Ελλάδα|18.09.2019 16:29

WWF: Βλαπτικές για το περιβάλλον οι διατάξεις του αναπτυξιακού νομοσχεδίου

Μαρία Λιλιοπούλου

Ελάχιστο χρόνο δημόσιας διαβούλευσης με προσθήκες έως και την τελευταία στιγμή της προθεσμίας αλλά και ιδιαίτερα προνομιακή αντιμετώπιση των επενδύσεων με διατάξεις που μπορούν να αποβούν εξαιρετικά βλαπτικές για το περιβάλλον, τη στιγμή μάλιστα που σε παγκόσμιο επίπεδο λαμβάνονται πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, διαπιστώνει μέσω των σχολίων της επι του αναπτυξιακού πολυνομοσχεδίου η περιβαλλοντική οργάνωση WWF.

Η οργάνωση σημειώνει μάλιστα ότι συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου ουσιαστικά καλούν τους Ελληνες φορολογούμενους να επιδοτήσουν δραστηριότητες με αμφιλεγόμενα οφέλη για τους ιδίους, και μάλιστα με οριζόντιο τρόπο, χωρίς καμία διασφάλιση μέσω συγκεκριμένων κριτήριων υπαγωγής.

Παράλληλα σημειώνει ότι οι ειδικές παρεκκλίσεις από τους ισχύοντες όρους και περιορισμούς δόμησης για τις στρατηγικές επενδύσεις δημιουργούν πολεοδομικό καθεστώς δύο ταχυτήτων.

Αναλυτικά στα σχόλια που ανήρτησε ήδη στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης, επισημαίνεται ότι «το παρόν νομοσχέδιο τίθεται σε περιορισμένου χρόνου διαβούλευση έξι ημερών, όταν ο πολύ πρόσφατος νόμος 4622/2019 για το επιτελικό κράτος ορίζει ως υποχρεωτική διάρκεια της διαβούλευσης επί νομοσχεδίων τις δύο εβδομάδες».

Αναφορικά με τις διατάξεις για τις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), η οργάνωση τονίζει πως αυτές αναγορεύονται σε «αυτοδίκαια εντασσόμενες στρατηγικές επενδύσεις», χωρίς να είναι εφεξής απαραίτητη η υπαγωγή τους στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI). Μ΄αυτόν τον τρόπο – εξηγεί - παρακάμπτονται τα ελάχιστα κριτήρια ποιότητας που χρησιμοποιεί το EFSI: για παράδειγμα, στην περίπτωση των ενεργειακών έργων και δραστηριοτήτων, το EFSI εφαρμόζει ανάλυση κόστους-οφέλους, που συνεκτιμά και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, καθώς και κριτήρια ενεργειακής αποδοτικότητας, ενώ αντίστοιχα κριτήρια υφίστανται για επενδύσεις σε κλάδους μεταφορών και νερού.

«Κατά συνέπεια, η προτεινόμενη διάταξη επιδεινώνει το ισχύον καθεστώς, καθώς επιφυλάσσει την προνομιακή επιφύλαξη των «αυτοδίκαια εντασσόμενων στρατηγικών επενδύσεων» σε έργα που δεν ικανοποιούν κάποια ελάχιστα κριτήρια βιωσιμότητας», ενώ χαρακτηρίζει παγκόσμια πρωτοτυπία τον χαρακτηρισμό όλων των ΣΔΙΤ, ανεξαρτήτως κριτήριων, κλάδου και τύπου επένδυσης, ως «στρατηγικών επενδύσεων» για την οικονομία.

Το  WWF σχολιάζει επίσης και τις ειδικές παρεκκλίσεις (υπερβάσεις) από τους περιορισμούς δόμησης, τονίζοντας ότι η μη θεσμοθέτηση συγκεκριμένων κριτηρίων ή αντισταθμιστικών μέτρων υπονομεύει το πολεοδομικό καθεστώς των περιοχών εγκατάστασης. Δημιουργεί επί της ουσίας ένα καθεστώς δύο ταχυτήτων «το οποίο και θα οδηγήσει σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα δραστηριότητες και επιχειρήσεις που δεν είναι «στρατηγικές επενδύσεις», δημιουργώντας ένα μακροπρόθεσμο ρίσκο μια «εξίσωσης προς τα κάτω» του πολεοδομικού καθεστώτος». Την ίδια στιγμή με άλλη διάταξη γίνεται προσπάθεια να «απαγορευτεί» μελλοντική αυστηροποίηση των κριτηρίων των στρατηγικών επενδύσεων.

Προβληματισμός για τα ορυκτά καύσιμα

Σύμφωνα με την οργάνωση, το πολυνομοσχέδιο δίνει τη δυνατότητα αύξησης των ήδη υψηλών κρατικών επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα επιτρέποντας την επιδότηση επενδύσεων σε «υποστηρικτικές» δραστηριότητες εξορύξεων φυσικού αεριού και πετρελαίου. Κι αυτό, ενώ τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το ελληνικό κράτος δαπάνησε κατά μέσο όρο, για την περίοδο 2012-2017, 1.3 δισ. ευρώ ετησίως σε επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων.

«Είναι αδιανόητο οι φορολογούμενοι να επιδοτούν δραστηριότητες που συνεισφέρουν στην κλιματική κρίση και θέτουν σε ρίσκο, εν τέλει, την ελληνική κοινωνία και οικονομία» τονίζει το WWF υπογραμμίζοντας ότι κάτι τετοιο έρχεται σε αντίθεση με την ευρωπαική πρακτική, την ώρα που και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει ήδη προτείνει τον αποκλεισμό των ορυκτών καυσίμων συνολικά (συμπεριλαμβανομένου «υποστηρικτικών δραστηριοτήτων») από το ενεργειακό χαρτοφυλάκιο της στο πλαίσιο της αναθεώρησης της Δανειοδοτικής Πολιτικής της για την Ενέργεια.

Σημειώνεται επίσης οτι η προτεινόμενη αλλαγή «επιτρέπει εφεξής την κρατική επιδότηση δραστηριοτήτων εξόρυξης μεταλλευμάτων, ορυχείων και λατομείων, δραστηριοτήτων με αναμφίβολα βαρύ περιβαλλοντικό αποτύπωμα, και επομένως με αρνητικές εξωτερικεύσεις για τις τοπικές κοινωνίες και την οικονομία συνολικότερα».

Η οργάνωση προτείνει επίσης την απόρριψη και της παραγράφου, βάσει της οποίας «δεν επιτρέπεται άρνηση αδειοδότησης της οποιασδήποτε επενδυτικής ή κατασκευαστικής δραστηριότητας στη βάση γεωχωρικών δεδομένων που δεν συμπεριλαμβάνονται στον Ενιαίο Ψηφιακό Χάρτη», καθώς – όπως υποστηρίζει - «δεν μπορεί να επιτρέπονται επενδύσεις βλαπτικές για το περιβάλλον ή τη δημόσια υγεία στη βάση ενός Ενιαίου Ψηφιακού Χάρτη που μπορεί να είναι ελλιπής, ή να ανακηρύσσεται η «νομική δεσμευτικότητα» του τελευταίου χωρίς ο νομοθέτης να έχει μία σαφή ιδέα των δεδομένων που πρέπει να περιλαμβάνει».

Αναφέρει μάλιστα ως παραδείγματα γεωχωρικών δεδομένων που δεν αναφέρονται στο νομοσχέδιο όσα περιλαμβάνονται σε Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών, όσα απορρέουν από μελέτες ασφαλείας που απαιτούνται από τη νομοθεσία Seveso, ή όσα είναι απαραίτητα για την εφαρμογή διάφορων διατάξεων που προβλέπουν υποχρεωτικές αποστάσεις μεταξύ οχλουσών δραστηριοτήτων.

Επιχειρηματικά πάρκα χωρίς περιβαλλοντικούς όρους

Σύμφωνα με το  WWF, η ρύθμιση, η οποία επιτρέπει την αύξηση της έκτασης του επιχειρηματικού πάρκου μέχρι 15% χωρίς περιβαλλοντική αδειοδότηση ουσιαστικά το απαλλάσσει από τη γενική διαδικασία τροποποίησης της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, και γίνεται χωρίς να ληφθούν υπόψη τα περιβαλλοντικά κριτήρια που απαιτεί το ενωσιακό δίκαιο στις περιπτώσεις αυτές, όπως την πρόκληση ρύπανσης και οχλήσεων, την ικανότητα απορρόφησης του περιβάλλοντος, τη γειτνίαση με κατοικημένες ή ευαίσθητες περιοχές.

Χαρακηρίζει τη ρύθμιση ιδιαίτερα προβληματική σε σχέση με τα Επιχειρηματικά Πάρκα Μεμονωμένων Μεγάλων Μονάδων, καθώς τελικά επιτρέπει την επέκταση μίας μεμονωμένης μονάδας χωρίς να τηρούνται οι απαιτήσεις της νομοθεσίας για την επέκταση αυτή.

