Ελλάδα|16.06.2024 13:19

Συχνότεροι, πιο «επιθετικοί» και με μεγαλύτερη διάρκεια οι καύσωνες που μας περιμένουν

Μαρία Λιλιοπούλου

Το ένα μετά το άλλο σπάει τα θερμοκρασιακά ρεκόρ ο πλανήτης με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση καθώς βρίσκεται σε μία από τις πλέον ευάλωτες περιοχές βιώνοντας ήδη τα αποτελέσματα της κλιματικής κρίσης.

Το πρώτο επεισόδιο καύσωνα της χρονιάς ενέσκηψε στη χώρα μας νωρίτερα από ό,τι συνηθιζόταν στο παρελθόν στερώντας και αυτό το διάστημα εξοικείωσης με τις υψηλότερες θερμοκρασίες, μόλις μέσα στο πρώτο 15θήμερο του Ιουνίου. Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι καύσωνας μπορεί να παρήλθε, αλλά μαζί με αυτόν φαίνεται ότι έχουν παρέλθει και οι εποχές που μιλούσαμε για κανονικές για την εποχή θερμοκρασίες. Η άνοδος του υδραργύρου εμφανίζει ισχυρά σημάδια μονιμότητας δημιουργώντας σχεδόν σταθερές συνθήκες «ημικαύσωνα» κατά το μεγαλύτερο διάστημα του καλοκαιριού.

Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες στη θνησιμότητα του πληθυσμού, ενώ η επίδραση των κυμάτων καύσωνα φαίνεται πως έχει και ταξικά χαρακτηριστικά καθώς εμφανώς πιο ευάλωτες είναι οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες.

Την ίδια στιγμή και το οικονομικό κόστος της κλιματικής κρίσης είναι τεράστια καθώς σύμφωνα με μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος εάν δε ληφθούν έγκαιρα μέτρα, το ετήσιο κόστος για την ελληνική οικονομία από τις επιπτώσεις της εκτιμάται στα 2,2 δις ευρώ ή το 1% του ΑΕΠ, δηλαδή, πάνω από 200 δις ευρώ έως το 2100.

Σταθερά θερμότερα τα καλοκαίρια μας

Ολοένα και πιο θερμά γίνονται τα καλοκαίρια μας βάσει των επίσημων καταγραφών. Μετά τον Μάιο του 2024 που ήταν ο θερμότερος παγκοσμίως στα χρονικά των καταγραφών με μέση θερμοκρασία στους 15.91°C, δηλαδή 0.65°C πάνω από τον μέσο όρο του Μαΐου για την περίοδο 1991-2020 και 0.2°C πάνω από το προηγούμενο θερμότερο Μάιο του 2020, ήταν ο 12oς συνεχόμενος μήνας (από τον Ιούνιο 2023) όπου σημειώθηκε ρεκόρ θερμοκρασίας παγκοσμίως.

Ακολουθήθηκε από το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου που επίσης έσπασε τα θερμοκρασιακά ρεκόρ στην Ελλάδα, ενώ από τις 13 Ιουνίου ξεπεράστηκαν και οι υψηλότερες καταγραφές και του δεύτερου δεκαημέρου.

«Ο καύσωνας μπορεί να πέρασε, αλλά οι υψηλές θερμοκρασίες θα συνεχιστούν και την επόμενη εβδομάδα», εξηγεί στο «Εθνος» ο μετεωρολόγος και διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Κώστας Λαγουβάρδος. Και συνεχίζει: «Είμαστε 4 – 5 βαθμούς πάνω από τις μέσες θερμοκρασίες του Ιουνίου για το πρώτο δεκαήμερο κι αυτό είναι κάτι που είχε φανεί από τον Μάιο. Οι αναμενόμενες για την εποχή θερμοκρασίες ειναι της τάξης των 30 – 31 βαθμών, αλλά βλέπουμε πως και την επόμενη εβδομάδα αυτές θα ξεπεραστούν. Το μοτίβο μάλιστα αυτό φαίνεται πως θα έχει και συνέχεια. Οταν η θερμοκρασία πέφτει, αλλά μέχρι τους 35 βαθμούς δεν δροσίζει ουσιαστικά. Και αυτές οι θερμοκρασίες επί μακρά χρονικά διαστήματα είναι εξαιρετικά ενοχλητικές», λέει προσθέτοντας πως είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε πότε και πόσα κύματα καύσωνα θα πρέπει να περιμένουμε για το φετινό καλοκαίρι.

