Ελλάδα|24.11.2018 16:30

Οι πρόσφυγες που βγήκαν από το γκέτο των καμπ

Βασίλης Ιγνατιάδης

Έπειτα από 2,5 χρόνια στην Ελλάδα, ο 23χρονος Μαχµούντ από το Χαλέπι της Συρίας πατάει ήδη γερά στα πόδια του και ατενίζει το µέλλον µε αισιοδοξία. Είναι ανεξάρτητος οικονοµικά, µιλά άπταιστα ελληνικά, έχει το δικό του εισόδηµα και µένει σε διαµέρισµα που πληρώνει ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη, ενώ µέσα από την εργασία του ως διερµηνέας βοηθάει κι άλλους πρόσφυγες να κάνουν το επόµενο βήµα.

Όπως αυτό που ξεκίνησε δειλά η 29χρονη Φατιµέ από το Ιράν, η οποία εργάζεται ως νηπιαγωγός στη ΧΑΝΘ και κάνει σχέδια να βγει σύντοµα από το κοντέινερ, όπου διαµένει τους τελευταίους οκτώ µήνες µε τον σύζυγό της, Μοχάµαντ, στη δοµή φιλοξενίας των ∆ιαβατών.

Η αναζήτηση εργασίας από πρόσφυγες στην Ελλάδα της κρίσης δεν είναι εύκολη, αλλά αποτελεί το απαραίτητο βήµα που θα τους αποδεσµεύσει από την γκετοποίηση των καµπ και θα τους οδηγήσει στην επόµενη µέρα, αυτήν της κοινωνικής ένταξης. Ηδη, σχετικές πρωτοβουλίες µη κυβερνητικών οργανώσεων άρχισαν να παράγουν τα πρώτα αποτελέσµατα, παρά την περιορισµένη προς το παρόν ανταπόκριση.

Ο διερµηνέας από το Χαλέπι

Ο Μαχµούντ ήταν τριτοετής φοιτητής του Τµήµατος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πολυτεχνείου στο Χαλέπι την άνοιξη του 2016, όταν υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει σπουδές, οικογένεια και φίλους και να πάρει τον δρόµο της προσφυγιάς προς την Ευρώπη, µαζί µε τον µεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος είχε τελειώσει Φαρµακευτική.

«Είχαµε σπίτια και µαγαζιά. Ο πατέρας µου είχε σχολές οδηγών. Ολα ισοπεδώθηκαν. Αναγκάστηκα να τα παρατήσω και να φύγω» λέει στο «Εθνος». Μέσω Τουρκίας πέρασε στη Λέσβο, όπου έζησε για µήνες στη Μόρια, προτού µεταφερθεί στη δοµή φιλοξενίας στα πρώην δηµοτικά σφαγεία των Γιαννιτσών Πέλλας. Όταν αυτή η ακατάλληλη δοµή έκλεισε, ο Μαχµούντ µεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, έχοντας ήδη εξασφαλίσει άσυλο.

Ανήσυχο πνεύµα, έβαλε τότε στόχο να µην αρκεστεί στην κρατική αρωγή, αλλά να αναζητήσει την τύχη του στηριζόµενος στις δικές του δυνάµεις. «Μιλάω καλά αγγλικά και αυτό µε βοήθησε να γνωρίσω ανθρώπους, να µάθω πράγµατα και να καταλάβω πώς λειτουργεί το σύστηµα στην Ελλάδα. Με τη βοήθεια του Συµβουλίου για τους Πρόσφυγες πήγα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και έµαθα ελληνικά. Το πρώτο που πρέπει να κάνει κάποιος είναι να µάθει τη γλώσσα της χώρας στην οποία µένει. Έτσι, µε “όπλα” τις τρεις γλώσσες, έστειλα παντού βιογραφικά και βρήκα δουλειά ως street worker στην ΑΡΣΙΣ. Τώρα µένουµε µε τον αδελφό µου στο δικό µας σπίτι, πληρώνουµε τα έξοδά µας και κοιτάµε µπροστά».

