Ελλάδα|09.09.2019 16:55

Οι εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 - Πολιτική αστάθεια και παρασκήνιο

Ευάγγελος Χεκίμογλου

Την Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 1951 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα κοινοβουλευτικές εκλογές. Εξελίχθηκαν ομαλά, χωρίς να αναφερθούν επεισόδια. Οι ψηφοφόροι ανήλθαν σε 1.717.000, οι οποίοι αντιπροσώπευαν μόλις 22% του συνολικού πληθυσμού, διότι δεν ψήφιζαν οι γυναίκες και οι νέοι. Απογραφή πληθυσμού είχε πραγματοποιηθεί τον Μάιο του ίδιου χρόνου και είχε καταγράψει 7,6 εκατομμύρια, από τα οποία 47% ζούσαν σε χωριά και 12% σε κωμοπόλεις ως 5.000 κατοίκους. Η κάλπη, δηλαδή, θα αναδείκνυε ψήφους με τα χαρακτηριστικά μιας πατριαρχικής και αγροτικής κοινωνίας.


Τι προηγήθηκε από τις προηγούμενες εκλογές

Από τις προηγούμενες κοινοβουλευτικές εκλογές, του Μαρτίου 1950, είχαν περάσει μόλις 18 μήνες. Η απλή αναλογική είχε οδηγήσει τότε στη Βουλή δέκα κόμματα, από τα οποία το πρώτο (Λαϊκό) είχε λάβει μόλις 18,8% των ψήφων, το δεύτερο (Φιλελεύθεροι) 17,2% και το τρίτο (Παπανδρέου) 10,6%. Από την άποψη της πολιτικής ταξινόμησης, η Δεξιά είχε κατέβει κερματισμένη σε έξι κόμματα, που είχαν λάβει περίπου 646 χιλ. ψήφους, ενώ το Κέντρο χωρισμένο σε τρία κόμματα που είχαν λάβει 748 χιλ. ψήφους. Η Αριστερά, με ένα σχήμα ευρύτερο από τη μελλοντική ΕΔΑ, είχε συγκεντρώσει 163 χιλ ψήφους, κυρίως στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, ενώ οι Αγροτικοί 44 χιλ.

Μέσα σε κλίμα ασταθούς ισορροπίας, η Βουλή του Μαρτίου 1950 έδωσε πέντε κυβερνήσεις και ένα μεγαλύτερο αριθμό ανασχηματισμών, με κεντρική προσωπικότητα τον αρχηγό των Φιλελευθέρων Σοφοκλή Βενιζέλο (1894-1964. Η κυβέρνηση Βενιζέλου έχασε την πλειοψηφία στη Βουλή το Σάββατο 30 Ιουνίου 1951, όταν ένας βασικός εταίρος της, ο αντιπρόεδρός της και αρχηγός του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968), εξέφρασε δημόσια κριτική για την καθυστέρηση στη ρύθμιση της τιμής συγκέντρωσης του σιταριού, λόγω διαφωνίας με την Αμερικανική Αποστολή, και για αρρυθμίες στο κυβερνητικό έργο.


Αιφνίδια παραίτηση του αντιπροέδρου

Η καθυστέρηση στον καθορισμό της τιμής του σιταριού –θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για τους αγρότες- ήταν μια καλή αφορμή για να γίνουν εκλογές. Η διεξαγωγή τους ήταν επιθυμητή όχι μόνον από την αντιπολίτευση, αλλά και από τα κυβερνητικά κόμματα των Βενιζέλου και Παπανδρέου, διότι λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης και της αδυναμίας λήψης ουσιαστικών μέτρων ελλείψει ισχυρής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, υφίσταντο μεγάλη φθορά. Παρόλα αυτά, η δημόσια διαφοροποίηση του Παπανδρέου έγινε με αιφνίδιο τρόπο. Την Παρασκευή 29 Ιουνίου, οι δύο άντρες και οι λοιποί υπουργοί είχαν επισκεφτεί τον βασιλιά Παύλο για να του ευχηθούν για την ονομαστική του εορτή. Είχαν μια σύντομη συνομιλία μεταξύ τους, χωρίς να αναφερθεί κάτι σχετικό από τον Παπανδρέου. Ο Βενιζέλος είχε φύγει το Σάββατο για την Αιδηψό μαζί με Αμερικανό επίσημο, ώστε να τον πείσει για τις κυβερνητικές απόψεις σχετικά με το σιτάρι, και πληροφορήθηκε τις δηλώσεις του Παπανδρέου τα ξημερώματα της Κυριακής. Επέστρεψε αυθημερόν στην Αθήνα, όπου προέβη σε δηλώσεις στον Τύπο: «Κατάπληξιν μου επροξένησαν αι χθεσιναί δηλώσεις του κ. αντιπροέδρου της κυβερνήσεως. Είναι τω όντι ασύνηθες αντιπρόεδρος κυβερνήσεως να επιτίθεται διά δημοσίων δηλώσεων εναντίον αυτής, διά την μη έγκαιρον λύσιν ζητήματος, του οποίου την αποκλειστικήν διαχείρισιν και ευθύνην είχεν ο ίδιος». Το ίδιο βράδυ, ο Βενιζέλος ενημέρωσε το βασιλιά και υπέβαλε την παραίτησή του. Ο Παύλος δεν την αποδέχτηκε και του ζήτησε να παραμείνει μέχρι να βρεθεί λύση.