Συχνοί, επιθετικοί και με μεγάλη διάρκεια οι καύσωνες

Κι αν η μετεωρολογία δεν μπορεί να προβεί σε ασφαλείς προγνώσεις για τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, τα μηνύματα από τα κλιματολογικά μοντέλα είναι μάλλον δυσοίωνα.

Τις ολοένα αυξανόμενες θερμοκρασίες ακόμα και όταν αυτές δε φτάνουν τα όρια του καύσωνα επισημαίνει και ο καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος και Κλίματος του ΕΚΠΑ, Κωνσταντίνος Καρτάλης κάνοντας λόγο για μία κλιματική κρίση που βαθαίνει και επιταχύνεται καθώς από το 2015 τριπλασιάζεται ο βαθμός αύξησης της θερμοκρασίας.

«Είναι δίδυμο το θέμα από τη μία οι υψηλές θερμοκρασίες που επιμένουν και από την άλλη οι καύσωνες - όχι πάντα την ίδια εποχή. Ωστόσο πρόκειται για την τρίτη χρονιά που έχουμε τέτοιες θερμοκρασίες», τονίζει.

Συναρτώμενο θέμα είναι και οι καύσωνες: «Εδώ και χρόνια έχει επισημανθεί από την επιστημονική κοινότητα ότι η Ανατολική Μεσόγειος θα έχει σταδιακά περισσότερους, πιο επιθετικούς και με μεγαλύτερη διάρκεια καύσωνες με το τρίτο χαρακτηριστικό να είναι το χειρότερο», εξηγεί.

Οσο για το φετινό καλοκαίρι, μάλλον θα πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή και αντοχές, καθώς όπως μεταφέρει ο κ. Καρτάλης: «οι κλιματικές εκτιμήσεις για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο δείχνουν μια τάση με χαρακτηριστικά συστηματικά υψηλότερων θερμοκρασιών. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν θα υπάρξουν νέοι καύσωνες, αλλά η σύγκριση με τις μέσες τιμές δίχνει ότι και αυτό το καλοκαίρι θα είναι αρκετά θερμό, ίσως θερμότερο από το προηγούμενο».

Να σημειωθεί ότι οι αντίστοιχες εκτιμήσεις για την προηγούμενη θερινή περίοδο είχαν επιβεβαιωθεί: «Συνηθίζω να λέω πως δεν έχει σημασια αν το φετινό καλοκαίρι θα είναι θερμότερο από το προηγούμενο, αλλά αν θα είναι ψυχρότερο από το επόμενο. Υπάρχει, πάντως, μια τάση διαπιστωμένη με πραγματικές μετρήσεις για την περιοχή και εκτιμήσεις από αξιόπιστα κλιματικά μοντέλα ότι αυτές οι υψηλές θερμοκρασίες θα παραμείνουν και θα συνοδεύονται και από συχνότερους καύσωνες».

Τι λένε οι μελέτες

Βάσει των κλιματικών μοντέλων, υπολογίζεται ότι οι ημέρες με καύσωνα στην Ελλάδα θα αυξηθούν έως το 2050 κατά 15 – 20 ετησίως, ενώ περισσότερο θα πληγούν οι αστικές περιοχές κυρίως στον άξονα που ορίζεται από την Ανατολική Θεσσαλία προς την Αττική και την Κρήτη, οι οποίες θα έχουν μέχρι έξι ή και δέκα περισσότερα θερμά επεισόδια βάσει του μετριοπαθούς και του απαισιόδοξου σεναρίου αντίστοιχα.

Οι Αθηναίοι αλλά και συνολικά οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων θα αναγκαστούν να ζουν σε συνθήκες ακραίας ζέστης και συχνών και παρατεταμένων καυσώνων έως το 2046 εφόσον επιβεβαιωθούν τα επιστημονικά κλιματικά μοντέλα. Οπως αναφέρεται και στην επικαιροποιημένη μελέτη της ομάδας που συνέταξε τη μεγάλη έκθεση της «Διανέοσις» για την κλιματική αλλαγή υπό τον κ. Καρτάλη, η πρωτεύουσα αλλά και άλλα μεγάλα αστικά κέντρα είναι ιδιαίτερα ευπαθή εξαιτίας και του φαινομένου της Αστικής Θερμικής Νησίδας επιδεινώνοντας τους κινδύνους λόγω υψηλών θερμοκρασιών ή επεισοδίων καύσωνα.

Το εν λόγω φαινόμενο είναι η αιτία που οι αστικές περιοχές τείνουν να είναι θερμότερες από τις γειτονικές περιοχές υπαίθρου. Η έντασή του είναι μεγαλύτερη τις νυχτερινές ώρες, καθώς διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από το βραδύτερο ρυθμό ψύξης των αστικών περιοχών συγκριτικά με την ύπαιθρο. Από την άλλη πλευρά, η δυσμενέστερη θερμική επιβάρυνση και η υψηλότερη ενεργειακή κατανάλωση στα κτήρια για δροσισμό παρουσιάζεται τις μεσημεριανές ώρες.

Εάν ληφθεί ως βάση το χειρότερο σενάριο, για την περίοδο 2046 – 2065, σε σύγκριση με την περίοδο 1971 – 2000 θα πρέπει να αναμένεται:

  • 52% αύξηση στις θερμές ημέρες με αύξηση και των λεγόμενων τροπικών νυχτών.

  • 10 επιπλέον επεισόδια με τρεις συνεχόμενες θερμές ημέρες και νύχτες, από 2,2 που είναι σήμερα.

  • Αύξηση 2,4 βαθμών Κελσίου της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας και

  • 17 περισσότερες ημέρες με μέγιστη θερμοκρασία άνω των 35 βαθμών Κελσίου.

Η συστηματική ανοδική τάση στη θερμοκρασία, η οποία αποδίδεται στην αστικοποίηση και στην κλιματική αλλαγή, καταδεικνύεται από τα δεδομένα για την περίοδο 1971 - 2020. Συγκεκριμένα, η διαφορά της μέσης μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας την τελευταία δεκαετία (2011-2020) από την αντίστοιχη για τη δεκαετία 1971-1980 είναι 1,6 οC που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,32 οC ανά δεκαετία, ενώ η διαφορά για τη μέση ελάχιστη θερμοκρασία είναι 1,13 οC που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,23 οC ανά δεκαετία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ τη δεκαετία 1971 – 1980 η μέση μέγιστη ημερήσια θερμοκρασία ήταν 20,55 βαθμοί, τη δεκαετία 1991 – 2000 είχε ηδη φτάσει τους 21,25 βαθμούς για να «σκαρφαλώσει» στα χρόνια 2011 – 2020 στους 22,15 βαθμούς.

Αντίστοιχη ήταν και η πορεία της μέσης ελάχιστης θερμοκρασίας, η οποία έφτασε το 2020 στους 13,5 βαθμούς από τους 12,37 βαθμούς την περίοδο 1971 – 1980.

Από την ανάλυση των δεδομένων του μετεωρολογικού σταθμού του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο Θησείο παρατηρείται ότι τα τελευταία έτη παρουσιάζεται σαφής αύξηση του πλήθους των επεισοδίων καύσωνα και όλων των παραμέτρων που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά τους.

