«Οι διεθνείς τάσεις δεν φαίνεται να επηρεάζουν την αγορά χοιρινού κρέατος», αναφέρεται σε ανακοίνωση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, Στέργιου Πιτσιόρλα, μετά τη γνωστοποίηση ότι θα αυξηθεί η τιμή για το σουβλάκι. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, «τον τελευταίο μήνα παρατηρείται μία ελαφρά αύξηση στις τιμές λιανικής χοιρινού της τάξης του 1-2%», ενώ σημειώνει ότι «δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το εάν η αυξητική τάση στις διεθνείς τιμές χοιρινού μεταφερθεί στις τιμές καταναλωτή, όμως τα στοιχεία τιμών λιανικής δεν δείχνουν μεγάλο βαθμό συσχέτισης». Η ανακοίνωση αναφέρει, ακόμη, ότι οι διεθνείς τιμές για ζώντα χοιρινά αυξήθηκαν κατά 77,5% το τελευταίο διάστημα και ότι στις τιμές χονδρικής στην Ελλάδα σημειώθηκε αύξηση κατά μέσο όρο 6% τις τελευταίες τρεις ημέρες και ότι «οι επόμενες ημέρες θα καταδείξουν το πότε και το πόσο θα αυξηθούν οι τιμές στον καταναλωτή». Ολόκληρη η ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομίας Σε παγκόσμιο επίπεδο οι διεθνείς τιμές χοιρινού κρέατος έχουν αυξηθεί σημαντικά ως αποτέλεσμα ενός ιού που αποδεκατίζει τη βιομηχανία γουρουνιών της Κίνας. Οι μεταποιητές κρέατος σε όλο τον κόσμο πωλούν περισσότερο χοιρινό κρέας στην Κίνα για να καλύψουν τις ελλείψεις που προκαλούνται από την εκδήλωση αφρικανικής πανώλης των χοίρων. Η συνέπεια είναι οι αυστηρότερες προμήθειες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, η οποία ωθεί τις τιμές. Η τάση είναι πιθανό να συνεχιστεί καθώς η ασθένεια εξαπλώνεται γρήγορα σε όλη την Κίνα, τον μεγαλύτερο παραγωγό και καταναλωτή στον κόσμο. Η ασθένεια, η οποία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στη βιομηχανία κρέατος της Κίνας, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις, από την ώθηση των τιμών των τροφίμων στην αυξανόμενη ζήτηση για άλλα κρέατα, όπως το κοτόπουλο και το βόειο κρέας. Η παραγωγή χοιρινού κρέατος στη χώρα μπορεί να μειωθεί κατά 30% φέτος, σύμφωνα με έκθεση της Rabobank International. Η Κίνα πραγματοποίησε πρόσφατα τη μεγαλύτερη εβδομαδιαία αγορά χοιρινού κρέατος στις ΗΠΑ και μετοχές της JBS SA, του μεγαλύτερου παραγωγού κρέατος στον κόσμο . Δεν είναι μόνο η Κίνα που αγωνίζεται με την εξάπλωση της ασθένειας. Στην Ευρώπη, υπάρχουν φόβοι ότι ο ιός, που εντοπίστηκε στους αγριόχοιρους στο Βέλγιο πέρυσι, θα μπορούσε να μολύνει κατοικίδια γουρουνάκια σε μεγάλους εξαγωγείς, όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Η Γαλλία βρίσκεται στη διαδικασία κατασκευής ενός φράχτη που εκτείνεται σε δεκάδες χιλιόμετρα κοντά στα σύνορα σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η ασθένεια. Οι τιμές εκκαθάρισης των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης για ζώντα χοιρινά στο χρηματιστήριο αγαθών του Σικάγο (CME) αυξήθηκαν κατά 77,5% (από 53,9 $/lb στις 25/2/19 σε 95,68 $/lb στις 22/3/2019), ενώ στις 18/4/19 η τιμή εκκαθάρισης ήταν στα 96,75 $/lb, που αποτελεί υψηλό τετραετιάς από το Σεπτέβριο 2014. Αξίζει, όμως να σημειωθεί ότι κατά το τελευταίο έτος (20/4/18 – 18/4/19) η τάση δεν ήταν συνεχώς αυξητική στο εν λόγω χρηματιστήριο, το αντίθετο. Όσον αφορά την εγχώρια κατανάλωση, οι ανωτέρω αυξομειώσεις δεν φαίνεται να επηρεάζουν την αγορά χοιρινού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, οι τιμές χοιρινού κρέατος εισαγωγής είναι μάλλον σταθερές. Στο παρακάτω διάγραμμα εμφανίζονται οι μέσες μηνιαίες τιμές χοιρινού λιανικής από τον Ιαν. 2018 έως και τον Απρ. 2019. Το ελάχιστο περιόδου παρατηρήθηκε τον Νοέμβριο 2018 (4,29 €/kgr) και το μέγιστο το Μάιο 2018 (4,48 €/kgr) με μέσο όρο περιόδου στα 4,40 €/kgr Τον τελευταίο μήνα παρατηρείται μία ελαφρά αύξηση στις τιμές λιανικής χοιρινού της τάξης του 1-2%, γεγονός που καταγράφεται στον υποδείκτη για το χοιρινό κρέας του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, στοιχεία του οποίου δημοσιεύει μηνιαία η ΕΛΣΤΑΤ. Δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το εάν η αυξητική τάση στις διεθνείς τιμές χοιρινού μεταφερθεί στις τιμές καταναλωτή, όμως τα στοιχεία τιμών λιανικής δεν δείχνουν μεγάλο βαθμό συσχέτισης. Σε επίπεδο χονδρικής τις τελευταίες τρεις ημέρες έχει καταγραφεί άνοδος κατά μέσο όρο ύψους 6%, η οποία αντιστοιχεί σε 0,15 € ή 0,19 € αν συμπεριλάβουμε το ΦΠΑ. Οι επόμενες ημέρες θα καταδείξουν το πότε και το πόσο θα αυξηθούν οι τιμές στον καταναλωτή.