Ιστορία|13.05.2021 10:43

Τέχνη στα χρόνια της χολέρας: Όταν μια επιδημία γίνεται έμπνευση για κορυφαία λογοτεχνικά έργα

Γεωργία Τσατσάνη

Το 19ο αιώνα ο πλανήτης έζησε πολλές επιδημίες με σημαντικότερη την επανεμφάνιση παλαιότερων ασθενειών και την υποτροπή άλλων. Στην Ελλάδα η φυματίωση, η λέπρα, η ελονοσία και η χολέρα είχανε εγκλωβίσει τους πληθυσμούς σε μια εξοντωτική άνιση πάλη χωρίς τέλος. Συγκεκριμένα, η χολέρα υποτροπίασε συνολικά επτά φορές σε Ασία, Αμερική και Ευρώπη τους δύο προηγούμενους αιώνες (1817-1823, 1826-1837, 1852-1860, 1863-1875, 1881-1896, 1910 και 1961) μια ασθένεια που άσκησε τεράστια επίδραση που πέρασε στη λογοτεχνία και στις καλές τέχνες.

Διαβάστε επίσης: Οι πανδημίες που «θέρισαν» την ανθρωπότητα: Λοιμός, πανώλη, και ισπανική γρίπη

Η αρχαία παράδοση, όπως διασώζει η Ιπποκρατική Συλλογή, δίνει την προέλευση της χολέρας από το Γάγγη ποταμό στην Ινδία, ωστόσο σήμερα δεν είναι απλώς μια διαταραχή του πεπτικού συστήματος (οξεία γαστρεντερίτιδα) όπως την περιγράφουν οι ιατροί του ύστερου αρχαίου κόσμου, αλλά μια νόσος του βακτηρίου Vibrio Cholerae O1 και Ο139, όπως αποδεικνύει ο ιατρός Ηλίας Μαζοκοπάκης, με το άρθρο «Η “χολέρα” στην Ιπποκρατική συλλογή», που δημοσιεύτηκε το 2019 στο έγκυρο περιοδικό Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής (τεύχος 36.6, σελ. 830-834).       

Ο Κριμαϊκός Πόλεμος «φέρνει» τη χολέρα στην Αθήνα

Ο Όθων και η Αμαλία διαφωνούν με του Σούτσο και Κριεζή για τον Κριμαϊκό πόλεμο/ λιθογραφία εποχής

Σε μια από τις σημαντικότερες φάσεις του Ανατολικού Ζητήματος ανάμεσα σε Χριστιανούς, Καθολικούς και Ορθοδόξους, αλλά και Μουσουλμάνους, με αφορμή την πρωτοκαθεδρία στην Ιερουσαλήμ και τον Πανάγιο Τάφο, η έριδα θα μεταφερθεί στη Βαλκανική. Οι Γάλλοι με τη βρετανική υποστήριξη στα θέματα της εξωτερικής τους κοινής πολιτικής χρειάζονται την παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία ως έρμαιο της δικής τους δυτικής στρατηγικής στην ανατολική πλευρά της Ευρώπης. Ο οθωμανικός γίγαντας με τα πήλινα πόδια καταρρέει, οι Ρώσοι το γνωρίζουν ήδη από τις αρχές του αιώνα.

Ο πόλεμος στην Κριμαία κλείνει οριστικά την Ιερή Συμμαχία της Δύσης και ανοίγει το μέγα κεφάλαιο του ελέγχου των οθωμανικών εδαφών από τις δυτικές αυλές κατά το δικό τους δοκούν και γαλλο-βρετανικό όφελος, όπως αποδεικνύεται με τη Μικρασιατική Καταστροφή εβδομήντα χρόνια μετά. Ο αιχμάλωτος της δυτικής ηγεμονίας ο Όθων δεν έχει κανένα έλεγχο και με αφορμή το δανειακό χρέος, τα ξένα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά για δεύτερη φορά, μια επίδειξη δύναμης, όσο εξουσίας, απέναντι σε έναν ανίσχυρο χριστιανό βασιλιά της μικρής, αλλά ανεξάρτητης Ελλάδας.

Η γλαφυρή περιγραφή του Εμμανουήλ Λυκούδη στο διήγημα «Η Ξένη του 1854»                  

Το μακροσκελές διήγημα από την «Εστία» (1893/ τεύχη 31 έως 34) αναφέρεται στην τρίτη πανδημία από το 1852 έως το 1860 όταν σε Ευρώπη και Αφρική η χολέρα έδωσε ένα εκατομμύριο νεκρούς. Η χολέρα ήρθε στην Ελλάδα από τα γαλλο-βρετανικά στρατεύματα που έκαναν τη διαβόητη κατάληψη της Αθήνας και του Πειραιά για μια επονείδιστη τριετία από το 1854 έως το 1857, εντός του Ρωσοτουρκικού Κριμαϊκού Πολέμου, για την εκμετάλλευση των Δαρδανελίων και φυσικά την έξοδο των βορειοευρωπαίων στη Μεσόγειο θάλασσα. 

Ο Λυκούδης αρχίζει την αφήγηση σε ένα τόνο δραματικό: «Δυστυχισμένη θεοκατάρατη χρονιά. Ποιος θα λησμονήσει τι κακά έσυρε μαζί της; Είναι κάτι χρόνοι, όπου τραβούν οπίσω τους τα βάσανα, τις συφορές, αλυσίδα βαρειά, ατέλειωτη αλυσίδα που σέρνεται στα στήθια. Αφορία από έτη, καταστροφές από σεισμούς, εθνικές ελπίδες ξεριζωμένες, η ληστεία να βράζει στην Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη. Να μπαίνουν οι ληστρικές συμμορίες μέσα στας πόλεις, στας Θήβας, στη Λιβαδιά, στα Μέγαρα, η ξένη Κατοχή υβριστική να πατεί κατάστηθα τη χώρα, χωρίς ούτε καν να πνίξει τη μαύρη διχόνοια! Και όμως δεν ήσαν αρκετά αυτά. όχι. Πίσω ήταν το πλιό φαρμακερό ποτήρι. Ήταν γραφτό να στήσει στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντίρι της, στριγγλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία. […] Και όμως και με όλες αυτές τις ευκολίες άργησε να ανέβει στας Αθήνας η Ξένη. Λες και βαριότανε χορτάτη από τον τρύγο που έκανε στον Πειραιά. Αλλά στο τέλος, αφού έως εις τας 20 Αυγούστου ερήμαξε τον Πειραιά, ελούφαξε και μόλις εις το τέλος Σεπτεμβρίου άρχισε να τρυγά εις τας Αθήνας τα πρώτα πριμαρόλια του θανάτου».

Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν στον Πειραιά σαν σήμερα 12 Μαΐου 1854 φέρνοντας το βακτήριο που εξελίχθηκε ταχύτατα σε ενδημία στον Πειραιά και στα νησιά μας στον Αργοσαρωνικό και κυρίως στις Κυκλάδες. Το θέρος η Σύρος είχε 300 νεκρούς και στην έξαρση από το Μάιο έως το Νοέμβριο του 1854 εκατοντάδες χιλιάδες ήτανε τα θύματα στην Αθήνα. Η περιγραφή συνεχίζει για όλο το καλοκαίρι έως το φθινόπωρο: «Έτσι πρώτα-πρώτα χτυπούσε ανάρια, σκόρπια. Λες κι εδοκίμαζε τη δύναμή της. Έπειτα για μερικές ημέρες άφηνε να λησμονηθεί. Ήθελε να κάμει τον κόσμο να ξεθαρρέψει, όπως το θηρίο αφήνει λάσκο στο θύμα του να δοκιμάσει τη φυγή, για να το σπαράξει έπειτα σ’ ένα πήδημα με περισσότερη ευχαρίστηση. Ο κόσμος εξεθάρρευε και εγύριζε η γαλήνη στα πρόσωπα και το χαμόγελο στο στόμα. Μα αυτή έβοσκε σαν την κρυμμένη τη φωτιά, ελούφαζε σαν την τίγρη πριν χυμήσει, εσέρνουνταν κρυφοδάγκατη οχιά. Εις τας 21 Οκτωβρίου εξέσπασε αχόρταγη. Παράλυσε τότε τις ψυχές ο κρύος φόβος και όσοι ημπορούσαν εζήτησαν σωτηρία στη φυγή. Δεν ήταν φυγή πολέμου αυτή· δεν θα πατούσε τας Αθήνας ο εχθρός, ούτε ακούονταν από μακριά κούφια, βουβή, του κανονιού η βροντή. Αλλά τον ένιωθε χωρίς να τον βλέπει τον εχθρό ο άμοιρος ο κόσμος, παντοδύναμο σαν τον Θάνατο. Και έφευγεν».  