«Ούτε η επιφύλαξη της τήρησης των χρήσεων γης σημαίνει πολλά, καθώς το νομοσχέδιο και ισχύουσες διατάξεις προβλέπει την διατήρηση των μονάδων αυτών ακόμα και αν θεσπίζονται ή τροποποιούνται χρήσεις γης» σημειώνεται, ενώ τονίζεται πως «αντί να ενισχυθεί η χωροταξική αναδιοργάνωση της βιομηχανίας, παρέχεται η δυνατότητα επικύρωσης του σημερινού καθεστώτος της άναρχης και ανεξέλεγκτης χωροθέτησης, κατά κανόνα σε εκτός σχεδίου περιοχές».

Αναφορικά με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, η οργάνωση επισημαίνει ότι η βασική αλλαγή είναι η περαιτέρω αποδυνάμωσή τους, αφού η έγκριση λειτουργίας και ο προληπτικός έλεγχος πριν την έκδοση έγκρισης λειτουργίας καταργείται, και αντικαθίσταται από το καθεστώς γνωστοποίησης βάσει του οποίου προβλέπεται μόνο δειγματοληπτικός έλεγχος.

«Για όσες δραστηριότητες δεν υπάγονται σε περιβαλλοντική αδειοδότηση, η κατάργηση του καθεστώτος έγκρισης οδηγεί, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, σε έλλειψη πρόβλεψης κάποιων ελάχιστων όρων για την προστασία του περιβάλλοντος. Για όσες δραστηριότητες υπάγονται σε περιβαλλοντική αδειοδότηση, οι προτεινόμενες (και οι ισχύουσες) ρυθμίσεις παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η περιβαλλοντική  αδειοδότηση δεν διέπει όλες τις πτυχές μίας δραστηριότητας: μέχρι σήμερα, ορισμένες προϋποθέσεις λειτουργίας πιστοποιούνταν με την άδεια (έγκριση) λειτουργίας».

Επίσης το  WWF κάνει λόγο για κίνδυνο δημιουργίας «ενός καθεστώτος πλήρους αδιαφάνειας και συνδιαλλαγής μεταξύ του αδειοδοτούμενου και της διοίκησης» αναφερόμενο στη θέσπιση της δυνατότητας επέκτασης ή τροποποίησης της ΑΕΠΟ (έγκριση περιβαλλοντικών όρων) με άδεια που «τεκμαίρεται» από την σιωπή της διοίκησης.

«Ακόμα χειρότερα, η προτεινόμενη διάταξη παρέχει την δυνατότητα αυτή όχι μόνο σε περίπτωση εκσυγχρονισμού ή βελτίωσης, αλλά και επέκτασης του έργου ή δραστηριότητας».

Πρακτικά, σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση, η προτεινόμενη ρύθμιση καταργεί την υποβολή των εξής δικαιολογητικών για τις αλλαγές και επεκτάσεις:

  • Στοιχεία περιγραφής της υφιστάμενης κατάστασης του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος.
  • Συνοπτική περιγραφή των στοιχείων που έχουν προκύψει από την εφαρμογή του προγράμματος παρακολούθησης και ελέγχων.
  • Εκτίμηση και αξιολόγηση ενδεχόμενων επιπτώσεων στο περιβάλλον που συνδέονται με την αιτούμενη τροποποίηση ή επέκταση. Η σημασία των στοιχείων αυτών είναι προφανής, ειδικά για παλιά (και κατεξοχήν ρυπογόνα) έργα ή έργα που προκαλούν περιβαλλοντικά προβλήματα. «Το γεγονός ότι ο νομοθέτης «δηλώνει» ότι τα στοιχεία αυτά είναι εφεξής αδιάφορα αποτελεί απαράδεκτη υποχώρηση από την υποχρέωση προστασίας του περιβάλλοντος και τήρησης του ενωσιακού δικαίου».

Αναφορικά με τους ελέγχους, σημειώνει πως «εάν θεσπιστούν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, κάθε δυνατότητα αιφνιδιαστικού ελέγχου χάνεται, με αποτέλεσμα την απόλυτη ατιμωρησία». Οσο για την ευρύτατη θεσμοθέτηση των ιδιωτών ελεγκτών, επισημαινει ότι « [θα αποδυναμώσει περαιτέρω τις δυνατότητες ελέγχου, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, την ασφάλεια, την ποιότητα των υπηρεσιών και την δημόσια υγεία».

αναπτυξιακό νομοσχέδιοπεριβάλλονWWF