Έρημα χωριά στην Ευρυτανία: αυτοί που δεν νοιάστηκαν για τον χαιρετισμό του Μασκ ή ποιος ορκίστηκε πρόεδρος των ΗΠΑ
🕛 χρόνος ανάγνωσης: 6 λεπτά ┋

Αν τους ρωτήσεις τι σκέπτονται για τον Τραμπ θα σε κοιτάξουν με βλέμμα-θεριού, θα στρίψουν ένα τσιγάρο, θα τ’ ανάψουν και θα σε τρομάξει η σιωπή τους…
Ποιος Τραμπ, ποιος Μασκ, ποιος Καμμένος και ποιος Τασούλας και ποια Ελλάδα; Εκεί πάνω στα βουνά, άλλου κόσμου μαχαιριά…
Ταξιδέψαμε (ξανά) στη δυτική Ευρυτανία· εκεί που ο χειμώνας είναι ο συχνός επισκέπτης, αναιδής, το καλοκαίρι ταχύ και η άνοιξη-άνεμος που περνάει… Φθινόπωρο; Ξεχασμένος συγγενής!
Μικρά χωριά, μεγάλα κενά. Επινιανά, Παλιοκατούνα, Δάφνη, Μαυρομμάτα, Χρύσω, Άγιος Δημήτρης… Όλα τους τρυπωμένα σαν ρόζοι πάνω στα έλατα· τραυματίζουν το κορμί του δάσους και βάφουν των βράχων τη μονοτονία.
Στα Επινιανά έβρεχε· βροχή και δεν υπάρχουν πια μικρά παιδιά να την κοιτάζουν χαρούμενα. Βροχή που ακούν οι γέροι
με σκυθρωπήν υπομονή, με βαρεμό κι ανία…
Καπνός αναθρώσκων...
Μοναδικό σημάδι ζωής: καπνός αναθρώσκων σε νοτισμένο καφενείο. Μέσα, τρεις άνθρωποι: μια ηλικιωμένη, ένας λεβέντης μεσήλικας κι ένας αλαφροΐσκιωτος. Στον τοίχο ένας «εύζωνας» κιτρινισμένος από τους καιρούς.
«Ο άντρας μου ήταν τσολιάς στην ανακτορική φρουρά», λέει με καμάρι η γυναίκα. Οι άλλοι δεν μιλούν. Και τι να πουν; Ο αλαφροΐσκιωτος έχει μπροστά του ένα ποτήρι τσίπουρο· νεροπότηρο. «Στη Ρωσία με έλεγαν ξένο. Έφυγα με τον Εμφύλιο, παιδάκι. Όταν γύρισα στον τόπο μου με είπαν Ρώσο»… Πίνει να ξεχάσει, λέει κι όταν τον ρωτήσεις: «τι να ξεχάσεις;», γελάει κι απαντά: «… ξέχασα»!
Ο τρίτος, ο Γιώργης ο Γαντζούδης, γελάει μοναχά. Πίνει από το πρωί κι είναι μεσημέρι. Κι’ απέξω εκείνος, ο νικημένος ήχος της βροχής, τακ τακ τακ… Βραδύγλωσση βροχή.
Γελάει, λεκιασμένος από τον χρόνο. Επισκέπτες εμείς από άλλον κόσμο. Η βροχή θαμπώνει τον δρόμο που πήραμε· ξεχνάς από πού ήρθες, τι γυρεύεις εκεί πάνω, γιατί και πού να γυρίσεις… Έτσι Αντώνη;
Ο τσολιάς επτά χρόνια στο χώμα και τώρα «άγιος» στον τοίχο. Τα Επινιανά- όμορφο χωριό- μια αιωνιότητα στο κενό του σύμπαντος των Αγράφων…
«Το Γιορντάνκα δεν το δέχονται…»
Στη Δάφνη βλέπεις «σχολείο» κι αναθαρρεύεις: έχει παιδάκια; «Τέσσερα όλα κι όλα· τα τρία μιας οικογένειας…».
Κι εκεί καφενείο γεμάτο σιωπή κι’ απόντες· ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι…
Τρεις κι εκεί: μια μελαχρινή γεροδεμένη γυναίκα κοντά στα πενήντα, ένας σιωπηλός μάρτυς κάθε εγκλήματος της Πολιτείας με παχύ μουστάκι και βλοσυρό βλέμμα κι ένας μισότρελος. Παντού υπάρχει ένας σαλεμένος, πάντα, όσο και να περισσεύουν οι λογικοί…
Κι εδώ τα ίδια: μοναξιά κι απαξίωση από τους «από πάνω».
Σήμερα δεν βρέχει, αλλά είναι σαν να έβρεξε χρόνια ατελείωτα πάνω στις στέγες.
«Από τη Βουλγαρία είμαι, Ιορδανία με φωνάζουν. Το Γιορντάνκα δεν το δέχονται…», λέει η μελαχρινή γυναίκα και γεμίζει τα ποτήρια.