Η περιγραφή της χολέρας μέσα στην πόλη της Αθήνας θυμίζει εικόνες πολέμου: «Η Ιερά οδός, η οδός των Πατησίων, της Κηφισιάς, του Μαραθώνος, κάθε δρόμος που έφερνε σ’ ένα χωριό της Αττικής ήτο γεμάτος από κάρα, αμάξια, φορτηγά ζώα, πεζούς, παντού μία ατέλειωτη αλυσίδα, που εσέρνουνταν και σήκωνε παχύ, ουρανόψηλο τον κουρνιαχτό. Κλάμα και θρήνος παντού. τα πράγματα ριμμένα άνω κάτω με την τρελή βία του φόβου, σαν σε πυρκαγιά, μέσα στ’ αμάξια. Ό, τι πρόφθασε ο καθένας. Ω, τα ελεεινά καραβάνια της συμφοράς! Πολλοί δυστυχισμένοι, που δεν είχαν τις τρακόσες ή τετρακόσες δραχμές που είχε φθάσει το αγώι ενός αμαξιού έως εις τα περίχωρα, έφευγαν φορτωμένοι ολίγα ρούχα στον ώμο, ένα καλάθι με ψωμί στο χέρι, κι οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά. Ακολουθούσαν και κάτι αραχνιασμένοι γέροι και γριές, ξεκλειδωμένες υπάρξεις, κουρέλια της ζωής, που δεν είχαν μεγάλες ελπίδες ότι θα τραβήξουν μακριά. Αλλά η ζωή είναι φως. Αποχαιρετώντας τη ζωή ο Αίας του ηλίου το φως αποχαιρετούσε, για τούτο είναι μεγάλη η αγάπη της ζωής στις φωτεινές τις χώρες, που τις σκεπάζει γαλάζιος, ηλιοχρύσωτος ουρανός. Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε αι Αθήναι. Δεν έμειναν μέσα στην πόλη περισσότερες από οκτώ. Μακριά, μακριά από το φαρμάκι που ξερνάει ο ανασασμός της θεοκατάρατης της Ξένης».

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και «Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα»    

copyright: el.wikipedia.org

Ο μεγάλος αντίκτυπος της χολέρας στην ελληνική κοινωνία θα φανεί τέλη του 19ου αιώνα και από τον μέγιστο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο οποίος επίσης επιλέγει μια εξιστόρηση της ίδιας ασθένειας ετεροχρονισμένη. Πράγματι είναι αξιοπερίεργο πώς ο Παπαδιαμάντης θα δημοσιεύσει ένα δικό του διήγημα πάλι το 1893 για την επόμενη πανδημία χολέρας που έπληξε αυτή τη φορά τη Σκιάθο.

Για την τέταρτη πανδημία χολέρας που ήρθε στην Ελλάδα το 1865, αλλά μάστιζε από το 1863 έως το 1875 την Ευρώπη κυρίως την Ισπανία και την Ιταλία (Νάπολη), ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πολύ αργότερα μας αφηγείται την απήχηση στο νησί του: «Η Σκεύω έμεινεν επί πολλήν ώραν ακόμη κοιτάζουσα έξω εις τον εξώστην. Είτα εσηκώθη, ήνοιξε σιγά την πορτούλαν, έτριξαν τα θυρόφυλλα, εστέναξε το πάτωμα, και η μήτηρ εισήλθε πλησίον του κοιμωμένου υιού της. Έμεινεν άυπνος έως το λάλημα του πετεινού, περιμένουσα να εξημερώσει διά να μάθει. Είτα απεκοιμήθη έως την χαραυγήν, και εξύπνησε. Δεν παρήλθε πολλή ώρα και ήλθε κατά το σύνηθες ο ιατρός, διά να πίει τον πρωινόν καφέν του από τας χείρας της επιτηδείας πτωχής οικοκυράς, και καπνίσει ηδονικώς το πρώτον γεμάτον τσιμπούκι του. Ο ιατρός εφαίνετο ολίγον τι νευρικός και ανήσυχος. Ουχ ήττον η παροδική αύτη δυσθυμία ήτο μόνον ως εαρινόν νέφος διά την εύθυμον διάθεσίν του».   