Ξεκινώντας από τη Συρία πριν από 2,5 χρόνια, είχε σκοπό να φτάσει στη Γερµανία, αλλά τώρα έχει αλλάξει γνώµη. «Εδώ θέλω να µείνω. Μου φέρθηκαν καλά σε αυτήν τη χώρα, οι άνθρωποι είναι ζεστοί και χαµογελούν. Θα φύγω µόνο αν µείνω χωρίς δουλειά και δεν βρίσκω άλλη» λέει.
Ο 23χρονος Σύρος συνοδεύει συµπατριώτες του -και όχι µόνο- στις δηµόσιες υπηρεσίες προκειµένου να εκδώσουν ΑΜΚΑ και ΦΠΑ και τους παροτρύνει να πατήσουν κι αυτοί στα πόδια τους µέσα από την ένταξη στην αγορά εργασίας. «∆εν βλέπω να υπάρχει µεγάλη θέληση ακόµα. Οι περισσότεροι θέλουν µόνο να πάρουν το διαβατήριο και να πάνε στη Γερµανία» υπογραµµίζει.

Ξεριζωµένοι λόγω… έρωτα

Σε ένα κοντέινερ που µοιράζεται µαζί µε µια οικογένεια στη βόρεια πλευρά της δοµής φιλοξενίας των ∆ιαβατών Θεσσαλονίκης, στο πρώην στρατόπεδο Αναγνωστοπούλου, ζει τους τελευταίους οκτώ µήνες ένα νεαρό ζευγάρι Ιρανών.

Η 29χρονη Φατιµέ και ο 30χρονος Μοχάµαντ έγιναν πρόσφυγες λόγω του απαγορευµένου love story που τους ένωσε. Η οικογένεια της πρώτης δεν συναίνεσε στον συγκεκριµένο γάµο και έτσι το ζευγάρι κλέφτηκε και «δραπέτευσε» στην Ευρώπη.

«Το αδίκηµα αυτό είναι βαρύ και τιµωρείται µε φυλάκιση στη χώρα µας» λένε οι ερωτευµένοι νέοι, οι οποίοι φοβούνται να δείξουν τα πρόσωπά τους στον φακό, ενώ παρακαλούν να µην αναφερθούν τα επίθετά τους.

Από την Τεχεράνη, την οποία άφησαν πίσω τους πριν από έναν χρόνο, πέρασαν στην Τουρκία και από εκεί πήγαν αεροπορικώς στο Βελιγράδι. Στη συνέχεια, δεν κινήθηκαν βόρεια προς την Κεντρική Ευρώπη, αλλά ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία στους βαλκανικούς προσφυγικούς δρόµους πέρασαν στην ΠΓ∆Μ και από εκεί στην Ελλάδα.

Εδώ προσπαθούν να στήσουν µια καινούργια ζωή, µε τη Φατιµέ να κάνει πρώτη το βήµα, έχοντας βρει δουλειά µε τη βοήθεια του προγράµµατος εργασιακής συµβουλευτικής της ΑΡΣΙΣ. Η νεαρή Ιρανή εργάζεται δύο φορές την εβδοµάδα στη ΧΑΝΘ, ως νηπιαγωγός σε πρόγραµµα διαπολιτισµικής εκπαίδευσης του Παιδικού Κέντρου «∆ιά-∆ρασις» µε παιδιά προσχολικής ηλικίας, Ελληνόπουλα και προσφυγόπουλα.

«Ηµουν νηπιαγωγός στη χώρα µου. Αγαπώ τα παιδιά και αυτό µου δίνει δύναµη» λέει στο «Εθνος», προσθέτοντας ότι ονειρεύεται τη στιγµή που θα µπορέσει να βγει από το καµπ και να ξεκινήσει µια νέα ζωή µαζί µε τον άνδρα της: «Εδώ γίνονται φασαρίες καθηµερινά. Πριν από λίγες ηµέρες βγήκαν µαχαίρια και πήγαν δύο στο νοσοκοµείο. Φοβόµαστε. Θέλουµε να πάµε σε ένα µικρό διαµέρισµα κάπου στην πόλη. Να δουλεύουµε, να βγάζουµε τα έξοδά µας και να κάνουµε οικογένεια».

Προϋπόθεση για αυτό το βήµα είναι η ίδια να έχει πλήρη απασχόληση, αλλά και να βρει εργασία ο άντρας της. Ο 30χρονος Μοχάµαντ ήταν µέλος της Εθνικής οµάδας χόκεϊ επί χόρτου του Ιράν και τα τελευταία χρόνια προπονητής στο άθληµα, ενώ εργαζόταν και σε εταιρεία φύλαξης. Ανάλογη εργασία ψάχνει και στην Ελλάδα.

«Γνωρίζω ότι το χόκεϊ δεν είναι διαδεδοµένο άθληµα εδώ, αλλά υπάρχουν κάποια σωµατεία που ασχολούνται. Ελπίζω κάτι να γίνει, αλλά θα µπορούσα να δουλέψω και ως σεκιούριτι. Αγαπήσαµε την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, θέλουµε να µείνουµε εδώ, µε ηρεµία, µακριά από τα προβλήµατα που αφήσαµε πίσω» σηµειώνει ο Μοχάµαντ.

Από το καµπ στο µεροκάµατο

Ανάµεσα στους δεκάδες πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο που βγαίνουν καθηµερινά από την πύλη της δοµής των ∆ιαβατών βρίσκεται ένας αριθµός εργαζοµένων. Τουλάχιστον εννέα είναι αυτοί που έχουν βρει κανονικά µισθοδοτούµενη, νόµιµη και ασφαλισµένη εργασία, µε τη συνδροµή του προγράµµατος εργασιακής συµβουλευτικής που εφαρµόζει η Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων ΑΡΣΙΣ, ενώ αρκετοί άλλοι απασχολούνται παράτυπα σε διάφορες εργασίες.

«Πολλοί βγαίνουν το πρωί και επιστρέφουν το µεσηµέρι, λέγοντας ότι δουλεύουν» αναφέρει στο «Εθνος» ο συντονιστής της δοµής Κώστας Σηµιτόπουλος, προσθέτοντας πάντως ότι αυτό αφορά µια µικρή µειοψηφία στον πληθυσµό του καµπ και δεν µπορεί να εκληφθεί ως τάση µιας πορείας προς την κοινωνική ένταξη.

Τα σεµινάρια εργασιακής συµβουλευτικής που υλοποιεί η ΑΡΣΙΣ εντάσσονται σε ένα πολύπλευρο πρόγραµµα, το οποίο εφαρµόζεται σε συνεργασία µε τη διεθνή ανθρωπιστική οργάνωση ASB (Arbeiter Samariter Bund) και χρηµατοδοτείται από την Πολιτική Προστασία και την Ανθρωπιστική Βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ECHO).

Οι οµάδες κοινωνικής παρέµβασης της οργάνωσης ενηµερώνουν τους ενδιαφερόµενους για τις κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες θέλουν να µεταβούν, για την εργατική νοµοθεσία και τις τεχνικές εύρεσης εργασίας. Τους βοηθούν στη διαδικασία έκδοσης ΑΜΚΑ και ΑΦΜ και τους συνοδεύουν µε διερµηνείς στις δηµόσιες υπηρεσίες, τους παροτρύνουν να µάθουν τη γλώσσα και να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους, ενώ τους καθοδηγούν στη συµπλήρωση βιογραφικών και στην αναζήτηση εργασίας µέσω ∆ιαδικτύου.

«Οταν ξεκινήσαµε, οι περισσότεροι ήταν πάρα πολύ επιφυλακτικοί. Στην πορεία άρχισε να ενδιαφέρει όλο και περισσότερους» τονίζει στο «Εθνος» η υπεύθυνη του προγράµµατος, Μαρία Κουσκούκη, και προσθέτει: «Βασικό εµπόδιο στην εύρεση εργασίας αποτελεί η γλώσσα. Κάποιοι βρίσκουν δουλειά επειδή µιλούν καλά αγγλικά, ως διερµηνείς και σε άλλες εργασίες, όπως ξενοδοχειακές µονάδες ή σε προγράµµατα απασχόλησης παιδιών, άλλοι εργάζονται ως υπάλληλοι σε συµπατριώτες τους που έχουν ανοίξει εστιατόρια και άλλες µικρές επιχειρήσεις, ενώ υπάρχουν και αυτοί που γνωρίζουν βασικά ελληνικά και δουλεύουν ως εργάτες».

Κοµβικό ρόλο στην προσπάθεια εργασιακής ένταξης προσφύγων θα παίξει η αναγνώριση των προσόντων και των δεξιοτήτων τους, καθώς οι περισσότεροι έφυγαν από τις χώρες τους µε τα βασικά υπάρχοντα, στα οποία δεν περιλαµβάνονταν τα πτυχία τους.

«Συµβάλλουµε σε µια προσπάθεια που ξεκίνησε, από τη µια, από το αφγανικό προξενείο για τη συγκέντρωση των στοιχείων και, από την άλλη, µε το Ευρωπαϊκό ∆ιαβατήριο Προσόντων Προσφύγων, που περιλαµβάνει την ηλεκτρονική συµπλήρωση φόρµας, συνεντεύξεις µέσω Skype και αξιολογήσεις προσόντων» καταλήγει η Μ. Κουσκούκη

ΘεσσαλονίκηΣυρίαπρόσφυγες