Μπαίνει και τέταρτος και πέμπτος στο καφενείο. Εδώ πολυκοσμία…
Οι επισκέπτες σπάνε τη σιωπή του «καθεμέρα». Ο ένας πιάνει μια γωνία, ο άλλος την άλλη, η γυναίκα σερβίρει δίχως να μιλάει. Όλοι τα ξέρουν όλα. Τι άλλο να πουν; «Αντίς να φτιάξουν ένα δρόμο να παγένουμε Καρδίτσα, φκιάνουν αδιέξοδα»…
«Μάνα θα πάω στο Νορθ Καρολάινα» είπε και δεν γύρισε. Άλλοι γυρίσανε. Έρχονται στα χωριά, δείχνουν ότι «πιάστηκαν» και φεύγουν πάλι. «Και δίχως πόδια θα ξανάρθουμε» υπόσχονται, αλλά οι καιροί βαραίνουν το νου κι ας είναι τα πόδια στη θέση τους.
Γυρίζουμε την πλάτη στη μαραμένη Δάφνη με γεύση από ένα λουκουμάκι- τριαντάφυλλο. Θα ξανάρθουμε…
Χιόνι και πόνοι...
Στα Φιδάκια χιόνι. Πολύ χιόνι. Πέρασαν οι Γιορτές και πάλι μόνοι… Κάποιοι λατρεύουν το χιόνι· να βγάζουν σέλφις, να τις «ανεβάζουν» για να μανιάσουν οι άλλοι, οι «φίλοι»… «Snow in Paradise» γράφουν στην ανάρτηση και κομπάζουν με ανοησία περισσή.
Κάποιοι άλλοι μισούν το χιόνι: «Περιμέναμε δέκα παρέες· δεν πέρασαν, κόλλησαν στον πάγο. Μας έμειναν όλα»… Ταβερνιάρης ο χιονοσκεπής... Το χιόνι, για άλλους: η διέξοδος προς την ολισθηρή ευτυχία, για κάποιους- πολλούς- ασπρισμένοι θυμοί. Κι οι ψυχές όλων: χιόνι απάτητο…
«Να πάμε Μαυρομάτα;»
«Και ποιον να βρείτε ‘κει; Κι’ από το αδειανό πιο άδειο»!
«Χρύσω;»
«Λίγοι πεθαμένοι, κόκκαλά θαμμένα, μοναξιά θανατερή»…
«Άη Δημήτρης;»
Χνάρια λησμονιάς στη λάσπη. Ερημωμένα χωριά, ο χρόνος έχει κολλήσει σαν τον πάγο στο παπούτσι: λασπωμένος και επίμων…
Όλοι τους, έρημα χωριά...
Δυτική Ευρυτανία. Ο Σωτήρης ο Ντάλας στην Κρέντη με καημό για τα «γρούνια», ο Σούζας στη Γούρδεση να αντιμάχεται τη σιωπή των βουνών και να κερνάει όνειρα, ο Κωστάκης ο Μήτσιος να στοιχηματίζει πώς αύριο θα κερδίσει έστω μια σταγόνα ουρανού που δεν έσταξε ποτέ… Η Χριστίνα στη Βίνιανη να χαμογελάει λιακάδες μέσα σε σκυθρωπές θύελλες. Η Πηνελόπη στο Κεράσοβο ανάβει αμέτρητους πολυελαίους στον τρούλο της σκοτεινής απεραντοσύνης μιας ατέλειωτης Οδύσσειας... Ο Γρηγοράκης ο Σκλαπάνης που νοιάζεται νύχτα μέρα για τα ζώα... Κι όλοι αυτοί μαζί να υφαίνουν «έρημα χωριά».
- Μήπως είδατε την ορκομωσία του Τραμπ;
- Τραμπ τραμπ τραμπ;
Ποιος νοιάζεται για το αν χαιρέτισε ναζιστικά ο Μασκ; Ποιος Μασκ στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο που δεν σταματάει να ρέει σαν τον Μέγδοβα. Έρημα χωριά με νύχτες απέραντες, πένθη ατέλειωτα. Βουλιαγμένοι σε μόνιμους χειμώνες, αλλά δυνατοί· ένα μικρό θαμπό φως που ρίχνει το χαμόγελό τους στο απέραντο σκοτάδι, ο κόσμος τους!
Τέμπη: Βρέθηκε στο Κουλούρι το μαύρο κουτί της εμπορικής αμαξοστοιχίας - Ήταν εκτός λειτουργίας από το 2018
Τέμπη: «Ο πυροσβέστης μου είπε να φέρω τα ψαλίδια» - Η δραματική μαρτυρία επιζώντα για τις επιχειρήσεις διάσωσης
Ο χειμώνας δεν είπε την τελευταία του λέξη: Από τη βαθιά Άνοιξη στο τσουχτερό κρύο - Πρόγνωση Μαρουσάκη
«Περπατήσαμε μαζί μέχρι τη γέφυρα» - Μάρτυρας υποστηρίζει ότι συνάντησε τον Βασίλη Καλογήρου την ημέρα της εξαφάνισης του
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr