Ιστορία|18.05.2021 17:24

Μικρασιατική καταστροφή: Μαρτυρίες που συγκλονίζουν ακόμη, σχεδόν 100 χρόνια μετά

Νίκος Τζιανίδης

Η γενιά που ‘ζησε το χαμό, πάει έφυγε. Οι επόμενες γενιές οφείλουν να μαθαίνουν από την Ιστορία, να θυμούνται από τις διηγήσεις και να κρίνουν αθώους και φταίχτες. Μικρασία 1922 και ο Ελληνισμός ξεριζώνεται, σφαγιάζεται, εξανδραποδίζεται. Ελλάδα 2020, έχει ηθική υποχρέωση τουλάχιστον να μην ξεχάσει.

Η λογοτεχνική «μαρτυρία»

Πώς περιγράφουν λογοτέχνες μας τον αφανισμό των Ελλήνων από τα Μικρασιατικά παράλια. Η στιβαρή πέννα τους και ο φορτισμένος συναισθηματικός τους κόσμος απλώνονται στο χαρτί και ζωντανεύουν τις μέρες και τις νύχτες του χαλασμού. 

Γιώργος Σεφέρης: Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα·πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί· κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνονται στα καταφύγια. Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.

Ηλίας Βενέζης: Περπατά και μετρά: Δυo κεφάλια…

Ένα πρωί μας παίρνουν καμιά εξηνταριά σκλάβους για μια μικρή αγγαρεία. Είναι λίγο όξω απ’ τη Μαγνησά. Δίπλα στις ράγιες του σιδηρόδρομου τελειώνει μια μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα στο Σίπυλο. Τη λεν «Κιρτίκ-ντερέ». Μες σ’ αυτή τη χαράδρα λογάριαζαν πως θα σκοτώθηκαν ίσαμε σαράντα χιλιάδες χριστιανοί απ’ τη Σμύρνη κι απ’ τη Μαγνησά, αρσενικοί και θηλυκοί. Τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Τα κορμιά λιώσανε το χειμώνα, και το νερό της χαράδρας που κατέβαινε από ψηλά έσπρωξε τα κουφάρια προς τα κάτω. Έτσι φτάξανε ίσαμε το δρόμο, στις ράγιες.

Ο Ντελλάρα σα θα ‘ρχόταν θα φούμερνε ένα πούρο. Μες στο «βαγκόν-λι». Θα κοίταζε απ’ το παραθυράκι όξω και θ’ αποθαύμαζε το τοπίον. Εκεί, άξαφνα, μπορούσε να προσέξει τα κουφάρια. Κεραμιδαριό η έκσταση! Λοιπόν η δουλειά μας όλη τη μέρα ήταν να σπρώξουμε τα κουφάρια, που ατάχτησαν, προς τα μέσα. Να μη φαίνουνται.

Στην αρχή μας έκανε κακό να τα πιάνουμε με τα χέρια μας, αγκαλιές αγκαλιές, και να τα κουβαλούμε. Μα σε λίγες ώρες οι πρώτες εντυπώσεις είχαν περάσει. Οι σκλάβοι κάναν κι αστεία.

– Τι βαστάς; ρωτούσε ένας.

Ο άλλος κοιτάζει την αγκαλιά του. Περπατά και μετρά:

– Δυo κεφάλια. Πέντε καλάμια. Έξι χτένια.

-Αρσενικοί, για θηλυκοί;

– Σαν αρσενικοί μοιάζουν.

– Δεν ψούνισες καλά, σύντροφε!

– Γιατί;

Ο άλλος δείχνει θριαμβευτικά τη δική του αγκαλιά:

– Κοίτα δω! Μια λεκάνη, δυο λεκάνες, τρεις λεκάνες! Και μοιάζει όλο γυναικείο πράμα….»

Κοσμάς Πολίτης: Εκεί απόβαλε το γιο μας

Η Κατερίνα κάθισε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλοτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ' Αλάνι, βαμμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ' Αλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς - και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Αϊ-Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τοπία - μην τρέχεις, είπε η Κατερίνα, το παιδί - τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, ήτανε γιος, το 'δα στη φλόγα του σπιτιού, κι η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα… Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα.

Διδώ Σωτηρίου: Ανάθεμα στους αίτιους!

«…τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να‘ ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες… Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε… Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε με αίμα… Ανάθεμα στους αίτιους!»

Εκείνοι που έζησαν τον θάνατο...

Αλλά και άνθρωποι απλοί – μάρτυρες του κακού εκείνων των ημερών κατέθεσαν τις μνήμες τους και η Ιστορία σιωπηλή τις κατέγραψε…

Το κεφάλι το τσιμπολογούσαν οι κότες

Μαρτυρία Αλέξη Αλεξίου από τη Σμύρνη: Λίγο αριστερά από το δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι· το κεφάλι λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια, που ήταν παρά κάτω ήταν πεταμένα δυο ή τρία πτώματα. 

Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε στα μάτια μας· γυναίκες πολλές μια σειρά ατέλειωτη από το μπουλούκι που ερχόταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντάς η μια την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να το καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές από αυτές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε.

Τα λίπη από το πτώμα στο στόμα μας

Μαρτυρία Παναγιώτη Μαρσέλου από τη Σμύρνη: Μόλις πήγε ο κόσμος στη βρύση να πιει λίγο νερό, έβαλαν οι Τούρκοι το πολυβόλο και να σκοτώνουν γραμμή. Εγώ βλέποντας αυτό, κατεβαίνω στο ποτάμι και πάω σε μια γούβα που είχε νερό μέσα, αλλά κι ένα ελληνικό πτώμα που από την πολυκαιρία είχε πρηστεί κι είχε σαπίσει. Ωστόσο δεν άντεχα τη δίψα· ήπια και γέμισα ένα καπέλο και το πήγα στον αδελφό μου. Ήπιε κι εκείνος, και τα λίπη από το σπασμένο πτώμα κολλούσαν στα χείλη μας!

Μια ματωμένη φωτογραφία

Μαρτυρία Θεοδώρας Κοντού από τα Κριτζαλιά: Η μάνα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα σαν τους άλλους. Της είχαν χύσει τα έντερα, την είχαν περιχύσει τα αίματα κι εκείνη με αρμήνευε και μου ΄λεγε: «Παιδάκι μου, άμα δεις τα σκούρα να πέσεις στη θάλασσα».  Έβγαλε και από την τσέπη της και μου ΄δωσε το πορτοφόλι της και μια φωτογραφία περιχυμένη στα αίματα· την έχω ακόμη…

Ποιος είπε φύγε;

Μαρτυρία Λάμπρου Λαμπρικίδη από τα Βουρλά: Ήτο Παρασκευή απόγευμα, έφαγα κι εκοιμήθηκα. Κοιμώμενος ήκουσα μια φωνή να λέει: «Φύγε». Σηκώθηκα και ρώτησα: «Ποιος φώναξε, μητέρα, φύγε;». Κανένας παιδί μου, μου είπε η μάνα μου. Σαν συνήλθα λίγο, σκέφτηκα πως αυτός ήτο ο καλός μου άγγελος που με ειδοποιούσε να φύγω. Γυρίζω τότε και λέω στη μητέρα μου: «Αύριο φεύγομε άνευ άλλης ειδοποιήσεως. Μαζί σας δεν θα πάρετε τίποτα πλην τα κοσμήματά σας. Από τον Τσεσμέ όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν, τους έσφαξαν οι Τούρκοι. Αι οιμωγαί από τη σφαγή ηκούοντο στη Χίο.

Το πρώτο παιδάκι το κλάψαμε και το θάψαμε…

Μαρτυρία Γιώργου Γρηγορίου από το Μπουγιουκλή: Στο δρόμο βρήκαμε ένα παιδάκι πεθαμένο. Πρησμένο και μελανιασμένο ήτανε, σε κακό χάλι. Ρωμιόπουλο ήτανε. Το κλάψαμε και σκάψαμε ένα λάκκο και το θάψαμε… Την άλλη μέρα στο δρόμο μας βρήκαμε κι άλλο παιδάκι πεθαμένο – ήτανε δεν ήτανε δέκα χρονών – και πιο κάτω άλλο και πιο κάτω άλλο. Πόσα απαντήσαμε κι εγώ δεν ξέρω. Το πρώτο το κλάψαμε, το θάψαμε· και το δεύτερο το ίδιο. Ύστερα όμως τα παρατούσαμε έτσι στη μέση του δρόμου, άκλαφτα και άθαφτα, Ούτε ένα κλαδάκι δεν ρίχναμε επάνω τους να τα σκεπάσουμε. Βλακεία κι απομωρία και κτηνωδία πέφτει στον άνθρωπο άμα δυστυχήσει πολύ. Κτηνώδεις πράξεις κάνει χωρίς να το καταλαβαίνει.

