«11η Σεπτεμβρίου» δεν είναι μόνο οι Δίδυμοι Πύργοι: Είναι και ο Αλιέντε, ο Νερούδα και ο Βίκτορ Χάρα
NewsroomΟ Εδουάρδο Γκαλεάνο, ο Ουρουγουανός συγγραφέας θα τα πει καλύτερα: «Με απαράδεκτη θρασύτητα, ο λαός της Χιλής εκλέγει πρόεδρο τον Σαλβαδόρ Αλιέντε. Ένας άλλος πρόεδρος, ο πρόεδρος της εταιρείας Ι.Τ.Τ. προσφέρει ένα εκατομμύριο δολάρια σε όποιον καταφέρει να θέσει τέρμα στην καταστροφή. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών προσφέρει δέκα εκατομμύρια δολάρια: Ο Ρίτσαρντ Νίξον αναθέτει στη CIA να εμποδίσει τον Αλιέντε να καθίσει στην προεδρική καρέκλα, ή να τον ανατρέψει μόλις καθίσει… Ένα εκατομμύριο άτομα έχουν ξεχυθεί στους δρόμους του Σαντιάγο, για να υποστηρίξουν τον Σαλβαδόρ Αλιέντε εναντίον των θνησιμαίων της αστικής τάξης που παριστάνουν τους πατριώτες. Ένας λαός σε αναβρασμό, λαός που αποτινάζει το ζυγό της κακοπάθειας του: η Χιλή, στην προσπάθειά της να ορθοποδήσει, επανακτεί το χαλκό, το σίδερο, το νίτρο, τις τράπεζες, το εξωτερικό εμπόριο, και τα μονοπώλια της βιομηχανίας. Η επόμενη εθνικοποίηση που ανακοινώνεται είναι τα τηλέφωνα της Ι.Τ.Τ…
Στον ορίζοντα προβάλλουν μερικά πολεμικά πλοία των ΗΠΑ και στέκονται απειλητικά στις ακτές της Χιλής. Και το πολυσυζητημένο πραξικόπημα ξεσπάει… Του Αλιέντε του αρέσει η καλή ζωή. Αρκετές φορές έχει πει πως δεν διαθέτει ιδιοσυγκρασία αποστόλου, ούτε τις συνθήκες για μάρτυρας. Όμως έχει πει επίσης ότι αξίζει τον κόπο να πεθαίνεις για εκείνα που δεν θα άξιζε να ζεις αν δεν υπήρχαν.
Οι εξεγερμένοι στρατηγοί απαιτούν να παραιτηθεί. Τον προειδοποιούν ότι το Προεδρικό Μέγαρο θα βομβαρδιστεί. Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, μαζί με μια χούφτα άνδρες, ακούει τις ειδήσεις. Οι στρατιωτικοί κατέλαβαν ολόκληρη τη χώρα. Ο Αλιέντε φορά ένα κράνος κι ετοιμάζει το όπλο του. Ακούγονται να πέφτουν οι πρώτες βόμβες. Ο πρόεδρος μιλάει από το ραδιόφωνο: «Δεν θα παραιτηθώ…»… Ένα βαρύ μαύρο σύννεφο υψώνεται από το Προεδρικό Μέγαρο που φλέγεται. Ο πρόεδρος Αλιέντε πεθαίνει στο πόστο του. Η κυρία Πινοτσέτ ανακοινώνει πως το κλάμα των μανάδων θα σώσει τη χώρα…
Κι ο Σαλβαδόρ Αλιέντε πλάι με τους συντρόφους του ανεβαίνει πάμφωτος στον ουρανό πάνω από τις Άνδεις, που ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στους ανθρώπους…
Πάμπλο Νερούδα: Πάλεψε πλάι μου…
Ο μικρός Ρικάρδο γράφει κρυφά από τον πατέρα του στιχάκια και τα κρύβει κάτω από το προσκεφάλι του. Ο πατέρας του τα ψάχνει, τα βρίσκει και τα σκίζει. Κάποια χαρτάκια με τα ποιήματα του μικρού Ρικάρδο τα παίρνει ο άνεμος της μοίρας και τα σκορπίζει στους δρόμους έξω. Κι ο μικρός Ρικάρδο γίνεται ο μεγάλος Πάμπλο Νερούδα της Χιλής και του κόσμου. Το μικρό χωριό Παράλ της Χιλής άκουσε τα πρώτα ποιήματα του Ρικάρδο Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο, που ο κόσμος ολόκληρος τον έμαθε σαν Πάμπλο Νερούδα. Η μάνα του πέθανε πριν προλάβει να τον δει να περπατάει. Ο Ρικάρδο κατέκτησε τον κόσμο με τα ποιήματά του και την καλοσύνη του. Έγινε διπλωμάτης. Ταξίδεψε τη Γη ολόκληρη. Στάθηκε πλάι στους φτωχούς με ένα κομμάτι ψωμί και χτύπησε την πλάτη των λησμονημένων με μια ζεστή κουβέντα. Ο Λόρκα ήταν φίλος του. Τον έκλαψε από μακριά και ακολούθησε από κοντά τα χνάρια του: Ύψωσε κόκκινη παντιέρα. «Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου», φώναζε στον λαό της πατρίδας του. Οι δικτάτορες τον κυνηγούν. Αλώστε οι δικτάτορες φοβούνται την τέχνη σαν το σύννεφο τον ήλιο. Ένα πρωί αντάμωσε τον Σαλβαδόρ και τον ακολούθησε με το κεφάλι ψηλά, σαν σημαία.
«Ό,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει», λέει και η Χιλή τον αγγίζει και τον αγκαλιάζει σαν τη μάνα που δεν γνώρισε. Ο καρκίνος τον βρίσκει στα 67 του χρόνια. Το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον βρίσκει στα 67 του χρόνια. Στα 70 τον βρίσκει ο θάνατος. Ο καρκίνος τον νίκησε, είπαν οι εχθροί του. Τον σκότωσε ο Πινοτσέτ, είπαν οι φίλοι του. Οι δικοί του άνθρωποι, ο Σαλβαδόρ, ο Βίκτορ έχουν ήδη «αναληφθεί» στους ουρανούς, κι εκείνος τι θα μπορούσε να κάνει μόνος στη σκιά των Άνδεων;
«Στη νύχτα θα μπούμε μέχρι το τρεμουλιαστό της στερέωμα, και τα μικρά σου χέρια και τα δικά μου θα κλέψουν τ’ αστέρια». Και μπήκε στη «νύχτα» της πατρίδας του και όλα γίναν μέρα μεμιάς.
«Από το λεηλατημένο του σπίτι, που έχει πλημμυρίσει νερό και λάσπη, ο ποιητής φεύγει για το νεκροταφέιο. Τον συνοδέυον μερικοί στενοί φίλοι. Μπροστά πηγαίνει η Ματίλντε Ουρούτια, που της είχε πει: «Ήταν τόσο ωραία να ζω όσο ζούσες».
Σε κάθε διασταύρωση η πομπή μεγαλώνει. Ενώνονται από παντού άνθρωποι , που βαδίζουν πίσω από το φέρετρο, παρά τα στρατιωτικά φορτηγά με τα πολυβόλα έτοιμα να ρίξουν… Μέχρι που η πομπή γίνεται λιτανεία, γίνεται διαδήλωση και ο λαός που βαδίζει ενάντια στο φόβο, αρχίζει να τραγουδά στους δρόμους του Σαντιάγο με όλη του τη δύναμη…».
Βίκτορ Χάρα: Veceremos…
Η μάνα του ήταν αγρότισσα. Έλιωνε στο καυτό λιοπύρι για να έχει ο άντρας της ποτό να μεθάει και να τη δέρνει τα βράδια κι ο γιός της ένα πιάτο φαΐ να χορταίνει και να ονειρεύεται. Η Χιλή είναι τόπος τραχύς και σκληρός. Οι Άνδεις ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στους ανθρώπους.
Ο Βίκτορ Χάρα, μαλάκωνε τους ανθρώπους με τα τραγούδια του κι ονειρευόταν. Ονειρευόταν μια πατρίδα ζωντανή και ανεξάρτητη, όπως του τραγουδούσε η μάνα του. Ονειρευόταν μια μάνα χαμογελαστή και γαλήνια. Η μάνα του γαλήνεψε σαν πέθανε, όταν ο Βίκτορ ήταν 15 χρονών. Ο Βίκτορ Χάρα έγραψε τραγούδια για τη Χιλή και για τον πόνο των ανθρώπων. Ένα πρωί αντάμωσε τον Σαλβαδόρ και τον ακολούθησε με το κεφάλι ψηλά, σαν σημαία.
Στα δάχτυλά του Βίκτορ γεννήθηκε η Nueva Cancion (νέο τραγούδι). Από την κιθάρα του ξεπήδησαν νότες που πονούσαν τους φασίστες. Το πρωί που οι φασίστες μπήκαν στο Σαντιάγο ο Βίκτορ ήταν στο πανεπιστήμιο· τον βρήκαν και τον έπιασαν.
Πέντε μέρες τον χτυπούσαν αλύπητα για να του βγάλουν τις νότες που χτυπούσαν τους φασίστες από το κεφάλι κι όταν δεν το κατάφεραν του έσπασαν τα δάχτυλα και τον πότισαν χολή και ξύδι. «Παίξε τώρα για τους συντρόφους σου το «Veceremos», του φώναζαν γελώντας κι εκείνος σιωπούσε κοιτώντας τον ουρανό. Τέλος τον πυροβόλησαν και πέταξαν το ματωμένο κορμί του στους λερούς κι ασήμαντους δρόμους του Σαντιάγο. Κι ο Βίκτορ Χάρα αναστήθηκε την επόμενη στιγμή, όχι μετά τρεις μέρες… Έγινε εικόνα πάνω από το κρεβάτι των μανάδων όλης της Χιλής, έγινε ο Θεός που τραγουδούσε στον ύπνο των κατατρεγμένων, έγινε ο εφιάλτης του Πινοτσέτ και των πραιτοριανών του. Το 2018 οκτώ συνταξιούχοι αξιωματικοί του χιλιανού στρατού καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για τη δολοφονία του Βίκτορ Χάρα, ένας από αυτούς είχε προλάβει να πάρει την αμερικανική υπηκοότητα και να γλυτώσει… Ο Βίκτορ τα είχε πει όλα σε έναν στίχο του: «Η σιωπή και οι κραυγές θα είναι το τέλος του τραγουδιού μου»… Στη Χιλή ακόμα κάνουν την προσευχή τους πριν κοιμηθούν τα βράδια χαϊδεύοντας την εικόνα του Βίκτορ Χάρα…
Μετά 28 χρόνια θα «πέσουν» οι Δίδυμοι Πύργοι… Τον Αλιέντε, τον Νερούδα, τον Χάρα τους θυμάται κανείς;
- Δολοφονία στην Εύβοια: Πώς προσπάθησαν να εξαπατήσουν οι δράστες τους αστυνομικούς - Ψάχνουν ακόμη το κίνητρο
- Κρήτη: Το χρονικό της δολοφονίας της 36χρονης που ο δράστης δεν γνώριζε καν - Τα πρώτα λόγια του
- Νύχτα ντροπής για το ελληνικό ποδόσφαιρο: Επίθεση στην αποστολή του ΠΑΟΚ από οπαδούς της ΑΕΚ
- Η μαγεία του Θεάτρου Σκιών μέσα από τα μάτια του γνωστού καραγκιοζοπαίκτη Γιάννη Χατζή