Ελλάδα|22.11.2019 16:21

Γεφύρι της Πλάκας: «Έτσι ξαναχτίσαμε την ιστορία» (pics)

Βασίλης Ιγνατιάδης

Η αινιγματική «καμπούρα» στο υψηλότερο σημείο του τόξου της γέφυρας, οι χαλύβδινες ενισχύσεις και ξυλοδεσιές στη δόμηση των βάθρων, το θαυματουργό κονίαμα με τη μυστηριώδη σύνθεση και ο θρύλος για τα 10.000 ...αβγά που χρησιμοποιήθηκαν στο μίγμα.

Ο πρωτομάστορας του Γεφυριού της Πλάκας στον Άραχθο, Κώστας Μπέκας, πήρε μαζί του τα μυστικά μιας άρτιας τεχνικά κατασκευής του 1866, που άντεξε για 149 χρόνια, μέχρι το 2015, όταν κατέρρευσε στη διάρκεια θεομηνίας, λόγω υποσκαφής των θεμελίων ενός από τα δύο βάθρα του. Εξειδικευμένοι επιστήμονες του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου «διάβασαν» τα συντρίμμια στην κοίτη του ποταμού και αποκρυπτογράφησαν κάποια από τα ιδιαίτερα στοιχεία της μαστοριάς του Μπέκα και των άλλων «κιοπρουλήδων» (λαϊκών μαστόρων της γεφυροποιίας) του 19ου αιώνα.

Οι σύγχρονοι Ηπειρώτες μάστορες της πέτρας, που ολοκληρώνουν σε μερικές εβδομάδες το έργο της αναστήλωσης, ακολούθησαν κατά γράμμα τις ίδιες τεχνικές, με στόχο το νέο γεφύρι να είναι στον υψηλότερο δυνατό βαθμό ακριβές αντίγραφο του αυθεντικού. Ακόμη και κάποια χαρακτηριστικά που κρίθηκε πως δεν βοηθούν την στατικότητα του γεφυριού αντιγράφηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Αν εξαιρέσει κανείς τα σύγχρονα μέσα μεταφοράς των υλικών, που αντικατέστησαν τα μουλάρια, και το μεταλλικό καλούπι πάνω στο οποίο χτίζεται η κατασκευή, αντί του ξύλινου του 19ου αιώνα, οι υπόλοιποι νεωτερισμοί είναι ελάχιστοι.

«Η επεξεργασία της πέτρας γίνεται με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο των πελεκητών μαστόρων, ενώ και τα εργαλεία είναι κατά βάση όμοια με αυτά που χρησιμοποίησε το «μπουλούκι» του Μπέκα: ματρακάδες, καλέμια, τσόκια κ.ά.», λέει στο «Έθνος της Κυριακής» ο Παναγιώτης Κωστούλας, επί τόπου μηχανικός του έργου και μέλος της διεπιστημονικής ομάδας «Μπουλούκι», που στοχεύει στη μελέτη και διάσωση των παραδοσιακών τεχνικών δόμησης.

Οι ξυλοδεσιές, η «καμπούρα» και τα 10.000 αβγά

Για την κατασκευή του γεφυριού εφαρμόστηκαν περίπου 12 διαφορετικά είδη λιθοπλοκής (τρόποι χτισίματος της πέτρας), όπως αυτά αποτυπώθηκαν στα τμήματα που κατέρρευσαν, συμπεριλαμβάνοντας και την εσωτερική δόμηση με πωρόλιθο πάνω από τα τόξα.

«Η εργαστηριακή ανάλυση δεν κατάφερε ως τώρα να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την παρουσία 10.000 αυγών στο μίγμα του κονιάματος»

Η πέτρα που χρησιμοποιήθηκε, παρόλο που ορυκτολογικά είναι σχεδόν κατά 95% ίδια με αυτή της αυθεντικής κατασκευής, προέρχεται από άλλο, γειτονικό νταμάρι, αυτό της Δαφνούλας και όχι αυτό του Ραφτανίτικου Ποταμού, από όπου πιθανολογείται ότι εξορρύχθηκε η πέτρα τον 19ο αιώνα.

Το κονίαμα που χρησιμοποιήθηκε ως συγκολλητικό υλικό ανάμεσα στις πέτρες είναι ένα ασβεστοκονίαμα υδραυλικής φύσεως, που προσομοιάζει σε αυτό της αρχικής κατασκευής. Για την ακριβή της σύνθεση έγινε πολύμηνη έρευνα από εξειδικευμένους χημικούς μηχανικούς. Η εργαστηριακή ανάλυση δεν κατάφερε ως τώρα να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την παρουσία 10.000 αυγών στο μίγμα του κονιάματος (μετά από 150 χρόνια είναι δύσκολο να βρεθούν ίχνη οργανικού υλικού). Η συγκεκριμένη πληροφορία, που διαδόθηκε από γενιά σε γενιά ως το μυστικό για την ανθεκτικότητα της κατασκευής, θα μπορούσε να ανάγεται στη σφαίρα του μύθου.

Ο Παναγιώτης Κωστούλας, επιβλέπων μηχανικός και μέλος της ομάδας "Μπουλούκι"

Οι χαλύβδινες ενισχύσεις στην δόμηση των βάθρων, που λειτουργούν ως σύνδεσμοι για την συγκράτηση των πετρών στις διαφορετικές παρειές τους, αντιγράφηκαν επίσης, με τη διαφορά ότι τώρα είναι ανοξείδωτες, με στόχο τη μεγαλύτερη διάρκειά τους.

Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν «ξυλοδεσιές» (ξύλινες συνδέσεις των τοίχων μεταξύ τους), παρόλο που είναι δεδομένο πως θα διαβρωθούν από τον χρόνο, όπως συνέβη με αυτές του αρχικού γεφυριού. Οι απόψεις των τεχνικών αναφορικά με την χρησιμότητα των συνδέσεων αυτών διίστανται, με άλλους να υποστηρίζουν πως χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση των βάθρων και άλλες απλά για τη συνοχή και συγκράτηση του συνόλου της κατασκευής έως την ολοκλήρωσή  του. Είναι χαρακτηριστικό πως μόνο τρύπες και κάποια υπολείμματα ξύλου είχαν απομείνει στις δύο από τις συνολικά τέσσερις σχάρες του ανατολικού βάθρου του γεφυριού, ενώ ισάριθμες πιθανολογείται πως υπάρχουν και στο δυτικό.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό της αυθεντικής κατασκευής που προβλημάτισε τους επιστήμονες ήταν η διπλή καμπυλότητα στην κορυφή του κεντρικού τόξου της γέφυρας. Ένας δεύτερος νοητός μικρότερος κύκλος δημιουργούσε μια ασυνέχεια. Σχημάτιζε μια «καμπούρα» που ανέβαζε το ύψος του «κλειδιού» κατά περίπου μισό μέτρο ψηλότερα από εκεί που θα έφτανε αν ακολουθούνταν το ημικύκλιο του κεντρικού τόξου. Το «κλειδί» είναι η τελευταία πέτρα που τοποθετείται στην κορυφή του τόξου και «δένει» το σύνολο της κατασκευής που «κάθεται» στο βάρος της.

«Είναι σίγουρο πως ήταν επιλογή του κατασκευαστή και όχι κακοτεχνία. Παρόλο που κρίθηκε στην στατική μελέτη ως κάτι αρνητικό, αποφασίστηκε να επαναληφθεί και στην καινούργια γέφυρα, προκειμένου να γίνει πιστή αντιγραφή της αυθεντικής κατασκευής», εξήγησε ο κ.Κωστούλας και πρόσθεσε: «Αυτό έγινε, φυσικά, αφού πρώτα επιβεβαιώθηκε πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν επικίνδυνο για την στατικότητα της γέφυρας. Άλλωστε, το γεφύρι της Πλάκας άντεξε 150 χρόνια και κατέρρευσε για λόγους που σχετίζονται με την υποσκαφή του βράχου, όπου εδραζόταν το ανατολικό βάθρο του».

Η Ήπειρος παίρνει πίσω μέρος της ιστορίας της

Σήμερα το έργο της ανακατασκευής του ιστορικού γεφυριού βρίσκεται πολύ κοντά στην ολοκλήρωση. Απομένουν μόλις 6 μέτρα -από ένα σύνολο μήκους 61 μέτρων- για το κλείσιμο του κεντρικού τόξου και την τοποθέτηση του «κλειδιού», κάτι που αναμένεται να ολοκληρωθεί ως το τέλος Νοεμβρίου.

