Ευστάθιος Χαϊτίδης: «Ακόµη ακούω την κραυγή των γυναικόπαιδων...» (pics)
Βασίλης ΙγνατιάδηςΉταν µόλις 8 ετών, τέτοιες µέρες του 1944, όταν άκουσε τις σπαρακτικές κραυγές των τεσσάρων αδελφών του, της µητέρας του, της γιαγιάς του και άλλων συγγενών, που µαζί µε δεκάδες άλλα γυναικόπαιδα καίγονταν ζωντανοί από τους ναζί σε έναν αχυρώνα στο ολοκαύτωµα των Πύργων Κοζάνης. ∆εκαπέντε χρόνια αργότερα υποχρεώθηκε να καταφύγει ως µετανάστης στη Γερµανία, όπου σπούδασε και έζησε για περισσότερα από 30 χρόνια. Κυνηγήθηκε από τους Ελληνες κουβαλώντας τη «ρετσινιά» του αριστερού πατέρα του, ο οποίος εκτελέστηκε στον Εµφύλιο.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έστειλε και τα πέντε παιδιά του στο γερµανικό σχολείο. Η ζωή του 83χρονου σήµερα Ευστάθιου Χαϊτίδη, ο οποίος βραβεύθηκε πριν από λίγες ηµέρες από τον Σύλλογο Αποφοίτων της Γερµανικής Σχολής Θεσσαλονίκης, παρουσία του Γερµανού προξένου στην πόλη, µοιάζει βγαλµένη από δραµατική ταινία. Σαν την «Παράδοξη Πατρίδα», το ντοκιµαντέρ που δηµιούργησε ο δηµοσιογράφος Νίκος Ασλανίδης και βασίζεται στη συγκλονιστική ιστορία του και το οποίο προβλήθηκε στη διάρκεια της συγκινητικής εκδήλωσης στο Ινστιτούτο Γκαίτε.
Μιλώντας στο «Εθνος», ο 83χρονος ξεφύλλισε τις µατωµένες σελίδες του βιβλίου της ζωής του, διηγήθηκε την τραυµατική εµπειρία που έζησε σε τρυφερή ηλικία και εξήγησε τι ήταν αυτό που τον υποχρέωσε να µεταναστεύσει αργότερα στη χώρα των κατακτητών προκειµένου να ορθοποδήσει. Από τις αρχές Απριλίου του 1944 υπήρχε έντονη φηµολογία για επικείµενη επίθεση των κατοχικών δυνάµεων στο όρος Βέρµιο, µε σκοπό να το «καθαρίσουν» από τους αντάρτες.
«Η εντολή δόθηκε από τη Θεσσαλονίκη και ολόκληρο το βουνό κυκλώθηκε. Επρεπε να βρούµε τρόπο να εγκαταλείψουµε το χωριό. Ανεβήκαµε πιο ψηλά στο βουνό, ο καθένας βρήκε ένα πεύκο, έστρωσε από κάτω µια κουβέρτα και το έκανε σπίτι του» διηγείται και συνεχίζει: «Γνωρίζαµε ότι σύλληψη ανδρός σήµαινε θάνατος. Οι γυναίκες µοίραζαν βάρδιες και φυλούσαν σκοπιές για να ειδοποιήσουν εάν δουν κάποια κίνηση. Κάποια στιγµή ακούσαµε το “φύγετε”». Εκεί ο 8χρονος τότε Στάθης είδε τον πατέρα του, Νικόλαο Χαϊτίδη, να λογοµαχεί µε τη γιαγιά του για το ποιους έπρεπε να πάρει µαζί του φεύγοντας για να κρυφτεί. Εκείνη θεωρούσε ότι δεν θα κινδύνευαν τα γυναικόπαιδα. Η σκηνή που ακολούθησε αποτυπώθηκε µε δραµατικό τρόπο στο ντοκιµαντέρ, µε τον πατέρα να κρατάει τον 8χρονο από το χέρι και τη γιαγιά από το πόδι. Την τελευταία στιγµή Πατέρας και γιος διέφυγαν τελικά την τελευταία στιγµή, ακούγοντας τα όπλα να κροταλίζουν και τις σφαίρες να σφυρίζουν πίσω τους.
Κρύφτηκαν επί µέρες σε µια χαράδρα µαζί µε άλλα περίπου 20 άτοµα και έπειτα στην άλλη πλευρά του Βερµίου, στην περιοχή της Νάουσας. Στις 24 Απριλίου 1944 οι δυο τους πλησίασαν πάλι το χωριό τους, τους Πύργους, και βίωσαν µια εµπειρία που έχει στοιχειώσει έως σήµερα τη µνήµη του Ευστάθιου Χαϊτίδη. «Είχαν βάλει τα γυναικόπαιδα σε έναν αχυρώνα. Τα πασπάλισαν µε µια εύφλεκτη σκόνη και µε µια σφαίρα λαµπάδιασαν όλοι µαζί. Ακούσαµε την κραυγή που έβγαζαν ταυτόχρονα 88 γυναικόπαιδα. Αυτή την κραυγή την ακούω κάθε µέρα» τονίζει. Ανάµεσα στους 88 φονευθέντες ήταν η 28χρονη µητέρα του, τα τέσσερα αδέλφια του, ηλικίας 1,5 έως 10 ετών, η γιαγιά, η θεία και άλλοι συγγενείς του. Ηταν ένα µέρος της ναζιστικής θηριωδίας που έµεινε στην ιστορία ως «Ολοκαύτωµα των Πύργων», µε συνολικά 341 θύµατα.
«Ηµουν παντού φακελωµένος ως επικίνδυνος κοµµουνιστής, λόγω του πατέρα µου. Αυτό το κυνήγι µε ανάγκασε να φύγω»
Τρία χρόνια µετά, το 1947, ο 11χρονος τότε Στάθης έχασε και τον πατέρα του, ο οποίος εκτελέστηκε στη διάρκεια του Εµφυλίου. Σε σηµείωµα που άφησε προτού εκτελεστεί ζήτησε το παιδί «να σπουδάσει». Ο Στάθης µεγάλωσε στη Χαρίεσσα της Νάουσας µαζί µε θείους του, τους οποίους αργότερα αποκάλεσε γονείς. Οταν τελείωσε το σχολείο και τη στρατιωτική θητεία του, κατάλαβε ότι η µετανάστευση αποτελούσε µονόδροµο. «Ηµουν ένα παιδί κυνηγηµένο. Παντού µε ακολουθούσε η ρετσινιά του δήθεν αριστερού. Εγώ δεν είχα ιδέα, αλλά ήµουν παντού φακελωµένος ως επικίνδυνος κοµµουνιστής, λόγω του πατέρα µου. Αυτό το κυνήγι µε ανάγκασε να φύγω» αφηγείται και θυµάται ότι η συγκεκριµένη «ρετσινιά» του στέρησε τη δυνατότητα να γίνει έφεδρος αξιωµατικός στον Στρατό, να δώσει εξετάσεις για το Πανεπιστήµιο, να εκδώσει διαβατήριο και πολλά άλλα.
Το 1959 πήγε στο Μόναχο, αφού πρώτα αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια ενός βουλευτή της ΕΡΕ προκειµένου να του δώσουν διαβατήριο. Εκανε διάφορες δουλειές και σπούδασε Οδοντιατρική, ενώ άλλαξε τρία σπίτια. «Οι πρώτες δύο οικογένειες µου φέρονταν απαίσια. Ηµουν σε απόγνωση. Ηρθαν στιγµές που σκέφτηκα “να είχα ένα όπλο να σκοτώσω πολλούς”» αναφέρει. Το τρίτο ζευγάρι ήταν πολύ φιλικό και τον αγκάλιασε από την αρχή. «Είναι οι µοναδικοί Γερµανοί στους οποίους µίλησα για την ιστορία µου. Εµειναν άφωνοι. ∆εν γνώριζαν τίποτα για τις ωµότητες των ναζί στην Ελλάδα. Αυτό µε µεταµόρφωσε και µε απελευθέρωσε» θυµάται. Ο Ευστάθιος Χαϊτίδης επέστρεψε στην «παράδοξη πατρίδα» το 1992, όπου ζει έως σήµερα, ενώ κράτησε επαφές µε το ζευγάρι των Γερµανών που τον στήριξε στα πρώτα βήµατά του.
- Ποια ονόματα ακούγονται για την Προεδρία της Δημοκρατίας - Τι θα μετρήσει στην απόφαση του Μαξίμου
- Μαγδεμβουργο: Στη φυλακή ο δράστης της επίθεσης – Οι ακροδεξιές θεωρίες και οι προειδοποιήσεις
- Πρύτανης του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστήμιου: Νέα προπτυχιακά προγράμματα μέσα στο 2025
- Η Σημασία των Μιτοχονδρίων στην Αναγεννητική Ιατρική: Ιστορία και Σύγχρονες Θεραπείες