτιών και στα κέντρα των πόλεων. Αυτό είναι αποτέλεσμα της αστικής επέκτασης. Πριν την κρίση, δηλαδή, είχαμε μεγάλη παραγωγή κατοικιών στα προάστια και υπήρξε μία έξοδος από τα κέντρα. Πρόκειται, βέβαια, για ένα πολύ μικρότερο ποσοστό αυτού που συζητάμε τώρα. Αν, δηλαδή, στις απογραφές το ένα στα τρία είναι κενά (30%), τα πραγματικά κενά είναι το 14% και, στα αστικά κέντρα, συγκεντρώνεται ένα μικρότερο ποσοστό αυτού», λέει. «Κατά τη γνώμη μου, όμως, σημασία δεν έχει τόσο ο αριθμός των κενών, αλλά η θέση τους -το που βρίσκονται-, η κατάστασή τους, το τι είναι και άλλα θέματα όπως, για παράδειγμα, η ιδιοκτησία -σε ποιους ανήκουν- και οι λόγοι για τους οποίους παραμένουν κενά. Είναι πολύ διαφορετικά τα θέματα και, από εκεί και πέρα πολύ σύνθετο το ζήτημα. Γι' αυτό λέμε, και είναι και στις κατευθύνσεις της ΕΕ πια, ότι πρέπει, για την απρέμβαση στα κενά, να δημιουργούνται και τοπικά -σε δημοτικό ή και χαμηλότερο επίπεδο- γραφεία ή one stop shops, υπηρεσίες οι οποίες θα διευκολύνουν αυτή τη διαδικασία εντοπισμού και αξιολόγησης και, στη συνέχεια, χρηματοδότησης και των όποιων παρεμβάσεων για την  επανενεργοποίηση των ακινήτων. Στον δημόσιο διάλογο και με αφορμή το πρόγραμμα “Ανακαινίζω - Νοικιάζω” που πιάνει λίγο την κατηγορια των κενών υπάρχει τώρα η λογική να δοθούν κίνητρα στους ιδιοκτήτες που διατηρούν κενά ακίνητα». Ποια είναι αυτά; «Θα πρέπει, αν δεν κάνω λάθος, να αποδεικνύεται ότι είναι δηλωμένες κλειστές κατοικίες για 2 ή 3 χρόνια. Προβλέπεται μία επιδότηση μέρους της δαπάνης της επισκευής ώστε οι ιδιοκτήτες να βοηθηθούν να τα ξαναβάλουν στην αγορά ενοικίου, με όρο τη μίσθωσή τους για 3 χρόνια - δεν μπορεί, δηλαδή, κάποιος που θα ωφεληθεί από αυτή την επένδυση να αξιοποιήσει την κατοικία για βραχυχρόνια μίσθωση. Η κυβέρνηση, μάλιστα, θεωρεί -αν δει κανείς τη σχετική συζήτηση στη Βουλη ή διάφορα σποτάκια που έχουν κυκλοφορήσει- ότι θα είναι τόσο δραστικό το πρόγραμμα, που θα ρίξει τις τιμές στην αγορά. Ωστόσο, για μένα, αυτό δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με κανέναν τρόπο. Θα φανεί τώρα, υπάρχουν και άλλα θέματα και το πρόγραμμα δεν έχει μπει ακόμα σε εφαρμογή. Αφενός είναι μικρό το ποσό των δαπανών που καλύπτεται από τις επιδοτήσεις, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό αυτών αφορά τη φορολογία, και, εντέλει, μένει να φανεί και το κατά πόσο θα ανταποκριθούν και οι ιδιοκτήτες. Επιπλέον, από την άλλη, δεν μπαίνει κανένας όρος για το ύψος του ενοικίου άρα, οι ιδιοκτήτες καλούνται να φτιάξουν τα κλειστά σπίτια τους, να επιδοτηθούν, αλλά δεν υπάρχει καμία δέσμευση για το πώς αυτά, μετά θα ενοικιαστούν. Αν νοικιαστούν σε ύψη αδιανόητα, στην ουσία η επένδυση του δημοσίου συμβάλλει στην αύξηση των τιμών. Υπάρχει, βέβαια, και ο αντίλογος, ότι είναι τόσο μικρό το κίνητρο που δίνει η κυβέρνηση που μπορεί κανείς να πει ότι θα κάνει το ακίνητό του ό,τι θέλει. Δοκιμάζονται, λοιπόν, διάφορα πράγματα αλλά δυστυχώς με έναν τρόπο -κατά την άποψή μου- στρεβλό. Με βάση το δόγμα της αγοράς. Άρα δεν ενιχσύεται το δημόσιο ώστε πραγματικά να παρέμβει, σεν δημιουργούνται οι απαραίτητοι μηχανισμοί και άρα, εντέλει, θα δοκιμαστούν πολιτικές, θα δοθεί το δημόσιο χρήμα αλλά δεν νομίζω ότι θα δούμε κάποια θεαματική επίδραση στη συνθήκη που υπάρχει σήμερα». 

Και ξαφνικά, τα social media γέμισαν «Διεκδικητήρια»

Η ίδια συμμετέχει και στο CoHab Athens, την ερευνητική ομάδα για το μοντέλο της συνεταιριστικής στέγασης και συλλογικής ιδιοκτησίας στην Ελλάδα με πιο πρόσφατη δράση αυτή της χαρτογράφησης των κενών κτιρίων. «Μάς ενδιαφέρουν κυρίως τα κτίρια που ανήκουν σε δημόσιους φορείς», λέει. «Μέσα από τη δράση θα κάνουμε mapping κενών κτιρίων. Ενωνόμαστε με το κίνημα "Γειτονιές για το Δικαίωμα στην Στέγη" και συμμετέχουμε στις Ευρωπαϊκές Ημέρες Δράσης για την Κατοικία του European Action Coalition. Μάλιστα, στις 18.00 μ.μ. σήμερα το απόγευμα, στην έξοδο μετρό Σταδίου στην Ομόνοια, για να ξεκινήσουμε τη δράση μας. Έχουμε ετοιμάσει κάτι σαν οδηγίες, έχουμε φτιάξει και τα «Διεκδικητήρια», που είναι σαν τα  Ενοικιαστήρια και τα Πωλητήρια, τα οποία, όμως, θα μπορεί κάποιος να κατεβάσει ακολουθώντας τις οδηγίες από το site μας. Αν κανείς έχει στη γειτονιά του ένα κενό κτίριο, μπορεί να κολλήσει επάνω το Διεκδικητήριο και να μάς το στείλει να το βάλουμε στον χάρτη, ώστε μετά να ψάξουμε και τα ιδιοκτησιακά». 

«Υπάρχουν εργαλεία, θα πρέπει να υπάρξει και πολιτική βούληση»

Ωστόσο, το -σχεδόν υπαρξιακής φύσης- αρχικό ερώτημα, παραμένει. Με τη δράση των αγορών σε όλα τα επίπεδα ανεξέλεγκτη, επιθετική και απροκάλυπτη, αυτή τη στιγμή, μπορεί να γίνει κάτι για τη στεγαστική κρίση; «Είναι ένα τεράστιο θέμα αυτό. Πόσο ισχυρές μπορούν να είναι οι εθνικές κυβερνήσεις και οι τοπικές αυτοδιοικήσεις απέναντι σε ένα Κεφάλαιο που πια είναι παγκοσμιοποιημένο και που οι παίκτες σε αυτό είναι τόσο ισχυροί; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι λίγα τα πράγματα που μπορούν να γίνουν. Από την άλλη, όμως, γίνονται και πράγματα. Σίγουρα, σε υπερεθνικό επίπεδο, θα χρειαζότανε πολύ πιο ισχυρή παρέμβαση. Η ΕΕ θα μπορούσε -και υπάρχουν διεκδικήσεις σε αυτό το θέμα- να αναπτύξει πολύ πιο δεσμευτικές  κατευθύνσεις και οδηγίες, οι οποίες θα αφορούν, και τους παίκτες της αγοράς, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους οι κυβερνήσεις αξιοποιούν τις χρηματοδοτήσεις για τη στέγαση. Όμως, και εκεί χάνουμε. Και τα λόμπι, και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι πολύ ισχυρά. Για παράδειγμα, τόσα χρόνια μετά, και έχοντας διεξαχθεί τόσες μελέτες για το Airbnb, το μόνο που έχει καταφέρει η ΕΕ, μετά από χρόνια και με το ζόρι, είναι να υποχρεώσει τις πλατφόρμες να δίνουν στοιχεία. Ξέρουμε ότι και αυτό το πεδίο κυριαρχείται πια από μεγάλα συμφέροντα του τουριστικού κλάδου, τις εταιρείες που έχουν συγκεντρώσει τη διαχείριση, αν όχι και την ιδιοκτησία. Δεν έχουμε καλή εικόνα σε αυτό, υπάρχει άρα ένα θέμα. Από την άλλη, υπάρχουν κυβερνήσεις και πόλεις που τολμάνε να συγκρουστούν κάπως με αυτό. Πιο πρόσφατο, το παράδειγμα της Καταλονίας, που πειραματίζονται με τους ελέγχους ενοικίων. Εδώ πέρα αυτό είναι "μπαμπούλας", δεν μπορείς καν να το αναφέρεις. Και εκεί βέβαια δέχονται φοβερό πόλεμο, αλλά το δοκιμάζουν, ενσωματώνοντας, μάλιστα, και όλη την κριτική που μπορεί να ασκήσει κανείς σε ένα τέτοιο μέτρο σχετικά με την πρόκληση -ενδεχομένως- άλλου τύπου προβλημάτων στην αγορά. Όμως, το δοκιμάζουν. Ή μπαίνουν και πολύ πιο αυστηρά όρια στη χρήση των ακινήτων ή όροι για το πού μπορεί να τουριστικοποιείται το απόθεμα. Ή για τις ξένες επενδύσεις, που δεν επιτρέπουν στους επενδυτές να κρατήσουν κλειστά τα ακίνητα, διαφορετικά επιβάλλονται πάρα πολύ υψηλά πρόστιμα. Ή περιορισμοί που δεν επιτρέπουν, για παράδειγμα, την άμεση πώληση ακινήτων σε ευνοϊκό πλαίσιο, όπως είναι η golden visa και άλλου τύπου διμερείς συμφωνίες και φοροαπαλλαγές, οι οποίες δίνουν, μεν κίνητρα, για ξένες επενδύσεις στο real estate αλλά αφήνουν και το περιθώριο να παίξει κανείς ένα παιχνίδι σπέκουλας με τις τιμές. Θέλω να πω ότι υπάρχουν εργαλεία. Θα πρέπει να υπάρχει και πολιτική βούληση και, βέβαια, μία ευρύτερη κοινωνική συναίνεση αλλά και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση για το τι επιπτώσεις έχουν αυτού του τύπου οι οικονομικές δραστηριότητες στην κατοικία, τα ακίνητα και τον χώρο της πόλης, ώστε να υπάρξει και μεγαλύτερη πίεση». 

ειδήσεις τώρακατοικίεςreal estateσπίτιαενοίκιαστεγαστικό δάνειοσπίτιστέγασηGolden VisaκρίσηAirbnbακρίβεια