Ελλάδα|05.10.2019 18:57

5 Οκτωβρίου 1912: Η Ελλάδα εισβάλλει στο οθωμανικό έδαφος

Ευάγγελος Χεκίμογλου

Στις 22 Φεβρουαρίου 1912 (7 Μαρτίου με το παλαιό ημερολόγιο) υπογράφτηκε στη Σόφια σερβο-βουλγαρική πολιτική συμφωνία. Η συμφωνία προέβλεπε –μεταξύ άλλων- ότι σε περίπτωση πολέμου με το οθωμανικό κράτος, οι δύο χώρες θα μοιράζονταν μεταξύ τους όσα οθωμανικά εδάφη κατακτούσαν. Η Βουλγαρία είχε προτεραιότητα στη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία και η Σερβία στο Κόσσοβο και την Αλβανία. Αν δεν σχηματιζόταν αυτοτελές μακεδονικό κράτος, τον τρόπο διανομής της Μακεδονίας μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας θα καθόριζε η Ρωσία.

Η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει αυτή τη συμφωνία. Αμέσως μετά την κατάρτισή της, πρότεινε στη Βουλγαρία συνθήκη για αμοιβαία παροχή στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία. Η πρόταση δεν προέβλεπε διανομή εδαφών, διότι η Αθήνα δεν είχε λόγο να αναγνωρίσει τις δεσμεύσεις της Βουλγαρίας από τη σερβοβουλγαρική συμφωνίας. Τελικά, στις 16/29.5.1912 υπογράφτηκε μυστική ελληνοβουλγαρική συνθήκη «για τη διατήρηση της ειρήνης στη Βαλκανική Χερσόνησο». Τα συμβαλλόμενα κράτη υποσχέθηκαν αμοιβαία υποστήριξη με το σύνολο των ενόπλων δυνάμεών τους, αν η Τουρκία επιτίθονταν εναντίον του ενός «είτε επί των εδαφών αυτού είτε κατά των δικαιωμάτων των απορρεόντων εκ των συνθηκών ή εκ των θεμελιωδών αρχών του δικαίου του ανθρώπου». Ουσιαστικά, η συμφωνία επεκτεινόταν και στην προστασία του χριστιανικού πληθυσμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Την ελληνική κυβέρνηση προσέγγισε και το Μαυροβούνιο, το οποίο υποστήριζε το συνασπισμό των χριστιανικών βαλκανικών κρατών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πρόταση του Μαυροβούνιου προς την Ελλάδα περιλάμβανε τη διανομή της Αλβανίας μεταξύ των δύο κρατών. Η κοινή αντιπαλότητα κατά της Αυστρίας και ο κίνδυνος των αλβανικών εξεγέρσεων στο Κόσσοβο είχαν ήδη οδηγήσει το Μαυροβούνιο και τη Σερβία σε συνεννόηση, αν και η Σερβία δεν επιθυμούσε τη διεύρυνση της σερβοβουλγαρικής συμμαχίας με τη συμμετοχή του Μαυροβουνίου.

Το καλοκαίρι του 1912 οι Αλβανοί του Κοσόβου εξεγέρθηκαν, με αίτημα να αποκτήσουν διοικητική αυτονομία τα βιλαέτια Ιωαννίνων, Σκόδρας, Κοσσόβου και Μοναστηρίου. Το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί, μετά την αυτονομία των βιλαετίων που αποδέχτηκε η οθωμανική κυβέρνηση, ανεξάρτητο αλβανικό κράτος έθιγε τη Σερβία, το Μαυροβούνιο αλλά και την Ελλάδα (απώλεια της Ηπείρου).

Στις αρχές Αυγούστου 1912 η Ελλάδα πρότεινε στη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο ανάληψη κοινής δράσης στο αλβανικό ζήτημα. Όμως η πρόταση αυτή εκλήφθηκε από τη σερβική και τη βουλγαρική κυβέρνηση ως πιθανή μεθόδευση για αναβολή της σύγκρουσης με την Τουρκία.

Η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να επισπεύσει. Σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στις 31.8.1912, ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος είπε: «Η συνθήκη μας με την Βουλγαρίαν είναι αμυντική. Δεν είμεθα επομένως υπόχρεοι να πολεμήσωμεν. Αλλ’ η Βουλγαρία με την Σερβίαν απεφάσισαν τον πόλεμον και μας εκάλεσαν να λάβωμεν μέρος. Αν μείνωμεν ουδέτεροι, θα συμβή εν εκ των δύο: Ή θα νικήσουν τα σλαβικά κράτη και η Ελλάς μένει εσαεί εις την Μελούναν. Ή νικά η Τουρκία και χάνεται διά παντός ο Ελληνισμός».

Στις αρχές Σεπτεμβρίου η βουλγαρική κυβέρνηση πληροφόρησε την ελληνική ότι είχε συναποφασίσει με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο να κηρύξουν πόλεμο κατά της Τουρκίας. Υπό την πίεση της Σόφιας υπογράφτηκε στις 22.9.1912 ελληνοβουλγαρική στρατιωτική συνθήκη.

Η Σερβία είχε επίσης ζητήσει στις αρχές Αυγούστου τη σύναψη διμερούς ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας, ανάλογης προς την ελληνοβουλγαρική της 29.5.1912. Η Αθήνα αντιπρότεινε τριμερή αμυντική συνθήκη μεταξύ των τριών κρατών, πρόταση που απορρίφθηκε από το Βελιγράδι και τη Σόφια, διότι θα αλλοίωνε τη μεταξύ τους συμφωνία. Έτσι, δεν καταρτίσθηκε ελληνοσερβική συνθήκη.

Στις 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1912 οι κυβερνήσεις της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και της Σερβίας  απαίτησαν με ταυτόχρονες διακοινώσεις τους προς την Πύλη την άμεση εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προέβλεπε η συνθήκη του Βερολίνου (1878) και τη δέσμευση της Τουρκίας ότι θα εφάρμοζε τις μεταρρυθμίσεις εντός εξαμήνου. Στις 3/16 Οκτωβρίου το διάβημα απορρίφθηκε από την οθωμανική κυβέρνηση ως απαράδεκτο. Την ίδια μέρα ανακλήθηκαν οι Οθωμανοί πρεσβευτές από τη Σόφια και το Βελιγράδι και την επομένη Σερβία και Βουλγαρία κήρυξαν πόλεμο στην Τουρκία.

Η Τουρκία προσπάθησε να προσεταιριστεί την Ελλάδα, με την υπόσχεση ότι θα της παραχωρούσε την Κρήτη, τα Ιωάννινα και το Μέτσοβο. Ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε σε διακοίνωση της Αθήνας (3 Οκτωβρίου), που ζητούσε την απελευθέρωση ελληνικών πλοίων που είχαν κατασχεθεί σε οθωμανικά λιμάνια. Μετά την απόρριψη του διαβήματός της, η Ελλάδα κήρυξε και αυτή τον πόλεμο στην Τουρκία στις 5/18 Οκτωβρίου.

Ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει την Ελασσόνα (5 -7 Οκτωβρίου 1912)

Για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος άρχισε στις 6 το πρωί της 5/18 Οκτωβρίου, οπότε και εισέβαλαν στο οθωμανικό –τότε- έδαφος.

Ο ελληνικός στρατός ήταν καλά εξοπλισμένος και γυμνασμένος. Διέθετε επιτελικό σχέδιο, υψηλό ηθικό και αξιωματικούς που ήταν αποφασισμένοι να «ξεπλύνουν την ντροπή της ήττας του 1897». Ο στρατός χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Το μεγαλύτερο (επτά πλήρεις μεραρχίες πεζικού), τελούσε υπό τις διαταγές του διαδόχου Κωνσταντίνου και είχε ως στόχο να εμπλέξει το 8ο οθωμανικό σώμα, να το αναγκάσει σε υποχώρηση και έπειτα να προελάσει προς βορρά. Το μικρότερο τμήμα, υπό τον στρατηγό Σαπουντζάκη, είχε ως στόχο να εμπλέξει τον τουρκικό στρατό στην Ήπειρο, να τον απωθήσει και να στραφεί προς τα Ιωάννινα.

Η κακή κατάσταση του οθωμανικού στρατού

Μέχρι τελευταία στιγμή η οθωμανική κυβέρνηση πίστευε ότι μπορούσε να δελεάσει την Ελλάδα με τις διπλωματικές προτάσεις της. Γι’ αυτό και καθυστέρησε να στείλει στη Θεσσαλία δυνάμεις από τη Συρία και την Παλαιστίνη, κι όταν το αποφάσισε ήταν αργά γιατί το ελληνικό ναυτικό είχε αποκλείσει το Αιγαίο. Έτσι, απέναντι στον ελληνικό στρατό, η Τουρκία αντέταξε το εφεδρικό 8ο Σώμα Στρατού που υπήρχε μόνον στα χαρτιά. Αποτελέστηκε από περίπου 30.000 άντρες, οι οποίοι επιστρατεύτηκαν τυχαία λίγες μέρες πριν από την έναρξη του πολέμου. Οι περισσότεροι ήταν αγύμναστοι ή εξοικειωμένοι με όπλα που δεν υπήρχαν πλέον. Η έλλειψη μέσων (μεταφορικών, ενδυμασιών, οπλισμού, πολεμοφοδίων, αντίσκηνων κ.λπ.) ήταν μεγάλη.  Επικεφαλής διορίστηκε ο Χασάν Ταχσίν, στρατηγός της χωροφυλακής σε αποστρατεία, ο οποίος κατείχε ανώτερη διοικητική θέση. «Η οθωμανική κατασκοπεία είχε παρεξηγήσει τις στρατιωτικές προθέσεις των Ελλήνων κατά τρόπο καταστροφικό», γράφει ο στρατιωτικός ιστορικός Erickson. «Εκ των υστέρων φαίνεται ότι το οθωμανικό επιτελείο νόμιζε ότι η ελληνική επίθεση θα ήταν ισομερώς μοιρασμένη στη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Με βάση αυτό το σκεπτικό, το οθωμανικό επιτελείο είχε κατανείμει ισομερώς τις διαθέσιμες δυνάμεις στο ανεξάρτητο Σώμα Ιωαννίνων και στο 8ο εφεδρικό Σώμα. Η απόφαση αυτή αποδείχθηκε μοιραία και επρόκειτο να οδηγήσει στην πρόωρη απώλεια της στρατηγικής πόλης Θεσσαλονίκης. Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες είχαν την πρωτοβουλία σε όλα τα επίπεδα και έριξαν σχεδόν όλες τις μάχιμες δυνάμεις τους κατά του 8ου εφεδρικού Σώματος».

Για τους λόγους αυτούς, ο ελληνικός στρατός της Θεσσαλίας με δύναμη 100.000 αντρών περίπου αντιμετώπισε ένα οθωμανικό εφεδρικό σώμα, που είχε μόνον 29.300 άντρες. Το αντίθετο ακριβώς συνέβη στην Ήπειρο, όπου οι 13.000 άντρες του Σαπουντζάκη αντιμετώπισαν διπλάσιο οθωμανικό στρατό.

Η έναρξη του πολέμου

Ο ελληνικός στρατός πέρασε τα σύνορα από τέσσερα διαφορετικά σημεία. Η 1η Μεραρχία κατέλαβε το δεξιό τμήμα του μετώπου και προέλασε από τη διάβαση της περίφημης Μελούνας. Η 2η Μεραρχία προέλασε από τη στενωπό Μπουγάζι (Ρεβένι) στο χωριό Σκούμπα (Λευκή), σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων νότια από την Ελασσόνα. Η 3η Μεραρχία βάδισε κατά μήκος της αριστερής κοίτης του ποταμού Ξηριά και κατέλαβε θέσεις στο Δομένικο. Η 4η Μεραρχία βάδισε κατά μήκος της δεξιάς κοίτης του Ξηριά και έφτασε στο χωριό Βλαχογιάννη, με στόχο να καταλάβει τους λόφους στα δυτικά της Ελασσόνας.

Το Σύνταγμα Ευζώνων κατέλαβε την Τσούκα, 11 χιλιόμετρα νοτίως της Δεσκάτης.

Σποραδική αντίσταση

Το Σύνταγμα Ευζώνων ενεπλάκη με υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις στο χωριό Αγιόφυλλο. Κατά τα άλλα, η αντίσταση του οθωμανικού στρατού ήταν περιορισμένη. Το 3ο Σύνταγμα Πεζικού, της 2ης Μεραρχίας δέχθηκε πυρά από εχθρική περίπολο που κατείχε θέσεις στη λοφοσειρά της Σκούμπας. Ακολούθησε συμπλοκή και το οθωμανικό απόσπασμα υποχώρησε καταδιωκόμενο στις γύρω χαράδρες προς την Ελασσόνα. Αντίσταση προέβαλαν οθωμανικά τμήματα και στο Παπαλίβαδο. Οθωμανικός σταθμός στη θέση Λοφάκι υποστηριζόταν από τάγμα με δύο τηλεβόλα, που σύντομα υποχώρησε προς Ελασσόνα. Ωστόσο, στον σταθμό παρέμειναν ένας αξιωματικός με οκτώ στρατιώτες, οι οποίοι πολέμησαν μέχρι εσχάτων, αρνούμενοι να παραδοθούν.

Η μάχη της Ελασσόνας

Το πρωί της 6ης/19ης Οκτωβρίου οι εύζωνοι κατέλαβαν τη Δεσκάτη, μετά από σύντομη μάχη. Ταυτοχρόνως, εκδηλώθηκε η επίθεση από την 1η και 2η Μεραρχία κατά των οθωμανικών τμημάτων που κατείχαν τα υψώματα γύρω από την Ελασσόνα, κυρίως το λόφο του μοναστηριού της Παναγίας. Οι λοιπές ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν σε θέσεις γύρω από την πόλη. Οι αμυνόμενοι στρατιώτες δεν ξεπερνούσαν τους 3.000. Διέθεταν μόνον 15 τηλεβόλα, εκ των οποίων τα πέντε παλαιά, και υλικό σχεδόν άχρηστο. Εκκένωσαν την Ελασσόνα τις πρώτες απογευματινές ώρες, διότι κινδύνευαν να περικυκλωθούν, και υποχώρησαν προς τα βόρεια. Η μοναδική εμπλοκή σημειώθηκε επτά χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την Τσαρίτσανη. Σ’ αυτή  είχε εγκατασταθεί από το προηγούμενο πρωί ο Κωνσταντίνος με το επιτελείο του. Από εκεί εξέδωσε ημερήσια διαταγή με την οποία επαίνεσε τους αξιωματικούς της 1ης και 2ης μεραρχίας για την «ψυχραιμία και την ορμή» που επέδειξαν στη μάχη της Ελασσόνας.

Η αρχή είχε γίνει. Ο ελληνικός στρατός βάδιζε προς το Σαραντάπορο.

Ελασσόναελληνικός στρατόςΑ' Βαλκανικός Πόλεμος