Ο Παπανδρέου και οι τέσσερις υπουργοί του κόμματός του καθυστέρησαν να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους μέχρι τις 4 Ιουλίου. Στο μεταξύ ξεκίνησαν διαβουλεύσεις μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων, οι περισσότεροι από τους οποίους τάχθηκαν υπέρ της ταχύτερης δυνατής διεξαγωγής εκλογών, αλλά με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, ώστε να προκύψει Βουλή με λιγότερα κόμματα και σταθερότερη κυβέρνηση, αφήνοντας στην αρχή κυβέρνηση μειοψηφίας Βενιζέλου.

Το μήνυμα του βασιλιά

Ο Παύλος είχε όμως άλλη γνώμη και σε απεύθυνε στους αρχηγούς αυστηρό μήνυμα:

«Κύριοι: Δέκα τρεις κυβερνήσεις διεδέχθησαν η μία την άλλην κατά το βραχύ διάστημα της βασιλείας μου. Αι συχναί αυταί αλλαγαί οφείλονται κατά κύριον λόγον εις την βεβαιότητα των κομμάτων ότι έκαστον εξ αυτών θα είναι εις θέσιν να δώση καλυτέραν της χώρας διακυβέρνησιν από εκείνην την οποίαν προσφέρει το εκάστοτε διακατέχον την αρχήν. Αλλά αι συχναί αυταί μεταβολαί, παρ’ όλην την καλήν πρόθεσιν εκείνων οι οποίοι τας προκαλούν, θα ομολογηθή παρά πάντων ότι δεν συντελούν εις την πρόοδον της Χώρας. Τα σχηματιζόμενα εις όλους τους τομείς προγράμματα βραδύνουν να πραγματοποιηθούν και συχνά τελικώς ματαιούνται, διότι μεταξύ του καταρτίζοντος αυτά και του μέλλοντος να τα εφαρμόση παρεμβάλλονται άλλαι κυβερνήσεις, αι οποίαι έως ότου να ενημερωθούν, παραχωρούν τας θέσεις των εις άλλας (…) Κυνηγούμεν το τέλειον και θυσιάζομεν το καλόν, ενώ ο Λαός ζητεί απλώς να του εξασφαλισθή χρηστή και δραστηρία διοίκησις».

Με βάση αυτό το σκεπτικό, ο Παύλος απαίτησε από τους αρχηγούς να «παρουσιάσητε κυβέρνησιν αποτελουμένην από εκπροσώπους όλων ή όσον το δυνατόν περισσοτέρων κομμάτων. Κυβέρνησιν η οποία εμφανιζομένη ενώπιον της Βουλής θα είναι ικανή να τύχη της εμπιστοσύνης αυτής. Αν αι εκλογαί είναι απαραίτητοι, ας προετοιμάση η Κυβέρνησις αύτη τα των εκλογών, αλλά μέχρι της ημέρας εκείνης η χώρα δεν δύναται να μείνη ακυβέρνητος, κατατριβομένη με συζητήσεις, κρίσεις και επικρίσεις». Και κατέληγε ότι αν η «έκκλησή» του δεν γινόταν αποδεκτή, θα έδινε «εκείνος την λύσιν, εμπνεόμενος εκ των παγίων αρχών του πολιτεύματος, αλλά και των ζωτικών συμφερόντων του ελληνικού λαού». Τότε όμως οι αρχηγοί θα βαρύνονταν με την ευθύνη ότι δεν βοήθησαν την προσπάθειά του.