Θα ακολουθήσουν κάποιες δευτερεύουσες εργασίες, όπως το στρώσιμο στα στηθαία και στο κατάστρωμα (το καλντερίμι πάνω στο τόξο). Αν το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες, αυτές οι εργασίες θα ολοκληρωθούν πριν από τα Χριστούγεννα.

Στη συνέχεια θα γίνει βαθμιαία το ξεκαλούπωμα της κατασκευής και ο ταυτόχρονος έλεγχος, που αναμένεται να συνεχιστεί και το νέο έτος.

Μαζί με το μνημείο αναμένεται να παραδοθεί και ένα λιθόστρωτο καλντερίμι, μήκους 400 μέτρων, που οδηγεί στο γεφύρι και στο ομώνυμο χωριό, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί τα τελευταία χρόνια, μετά την κατασκευή άλλου σύγχρονου μονοπατιού που ακολουθεί την κοίτη του Αράχθου.

Εκεί στήθηκε τους δύο περασμένους μήνες ένα πρότυπο «σχολείο» για την τέχνη της πέτρας, που συνδύασε την ανακατασκευή του καλντεριμιού με την εκπαίδευση νέων μαστόρων στα μυστικά της, με ευθύνη της διεπιστημονικής ομάδας «Μπουλούκι».

Στο πρώτο εργαστήριο δούλεψαν με καθεστώς μαθητείας 9 επαγγελματίες τεχνίτες του κλάδου της οικοδομής (6 Έλληνες και 3 από χώρες των Βαλκανίων), υπό την καθοδήγηση των έμπειρων πετράδων Δημήτρη Φώτη, Κώστα Ταρνανά και Γιώργου Αναστασιάδη. Στο τέλος της δίμηνης μαθητείας έγινε το δεύτερο, παράλληλο εντατικό εργαστήριο, για 27 άτομα διάφορων ειδικοτήτων.

«Το project ολοκληρώθηκε με μεγάλη επιτυχία, κάνουμε τώρα τα τελευταία μερεμέτια, όπως η αρμολόγηση της ξερολιθιάς με άμμο και χώμα», είπε ο κ.Κωστούλας και πρόσθεσε: «Ορισμένοι από τους μαθητευόμενους ανταποκρίθηκαν καλά και έδειξαν σημαντικές δεξιότητες. Ο αρχικός στόχος, που ήταν να προκύψει νέο δυναμικό από μάστορες της πέτρας, φαίνεται να επιτυγχάνεται, καθώς οι μάστορες – εκπαιδευτές εξέφρασαν την πρόθεση να προσλάβουν ως βοηθούς κάποιους εξ αυτών σε επόμενα έργα».

Μια τέχνη που χάνεται

Ο Δημήτρης Φώτης, ένας από τους δασκάλους – πετράδες του project στην Πλάκα έμαθε την τέχνη της πέτρινης δόμησης από τον πατέρα του, ο οποίος την είχε διδαχτεί από τον δικό του πατέρα, σε μια αλυσίδα που πηγαίνει πολλές γενιές πίσω στο χρόνο.

Μύηση στα μυστικά της πέτρας από τον έμπειρο τεχνίτη Δημήτρη Φώτη

Όπως λέει, η τεχνική της ξερολιθιάς παραμένει ίδια και απαράλλαχτη εδώ και αιώνες. «Δουλεύουμε με τα ίδια εργαλεία -βαριά, καλέμι ματρακάς, τσόκια, χτένια, κόφτες κλπ. Εγώ έχω εργαλεία των παππούδων μου. Δεν υπάρχει καμία μηχανική υποστήριξη. Ακολουθούμε αρχέγονες τεχνικές, όλες με χειρονακτική εργασία. Ακόμα και η μεταφορά των υλικών γίνεται με τα χέρια, από τον έναν στον άλλο, σε σχηματισμό αλυσίδας», επισημαίνει στο «ΕτΚ».

Ο κ.Φώτης παρατηρεί με λύπη του σήμερα πως οι συνεχιστές είναι λίγοι και ανησυχεί. «Δουλειά υπάρχει, αλλά οι νέοι δεν θέλουν να την ακολουθήσουν. Είναι απαιτητική και δύσκολη», σημειώνει.

ΤζουμέρκαγέφυρααρχιτεκτονικήΕθνικό Μετσόβιο ΠολυτεχνείοΉπειρος