Η σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ της τελευταίας εικοσαετίας (2001-2020) και της εικοσαετίας 1971-1990 αναδεικνύει την αυξητική τάση που παρατηρείται στην Αθήνα και τα συμπεράσματα είναι άκρως ανησυχητικά, καθώς ο αριθμός των επεισοδίων καύσωνα αυξήθηκε από 0,3 σε 2,2, ενώ το συνολικό άθροισμα των ημερών καύσωνα αυξήθηκε από 1,5 σε 10,5!

Σε άρθρο της μονάδας ΜΕΤΕΟ/meteo.gr του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Climate σχετικά με την κλιματολογική μεταβολή των καυσώνων και άλλων δεικτών που σχετίζονται με τη θερμική αίσθηση του ανθρώπινου σώματος στην Ελλάδα παρουσιάζεται επίσης η τάση μεταβολής του μέσου ετήσιου αριθμού επεισοδίων καύσωνα ανά δεκαετία για την περίοδο 1950–2020.

Τα κύρια αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι:

  • Η Ελλάδα αντιμετωπίζει κατά μέσο όρο 0,7 καύσωνες ετησίως από το 1950 έως το 2020. Η μέση τιμή αυτή έχει αυξηθεί σε 1,1 καύσωνα ετησίως από το 1990 έως το 2020.

  • Η διάρκεια των επεισοδίων καύσωνα κυμαίνεται από 3,7 έως 7,5 ημέρες κατά μέσο όρο.

  • Υπάρχει αυξητική τάση σε όλα τα χαρακτηριστικά των καυσώνων (π.χ. ένταση, διάρκεια, συχνότητα εμφάνισης) την περίοδο 1950 - 2020.

  • Οι περιοχές της Ελλάδας που βιώνουν τουλάχιστον έναν καύσωνα ετησίως έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 1990 και μετά.

  • Οι περιοχές της χώρας μας στις οποίες έχει σημειωθεί η μεγαλύτερη αύξηση των επεισοδίων καύσωνα είναι το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας καθώς και τα δυτικά τμήματα της Ηπείρου και της Πελοποννήσου.

  • Τις τελευταίες δύο δεκαετίες εντοπίστηκε μια ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση στον αριθμό των καυσώνων που σημειώθηκαν τον μήνα Ιούνιο.

Ενα από τα θέματα που ανησυχούν περισσότερο τους ειδικούς επιστήμονες είναι η επιτάχυνση της θέρμανσης καθώς παρατηρείται ότι οι ωκεανοί αδυνατούν να συγκρατήσουν ικανοποιητικά τη θερμότητα κι αυτό δεν είναι μια κατάσταση που μπορεί να αντιστραφεί εάν δε ληφθούν άμεσα μέτρα.

Είναι αυτό όμως το σημείο μηδέν για τον πλανήτη; «Εχει χαθεί πολύς πολύτιμος χρόνος, αλλά δεν είμαστε σε αδιέξοδο. Αρκεί να κατανοήσουμε ότι όσο δε μειώνεται η χρήση ορυκτών καυσίμων και τα αέρια του θερμοκηπίου, η κατάσταση θα δυσκολεύει όλο και περισσότερο. Η προσπάθειά μας θα πρέπει να είναι πιο επιθετική, πιο επίμονη γιατί θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι ακόμα κι αν η διεθνής κοινότητα πετύχει το στόχο για κλιματική ουδετερότητα το 2050, θα απαιτηθούν άλλα 20 – 30 χρόνια μέχρι να αρχίσει να μειώνεται η θερμοκρασία διότι τα σημαντικά αέρια του θερμοκηπίου έχουν πάνω από 50 χρόνια ζωής», εξηγεί ο κ. Καρτάλης.

Οι συνέπειες

Αυξημένη θνησιμότητα, επιστροφή ασθενειών που είχαμε ξεχάσει, αλλά και σημαντικό κόστος στην οικονομία φέρνει η κλιματική κρίση, με τις συνέπειες μάλιστα να έχουν ταξικό πρόσημο.

Για το ζήτημα αυτό είναι αποκαλυπτικά τα συμπεράσματα μελέτης, σύμφωνα με την οποία, ο συνδυασμός του καύσωνα με τη μεγάλη φωτιά της Βαρυμπόμπης αύξησαν κατά 80% την εβδομαδιαία θνησιμότητα σε σχέση με τον ημερήσιο αριθμό θανάτων την ίδια περίοδο τα έτη 2017-2020.

Αυτό επισημαίνει στο «Εθνος» η Κλέα Κατσουγιάννη, Ομότιμη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών  και καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας στο Imperial College London. Η ίδια μάλιστα σημειώνει ότι ο κορωνοιός δεν επηρέασε αυτά τα δεδομένα, ενώ προσθέτει πως και χωρίς τη δασική πυρκαγιά, η αύξηση της θνησιμότητας τις ημέρες του καύσωνα του 2021 ήταν ήδη αυξημένη κατά περίπου 20%.

Σύμφωνα με την ίδια, οι πλέον ευάλωτες ομάδες στις ακραίες θερμοκρασίες είναι τα άτομα άνω των 65 ετών και όσοι υποφέρουν από χρόνια αναπνευστικά ή καρδιαγγειακά νοσήματα.

Ωστόσο αυτό, το οποίο υπογραμμίζει είναι ότι και οι καύσωνες επιτείνουν τα ζητήματα ισότητας και κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων: «Οι πληθυσμιακές ομαδες που είναι κοινωνικοοικονομικά λιγότερο ευνοημένες αφενός εκτίθενται πιο πολύ στα προβλήματα του περιβάλλοντος, ενώ έχει διαπιστωθεί πως έχουν περισσότερα υποκείμενα νοσήματα και δεν έχουν τη δυνατότητα να δροσίσουν τον χώρο τους με κάποιο κλιματιστικό, κλπ»., λέει η κυρία Κατσουγιάννη.

Μεγάλη σημασία για την ίδια έχει και η ετοιμότητα της πολιτείας, η ενημέρωση του πληθυσμού και η λήψη μέτρων προφύλαξης, γεγονός το οποίο εξηγεί τη μικρότερη θνησιμότητα του καύσωνα του 2021 στην Αθήνα από αυτόν του 1987. Το 1987 μετρήθηκαν 428 περισσότεροι θάνατοι που σχετίζονταν με το κύμα καύσωνα. Εάν ίσχυαν οι ίδιοι συσχετισμοί και το 2021, ο αριθμός των θανάτων θα έπρεπε να είναι 1571, κάτι το οποίο ευτυχώς δε συνέβη με τις απώλειες να είναι κατά 66% μικρότερες των αναμενόμενων.

Στην ερώτηση εάν ο άνθρωπος θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις ολοένα αυξανόμενες θερμοκρασίες, η κυρία Κατσουγιάννη επισημαίνει ότι «η προσαρμογή μπορεί να είναι φυσιολογική ή συμπεριφορική. Για παράδειγμα σε συνθήκες ζέστης εμείς δε θα βγούμε κάτω από τον ήλιο, αλλά στο Λονδίνο θα το κάνουν. Ως προς τη φυσιολογική προσαρμογή, αυτή σίγουρα έχει ένα μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα».

Σύμφωνα με την ίδια, λίγες μελέτες έχουν γίνει πάνω σε αυτό το ζήτημα. Αναφέρει, πάντως, μία συγκεκριμένη που ανέλυσε τις επιδράσεις της ζέστης στους κατοίκους του Μιλάνου χωρίζοντάς τους σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που είχαν γεννηθεί εκεί και σε όσους μετανάστευσαν στο Μιλάνο από τη Σικελία: «Η εργασία κατέληξε στο συμπέρασμα πως όσοι είχαν γεννηθεί στη Σικελία, είχαν μεγαλύτερες αντοχές στη ζέστη. Σε κάθε περίπτωση όμως οι προσαρμογές αυτές θέλουν χρόνο, ο οποίος ξεπερνά τη μία γενιά», καταλήγει.



κλιματική κρίσηυψηλές θερμοκρασίεςειδήσεις τώρακαύσωναςκαλοκαίρικλιματική αλλαγή