Υγεία|11.10.2023 21:55

Θα ζήσουμε μέχρι τα 100; Επιστήμονες ανακάλυψαν βιοδείκτες στο αίμα που ίσως προβλέπουν τις πιθανότητες

Newsroom

Την ταχύτερα αυξανόμενη δημογραφική ομάδα του παγκόσμιου πληθυσμού αποτελούν οι 100άχρονοι καθώς, από τη δεκαετία του 1970 και περίπου κάθε 10 χρόνια, διπλασιάζεται ο αριθμός τους. Η κατανόηση των μυστικών της μακροζωίας, ωστόσο, δεν είναι μία εύκολη υπόθεση καθώς περιλαμβάνει την -καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής-«αποκωδικοποίηση» της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης της γενετικής προδιάθεσης και των παραγόντων του τρόπου ζωής ενός ατόμου.

Οι επιστήμονες, τα τελευταία χρόνια, μελετούν ανθρώπους που διανύουν την ένατη δεκαετία και εκατοντάχρονους, μη αιωνόβιους, καθώς μπορούν να μάς βοηθήσουν να κατανοήσουμε πώς να ζούμε περισσότερο και πώς να γερνάμε καλύτερα. Οι μελέτες για τους εκατοντάχρονους, μέχρι στιγμής, υπήρξαν συχνά μικρής κλίμακας ενώ επικεντρώνονταν σε μια επιλεγμένη ομάδα. Οι εκατοντάχρονοι σε οίκους ευγηρίας, για παράδειγμα, αποκλείονταν. Πρόσφατη μελέτη που διεξήχθη στη Σουηδία, όμως, εντόπισε, στους ανθρώπους που ζουν μετά τα 90, κοινούς βιοδείκτες, μεταξύ των οποίων και τα επίπεδα χοληστερόλης και γλυκόζης.

Η μεγαλύτερη μελέτη μέχρι στιγμής

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη -μέχρι σήμερα- μελέτη που συγκρίνει προφίλ βιοδεικτών οι οποίοι, μάλιστα, μετρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής αιωνόβιων και άλλων με μικρότερη διάρκεια ζωής. Οι επιστήμονες διερεύνησαν τη σχέση μεταξύ των προφίλ και της πιθανότητας των ανθρώπων να γίνουν εκατοντάχρονοι, συγκρίνοντας τα προφίλ των βιοδεικτών τους, με άλλα, ανθρώπων με μικρότερη διάρκεια ζωής. «Η μελέτη μας περιλάμβανε δεδομένα από 44.000 Σουηδούς που υποβλήθηκαν σε αξιολογήσεις υγείας σε ηλικίες 64 έως 99 ετών – ήταν δείγμα της λεγόμενης κοόρτης Amoris. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες αυτοί παρακολουθήθηκαν μέσω των δεδομένων των σουηδικών μητρώων για έως και 35 χρόνια. Από αυτά τα άτομα, 1.224, ή το 2,7%, έζησαν μέχρι τα 100. Η συντριπτική πλειονότητα (85%) των εκατοντάρηδων ήταν γυναίκες», σημείωσε η επιδημιολόγος στο Ινστιτούτο Karolinska, Κάριν Μόντιγκ.

Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν δώδεκα βιοδείκτες με βάση το αίμα που σχετίζονται με τη φλεγμονή, το μεταβολισμό, τη λειτουργία του ήπατος και των νεφρών, καθώς και με πιθανό υποσιτισμό και αναιμία. Πρόκειται για παράγοντες που, σε προηγούμενες μελέτες, έχουν όλοι συσχετιστεί με τη γήρανση ή τη θνησιμότητα.

Το ουρικό οξύ ήταν ο βιοδείκτης που σχετιζόταν με τη φλεγμονή. Το ουρικό οξύ είναι ένα προϊόν αποβλήτων στο σώμα που προκαλείται από την πέψη ορισμένων τροφών. Η ερευνητική ομάδα εξέτασε επίσης δείκτες που σχετίζονται με τη μεταβολική κατάσταση και λειτουργία, συμπεριλαμβανομένης της ολικής χοληστερόλης και της γλυκόζης, καθώς και αυτούς που σχετίζονται με τη λειτουργία του ήπατος, όπως η αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (Alat), η ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (Asat), η λευκωματίνη, η γ-γλουταμυλοτρανσφεράση (GGT), η αλκαλική φωσφατάση (Alp) και η γαλακτική αφυδρογονάση (LD). Ακόμα, εξέτασαν την κρεατινίνη, η οποία συνδέεται με τη νεφρική λειτουργία, και τον σίδηρο και την ολική σιδηροδεσμευτική ικανότητα (TIBC), η οποία συνδέεται με την αναιμία. Τέλος, ερεύνησαν τη λευκωματίνη, έναν βιοδείκτη που σχετίζεται με τη διατροφή.

Χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης τους 100άχρονους

Όπως διαπίστωσαν στο σύνολό τους, οι ερευνητές, όσοι έφτασαν μέχρι τα 100 έτειναν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης και ουρικού οξέος από τα 60 τους χρόνια και μετά. Αν και οι διάμεσες τιμές δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των εκατοντάχρονων και των υπόλοιπων για τους περισσότερους βιοδείκτες, οι εκατοντάχρονοι σπάνια εμφάνιζαν εξαιρετικά υψηλές ή χαμηλές τιμές. Για παράδειγμα, πολύ λίγοι από τους εκατοντάρηδες είχαν επίπεδα γλυκόζης άνω του 6,5 νωρίτερα στη ζωή τους ή επίπεδα κρεατινίνης άνω του 125.

Τόσο οι αιωνόβιοι όσο και οι μη αιωνόβιοι, σε πολλούς από τους βιοδείκτες είχαν τιμές εκτός του εύρους που θεωρείται φυσιολογικό σύμφωνα με τις κλινικές κατευθυντήριες γραμμές. Πιθανώς αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, έχουν καθοριστεί με βάση έναν νεότερο και υγιέστερο πληθυσμό. «Όταν διερευνήσαμε ποιοι βιοδείκτες συνδέονται με την πιθανότητα να φτάσει κανείς τα 100, διαπιστώσαμε ότι όλοι εκτός από δύο – η αμινοτρανσφεράση της αλανίνης και η αλβουμίνη – από τους 12 βιοδείκτες έδειξαν σχέση με την πιθανότητα να φτάσει κανείς τα 100. Αυτό συνέβη ακόμη και μετά τη συνεκτίμηση της ηλικίας, του φύλου και της επιβάρυνσης από ασθένειες», σημειώνει η Μόντιγκ.

Τα άτομα που ανήκαν στην ομάδα με τα χαμηλότερα επίπεδα ολικής χοληστερόλης και σιδήρου είχαν μικρότερη πιθανότητα να φτάσουν τα 100 έτη σε σύγκριση με τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα. Εν τω μεταξύ, τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης, ουρικού οξέος και δεικτών για την ηπατική λειτουργία, είχαν μικρότερη πιθανότητα να γίνουν εκατοντάχρονοι. Σε απόλυτους όρους, οι διαφορές ήταν μάλλον μικρές για ορισμένους από τους βιοδείκτες, ενώ για άλλους οι διαφορές ήταν κάπως πιο σημαντικές. Για το ουρικό οξύ, για παράδειγμα, η απόλυτη διαφορά ήταν 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι στην ομάδα με τα χαμηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος είχαν 4% πιθανότητα να γίνουν 100 ετών, ενώ στην ομάδα με τα υψηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος μόνο το 1,5% έφτασε στην ηλικία των 100 ετών.

Η διατροφή και η κατανάλωση αλκοόλ

Ακόμη και αν οι διαφορές που ανακαλύψαν οι ερευνητές ήταν συνολικά μάλλον μικρές, υποδηλώνουν μια πιθανή σχέση μεταξύ της μεταβολικής υγείας, της διατροφής και της μακροζωίας. Η μελέτη, ωστόσο, δεν επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το ποιοι παράγοντες του τρόπου ζωής ή ποια γονίδια ευθύνονται για τις τιμές των βιοδεικτών. Ωστόσο, είναι λογικό να πιστεύουμε ότι παράγοντες όπως η διατροφή και η κατανάλωση αλκοόλ παίζουν ρόλο. Οι ερευνητές συστήνουν πάντως την παρακολούθηση των τιμών των νεφρών, του ήπατος, της γλυκόζης και του ουρικού οξέος. Επιπλέον, η τύχη πιθανότατα παίζει κάποιο ρόλο. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι διαφορές στους βιοδείκτες θα μπορούσαν να παρατηρηθούν έγκαιρα υποδηλώνει ότι τα γονίδια και ο τρόπος ζωής μπορεί επίσης να παίζουν ρόλο. 

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό GeroScience.

ειδήσεις τώραμελέτηέρευναυπερήλικοιηλικιωμένοι