Ελλάδα|20.07.2024 01:31

Τουρκική εισβολή στην Κύπρο: Το «Δεν Ξεχνώ» που αιμορραγεί ακόμα - Η «ζωντανή» τραγωδία και η ανοιχτή πληγή για πρόσφυγες και συγγενείς αγνοουμένων

Γρηγόρης Ραχωβίτσας

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την βάρβαρη τουρκική εισβολή στην Κύπρο και παράνομης κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού.

Μισό αιώνα τώρα, οι εκτοπισμένοι παραμένουν πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα και εκατοντάδες συγγενείς αγνοουμένων προσμένουν ένα νέο για τον αγαπημένο τους.

Ο χρόνος σταμάτησε στις 20 Ιουλίου 1974

Ήταν 20 Ιουλίου 1974 όταν η Κύπρος «μάτωσε». Η μνήμη πολλών γυρίζει πίσω στο χρόνο. Στον «μαύρο» Ιούλη που σταμάτησαν όλα. Όλοι φέρνουν ξανά στο νου, εκείνες τις φρικτές εικόνες από την εισβολή του «Αττίλα». Οι νεκροί, οι αγνοούμενοι, οι χήρες και τα ορφανά, οι μαυροφορεμένοι γονείς και οι συγγενείς συνθέτουν την θλιβερή εικόνα αυτής της τραγωδίας.

Σήμερα, 50 χρόνια μετά, και η Κύπρος συνεχίζει να βιώνει έντονα τις συνέπειες του εγκλήματος του 1974 ως οδυνηρές πραγματικότητες. Από τη μια, η διχοτόμησή της και ο ξεριζωμός του προσφυγικού κόσμου και όλων όσων υπέστησαν τα δεινά του πραξικοπήματος και της εισβολής. Η τουρκική εισβολή έστειλε στην προσφυγιά 160.000 ανθρώπους και σκόρπισε το θάνατο, τον πόνο και τη δυστυχία.

Και από την άλλη, οι αγνοούμενοι. Οι άνθρωποι, που «παραμένουν» εκεί για να «φυλάνε» ακόμα τις Θερμοπύλες, βυθίζοντας στον πόνο τους χιλιάδες συγγενείς, των οποίων η οργή τους ξεχειλίζει από την πολυετή αγνόηση των δικών τους ανθρώπων.

Το ζήτημα των Αγνοουμένων

Ο αρχικός αριθμός των αγνοουμένων προσώπων ήταν 1.619 και σ’ αυτούς περιλαμβάνονται άμαχοι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Με βάση αποδεικτικά στοιχεία, όλα αυτά τα άτομα εξαφανίζονται κατά ή και μετά την τουρκική εισβολή στις περιοχές, που κατέλαβαν τα τουρκικά στρατεύματα. Για πολλά απ’ αυτά τα άτομα υπάρχουν μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες και διεθνείς Οργανισμούς, που βεβαιώνουν τη σύλληψή τους από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής ή ένοπλες ομάδες Τουρκοκυπρίων και την κράτησή τους για ένα χρονικό διάστημα σε τουρκικές φυλακές.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά έθεσε στις διακοινοτικές συνομιλίες, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, θέμα αγνοουμένων διαχωρίζοντάς το ως ένα καθαρά ανθρωπιστικό θέμα, που έπρεπε να συζητηθεί και να επιλυθεί κατά προτεραιότητα. Δυστυχώς, η στάση της τουρκικής πλευράς δεν ήταν η αναμενόμενη. Απέφευγε συστηματικά με διάφορες προφάσεις  να  συζητήσει σοβαρά το θέμα και κώφευε στις εκκλήσεις να δώσει στοιχεία για την τύχη των αγνοουμένων, αγνοώντας τις διεθνείς παραδεκτές αρχές και διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τα ειδικά ψηφίσματα που υιοθέτησαν τα Ηνωμένα Έθνη, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι διεθνείς Οργανισμοί.

Η αδιαλλαξία της Τουρκίας

Η επίσημη θέση της Τουρκίας  για να αποφύγει συζήτηση του θέματος ήταν πως δεν κρατεί κανέναν και δεν γνωρίζει τίποτα για τα άτομα αυτά, τα οποία έπρεπε να αναζητηθούν από το πραξικόπημα εναντίον του προέδρου, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974. Ένας ισχυρισμός παντελώς ανυπόστατος, που καταρρίπτεται από τα ίδια τα γεγονότα και σωρεία αποδείξεων και στοιχείων.

Παρά τους ισχυρισμούς ότι δεν κρατούν αιχμαλώτους, κάποιες ευτυχείς συγκυρίες επέτρεψαν με τη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και των Ηνωμένων Εθνών να εντοπισθούν οκτώ συνολικά αγνοούμενοι σε φυλακές στην κατεχόμενη Κύπρο, όπου οι Τούρκοι τους έκρυβαν.

Οι περιπτώσεις αυτές είναι:

  • Στις 20 Νοεμβρίου 1974 εντοπίζονται στις τουρκικές φυλακές Σεραΐου και ελευθερώνονται οι: Γεώργιος Κάϊζερ από την Κερύνεια, Μιχαήλ Φραγκόπουλος από το Μπέλλαπαϊς, Μιχαήλ Ποντικού από τη Μόρφου, Κλεάνθης Χαραλάμπους από τη Λακατάμεια και Ανδρέας  Κατσούρης από τους Στύλλους Αμμοχώστου.
  • Στις 7 Αυγούστου 1975 εντοπίζεται κι ελευθερώνεται ο Χαράλαμπος Μοσχοβίας από την ΄Αχνα, ο οποίος κρατείτο στις τουρκικές φυλακές Σεραΐου και αργότερα στην Κερύνεια.
  • Την ίδια μέρα ανευρίσκεται κι ελευθερώνεται  ο Στέλιος Γρηγοράκης από την Κρήτη, που κατάφερε να δραπετεύσει και κρυβόταν σε σπηλιά σε περιοχή της Καρπασίας.
  • Στις 25 Οκτωβρίου 1976 εντοπίζεται στις τουρκικές φυλακές Ομορφίτας κι ελευθερώνεται ο Λάμπρος Πλίτσης από τη Λάρισα.

 Η δημιουργία της ΔΕΑ

Το αδιέξοδο στο οποίο η τουρκική στάση οδήγησε το θέμα υποχρέωσε τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών να ζητήσει με ειδικό ψήφισμά του τη δημιουργία ανεξάρτητης Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων. Το 1977 ο τότε Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Κουρτ Βάλντχαϊμ, εισηγήθηκε στις δύο πλευρές τη σύσταση Διερευνητικής Επιτροπής εισήγηση την οποία η τουρκική πλευρά για τέσσερα χρόνια δεν αποδεχόταν.

Το 1981 η Τουρκία, κάτω από την πίεση του διεθνούς παράγοντα, υποχρεώνεται να συμφωνήσει στη δημιουργία της Επιτροπής. Η συμφωνία επιτεύχθηκε ύστερα από μακρές διαβουλεύσεις και με τη διαμεσολάβηση του αμερικανικού παράγοντα. Έτσι δημιουργείται υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους της Κύπρου, γνωστή ως ΔΕΑ, η οποία απαρτίζεται από τρία μέλη. Τον εκπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και από ένα εκπρόσωπο από κάθε κοινότητα. Οι όροι εντολής της Επιτροπής βασίζονται πάνω σε καθαρά ανθρωπιστική βάση και διαλαμβάνουν σαφώς πως στόχος της είναι να διερευνήσει και να ενημερώσει τις ενδιαφερόμενες οικογένειες για όλες τις περιπτώσεις αγνοουμένων στην Κύπρο, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, από τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64 και την τουρκική εισβολή του 1974.

Παρά τη συμφωνία, η Τουρκία με διάφορες προφάσεις δεν επέτρεψε στη ΔΕΑ να αρχίσει έρευνες για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Αντίθετα την χρησιμοποίησε ως άλλοθι και την υποχρέωσε σε ατέρμονες συζητήσεις πάνω σε διαδικαστικής φύσεως θέματα, που κατέληγαν σ’ επανειλημμένα αδιέξοδα. Έτσι ακολούθησε μια νέα μακρά περίοδος στασιμότητας στο θέμα.

Η πρώτη αναγνώριση με τη μέθοδο DNA

Στο διάστημα αυτό υπήρξαν διάφορες ενέργειες για να υπάρξει παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα ώστε να καμφθεί η τουρκική αδιαλλαξία και να προωθηθεί η λύση του προβλήματος. Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ήταν να επιδειχθεί ειδικό ενδιαφέρον για τους αγνοουμένους της Κύπρου από το Αμερικανικό Κογκρέσο, το οποίο τον Οκτώβριο 1994 θέσπισε ειδική νομοθεσία, για τη διεξαγωγή έρευνας για την τύχη των Αμερικανών υπηκόων, των οποίων η τύχη αγνοείτο από την τουρκική εισβολή (σημ: μεταξύ των Αγνοουμένων υπάρχουν πέντε Αμερικανοί υπήκοοι ελληνοκυπριακής καταγωγής).

Για εφαρμογή του αμερικανικού νόμου η  Κυβέρνηση των Η.Π.Α. απέστειλε στην Κύπρο και την Τουρκία διερευνητική ομάδα, υπό τον πρώην Αμερικανό πρεσβευτή Ντίλλον. Οι προσπάθειες της ομάδας Ντίλλον πέτυχαν ν’ ανακαλύψουν τα λείψανα του 17χρονου Αμερικανού πολίτη Ανδρέα Κασάπη κοντά στο κατεχόμενο χωριό Άσσια, τα οποία μετά την  ταυτοποίηση τους με τη μέθοδο DNA, παραδόθηκαν στους οικείους του στο Ντιτρόιτ. Αυτή ήταν η πρώτη εντόπιση αγνοουμένου και η πρώτη αναγνώριση με τη μέθοδο DNA. Για τους υπόλοιπους αγνοούμενους Αμερικανούς πολίτες, η έκθεση Ντίλλον απλά αναφέρει πως από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε πρέπει να θεωρούνται νεκροί.

Νέα προβλήματα από την Τουρκία

Η ταυτοποίηση των λειψάνων του Ανδρέα Κασσάπη υπέδειξε την ανάγκη να αρχίσουν εκταφές σε περιοχές όπου υπήρχαν πληροφορίες πως τάφηκαν αγνοούμενοι. Έτσι στις 30 Ιουλίου 1997 σε συνάντηση που είχαν οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων, Κληρίδης και Ντενκτάς, συμφώνησαν οι δύο πλευρές ν’ ανταλλάξουν πληροφορίες για τόπους ταφής και να προχωρήσουν σ’ εκταφές.

Την επίτευξη της συμφωνίας ανακοίνωσε η τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ματλίν Ωλμπράϊτ. Δυστυχώς και πάλι η τουρκική πλευρά υπαναχώρησε και η συμφωνία ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Η Κυπριακή Κυβέρνηση προχώρησε μονομερώς στην εφαρμογή  της συμφωνίας στα εδάφη, που είναι υπό τον έλεγχό της. Με βάση πληροφορίες που συνέλεξε, εντοπίστηκε ο χώρος ταφής 20 περίπου Τουρκοκυπρίων που σκοτώθηκαν στις μάχες στο χωριό Αλαμινός το 1974 και κάλεσε τους Τουρκοκυπρίους και τα Ηνωμένα Έθνη να προχωρήσουν από κοινού σ’ εκταφή. Η τουρκοκυπριακή πλευρά απάντησε πως δεν ενδιαφερόταν να γίνει εκταφή κι έτσι το μέρος περιφράχτηκε και τέθηκε υπό αστυνομική φρούρηση.

Η Κυπριακή Κυβέρνηση προχώρησε επίσης στην εκταφή και αναγνώριση με τη μέθοδο DNA 200 περίπου ατόμων, που φονεύθηκαν στην τουρκική εισβολή και ετάφησαν στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμειας και στο κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία,  αφού μεταξύ αυτών υπήρχαν 74 άτομα που δεν μπόρεσαν ν’ αναγνωρισθούν και ετάφησαν με την ένδειξη «άγνωστος». Συγκεκριμένα ετάφησαν 44 με την ένδειξη «άγνωστος – Εθνική Φρουρά», 26 με την ένδειξη «άγνωστος - ΕΛΔΥΚ» και 4 με την ένδειξη «άγνωστος πολίτης».

Ορόσημο η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Παράλληλα συνεχίστηκαν οι ενέργειες για προώθηση του θέματος προς διάφορες κατευθύνσεις. Προσπάθειες έγιναν προς τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, την Επιτροπή για την Ειρήνη και Ασφάλεια στην Ευρώπη, τη Διεθνή Αμνηστεία, την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ.ά.

Άξια αναφοράς είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 10 Μαΐου 2001 στην προσφυγή της  Κύπρου εναντίον της Τουρκίας αρ.25781/94, που βρήκε την Τουρκία ένοχη για σειρά παραβιάσεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην απόφαση του Δικαστηρίου τονίζεται η παράλειψη της Τουρκίας να διεξάγει αποτελεσματική έρευνα για την τύχη των αγνοουμένων ατόμων και να ενημερώσει τις οικογένειές τους, πράγμα που συνιστά απάνθρωπη και ταπεινωτική τη  συμπεριφορά τους έναντι των συγγενών τους.

Το θέμα της  συμμόρφωσης της Τουρκίας στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εξετάζεται από την Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει ικανοποιηθεί από την ανταπόκριση της Τουρκίας κι έχει υιοθετήσει σειρά ενδιάμεσων ψηφισμάτων που καλούν την Τουρκία να συνεργασθεί.

Η αρνητική στάση της Τουρκίας στο θέμα διαφοροποιείται το 2004, όταν αρχίζουν οι  διαπραγματεύσεις  για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Τούρκος Μόνιμος Αντιπρόσωπος στο Συμβούλιο της Ευρώπης δηλώνει πως η τουρκική πλευρά είναι έτοιμη να συμμετάσχει στη ΔΕΑ.                                                           

Τα χρόνια όμως πέρασαν και η Τουρκία με διάφορες προφάσεις συνεχίζει να βάζει εμπόδια στη ΔΕΑ και στην προσπάθεια που κάνει για να συνεχίσει απρόσκοπτα το έργο της και να δώσει απαντήσεις, μετά από μισό αιώνα, στους οργανωμένους συλλόγους των συγγενών των αγνοουμένων που δίνουν τον δικό τους αγώνα για μια ελπίδα στο φώς. Πανελλήνια Επιτροπή Γονέων και Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων Αγνοουμένων και Παγκύπρια Οργάνωση Συγγενών Αγνοουμένων πιέζουν τη διεθνή κοινότητα προκειμένου να ξεπεραστούν όλα τα εμπόδια που βάζει κατά καιρούς η Τουρκία και να διερευνηθεί η τύχη και των υπολοίπων 800 αγνοουμένων.

Τραγικές φιγούρες οι συγγενείς των αγνοουμένων

Οι αγνοούμενοι αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν μια τεράστια πληγή για την Κύπρο. Είναι ένα κεφάλαιο που δυστυχώς δεν έχει κλείσει ακόμα. Εκατοντάδες άνθρωποι χάθηκαν στον πόλεμο και οι οικογένειές τους δεν τους βρήκαν ποτέ.  Είναι μεγάλος πόνος να μην γνωρίζεις για χρόνια τι απέγιναν οι δικοί σου, να μην μπορείς να τους κλάψεις, να μην μπορείς να τους θάψεις. Πολλοί έφυγαν από τη ζωή, χωρίς να μάθουν ποτέ τι συνέβη στα παιδιά τους, τα αδέλφια ή τους γονείς τους.

Τραγικές φιγούρες, τόσο τα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, όσο και τα επόμενα, υπήρξαν και παραμένουν οι συγγενείς των αγνοουμένων που έψαχναν και συνεχίζουν ακόμα να ψάχνουν τους δικούς τους, κρατώντας μια φωτογραφία. Οι εικόνες αυτές αποτελούν από τις πιο χαρακτηριστικές της τουρκικής εισβολής. Παιδιά που αναζητούσαν τους γονείς τους, γονείς που αναζητούσαν τα παιδιά τους.

Τα τελευταία χρόνια αρκετοί από τους συγγενείς των αγνοουμένων κατάφεραν να βρουν γαλήνη, αν και ακόμα κι αυτό μοιάζει οξύμωρο. Μετά από έρευνες, κατάφεραν να εντοπιστούν και να ταυτοποιηθούν οστά που βρέθηκαν σε ομαδικούς τάφους στην κατεχόμενη Κύπρο. Ωστόσο, ό,τι απέμεινε από εκείνους δεν ήταν παρά μικρά κομματάκια οστών, τα οποία οι οικογένειές τους έθαψαν.

Αδικαίωτη η θυσία των αγνοουμένων

Μιλάμε όμως για εκείνους τους ανθρώπους που στο κάλεσμα της ματωμένης Κύπρου προσέτρεξαν, χωρίς δεύτερη σκέψη στη πρώτη γραμμή του αγώνα για να υπερασπιστούν τα δίκαια του Ελληνισμού σ’ αυτή την ακριτική γη. Δεν δείλιασαν στιγμή μπροστά στο θάνατο αλλά παρέμειναν όρθιοι μέχρι τέλους.

Οι συγγενείς των αγνοουμένων επιμένουν στην ανακίνηση του μεγάλου ανθρωπιστικού ζητήματος που αφορά την υποχρέωση της Τουρκίας να ανοίξει τα αρχεία του στρατού και άλλων υπηρεσιών για να δοθούν στοιχεία για τη διακρίβωση της τύχης τους αλλά και να επιτρέψει εκταφές σε περιοχές που έχει κηρύξει ως στρατιωτικές ζώνες.

Δυστυχώς η θυσία των ηρώων αυτών παραμένει ακόμα αδικαίωτη και λειτουργεί ως υποσυνείδητη φωνή εγρήγορσης. Καθήκον της Ελλάδας και της Κύπρου καθίσταται η διατήρηση της ιστορικής μνήμης, αλλά και η άρνηση συμφιλίωσης με τα τετελεσμένα της κατοχής. Σε αυτούς τους ήρωες λοιπόν τους πρέπει τιμή αληθινή «όπου στην ζωή των», όπως μας υποδεικνύει ο Καβάφης, «όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες, ποτέ από το χρέος μη κινούντες».

Η επιστροφή στην κατεχόμενη γη παραμένει το ελπιδοφόρο όραμα όλων των Κυπρίων. Επίτευξη αυτού του οράματος είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τους ηρωικά πεσόντες, τους δολοφονηθέντες και τους αγνοούμενους των οποίων η θυσία είναι ο φωτεινός φάρος που καθοδηγεί τα βήματα των συγγενών προς τη δικαίωση των αγώνων τους.

Αρχιεπίσκοπος ΜακάριοςΚύπροςδολοφονίεςΤουρκίααγνοούμενοιΑττίλαςΑμερικήεπιτροπή1974τουρκική εισβολήΟργανισμός Ηνωμένων Εθνών