Με εξαίρεση το Λαϊκό Κόμμα, που πρότεινε υπηρεσιακή κυβέρνηση, οι λοιποί αρχηγοί συμφώνησαν να στηρίξουν μια κυβέρνηση μειοψηφίας Βενιζέλου, για να ψηφιστεί ο εκλογικός νόμος, προέκυψε όμως και θέμα διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος (του 1912).

Η εμφάνιση του στρατάρχη

Σε ηλικία 67 ετών, ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος (1883-1955) είχε πρόσφατα παραιτηθεί από την ηγεσία του στρατού στις 29 Μαΐου, επικαλούμενος λόγους υγείας. Στις 30 Ιουλίου, και ενώ οι διαπραγματεύσεις μεταξύ κομμάτων για το πώς θα πήγαινε η χώρα σε εκλογές συνεχίζονταν, ο Παπάγος κάλεσε στη βίλα του στην Εκάλη τους εκπροσώπους του Τύπου και προέβη στην εξής ανακοίνωση:

«Έχων επίγνωσιν της σοβαρότητος των στιγμών, τας οποίας διέρχεται η Πατρίς, και σταθμίσας τας ευθύνας μου απέναντι της Ιστορίας, απεφάσισα να κατέλθω εις τον εκλογικόν αγώνα. Καλώ τους Έλληνας να με περιβάλλουν διά της εμπιστοσύνης των, ίνα απαλλαγή η Ελλάς της ακυβερνησίας και αποκτήση την σταθεράν Κυβέρνησιν, της οποίας έχει ανάγκην». Στη συνέχεια υποσχέθηκε ότι «με σύμβολον τους Βασιλείς μας και εις τα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος» θα έφερνε την «πραγματικήν αλλαγήν την οποίαν ζητεί το Έθνος».

Η αναφορά στους βασιλείς έγινε προφανώς λόγω των κακών σχέσεων που είχε ο Παπάγος με το Παλάτι και για εξευμενισμό του τελευταίου. Έτσι, δεν είναι περίεργο που λίγες μέρες αργότερα, το «Μέγα Βασιλικόν Αυλαρχείον» εξέδωσε την εξής ανακοίνωση: «Καθ’ υψηλήν επιταγήν και κατόπιν εισηγήσεως του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως προς την Α. Μ. τον Βασιλέα, το Μέγα Αυλαρχείον ανακοινοί ότι επειδή εις προσφάτους δηλώσεις και συνεντεύξεις εκλογικού χαρακτήρος γίνεται μνεία του ονόματος του Βασιλέως ως «Συμβόλου», αλλάχού δε παρίσταται ότι η επιτυχία του προβάντος εις τας δηλώσεις υποψηφίου «θα στερεώση τον θρόνον», δέον να υπομνησθή το άτοπον της αναμίξεως του Στέμματος κατά τον αρξάμενον εκλογικόν αγώνα, έστω και υπό μορφήν εκδηλώσεως αφοσιώσεως προς Αυτό».

Εν μέρει υπηρεσιακή κυβέρνηση

Την ίδια μέρα (30 Ιουλίου) η κυβέρνηση Βενιζέλου μετατράπηκε εν μέρει σε υπηρεσιακή, με το διορισμό πέντε υπηρεσιακών μελών στα υπουργεία Δικαιοσύνης, Εθνικής Άμυνας, Εσωτερικών, Παιδείας, Συγκοινωνιών και Γενικής Διοίκησης Βορείου Ελλάδος. Στις 3 Αυγούστου και 9 Αυγούστου έγιναν νέοι ανασχηματισμοί.

Η κυβέρνηση αυτή πέρασε τον νέο εκλογικό νόμο με την υποστήριξη της ΕΠΕΚ, ηγέτης της οποίας ήταν ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας (1883 - 1953), και του Λαϊκού Κόμματος (με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, 1884 - 1970) πέρασε τον σκόπελο της συνταγματικής αναθεώρησης, αντιμετώπισε απεργία τριών εβδομάδων των δημοσίων υπαλλήλων και διενήργησε τις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου.

Τα αποτελέσματα των εκλογών

Τα αποτελέσματα των εκλογών εξέπληξαν πολλούς. Τέσσερις πολιτικοί αρχηγοί της προηγούμενης Βουλής, οι Παπανδρέου, Σβώλος, Μανιαδάκης και Τουρκοβασίλης δεν κατάφεραν να εκλεγούν. Τα κόμματα των δύο πρώτων εκμηδενίσθηκαν.

Στο χώρο της Δεξιάς, το Λαϊκό Κόμμα συρρικνώθηκε σε 114 χιλ. ψήφους, χάνοντας τα δύο τρίτα της δύναμής του. Νικητής ήταν ο «Συναγερμός» του Παπάγου ενώ απορρόφησε τους λοιπούς δεξιούς σχηματισμούς και συγκέντρωσε 624 χιλ. ψήφους. Λόγω του εκλογικού συστήματος, το Λαϊκό Κόμμα, με 7% περίπου, έλαβε μόνον 2 έδρες, ενώ ο Συναγερμός με 36,5% έλαβε 114 έδρες.

Στο χώρο του Κέντρου καταγράφτηκε αλλαγή των συσχετισμών. Η ΕΠΕΚ του Πλαστήρα έλαβε 401 χιλ. ψήφους (23,4%) και 74 έδρες, ενώ το Κόμμα Φιλελευθέρων 325 χιλ. ψήφους (19%) και 57 έδρες.

Η ΕΔΑ, στην πρώτη της εκλογική εμφάνιση, έλαβε 10% περίπου και εξέλεξε δέκα βουλευτές, που ήταν όλοι εκτοπισμένοι.

Κυβέρνηση Πλαστήρα

Ο Παύλος επιδίωξε να σχηματιστεί κυβέρνηση των τριών μεγαλύτερων κομμάτων (Συναγερμού, ΕΠΕΚ και Φιλελευθέρων). Τα δύο κόμματα του Κέντρου δέχτηκαν, με την προϋπόθεση να είναι ο πρωθυπουργός εξωκοινοβουλευτικός. Αλλά ο Παπάγος αρνήθηκε, ζητώντας εκλογές με πλειοψηφικό. Έτσι, η λύση της τρικομματικής ναυάγησε. Μόνη λύση ήταν η κυβέρνηση συνασπισμού των δύο κομμάτων του Κέντρου. Την Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου επιτεύχθηκε καταρχήν συμφωνία μεταξύ Πλαστήρα και Βενιζέλου, κύρια σημεία της οποίας ήταν η επίτευξη οικονομικής σταθερότητας και η λήψη μέτρων ειρήνευσης, με τη μετατροπή των θανατικών ποινών σε ισόβια ή πρόσκαιρα δεσμά. Απαιτήθηκε ένας μήνας ακόμη για να ολοκληρωθούν οι τυπικές διαδικασίες, να οριστικοποιηθεί ο αριθμός των βουλευτών και να εκλεγεί –για τέταρτη φορά στη ζωή του- πρόεδρος της Βουλής ο Δ. Γόντικας, (βουλευτής Ηλείας των Φιλελευθέρων), ώστε να αποδειχθεί ότι ο Πλαστήρας διαθέτει τη δεδηλωμένη. Στις 27 Οκτωβρίου 1951 συμφωνήθηκε η κατανομή των υπουργείων (προεδρία, οκτώ υπουργεία και τρία υφυπουργεία για την ΕΠΕΚ, αντιπροεδρία, επτά υπουργεία και τρία υφυπουργεία για τους Φιλελεύθερους). Αυθημερόν, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε (από την τελευταία πρωθυπουργία της ζωής του) και ο Πλαστήρας σχημάτισε (κι αυτός για τελευταία φορά στη ζωή του) κυβέρνηση, με αντιπρόεδρο τον πρώην πρωθυπουργό. Η κυβέρνηση αυτή θα ζούσε μόλις ένα έτος. Μέχρι το 1963, δεν επρόκειτο να σχηματιστεί άλλη κυβέρνηση με Κεντρώο πρωθυπουργό.

εκλογέςΣοφοκλής ΒενιζέλοςΝικόλαος Πλαστήρας