Ελλάδα|08.11.2024 06:20

Κλιματική κρίση: Έρευνα Greenpeace – 8 στους 10 θέλουν φορολόγηση εταιρειών ορυκτών καυσίμων

Newsroom

Έρευνα σε οκτώ χώρες των πέντε ηπείρων διεξήχθη σχετικά με τις επιπτώσεις και τις καταστροφές της κλιματικής κρίσης, με τον κόσμο που συμμετείχε να τάσσεται υπέρ της επιβολής φόρων στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, με την εταιρεία στρατηγικών αναλύσεων «Opinium» να έχει όλα τα στοιχεία, τα οποία και δημοσίευσε.

Την έρευνα ζήτησε η Greenpeace και διενεργήθηκε σε 8.000 άτομα στην Αυστραλία, τη Γαλλία, το Μαρόκο, τις Φιλιππίνες, τη Νότια Αφρική, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Η Οργάνωση εντείνει τις ενέργειές της, προκειμένου την αναδείξει την προσπάθεια των πετρελαϊκών εταιρειών να φιμώσουν την αντίσταση στην καταστροφή που προκαλείται.

Σύμφωνα με την Greenpeace, αυτή η έρευνα δείχνει πώς η φορολόγηση των πλουσίων εταιρειών-ρυπαντών, όπως η Exxon, η Chevron, η Shell, η Total, η Equinor και η Eni, είναι μια κυρίαρχη λύση για τους πολίτες, πέρα από σύνορα και εισοδηματικές διαφοροποιήσεις. Καθώς οι κυβερνήσεις συζητούν για το πώς θα χρηματοδοτήσουν την κλιματική δράση, μπορούν να είναι σίγουρες ότι το να βάλουν τους ρυπαντές να πληρώσουν δεν είναι μόνο δίκαιο, αλλά και πολύ πιο δημοφιλές και αποτελεσματικό από το να επιβαρύνουν τους απλούς πολίτες για μια κρίση για την οποία φέρουν μικρή ή καθόλου ευθύνη.

Μερικά από τα κύρια ευρήματα της έρευνας:

Ομοφωνία σχετικά με την ευθύνη των εταιρειών ορυκτών καυσίμων στην κλιματική κρίση

  • Στην ερώτηση σχετικά με το ποιος πρέπει να φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η πιο δημοφιλής επιλογή και στις οκτώ χώρες της έρευνας ήταν να πληρώσουν οι εταιρείες πετρελαίου και αερίου, ενώ οι χώρες με υψηλές εκπομπές και οι παγκόσμιες ελίτ κατατάχθηκαν στη δεύτερη και τρίτη θέση.
  • Το 60% όλων των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρεί ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ των κερδών της βιομηχανίας πετρελαίου και αερίου και της αύξησης των τιμών της ενέργειας.

Αγανάκτηση προς τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων

Η έρευνα διαπιστώνει ότι η πλειοψηφία των πολιτών στις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα είναι θυμωμένη για τα εξής:

  • Το γεγονός ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι των εταιρειών πετρελαίου και αερίου παίρνουν τεράστια μπόνους ενώ ταυτόχρονα οι επιχειρηματικές τους αποφάσεις επιδεινώνουν την κλιματική κρίση (73%).
  • Τους κινδύνους και τις επιπτώσεις στην υγεία και την ευημερία, τη ρύπανση και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προέρχονται από την εξόρυξη πετρελαίου ή αερίου (71%), καθώς και για τη συνεχή επέκταση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου παρά τις σαφείς αποδείξεις ότι αυτό επιδεινώνει την κλιματική αλλαγή (66%).
  • Την παραπληροφόρηση σχετικά με την κλιματική κρίση σε μια προσπάθεια να καθυστερήσει η δράση για το κλίμα, αλλά και η συνεχής άσκηση πίεσης και επιρροής από τις εταιρείες σε πολιτικούς και νομοθέτες (67%).
  • Τον ιστορικό και συνεχιζόμενο ρόλο των εταιρειών αυτών σε συγκρούσεις, πολέμους και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (66%).

Παγκόσμια ανησυχία για την κλιματική κρίση: χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου

Η έρευνα αποκαλύπτει ότι το 80% των ερωτηθέντων ανησυχεί για την κλιματική κρίση. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών ανησυχεί ότι θα βλάψει τους ίδιους προσωπικά και μια ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία ανησυχεί ότι θα βλάψει τις επόμενες γενιές.

Ταυτόχρονα, η έρευνα αποκαλύπτει μεγάλα χάσματα μεταξύ των χωρών του Παγκόσμιου Βορρά και του Παγκόσμιου Νότου σχετικά με την έκθεση στην κλιματική κρίση. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην έρευνα στον Παγκόσμιο Βορρά έχουν διπλάσιες πιθανότητες να μην έχουν προσωπική εμπειρία από ακραία καιρικά φαινόμενα σε σχέση με τους ανθρώπους στον Παγκόσμιο Νότο (43% και 19% αντίστοιχα). Η διαπίστωση αυτή συνάδει με τα δεδομένα σχετικά με την υψηλή ευαλωτότητα στην κλιματική κρίση ορισμένων από τις χώρες που έχουν κάνει ελάχιστα για να την προκαλέσουν.

Η επιβολή ενός δίκαιου φόρου για τις κλιματικές ζημίες στην εξόρυξη ορυκτών καυσίμων από τις χώρες του ΟΟΣΑ - που προτείνεται από την οργάνωση Stamp Out Poverty και υποστηρίζεται από 100 ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς Greenpeace - είναι ένα παράδειγμα φόρου στις μεγάλες εταιρείες-ρυπαντές. Αυτό θα μπορούσε να αποφέρει 900 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2030, με βάση έναν αρχικό χαμηλό συντελεστή 5 δολαρίων, ο οποίος θα αυξανόταν κατά 5 δολάρια ετησίως στη συνέχεια. Ένα τέτοιο έσοδο θα ήταν ζωτικής σημασίας για το ετήσιο κόστος των ζημιών και των απωλειών που σχετίζονται με την κλιματική κρίση, το οποίο εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 290-580 δισ. δολάρια έως το 2030 στις χώρες με χαμηλό εισόδημα, καθώς και για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.

περιβάλλονορυκτάGreenpeaceκλιματική κρίσηκαταστροφή περιβάλλοντος