«Παππού σώσε με…»

Μαρτυρία του Αναστάση Χαρανή από το Γκερένκιοϊ: Οι γονείς μου μείνανε στις Φώκιες, Από κει τους πήρανε οι Τούρκοι μαζί μ’ άλλους Φωκιανούς, Γκερενκιοΐτες και Σερεκιοΐτες, και τους πήγανε στο εσωτερικό. Την άλλη μέρα διαλέξανε οι Τούρκοι τα καλύτερα κορίτσια κι οργιάσανε. Πήρανε και την ανηψιά μου. «Παππού», φώναζε αυτή, «...σώσε με»! Ο πατέρας μου δάκρυσε, όταν την άκουσε να φωνάζει. Αυτός που άλλοτε ήταν πανίσχυρος δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Απ’ όλη την οικογένεια μου εγώ γλύτωσα. Τους γονείς μου, τρία αδέλφια και πέντε ανήψια, όλους τους σφάξανε οι Τούρκοι.

Ούτε πόρτα ούτε παραθύρι!

Μαρτυρία Μαρίας Μπιρμπίλη από το Γιατζηλάρι: Μπήκαμε σ’ ένα καΐκι, μαζί και λίγοι χωριανοί, και βγήκαμε στη Χίο. Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμόμαστε. Παίρνουμε τα έχοντά μας στον ώμο και τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μας διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δεν φύγαμε. Κερατά, του λέει ο άντρας μου, εμείς είμαστε διωγμένοι πού θες να πάμε; Κάναμε σπιτάκια με τσι πέτρες, σαν τα παιδιά, και κάτσαμε. Ένα μήνα μείναμε στη Χίο, ούτε παράθυρο ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή.

Πλήρωναν να τους κρεμάσουν

Μαρτυρία Θεόδωρου Λουκίδη από την Τσομπανησιά: Καθώς τους περνούσαν από τα τούρκικα χωριά οι Τούρκοι δίναν λεφτά για να αγοράσουν έναν αιχμάλωτο μόνο και μόνο για να τον σκοτώσουν και να εκδικηθούνε. Μεταξύ των πολλών που πήραν με τον τρόπο αυτό, έναν τον πήγε ο αφέντης του στο χωράφι. Εκεί φύτρωνε μια γκορτζιά. Έδεσε ένα σκοινί κι ετοιμαζόταν να τον κρεμάσει. Μαζεύτηκαν κι άλλοι χωριανοί για να ευχαριστηθούνε με το θέαμα… Την ώρα που ετοίμαζε τη θελιά, πήγε κι ένας γείτονας και του λέει: «Να σου δώσω είκοσι παγκανότες μου τον δίνεις; Να τον κρεμάσω εγώ στην αυλή μου, να κάνουν κι οι δικοί μου σεΐρι (χάζι); Στον δίνω. Έτσι τον πήρε ο άλλος για να τον κρεμάσει. Δεν το έκανε όμως· μόνο τον πήγε στο κτήμα του και του λέει: «Είδες τη θελιά; Ήταν για σένα. Ήσουν για τον άλλο κόσμο. Τώρα γλύτωσες. Είδα καλό από τους Χριστιανούς και θα το ανταποδώσω, Θα σε προστατεύσω». Του ΄δωσε ένα τσαπιστηράκι και του ΄πε: «Αν σε ρωτήσει κανείς να πεις ότι σκάβεις». Τελικά τόσο τον αγάπησε που ήθελε να τον κάνει γαμπρό του.

Χειρότερα κι από ζώα

Μαρτυρία Κοντού Κωνσταντίνας (από το αρχείο του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Φθιώτιδας): Ένα άλλο που θυμάμαι ήταν οι κακές σχέσεις που είχαν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες. Μας φέρθηκαν χειρότερα κι από ζώα κι ας ήμασταν αδέρφια τους. Για κάθε κακό που γινόταν στη Στυλίδα εμάς τους πρόσφυγες κατηγορούσαν. Τα παιδιά των προσφύγων τα χτύπαγαν ,ενώ τα δικά τους τα φοβέριζαν ότι αν δεν ήταν φρόνιμα θα τα έδιναν στους πρόσφυγες να τα φάνε. Οι ντόπιοι μας φωνάζανε «τουρκόσπορους» και μας καίγανε στην καρδιά. Εμείς είχαμε ξεριζωθεί από την πατρίδα και οι ντόπιοι μας ξερίζωναν κι απ’ τον εαυτό μας. Το μίσος αυτό έμεινε για πολλά χρόνια. Το 1948 ο Δήμαρχος της Στυλίδας , διορισμένος, έκρινε σωστό να κλείσει με συρματόπλεγμα τον προσφυγικό συνοικισμό έξω από τη Στυλίδα για να μας πάρουν οι αντάρτες. Αλλά εμείς τρέχαμε να πάμε στους αντάρτες.

Γέμισε η προκυμαία πτώματα

Μαρτυρία Απόστολου Ρουκουνιώτη από το Αϊβαλί Μικράς Ασίας (από το αρχείο του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Φθιώτιδας): Οι καπνοί ανεβαίνανε μέχρι τον ουρανό και ο κόσμος κατέβαινε στην παραλία για να βρει μέσον να φύγει, αλλά με τι να φύγει αφού όσα καΐκια ήταν στο λιμάνι φόρτωναν κόσμο και μικρά παιδιά. Οι βάρκες χωρούσαν 50 άτομα και έμπαιναν 100 για να γλυτώσουν οπότε και οι βάρκες βούλιαζαν επιτόπου. Είχε γεμίσει η προκυμαία πτώματα, παντού υπήρχε μια ολοκληρωμένη καταστροφή. Βλέποντας αυτά ο πατέρας μου τότε, φύγαμε με τη βάρκα που ήμασταν όλοι μέσα. Πήγαμε κι εγκατασταθήκαμε σ' ένα νησί που βρισκόταν ανάμεσα στο Αϊβαλί και τη Μυτιλήνη.

Γυρίζω και βλέπω τη μάνα μου πεθαμένη

Μαρτυρία Εριφύλης Σταματιάδου από το Κιόσκι: Μας κυνηγούσε η φωτιά και το βόλι του Τούρκου. Αλλοφροσύνη ήτανε, ο άνθρωπος έχανε τα λογικά του. Εκεί που τρέχαμε,  άκουσα πυροβολισμό πίσω μου και γυρίζω και βλέπω τη μάνα μου κάτω πεθαμένη. Το κορίτσι μου είδε μπρος στα μάτια του να σκοτώνουν τη γιαγιά του. Στα χέρια του μείνανε τα αίματα. Εγώ έτρεχα με το αγόρι μου. Λογικό δεν είχα πια! Ένας Τούρκος μ' άρπαξε το παιδί απ' τα χέρια και το ΄μπασε σ' ένα σπίτι. Τότες με έπιασε η μεγάλη τρέλα. Φώναζα, έκλαιγα, τραβούσα τα μαλλιά μου. Ποιος να δώσει προσοχή σ' εμένα! Όλοι χαμένοι ήτανε. Βρέθηκε ένας Τούρκος, Αλής, φίλος του αδελφού μου, και με είδε έτσι που ήμουνα· μπήκε αμέσως στο σπίτι, μίλησε, φώναξε, και έβγαλε το παιδί και μου το παράδωσε στα χέρια μου.

Πηγές: Η ΕΞΟΔΟΣ - ΤΟΜΟΣ Α’ – ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΑΡΧΙΕΣ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΛΙΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ- ΕΚΔ: ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ - 1980.

- Αρχείο του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Φθιώτιδας.

Σμύρνηπρόσφυγεςμικρασιατική καταστροφή