Η διήγηση για τη γριά-Σκεύω, μία Σκιαθίτισσα μάνα η οποία θέλει να μάθει για το παιδί της, εάν είναι και εκείνο άρρωστο, εάν δηλαδή βρίσκεται στα χολερικά καράβια για την καραντίνα στο επιχόλερον νησί Τσουγκριά (Σπόρκα) απέναντι από τη Σκιάθο, άρα να μεταμφιεστεί σε βαρδιάνος (φύλακας) στο διήγημα: «Βαρδιάνος στα Σπόρκα». Τελικά, επιστρέφοντας πίσω στο σπίτι, ο γιος της εξετάζεται από το γιατρό και υπαινιχτικά ο Παπαδιαμάντης μας επισημαίνει ότι το παιδί είναι μάλλον απόλυτα υγιές. Το περιπετειώδες διήγημα αυτό δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ακρόπολις» από τις 13 Αυγούστου έως τις 5 Σεπτεμβρίου 1893. Για το σύνολο του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη @https://www.papadiamantis.net/

«Θάνατος στη Βενετία» με φόντο τα κανάλια της ερωτικής πόλης     

Ο Thomas Mann με τη νουβέλα ορόσημο «Ο Θάνατος στη Βενετία» (1911) αφηγείται τον πλατωνικό έρωτα του γηραιού συνθέτη προς το νεαρό αγόρι τον Tadzio με φόντο τα κανάλια της ερωτικής πόλης σε ένα μοτίβο νοσηρό, τόσο σωματικής όσο πνευματικής ασθένειας εξαιτίας της έλξης, με τον ήρωα να πεθαίνει από την ασθένεια που έπληττε τότε ακριβώς την Ευρώπη ως Έκτη Πανδημία χολέρας σε πραγματικό χρόνο. Ο Thomas Mann αργότερα (το 1929) έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας  για το σύνολο του έργου, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος, ένα κείμενο ορόσημο για την Όπερα και τον Κινηματογράφο μετά από μισό και πλέον αιώνα.  Αρκετές δεκαετίες αργότερα, χωρίς νέα πανδημία ενόψει, η Χολέρα επίκαιρη πάντα θα επανέλθει ως φόντο με την κινηματογραφική μεταφορά σε σκηνοθεσία του Ιταλού Luchino Visconti (1971). Η έξοχη 5η Συμφωνία του Gustav Mahler διανθίζει την ταινία νιτσεϊκών διαστάσεων ως μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο έλλογο απολλώνιο της διάνοιας και το ενστικτώδες διονυσιακό της μουσικής. Η λυρική ταινία ενός κλασικού βιβλίου πανδημικής λογοτεχνίας και ομοερωτισμού θα ανανεώνει το ενδιαφέρον εσαεί για την ευρωπαϊκή πρωτοπορία.

Η ταινία του Luchino Visconti έγινε παγκόσμια επιτυχία και επειδή υπάρχουν συμπτώσεις, που πρέπει να επισημαίνονται, η μουσική διασκευή προηγείται χρονικά, καθώς η παραγωγή συνέπεσε με τη σύνθεση της ομόθεμης μουσικής σύνθεσης από το συνθέτη Benjamin Britten ο οποίος ήδη δούλευε τη γερμανική νουβέλα.  Η μουσική εκφράζεται ως η σιωπή του αντικειμένου της ερωτικής επιθυμίας. Ο Britten, ένας από τους πιο σημαντικούς Βρετανούς συνθέτες του εικοστού αιώνα, ίσως ο πιο ανοιχτός στο ευρύ κοινό θα παρουσιάσει τον Tadzio και την οικογένειά του ως σιωπηλούς χορευτές στην όπερα, όχι ως τραγουδιστές, όπως αναμένεται. Το Libretto είναι του Myfanwy Piper και η πρεμιέρα έγινε στην Αγγλία στις 16 Ιουνίου 1973. Ο «Θάνατος στη Βενετία» έμελλε να είναι η τελευταία ολοκληρωμένη όπερα του  Benjamin Britten.     

«Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας» του Marquez

54Ένας βιολογικός θάνατος αντιθέτως από το μάστορα του σασπένς τον Gabriel Garcia Marquez ανοίγει το μοναδικό μυθιστόρημα «Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας» (1985) για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Ο νεανικός έρωτας του νεαρού Φλορεντίνο και της συνομήλικης Φερμίνα από την Καραϊβική διακόπτεται από την αντίδραση του πατέρα της, εκείνη τελικά παντρεύεται ένα σπουδαίο γιατρό ο οποίος θα πεθάνει πενήντα χρόνια αργότερα. Οι ερωτευμένοι νέοι θα συναντηθούν ξανά έπειτα από 51 χρόνια, 9 μήνες και 4 ημέρες, όταν εκείνη είναι και πάλι ελεύθερη.

Ένας έρωτας λογοτεχνικός, καθώς η ασθένεια δεν είναι η κεντρική αφηγηματική, όταν μάλιστα ο έρωτας αναπτύσσεται παράλληλα σε έναν ιστορικό καμβά αναγέννησης. Ο Κολομβιανός συγγραφέας έχει ήδη τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982, λίγα χρόνια πριν από το μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο παγκοσμίως. Στον 21ο αιώνα πια, ο Mike Newell σκηνοθετεί τον έρωτα της Πέμπτης Πανδημίας Χολέρας του 19ου αιώνα που μάστιζε τη Νότια Αμερική και την Καραϊβική από το 1881 έως το 1896. Στην ομώνυμη ταινία το 2007 δραματοποιεί τον εφηβικό έρωτα, έναν πρωτότυπο τρόπο επίτευξης της ερωτικής επιθυμίας που εντέλει ολοκληρώθηκε και οπτικά.    

Συνδρομή στη συλλογική τραυματική μνήμη

Ο Thomas Mann και ο κατεξοχήν συγγραφέα της Μοναξιάς Gabriel Garcia Marquez αποδεικνύουν επαρκώς την αξία της πανδημίας συγκριτολογικά σε πλαίσιο ιστορικό ή με εκατό χρόνια καθυστέρηση. Ο κινηματογράφος και η όπερα φυσικά επικούρησαν τη συλλογική τραυματική μνήμη. Ο αντίκτυπος της πανδημίας στην Ελλάδα ήταν κατεξοχήν τεράστιος, όπως διαπιστώνεται, όταν τα δυο προηγούμενα διηγήματα «Η Ξένη του 1854» και «Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα» δημοσιεύονται πολλές δεκαετίες μετά την έξαρση της αρχικής επιδημίας χολέρας. Ο εκτός νόρμας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γράφει μια μυθοπλασία στα πλαίσια της σκιαθίτικης παράδοσης των περισσοτέρων διηγημάτων του. Από την άλλη πλευρά, ο δικαστικός Εμμανουήλ Λυκούδης ως πεζογράφος ανήκει στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή και υπήρξε μέλος στο φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός», η βραχύβια ενασχόληση του με τη λογοτεχνία έφερε στο επίκεντρο την επιδημία της χολέρας ως ηθογραφικό και ιστορικό διήγημα ενός τραύματος στο μεταίχμιο ενός είδους που τείνει πια να ξεχαστεί, το απομνημόνευμα.  

Διαβάστε επίσης: Σειρά στο Netflix τα «100 χρόνια μοναξιά» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Η Νεοελληνική Λογοτεχνία με την καταγραφή της πανδημικής αρρώστιας στα έργα «Η Ξένη του 1854» και «Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα», συμπτωματικά την ίδια χρονιά (καλοκαίρι 1893) αναδεικνύουνε τη χολέρα σε μείζονος σημασίας νόσο για τον ελληνικό 19ο αιώνα.

πανδημίαΓκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεςλογοτεχνίαχολέρα